«ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, όπου ο Θεός θα μας ενώσει ξανά, ελπίζω. Καλή αντάμωση εκεί ψηλά, αγαπημένη μου γυναίκα». Έτσι τέλειωνε το γράμμα ενός στρατιώτη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που έμελλε να οδηγηθεί στο απόσπασμα κατηγορούμενος άδικα για προδοσία. Κι αυτήν ακριβώς τη φράση –«Καλή αντάμωση εκεί ψηλά»– δανείστηκε ο Πιερ Λεμέτρ για τίτλο του μυθιστορήματός του που το 2013 καρπώθηκε το Γκονκούρ έχοντας ήδη σημειώσει πωλήσεις εκατοντάδων χιλιάδων αντιτύπων.
Χάρη στην ελληνική έκδοσή του (μετ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Μίνωας), μπορούμε να απολαύσουμε κι εμείς την αφηγηματική δεινότητα, το σαρδόνιο χιούμορ, το σαρκασμό και την ειρωνεία του Λεμέτρ, καθώς ξεδιπλώνει τις περιπέτειες δύο απόστρατων που προσπαθούν να επιβιώσουν στην τόσο αφιλόξενη γι' αυτούς μεταπολεμική Γαλλία.
Όχι, δεν υπάρχει εδώ κάποια μεγάλη ιστορία αγάπης. Υπάρχει η ιστορία μιας δυνατής φιλίας ανάμεσα σε δύο άντρες εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους κι ακόμα δυο απάτες εθνικής εμβέλειας με τεράστια οικονομική και συμβολική σημασία, αποκαλυπτικές του τι μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους είτε από απόγνωση είτε από κυνισμό είτε από απληστία.
«Να πώς τελειώνει ο πόλεμος, καημένε μου» γράφει ο ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου στον άλλο, όσο αναρρώνουν ακόμα σε ξεχωριστά νοσοκομεία. «Ένας τεράστιος κοιτώνας γεμάτος εξαντλημένους άντρες που ούτε να τους στείλουν στα σπίτια τους δεν είναι ικανοί. Κανείς για να σου πει μια κουβέντα, να σου σφίξει έστω το χέρι. Οι εφημερίδες μας είχαν υποσχεθεί αψίδες θριάμβου κι αντί γι' αυτό μας στοιβάζουν σε αίθουσες που μπάζουν από παντού. Το "στοργικό ευχαριστώ της ευγνωμονούσης Γαλλίας" μετατράπηκε σε μια ατέλειωτη ταλαιπωρία, τσιγκουνεύονται το χαρτζιλίκι των 52 φράγκων, μας μοιράζουν με το σταγονόμετρο το ρουχισμό, τη σούπα, τον καφέ. Μας φέρονται σαν να 'μαστε κλέφτες...».
Οι καταχρήσεις δημοσίου χρήματος που αποδίδει στον αριστοκράτη ήρωά του προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από το «σκάνδαλο των στρατιωτικών εκταφών» που ξέσπασε το 1922, απασχόλησε ευρέως τον Τύπο και μόνο αλώβητη δεν άφησε την τότε γαλλική κυβέρνηση.
Στο «Καλή αντάμωση...» πρωταγωνιστούν ένας πρώην τραπεζικός υπάλληλος, ταπεινής καταγωγής, συνεσταλμένος και λεμφατικής κράσης, κι ένας εκρηκτικής ιδιοσυγκρασίας, θηλυπρεπής, προικισμένος ζωγράφος εθισμένος στη μορφίνη, ο οποίος προτιμά να λογαριάζεται νεκρός παρά να επιστρέψει στους κόλπους της μεγαλοαστικής οικογένειάς του.
Σε αντίθεση με τον πρώτο που δεν φέρει σπουδαία σωματικά τραύματα, ο δεύτερος έχει χάσει από ακρωτηριασμό το ένα του πόδι και το πρόσωπό του, σμπαραλιασμένο από οβίδα, μοιάζει με χοάνη που προκαλεί αποτροπιασμό. Και οι δυο, έπειτα από τέσσερα χρόνια στο μέτωπο, θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται στους τυχερούς που γύρισαν άθικτοι πίσω, αν λίγο πριν από τη συνθηκολόγηση δεν έπεφταν θύματα της μωροφιλοδοξίας ενός συμπατριώτη τους αξιωματικού που γύρευε παράσημα με κάθε κόστος.
Όση δε προσοχή δίνει ο Λεμέτρ στη μετέπειτα πορεία των δυο αποστράτων, άλλη τόση δίνει και στου τελευταίου, χρεώνοντάς τον μάλιστα μ' ένα σκάνδαλο ολκής που, αλίμονο, βασίζεται σε πραγματικό γεγονός.
Άφραγκοι και περιθωριοποιημένοι, οι δυο φίλοι φυτοζωούν σε μια τρώγλη στο Παρίσι μέχρι που κάποια στιγμή, πατώντας πάνω στη λατρεία των νεκρών που συνεπαίρνει τη χώρα, βάζουν μπροστά μια μεγαλεπήβολη απάτη, ικανή να τους κάνει από τη μια μέρα στην άλλη ζάπλουτους: κρυμμένοι πίσω από ένα ψευδεπίγραφο καλλιτεχνικό πρακτορείο, υπόσχονται μεγαλειώδη μνημεία πεσόντων σε δεκάδες σωματεία, κοινότητες και δήμους, διεκδικώντας από παντού διόλου αμελητέες προκαταβολές.
Την ίδια περίοδο, ο αξιωματικός που αναφέραμε πιο πάνω, ξεπεσμένος αριστοκράτης αλλά και προνομιακός αποδέκτης κυβερνητικών συμβολαίων, εκμεταλλευόμενος την άμεση ανάγκη δημιουργίας μαζικών νεκροταφείων, δίνει ρεσιτάλ αισχροκέρδειας: παραδίδει φέρετρα μικροσκοπικού μεγέθους, όπου για να χωρέσουν οι σοροί πρέπει να κομματιαστούν, κι απασχολεί για ψωροδίφραγκα Σενεγαλέζους εργάτες που αδυνατούν να διακρίνουν την ταυτότητα των Γάλλων πεσόντων από εκείνη των Γερμανών...
Γραμμένο με οίστρο, με συνεχείς εναλλαγές κωμικών και τραγικών καταστάσεων, με αριστοτεχνικά δοσμένους χαρακτήρες και μια πλοκή που σε καθηλώνει ως την τελευταία σελίδα, το «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά» ζωντανεύει την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής και τα ήθη μιας κοινωνίας που επέτρεψε την ηρωοποίηση δειλών και την ευημερία καιροσκόπων, φαινόμενα που, δυστυχώς, εκατό χρόνια μετά δεν έχουν πάψει να επαναλαμβάνονται.
Όπως διευκρινίζει ο Λεμέτρ στο επιλογικό του σημείωμα, η απάτη με τα μνημεία των πεσόντων είναι φανταστική. Αντίθετα, οι καταχρήσεις δημοσίου χρήματος που αποδίδει στον αριστοκράτη ήρωά του προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από το «σκάνδαλο των στρατιωτικών εκταφών» που ξέσπασε το 1922, απασχόλησε ευρέως τον Τύπο και μόνο αλώβητη δεν άφησε την τότε γαλλική κυβέρνηση.
Γεννημένος στο Παρίσι το 1951 και με σπουδές ψυχολογίας, ο Πιερ Λεμέτρ άργησε να διεκδικήσει την ιδιότητα του συγγραφέα. Για πολλά χρόνια δίδασκε επικοινωνία σε τμήματα επαγγελματικής κατάρτισης ενηλίκων, αλλά με το που δημοσίευσε, το 2006, το πρώτο του –αστυνομικό– μυθιστόρημα διαπίστωσε πως θα μπορούσε πλέον να βιοπορίζεται κι αλλιώς.
Ακολούθησαν έξι ακόμη νουάρ που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες αποσπώντας άφθονες διακρίσεις και βραβεία για το συγκεκριμένο είδος, αλλά για τους λάτρεις της υψηλής λογοτεχνίας παρέμενε άγνωστος. Με το «Καλή αντάμωση εκεί ψηλά», όμως, κατάφερε να τους κατακτήσει.