Η Άνδρος, από την πρώτην στιγμήν που την αντίκρυσα μου ενεποίησε εντύπωσιν αληθινού Παραδείσου. Βεβαίως και αλλού με εγοήτευσαν και με συνεκίνησαν εις την ζωήν μου ποικίλαι άλλαι φυσικαί καλλοναί, αλλά εδώ, εις την νήσον αυτήν, ησθάνθην αμεσώτερα και βαθύτερα και δια π ρ ώ τ η ν φοράν την ποίησην που περιέχει και αναδίδει ένα τοπείον (…). Τουτέστι, ότι δύναται να ανταποκρίνεται και εις καθαρώς υποκειμενικούς όρους, εις συναισθήματα, εις εσωτερικάς αληθείας.
Οι παραπάνω φράσεις του Ανδρέα Εμπειρίκου γράφτηκαν επί χούντας, το 1972, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, σε μια περίοδο μεγάλης κατάθλιψης και δυστοκίας, κι είναι αντλημένες από το λήμμα μιας Προσωπικής Εγκυκλοπαίδειας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Το φιλόδοξο εγχείρημά του να συντάξει σειρά αυτοβιογραφικών άρθρων εξαντλήθηκε σ’ ένα εκτενές βιογραφικό του πατέρα του, Λεωνίδα, κι ένα ημιτελές κείμενο για την Άνδρο, εξαιρετικά αποκαλυπτικά για τον ίδιο και τα δυο.
Ωστόσο, για τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την «έκπαγλο νήσο» που ύμνησε και στον «Μεγάλο Ανατολικό», ο Εμπειρίκος μίλησε κι αλλιώς, μέσα από τις φωτογραφίες του. Αποτύπωσε την Άνδρο του 1920, όταν ακολουθούσε τον βενιζελικό εφοπλιστή πατέρα του στην προεκλογική του εκστρατεία φτάνοντας ως τα πιο μακρινά χωριά του νησιού.
Κι αργότερα, τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, απαθανάτισε κτίρια και τοπία της, ζώα, λουόμενους, πορτρέτα λαϊκών ανθρώπων ή αστών όπως και στιγμιότυπα από τον οικογενειακό του βίο, συνθέτοντας μια ολοζώντανη εικόνα της κοινωνίας που λειτουργούσε στην ψυχή του σαν βάλσαμο.
Ως τον θάνατό του, ο Εμπειρίκος θα διασχίζει την Άνδρο απ’ άκρη σ’ άκρη, θα υποδέχεται εκεί τους πιο πιστούς φίλους του και θα εγκλωβίζει με τον φακό του βουνά και οικισμούς, καφενεία, παραθεριστές και ντόπιους, νιώθοντας την ίδια πάντα αγαλλίαση πατώντας το πόδι του στο Γαύριο.
Το καλοκαίρι του 2004, παράλληλα με την έκθεση εκατό ανδριώτικων φωτογραφιών του Εμπειρίκου στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη του νησιού, σε επιμέλεια Γιάννη Σταθάτου, μία ακόμα ευρύτερη επιλογή από το τεράστιο φωτογραφικό του αρχείο –τα αρνητικά υπολογίζονται σε 30.000!– απλώθηκε σ’ ένα φροντισμένο λεύκωμα με τίτλο «Η Άνδρος του Ανδρέα Εμπειρίκου», συμπαραγωγή της Καϊρείου και των εκδόσεων Άγρα.
Σ’ αυτό, πέρα από τα εισαγωγικά σημειώματα του Σταθάτου και του ιστορικού Δ. Ι. Πολέμη, περιλαμβάνεται κι ένα μεστό βιογραφικό κείμενο για τον ποιητή, με την υπογραφή του δικού του γιου, Λεωνίδα Εμπειρίκου.
Δεν είναι τυχαία η απόλυτη φυσικότητα των μαυρόασπρων και διόλου εξωτικών εικόνων που αντικρίζουμε στο λεύκωμα. Δεν είναι ανεξήγητη η απόλυτη αυτοπεποίθηση του Εμπειρίκου όταν στέκεται απέναντι από τον βιολιστή, τον καφετζή, τον καραβομαραγκό ή το κοριτσάκι του ξενοδόχου για να ετοιμάσει το κάδρο του. Ούτε η ευφορία και η ανεμελιά των Αθηναίων φίλων του –του Ελύτη, της Μαρίνας Καραγάτση, του Άρη Κωνσταντινίδη– είναι συμπτωματικές.
Όλα πηγάζουν απ' το ότι ο Εμπειρίκος ανήκε στην Άνδρο και οι Ανδριώτες τον αντιμετώπιζαν σαν δικό τους. «Χάρη σ’ αυτήν την οικειότητα», τονίζει ο Σταθάτος, «το φωτογραφικό ψηφιδωτό που συνέθεσε, θέλγει κι ενημερώνει μισό αιώνα μετά».
Οι πρώτες του επισκέψεις εκεί γίνονται σε ηλικία πέντε ετών και, με μια διακοπή κατά τον Α΄ Παγκόσμιο, διαρκούν ως τα δεκαεννιά του. Όπως επισημαίνει ο Λεωνίδας Εμπειρίκος ο νεότερος, η Άνδρος είναι για τον Ανδρέα «η χώρα του πατέρα» και τα ταξίδια στον κατ’ εξοχήν χώρο της παντοδυναμίας του τελευταίου σημαίνουν μια πιο ολοκληρωμένη επαφή μεταξύ τους.
Η μετέπειτα πολύχρονη απουσία του Εμπειρίκου από το νησί δεν οφείλεται μόνο στο ότι έζησε μακριά από την Ελλάδα σπουδάζοντας, ψυχαναλυόμενος και συμπορευόμενος με τα ρεύματα του μαρξισμού και του υπερρεαλισμού. Οφείλεται, κυρίως, στις διακυμάνσεις που παρουσίασαν έκτοτε οι σχέσεις με τον πατέρα του.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πληγώνεται βαθιά από τον χωρισμό των γονιών του το ΄20 και ως ένθερμος οπαδός της ρωσικής επανάστασης παραιτείται δις –το 1925 και το 1934– από τις πατρικές επιχειρήσεις. Η Άνδρος επανέρχεται στους τόπους αναφοράς του έναν χρόνο πριν την επισκεφτεί ξανά, το 1947, στο γραπτό του «Η Μανταλένα», όπου μιλά για τα «σιωπηλά» Εμπειρικαίικα στη Ρίβα και την Πλακούρα, αρχοντικά κατεστραμμένα πια από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών.
Καθοριστικός παράγοντας γι’ αυτήν την επαναπροσέγγιση υπήρξε η εμπειρία της ομηρίας του ποιητή από άντρες της πολιτοφυλακής του ΕΛΑΣ. «Μα δεν είστε γιος εφοπλιστών;» τον είχαν ρωτήσει εισβάλλοντας στο σπίτι του το ΄44 και σκαλίζοντας με αναίδεια τα οικογενειακά του κειμήλια. Όπως θα σημείωνε ο ίδιος στην Προσωπική του Εγκυλοπαίδεια, μολονότι στα νιάτα του υπήρξε μαρξιστής και ειλικρινής φίλος του προλεταριάτου, εκείνη τη στιγμή κατακλύστηκε από ένα κύμα όχι μόνο οικογενειακής αλλά και ταξικής αλληλεγγύης με τον πατέρα του, ένα κύμα που τον οδήγησε στην αγκαλιά της Άνδρου ξανά.
Ο Εμπειρίκος δεν αξιώθηκε ν’ αποκτήσει ένα σπίτι στο νησί – όλη η πατρική περιουσία είχε εκποιηθεί από το ΄35. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50, όμως, κι ενώ είχε διακόψει πια την ψυχαναλυτική του πρακτική, επιλέγει ως τόπο παραμονής το υποτιμημένο από τους Χωραΐτες Μπατσί, και το ξενοδοχείο «Κρίνος» λειτουργεί για το εκείνον και τη σύζυγό του Βιβίκα σαν δεύτερο σπίτι τους.
Αφοσιωμένος πλέον στη φωτογραφία, πιάνει το ΄53 να καταγράψει όλη τη διαδρομή από τον σταθμό των λεωφορείων στην πλατεία Αιγύπτου ως το Μπατσί μέσω Ραφήνας και Καρύστου, αποτυπώνοντας το ξεφόρτωμα των ζώων, τα φουγάρα των βαποριών, τα βλέμματα των καμαρότων, τον ατμό τη στιγμή του συριγμού. Τα χρόνια που ακολουθούν, στη σχέση του με το νησί θα εντάξει και τη δική του σχέση με τον γιο του, και θα φωτογραφίσει τα ίδια τοπία, τα ίδια υποζύγια, τα ίδια αγοραία, μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού.
Ως τον θάνατό του, ο Εμπειρίκος θα διασχίζει την Άνδρο απ’ άκρη σ’ άκρη, θα υποδέχεται εκεί τους πιο πιστούς φίλους του και θα εγκλωβίζει με τον φακό του βουνά και οικισμούς, καφενεία, παραθεριστές και ντόπιους, νιώθοντας την ίδια πάντα αγαλλίαση πατώντας το πόδι του στο Γαύριο. Ακόμα και τα χρόνια που είχε κυριευτεί από κατάθλιψη, τονίζει ο γιος του, η Άνδρος ήταν γι’ αυτόν «η μόνη πραγματική όαση στην έρημο, την δημόσια και την ιδιωτική».