Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Robert McCabe- Μύκονος 1957
0

«Θέλετε να ξεκουραστεί το σώμα σας; Θέλετε να ηρεμήσει η ψυχή σας; Θέλετε ν’ απαλλαγεί το μυαλό σας από έγνοιες και φροντίδες; Ελάτε στη Μύκονο. Μόνο μ’ ένα παλιό παντελόνι, ένα τριμμένο πουκάμισο, ένα ξεθωριασμένο πουλόβερ, μια άχρηστη κάλτσα της γυναίκας σας για σκούφο, ένα ζευγάρι ερειπωμένα πέδιλα. Όλα τ’ άλλα -γραβάτες, κουκουλάρικα, παπούτσια, ξυριστικά, ματαιοδοξίες, κοσμικότητες, επιδειξιομανίες, σοβαροφάνειες, κοινωνικές υποστάσεις, «καλές» σχέσεις, νερόβραστες ρομάντζες, ρούμπες, σάμπες και «τι θα κάνουμε απόψε» παρατήστε τα στην Αθήνα. Ειδάλλως καλύτερα να πάτε σε κάποιο άλλο νησί…»

Ο Μ. Καραγάτσης σοβαρολογούσε. Ακόμα και τότε που έγραφε αυτές τις γραμμές (Βραδυνή, 1952), η γενέθλια γη της Μέλπως Αξιώτη αντιμετωπιζόταν ως τόπος παραθερισμού των σνομπ των Αθηνών. Όμως εκείνος επέμενε: τι να ΄ρθουν να κάνουν οι πλούσιοι εδώ; Να κοιμηθούν στις φτωχικές καμαρούλες της, να φάνε στα λαϊκά μαγειριά της, να περάσουν ένα καλοκαίρι χωρίς ζεστό μπάνιο, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς μπαρ; Όχι, η Μύκονος είναι για να παραδώσεις το κορμί σου «στο όργιο του χλιαρού ήλιου, της υπόψυχρης θάλασσας, της χρυσής άμμου, του βάναυσου μελτεμιού και του κόκκινου βράχου», για να ξαναβρείς «μέσα στη γαλήνη και τον πρωτογονισμό της αιγαίας φύσεως, όλα εκείνα που σπατάλησες στον πόλεμο της αστικής ζωής: ηρεμία, καλοσύνη, κατανόηση, πραότητα, ταπεινοσύνη».

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα.

Εβδομήντα χρόνια αργότερα, ένας από τους ελάχιστους τόπους όπου διαφυλάσσεται ατόφια η γαλήνη και ο πρωτογονισμός της αιγαίας φύσης, είναι οι κιτρινισμένες σελίδες κάποιων βιβλίων. Σελίδες μέσα από τις οποίες αναδύεται ένα ελληνικό καλοκαίρι πλημμυρισμένο στις ευωδιές και το φως.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Σαντορίνη, 1930.

Τα Φηρά της Σαντορίνης του ΄30 που αποτύπωσε ο Κώστας Ουράνης στα ταξιδιωτικά του, με τα μετρημένα στα δάχτυλα σπίτια, «σφηνωμένα στα πόδια του θεόρατου βράχου της σκουριάς», λυγίζουν τώρα υπό το βάρος του μπετόν. Οι «εκθαμβωτικά λευκές, απρόσιτες κι ανάερες» πολιτείες του νησιού, ούτε μικρές είναι πια ούτε αποξενωμένες από τον κόσμο. Μένει, ωστόσο, για πάντα η «Ωδή στη Σαντορίνη» του Ελύτη από τους «Προσανατολισμούς»: «Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη/ Όρθωσες ένα στήθος βράχου/ κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας/ Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη/Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα/ Με φωτιά με λάβα με καπνούς/ Με λόγια που προσηλυτίζουν το όνειρο/ Γέννησες τη φωνή της μέρας/ Έστησες ψηλά/ Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία/ Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης της νους/ Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου»…

Ας πάμε πίσω λοιπόν: σε «ρόδιν’ ακρογιάλια» που λες κι έχουν χαθεί από τον χάρτη, σε παραλίες με παμπάλαιες καμπίνες μπάνιου, αραποσυκιές και καλαμιές όπου δροσίζονταν ο Ζορμπάς ή στα διάφανα και βαθυγάλαζα κάποτε νερά της Καστέλας όπου έκανε τις σκανταλιές του ο «Τρελλαντώνης», ο αδελφός της Πηνελόπης Δέλτα. Ας ξαπλώσουμε στο «αλαφρό σαν αμύγδαλο» αιγινήτικο χώμα που ύμνησε ο Σικελιανός, ας ακούσουμε τις κραυγές των παιδιών να μπερδεύονται με το κελάηδημα του πουνέντε όπως ο Γκάτσος στην «Αμοργό», κι ας αντικρύσουμε την Άνδρο, όπως κι ο ήρωας του Εμπειρίκου στον «Μεγάλο Ανατολικό»: σαν μια «καλλίμαστο και σφριγηλή γυνή, θαλερά και αυροφίλητο» που αναδύεται με μυθική μεγαλοπρέπεια εκ του Αρχιπελάγους.

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ανδρέα Εμπειρίκος στην Άνδρο.

Σ’ αυτήν την εκδρομή δεν είναι όλα ειδυλλιακά. Τίποτε, για παράδειγμα, στην εκκίνηση της «Γαλήνης» του Βενέζη δεν προσφέρει αισθήματα ευφορίας. Καθώς όμως ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία αναζητούν νέα πατρίδα στην Αττική, ξεπροβάλλει μπροστά μας η Ανάβυσσος το καλοκαίρι του 1923: ένα μέρος άγονο, γεμάτο σκίνα, αγκάθια, βούρλα, λαγούς, τσακάλια και άμμο, και το μονοπάτι που οδηγεί στην ακρογιαλιά καταλήγοντας στις αλυκές, να ΄ναι «το μοναδικό σημάδι πως υπάρχει ζωή ανθρώπινη σ’ εκείνη την ερημιά»…

Σε μιαν άλλη «Γαλήνη», στη βίλα του Πόρου όπου είχε καταλύσει τον Αύγουστο του 1946 ο Σεφέρης, εξουθενωμένος από το κλίμα της εποχής που κυοφορούσε τον εθνικό διχασμό, στο μέρος όπου θα συνθέσει την «Κίχλη», ο ποιητής συνειδητοποιεί πόσο ολιγαρκής θα έπρεπε να είναι τελικά: «Η λίμνη του Πόρου με τα φώτα που συλλαβίζω κάθε βράδυ, μοιάζει να βουλιάζει κάθε μέρα πιο βαθιά», γράφει στο ημερολόγιό του. «Ο Πόρος, κλειστός όπως είναι, μου θυμίζει, πως λίγα είναι τα πράγματα που χρειάζομαι, πως θα ΄πρεπε να παραμερίζω πράγματα που μ’ εμποδίζουν να βλέπω. Ό,τι έχω εδώ μπροστά μου, φτάνει: ένα ξύλο στην ακρογιαλιά, ο χάλκινος ήχος του Προγυμναστηρίου, οι λιθογραφίες στα μπακάλικα της χώρα, τα ουδέτερα πρόσωπα, μου φτάνουν για να γράψω ό,τι θέλω (…) Η κουβέντα ενός βαρκάρη, η χειρονομία ενός ψαρά, έχουν ένα κύρος για μένα που δεν ένιωσα παρά πολύ σπάνια στη συναναστροφή τόσων υπουργών, λ.χ., ή καθηγητών και διανοουμένων».

Ο Πόρος με την αλλοτινή χλιδή και τη νωχέλειά του, θύμιζε στον Σεφέρη κάτι από Βενετιά. Και το ακμαίο ακόμα Λεμονοδάσος απέναντι, τον έκανε ν’ ανακαλεί -τι άλλο;- αισθησιακούς πειρασμούς. Μια βαρκάδα προς τα κει συντροφιά με τον Κοσμά Πολίτη, νωρίς, πριν σηκωθεί ο μπάτης, μέσα στο τριανταφυλλένιο θάμπος του πελάγους, θα ΄ταν αρκετή για να χάσει κανείς την αίσθηση του χρόνου. Κι η βόλτα στην καρδιά του δάσους, μεθυστική: «Οι πρώτες λεμονιές χύνουν το άρωμά τους μέσα στον πρωινό αέρα. Δέντρα σφιχτοδεμένα όλο σφρίγος και χυμούς, όσο ανεβαίνομε πυκνώνουν οι φυλλωσιές και όσο παν μικραίνουν οι φωτερές και παιχνιδιάρικες σταλαματιές του ήλιου πάνω στο χώμα και πάνω στην ξερολιθιά που εδώ κι εκεί το συγκρατάει. Μα ο ίσκιος απομένει ανάλαφρος κι αερικός. Ένα ρυάκι κατεβαίνει πηδηχτά την πλαγιά κελαδώντας, και τα πουλιά, πάνω από το κεφάλι μας, τονίζουν το τραγούδι τους πάνω στον ίδιο αυτό σκοπό».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Πόρος Ασκέλι, 1940. Φωτογραφία του Γ. Σεφέρη.

Πόσο διαφορετικό είναι το τοπίο που αντικρίζει το alter ego του Καζαντζάκη στον «Βίο και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»! Είναι ξημερώματα, έχει μόλις βγει από το ξενοδοχειάκι της Μαντάμ Ορντάνς, έχει γνωριστεί στα πεταχτά με το νερό, το χώμα και τον αγέρα του τόπου, οι παλάμες του μυρίζουν φασκόμηλο, φλισκούνι και θρούμπα, κι από ένα ψήλωμα αγναντεύει το «κυματιστό ριγάτο δέρμα τίγρης» που συνθέτουν οι ζώνες από σιδερόπετρες, οι σκουροπράσινες χαρουπιές και οι ασημόφυλλες ελιές:

«Έμοιαζε το κρητικό ετούτο τοπίο, έτσι μου φάνηκε, με την καλή πρόζα: καλοδουλεμένο, λιγόλογο, λυτρωμένο από περιττά πλούτη, δυνατό και συγκρατημένο. Διατύπωνε με τ’ απλούστερα μέσα την ουσία. Δεν έπαιζε, δεν καταδέχουνταν να χρησιμοποιήσει κανένα τερτίπι, δε ρητόρευε. Έλεγε ό,τι είχε να πει με αντρίκια αυστηρότητα. Μα ανάμεσα από τις αυστηρές γραμμές του ξεχώριζες στο κρητικό ετούτο τοπίο απροσδόκητη ευαιστησία και τρυφεράδα -σε απάνεμες γούβες μοσκοβολούσαν οι λεμονιές και οι πορτοκαλιές, και πέρα, από την απέραντη θάλασσα, ξεχύνουνταν αστέρευτη ποίηση. Η Κρήτη, μουρμούριζα, η Κρήτη… κι η καρδιά μου αναπετάριζε».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Ο Ζορμπάς του Κακογιάννη γυρίστηκε στον Σταυρό των Χανίων.

Ο Σταυρός των Χανίων, όπου έστησε το ΄64 ο Μιχάλης Κακογιάννης το συνεργείο του για να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη στο σινεμά, χρόνια τώρα θυμίζει Λούτσα. Η ανατολική παραλία του Ρεθύμνου, επίσης, που περιδιαβαίνει ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας πολιτείας» (1938) υποκλινόμενος στη «χάρη της μοναξιάς», αυτό το καθαρό και πλατύ περιγιάλι με την ψιλή άσπρη άμμο που «φεύγει θαρρείς σαν καροτσόδρομος να πάει να σμίξει με το Μεγαλόκαστρο», είναι σήμερα χτισμένο με μεγαθήρια.

Μήπως όμως έχει απομείνει κάτι από την Σκιάθο του Παπαδιαμάντη; Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελένη Αλεξανδράκη επέλεξε να γυρίσει σ’ άλλο φυσικό σκηνικό την «Νοσταλγό», στην Νίσυρο. Ούτε η Μυτιλήνη έχει γλυτώσει εντελώς. Η οικοδομική έκρηξη έπληξε και τα δικά της προάστια. Στη Βίγλα άραγε φουντώνουν ακόμη πάθη; Ο Στρατής Μυριβήλης που δεν κουράστηκε ποτέ να εμπνέεται από τις φυσικές χάρες της γενέτειράς του, στήνει στον γιαλό της Βίγλας –«μια κυκλική παράταξη από άγριους βράχους»- ένα απροσδόκητο συναπάντημα ανάμεσα στον Λεωνή και τη Σαπφώ, τη «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια». Ζωγράφος με νωπές ακόμα τις μνήμες από τον πόλεμο του ΄22 ο πρώτος, χήρα συμπολεμιστή του η δεύτερη, πάλλονται και οι δυο από έναν έρωτα αμοιβαίο αλλά βουβό.

Κι εκεί, στις «Βίγλας τα ράχτα», καθώς η Σαπφώ προπορεύεται με το ομπρελίνο της πάνω στη στενή λουρίδα της ακρογιαλιάς με τα χοντρά στρογγυλεμένα βότσαλα, καθώς η φλογισμένη βροχή του ήλιου χύνεται πάνω στους καλοδουλεμένους ώμους της και τις μακριές της γάμπες, ο Λεωνής ονειρεύεται πώς θα την αποτυπώσει στον καμβά: σαν μια Σαλώμη ολόγυμνη κι ακίνητη, αλλά πανέτοιμη να ορμήσει σ’ έναν οργιαστικό χορό, με μια θάλασσα από υδράργυρο μπροστά της «βαριά, σαν ετοιμόγεννη σκύλα», ενώ «κάτω από την πηχτή πέτσα του νερού, θα παραφυλάει την ώρα του ξύπνιο το παράφορο πνέμα της τρικυμμίας και ο καλπασμός των κυμάτων».

Καλοκαιρινά τοπία στην ελληνική λογοτεχνία Facebook Twitter
Άμαξα στην Κηφισιά. Οδός Ηρώδου Αττικού, πλάι στο άλσος της Κηφισιάς. Στο πίσω μέρος είναι οι γραμμές του τρένου.

Επιστροφή στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, στην προπολεμική Κηφισιά, εκείνο το ζεστό καλοκαίρι που τρεις αδελφές, εφοδιασμένες από την Μαργαρίτα Λυμπεράκη με «Ψάθινα καπέλα», ξάπλωναν πάνω στα στάχυα για να σιγοκουβεντιάσουν τα μυστικά τους, και γίνονταν ένα με τ’ αγριολούλουδα και τον ουρανό. Τότε που στις καλαμιές της λεωφόρου Ανοίξεως έκρωζαν σαν τρελαμένα τα βατράχια, το μεγάλο ρυάκι που κατέβαινε από το Κεφαλάρι πότιζε τα κτήματα, οι δρόμοι κόβονταν από τις αμπολές στα δυο, και στα περιβόλια της Χελιδονούς, οι κερασιές, κατακόκκινες, βάραιναν από τους καρπούς. Τότε που ο Υμηττός απλωνόταν στον ορίζοντα «ροδολεβάντινος», κι όλες οι ερωτικές προσδοκίες των κοριτσιών βιάζονταν να εκπληρωθούν…

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Μέρες / Το Νόμπελ του Σεφέρη: «Βρε Μαρώ, τι τους έκανα και με μισούν έτσι;»

Οι στιγμές λίγο πριν από την αναγγελία του βραβείου Νόμπελ στην Αθήνα, ο μοναχικός θρίαμβός του και ο φθόνος των ομοτέχνων του, οι λαμπρές στιγμές στη Στοκχόλμη και η συνάντησή του με τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Οι συναρπαστικές στιγμές της κορυφαίας αναγνώρισης του Έλληνα ποιητή μέσα από σπάνια ντοκουμέντα.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ
Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Μέρες / Ο Σεφέρης στα Καμένα Βούρλα

Το 1962 ο ποιητής επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά από την Πρεσβεία του Λονδίνου, και ενώ περιμένει να ολοκληρωθεί το σπίτι του στην Οδό Άγρας, παραθερίζει στα Καμένα Βούρλα κάνοντας μια ανασκόπηση ολόκληρης της ζωής του. Είναι στα 62 του χρόνια και αισθάνεται μέσα του το απόλυτο κενό.
ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Βιβλίο / Κανείς δεν ήξερε ότι ήταν μαύρη: Η εξωπραγματική ιστορία της επιμελήτριας του JP Morgan

Υπεύθυνη για τα πιο πολύτιμα αποκτήματα της ιδιωτικής συλλογής του διάσημου τραπεζίτη, η απέριττα κομψή βιβλιοθηκάριος Μπελ ντα Κόστα Γκριν ήταν μαύρη αλλά εμφανιζόταν ως λευκή στον αφρό της υψηλής κοινωνίας μέχρι και τον θάνατό της το 1950.
THE LIFO TEAM
Leslie Absher: «Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι» 

Βιβλίο / Κόρη κατασκόπου, queer κορίτσι, συγγραφέας

Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Leslie Absher μάς ξεναγεί στο «Σπίτι με τα μυστικά», εκθέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική της πορεία προς την απελευθέρωση, την «ελληνική» της εμπειρία και τις εντυπώσεις της από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Πολυτεχνείο - Ένα παραμύθι που δεν λέει παραμύθια»

Βιβλίο / Το Πολυτεχνείο έγινε κόμικ: Μια νέα έκδοση για μια μονίμως επίκαιρη εξέγερση

Παραμονές της φετινής επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι εκδόσεις Red ‘n’ Noir κυκλοφόρησαν ένα έξοχο κόμικ αφιερωμένο σε αυτή, που το υπογράφουν ο συγγραφέας Γιώργος Κτενάς και ο σκιτσογράφος John Antono.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Μάλκολμ Λόουρι και το «Κάτω από το ηφαίστειο»

Βιβλίο / Το μεγαλόπνοο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουρι, μια προφητεία για την αποσύνθεση του κόσμου

Οι αναλογίες μεταξύ του μυθιστορηματικού βίου του Βρετανού συγγραφέα και του κορυφαίου έργου του είναι παραπάνω από δραματικές, όπως και αυτές μεταξύ της υπαρξιακής πτώσης του και του σημερινού, αδιέξοδου κόσμου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Βιβλίο / Ψέμα μέχρι αποδείξεως του εναντίου

Στο νέο του βιβλίο, «Ψέματα που μας έμαθαν για αλήθειες», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, ο Νικόλας Σμυρνάκης καταρρίπτει 23 μύθους που μας καταπιέζουν, βοηθώντας μας να ζήσουμε ουσιαστικότερα.
ΜΑΡΙΑ ΔΡΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Βιβλίο / Βασίλης Σωτηρόπουλος: «Έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη νομοθεσία για τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, υπάρχουν όμως ακόμα σημαντικά κενά»

Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον γνωστό δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέα με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του ΛΟΑΤΚΙ + Δικαιώματα & Ελευθερίες (εκδ. Σάκκουλα), ένα μνημειώδες όσο και πολύτιμο βοήθημα για κάθε ενδιαφερόμενο άτομο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλική Πέτσα: «Αυτό που μας πάει μπροστά δεν είναι η πρόοδος αλλά η αγάπη»

Βιβλίο / Η Βασιλική Πέτσα έγραψε ένα μεστό μυθιστόρημα με αφορμή μια ποδοσφαιρική τραγωδία

Η ακαδημαϊκός άφησε για λίγο το βλέμμα του κριτή και υιοθέτησε αυτό του συγγραφέα, καταλήγοντας να γράψει μια ιστορία για το συλλογικό τραύμα που έρχεται να προστεθεί στις ατομικές τραγωδίες και για τη σημασία της φιλικής αγάπης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μιχάλης Γκανάς: Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

Απώλειες / Μιχάλης Γκανάς (1944-2024): Ο ποιητής της συλλογικής μας μνήμης

«Ό,τι με βασανίζει κατά βάθος είναι η οριστική απώλεια ανθρώπων, τόπων και τρόπων και το ανέφικτο της επιστροφής». Ο σημαντικός Έλληνας ποιητής έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Βιβλίο / «Queer»: Το μυθιστόρημα της στέρησης που πόνεσε τον Μπάροουζ

Μια αναδρομή στην έξοχη, προκλητική όσο και «προφητική» νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ στην οποία βασίστηκε η πολυαναμενόμενη ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο που βγαίνει σύντομα στις κινηματογραφικές αίθουσες.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ