ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Robert McCabe- Μύκονος 1957
0

«Θέλετε να ξεκουραστεί το σώμα σας; Θέλετε να ηρεμήσει η ψυχή σας; Θέλετε ν’ απαλλαγεί το μυαλό σας από έγνοιες και φροντίδες; Ελάτε στη Μύκονο. Μόνο μ’ ένα παλιό παντελόνι, ένα τριμμένο πουκάμισο, ένα ξεθωριασμένο πουλόβερ, μια άχρηστη κάλτσα της γυναίκας σας για σκούφο, ένα ζευγάρι ερειπωμένα πέδιλα. Όλα τ’ άλλα -γραβάτες, κουκουλάρικα, παπούτσια, ξυριστικά, ματαιοδοξίες, κοσμικότητες, επιδειξιομανίες, σοβαροφάνειες, κοινωνικές υποστάσεις, «καλές» σχέσεις, νερόβραστες ρομάντζες, ρούμπες, σάμπες και «τι θα κάνουμε απόψε» παρατήστε τα στην Αθήνα. Ειδάλλως καλύτερα να πάτε σε κάποιο άλλο νησί…»

Ο Μ. Καραγάτσης σοβαρολογούσε. Ακόμα και τότε που έγραφε αυτές τις γραμμές (Βραδυνή, 1952), η γενέθλια γη της Μέλπως Αξιώτη αντιμετωπιζόταν ως τόπος παραθερισμού των σνομπ των Αθηνών. Όμως εκείνος επέμενε: τι να ΄ρθουν να κάνουν οι πλούσιοι εδώ; Να κοιμηθούν στις φτωχικές καμαρούλες της, να φάνε στα λαϊκά μαγειριά της, να περάσουν ένα καλοκαίρι χωρίς ζεστό μπάνιο, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς μπαρ; Όχι, η Μύκονος είναι για να παραδώσεις το κορμί σου «στο όργιο του χλιαρού ήλιου, της υπόψυχρης θάλασσας, της χρυσής άμμου, του βάναυσου μελτεμιού και του κόκκινου βράχου», για να ξαναβρείς «μέσα στη γαλήνη και τον πρωτογονισμό της αιγαίας φύσεως, όλα εκείνα που σπατάλησες στον πόλεμο της αστικής ζωής: ηρεμία, καλοσύνη, κατανόηση, πραότητα, ταπεινοσύνη».

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ένας από τους ελάχιστους τόπους όπου διαφυλάσσεται ατόφια η γαλήνη και ο πρωτογονισμός της αιγαίας φύσης, είναι οι κιτρινισμένες σελίδες κάποιων βιβλίων. Σελίδες μέσα από τις οποίες αναδύεται ένα ελληνικό καλοκαίρι πλημμυρισμένο στις ευωδιές και το φως.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Σαντορίνη, 1930.

Τα Φηρά της Σαντορίνης του ΄30 που αποτύπωσε ο Κώστας Ουράνης στα ταξιδιωτικά του, με τα μετρημένα στα δάχτυλα σπίτια, «σφηνωμένα στα πόδια του θεόρατου βράχου της σκουριάς», λυγίζουν τώρα υπό το βάρος του μπετόν. Οι «εκθαμβωτικά λευκές, απρόσιτες κι ανάερες» πολιτείες του νησιού, ούτε μικρές είναι πια ούτε αποξενωμένες από τον κόσμο. Μένει, ωστόσο, για πάντα η «Ωδή στη Σαντορίνη» του Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς»: «Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη/ Όρθωσες ένα στήθος βράχου/ κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας/ Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη/Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα/ Με φωτιά με λάβα με καπνούς/ Με λόγια που προσηλυτίζουν το όνειρο/ Γέννησες τη φωνή της μέρας/ Έστησες ψηλά/ Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία/ Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης της νους/ Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου»…

Ας πάμε πίσω λοιπόν: σε «ρόδιν’ ακρογιάλια» που λες κι έχουν χαθεί από τον χάρτη, σε παραλίες με παμπάλαιες καμπίνες μπάνιου, αραποσυκιές και καλαμιές όπου δροσίζονταν ο Ζορμπάς ή στα διάφανα και βαθυγάλαζα κάποτε νερά της Καστέλας όπου έκανε τις σκανταλιές του ο «Τρελλαντώνης», ο αδελφός της Πηνελόπης Δέλτα. Ας ξαπλώσουμε στο «αλαφρό σαν αμύγδαλο» αιγινήτικο χώμα που ύμνησε ο Σικελιανός, ας ακούσουμε τις κραυγές των παιδιών να μπερδεύονται με το κελάηδημα του πουνέντε όπως ο Γκάτσος στην «Αμοργό», κι ας αντικρύσουμε την Άνδρο, όπως κι ο ήρωας του Εμπειρίκου στον «Μεγάλο Ανατολικό»: σαν μια «καλλίμαστο και σφριγηλή γυνή, θαλερά και αυροφίλητο» που αναδύεται με μυθική μεγαλοπρέπεια εκ του Αρχιπελάγους.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ανδρέα Εμπειρίκος στην Άνδρο.

Σ’ αυτήν την εκδρομή δεν είναι όλα ειδυλλιακά. Τίποτε, για παράδειγμα, στην εκκίνηση της «Γαλήνης» του Βενέζη δεν προσφέρει αισθήματα ευφορίας. Καθώς όμως ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία αναζητούν νέα πατρίδα στην Αττική, ξεπροβάλλει μπροστά μας η Ανάβυσσος το καλοκαίρι του 1923: ένα μέρος άγονο, γεμάτο σκίνα, αγκάθια, βούρλα, λαγούς, τσακάλια και άμμο, και το μονοπάτι που οδηγεί στην ακρογιαλιά καταλήγοντας στις αλυκές, να ΄ναι «το μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή ανθρώπινη σ’ εκείνη την ερημιά»…

Σε μιαν άλλη «Γαλήνη», στη βίλα του Πόρου όπου είχε καταλύσει τον Αύγουστο του 1946 ο Σεφέρης, εξουθενωμένος από το κλίμα της εποχής που κυοφορούσε τον εθνικό διχασμό, στο μέρος όπου θα συνθέσει την «Κίχλη», ο ποιητής συνειδητοποιεί πόσο ολιγαρκής θα έπρεπε να είναι τελικά: «Η λίμνη του Πόρου με τα φώτα που συλλαβίζω κάθε βράδυ, μοιάζει να βουλιάζει κάθε μέρα πιο βαθιά», γράφει στο ημερολόγιό του. «Ο Πόρος, κλειστός όπως είναι, μου θυμίζει, πως λίγα είναι τα πράγματα που χρειάζομαι, πως θα ΄πρεπε να παραμερίζω πράγματα που μ’ εμποδίζουν να βλέπω. Ό,τι έχω εδώ μπροστά μου, φτάνει: ένα ξύλο στην ακρογιαλιά, ο χάλκινος ήχος του Προγυμναστηρίου, οι λιθογραφίες στα μπακάλικα της χώρα, τα ουδέτερα πρόσωπα, μου φτάνουν για να γράψω ό,τι θέλω (…) Η κουβέντα ενός βαρκάρη, η χειρονομία ενός ψαρά, έχουν ένα κύρος για μένα που δεν ένιωσα παρά πολύ σπάνια στη συναναστροφή τόσων υπουργών, λ.χ., ή καθηγητών και διανοουμένων».

Ο Πόρος με την αλλοτινή χλιδή και τη νωχέλειά του, θύμιζε στον Σεφέρη κάτι από Βενετιά. Και το ακμαίο ακόμα Λεμονοδάσος απέναντι, τον έκανε ν’ ανακαλεί -τι άλλο;- αισθησιακούς πειρασμούς. Μια βαρκάδα προς τα κει συντροφιά με τον Κοσμά Πολίτη, νωρίς, πριν σηκωθεί ο μπάτης, μέσα στο τριανταφυλλένιο θάμπος του πελάγους, θα ΄ταν αρκετή για να χάσει κανείς την αίσθηση του χρόνου. Κι η βόλτα στην καρδιά του δάσους, μεθυστική: «Οι πρώτες λεμονιές χύνουν το άρωμά τους μέσα στον πρωινό αέρα. Δέντρα σφιχτοδεμένα όλο σφρίγος και χυμούς, όσο ανεβαίνομε πυκνώνουν οι φυλλωσιές και όσο παν μικραίνουν οι φωτερές και παιχνιδιάρικες σταλαματιές του ήλιου πάνω στο χώμα και πάνω στην ξερολιθιά που εδώ κι εκεί το συγκρατάει. Μα ο ίσκιος απομένει ανάλαφρος κι αερικός. Ένα ρυάκι κατεβαίνει πηδηχτά την πλαγιά κελαδώντας, και τα πουλιά, πάνω από το κεφάλι μας, τονίζουν το τραγούδι τους πάνω στον ίδιο αυτό σκοπό».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Πόρος Ασκέλι, 1940. Φωτογραφία του Γ. Σεφέρη.

Πόσο διαφορετικό είναι το τοπίο που αντικρίζει το alter ego του Καζαντζάκη στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»! Είναι ξημερώματα, έχει μόλις βγει από το ξενοδοχειάκι της Μαντάμ Ορντάνς, έχει γνωριστεί στα πεταχτά με το νερό, το χώμα και τον αγέρα του τόπου, οι παλάμες του μυρίζουν φασκόμηλο, φλισκούνι και θρούμπα, κι από ένα ψήλωμα αγναντεύει το «κυματιστό ριγάτο δέρμα τίγρης» που συνθέτουν οι ζώνες από σιδερόπετρες, οι σκουροπράσινες χαρουπιές και οι ασημόφυλλες ελιές:

«Έμοιαζε το κρητικό ετούτο τοπίο, έτσι μου φάνηκε, με την καλή πρόζα: καλοδουλεμένο, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο. Διατύπωνε με τ’ απλούστερα μέσα την ουσία. Δεν έπαιζε, δεν καταδέχουνταν να χρησιμοποιήσει κανένα τερτίπι, δε ρητόρευε. Έλεγε ό,τι είχε να πει με αντρίκια αυστηρότητα. Μα ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του ξεχώριζες στο κρητικό ετούτο τοπίο απροσδόκητη ευαιστησία και τρυφεράδα -σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούσαν οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές, και πέρα, από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση. Η Κρήτη, μουρμούριζα, η Κρήτη… κι η καρδιά μου αναπετάριζε».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ζορμπάς του Κακογιάννη γυρίστηκε στον Σταυρό των Χανίων.

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα. Η ανατολική παραλία του Ρεθύμνου, επίσης, που περιδιαβαίνει ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας πολιτείας» (1938) υποκλινόμενος στη «χάρη της μοναξιάς», αυτό το καθαρό και πλατύ περιγιάλι με την ψιλή άσπρη άμμο που «φεύγει θαρρείς σαν καροτσόδρομος να πάει να σμίξει με το Μεγαλόκαστρο», είναι σήμερα χτισμένο με μεγαθήρια.

Μήπως όμως έχει απομείνει κάτι από την Σκιάθο του Παπαδιαμάντη; Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελένη Αλεξανδράκη επέλεξε να γυρίσει σ’ άλλο φυσικό σκηνικό την «Νοσταλγό», στην Νίσυρο. Ούτε η Μυτιλήνη έχει γλυτώσει εντελώς. Η οικοδομική έκρηξη έπληξε και τα δικά της προάστια. Στη Βίγλα άραγε φουντώνουν ακόμη πάθη; Ο Στρατής Μυριβήλης που δεν κουράστηκε ποτέ να εμπνέεται από τις φυσικές χάρες της γενέτειράς του, στήνει στον γιαλό της Βίγλας –«μια κυκλική παράταξη από άγριους βράχους»- ένα απροσδόκητο συναπάντημα ανάμεσα στον Λεωνή και τη Σαπφώ, τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Ζωγράφος με νωπές ακόμα τις μνήμες από τον πόλεμο του ΄22 ο πρώτος, χήρα συμπολεμιστή του η δεύτερη, πάλλονται και οι δυο από έναν έρωτα αμοιβαίο αλλά βουβό.

Κι εκεί, στις «Βίγλας τα ράχτα», καθώς η Σαπφώ προπορεύεται με το ομπρελίνο της πάνω στη στενή λουρίδα της ακρογιαλιάς με τα χοντρά στρογγυλεμένα βότσαλα, καθώς η φλογισμένη βροχή του ήλιου χύνεται πάνω στους καλοδουλεμένους ώμους της και τις μακριές της γάμπες, ο Λεωνής ονειρεύεται πώς θα την αποτυπώσει στον καμβά: σαν μια Σαλώμη ολόγυμνη κι ακίνητη, αλλά πανέτοιμη να ορμήσει σ’ έναν οργιαστικό χορό, με μια θάλασσα από υδράργυρο μπροστά της «βαριά, σαν ετοιμόγεννη σκύλα», ενώ «κάτω από την πηχτή πέτσα του νερού, θα παραφυλάει την ώρα του ξύπνιο το παράφορο πνέμα της τρικυμμίας και ο καλπασμός των κυμάτων».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Άμαξα στην Κηφισιά. Οδός Ηρώδου Αττικού, πλάι στο άλσος της Κηφισιάς. Στο πίσω μέρος είναι οι γραμμές του τρένου.

Επιστροφή στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, στην προπολεμική Κηφισιά, εκείνο το ζεστό καλοκαίρι που τρεις αδελφές, εφοδιασμένες από την Μαργαρίτα Λυμπεράκη με «Ψάθινα καπέλα», ξάπλωναν πάνω στα στάχυα για να σιγοκουβεντιάσουν τα μυστικά τους, και γίνονταν ένα με τ’ αγριολούλουδα και τον ουρανό. Τότε που στις καλαμιές της λεωφόρου Ανοίξεως έκρωζαν σαν τρελαμένα τα βατράχια, το μεγάλο ρυάκι που κατέβαινε από το Κεφαλάρι πότιζε τα κτήματα, οι δρόμοι κόβονταν από τις αμπολές στα δυο, και στα περιβόλια της Χελιδονούς, οι κερασιές, κατακόκκινες, βάραιναν από τους καρπούς. Τότε που ο Υμηττός απλωνόταν στον ορίζοντα «ροδολεβάντινος», κι όλες οι ερωτικές προσδοκίες των κοριτσιών βιάζονταν να εκπληρωθούν…

Βιβλίο
0

ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Μέρες / Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Οι στιγμές λίγο πριν από την αναγγελία του βραβείου Νόμπελ στην Αθήνα, ο μοναχικός θρίαμβός του και ο φθόνος των ομοτέχνων του, οι λαμπρές στιγμές στη Στοκχόλμη και η συνάντησή του με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Οι συναρπαστικές στιγμές της κορυφαίας αναγνώρισης του Έλληνα ποιητή μέσα από σπάνια ντοκουμέντα.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ
Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Μέρες / Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Το 1962 ο ποιητής επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά από την Πρεσβεία του Λονδίνου, και ενώ περιμένει να ολοκληρωθεί το σπίτι του στην Οδό Άγρας, παραθερίζει στα Καμένα Βούρλα κάνοντας μια ανασκόπηση ολόκληρης της ζωής του. Είναι στα 62 του χρόνια και αισθάνεται μέσα του το απόλυτο κενό.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ