«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε; Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις τρούγκηδές μου (φίλοι), που ’πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας (μυαλά), ψάχνοντας να βρούμε τι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν κι ευτυχώς έβρεχε. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα (μέρη), μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα (γρήγορα) σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν. Τέλος πάντων, δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούργια βέσκια (ουσίες) που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο (γάλα). Κι έτσι, μπορούσες να πιτάρεις (πίνεις) το μολόκο σου με βελοσέτ (ναρκωτικό) ή ντρένκρομ (αδρενοχρώμη) ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπλογκ (να δεις τον Θεό) και όλους τους παναγίους Αγγέλους του να κάνουν κομμάτι στο αριστερό σου σαμπόγκι (παπούτσι) με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου (μυαλό)».
Έχοντας υιοθετήσει τη γλώσσα των εφήβων (νάντσατ) της εποχής του, ο Μπάρτζες εξέδωσε το 1962 αυτό το μανιφέστο που μεταφράστηκε στη γαλλική, ιταλική, ισπανική, καταλανική, ρωσική, εβραϊκή, ρουμανική και γερμανική γλώσσα.
Όταν το βιβλίο θα περάσει στον κινηματογράφο, χάρη στον Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η επιτυχία θα είναι τεράστια και ήδη το πρόβλημα των εφήβων θα τεθεί σε νέα βάση. Πράγματι, οι έφηβοι -τουλάχιστον στο μυθιστόρημα- ανακαλύφθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Τότε και τώρα οι παιδαγωγοί είχαν τη γνώμη ότι ο έφηβος -ο Άλεξ είναι 15 χρόνων- πηγαίνει στο σχολείο για να μορφωθεί και κυρίως ν’ ανακαλύψει το εγώ του, ανοίγοντας δρόμο προς την κοινωνία.
Τι πιο συναρπαστικό, λοιπόν, απ’ το να περιγράψει κανείς πώς ο Άλεξ σπάζει το οικογενειακό τσόφλι; Η γλώσσα εν προκειμένω είναι το μέγα επιχείρημα. Μιλάς τη νάντσατ, άρα ανήκεις σε διαφορετικό κοινωνικό διάζωμα, σκέφτεσαι αλλιώς, υποφέρεις αλλιώς μέσα στο αφώτιστο σοκάκι της εφηβείας.
Η κοινωνία τον έχει ξεράσει, τον έχει απομονώσει· η ίδια η βία, που αποτελούσε το τερπνό του εντρύφημα και το ζηλευτό του στυλ, τώρα του φαίνεται ανώριμη και βαρετή. Γι’ αυτό θέλει να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, να δημιουργήσει!
Η ομάδα του Άλεξ -τσακαλοπαρέα με τα όλα της- γυρίζει ανάποδα την ενάρετη στολή της οικογένειας: έχει χεσμένο το σχολείο, απεχθάνεται τους μπάτσους (τους μιλησέντηδες), φτύνει κάθε καθιερωμένη μορφή τάξης, εργασίας, υπακοής, νομιμότητας. Ξένος στην οικογένεια, περίπου σαν επικίνδυνος νοικάρης, μετράει τον χρόνο του μόνο το βράδυ, όταν μεταμορφώνεται σε πειρατή της νύχτας.
Το «μεγάλο έξω» της πόλης θυμίζει λίγο τον φόβο των Λονδρέζων όταν το Σαββατοκύριακο έκλειναν τα κολέγια κι οι φοιτητο-μαθητές ξαμολιόντουσαν στην πόλη σαν λυσσασμένοι μολοσσοί. Οι γονείς ήθελαν υπάκουα παιδιά που θα συνέχιζαν την ιστορία της οικογένειας - τα παιδιά μυούνταν στο κακό για ν’ απελευθερωθούν και κυρίως για ν’ αποκτήσουν νέο πρόσωπο. Το μολόκο (γάλα) της οικογένειας εμπλουτιζόταν με βελοσέτ (ναρκωτικό).
Στα πρώτα κεφάλαια η πειρατεία πάει πρίμα. Εφόσον ο φόβος φυλάει τα έρημα -τότε και τώρα-, η αλητοπαρέα του Άλεξ (συν το αρχηγιλίκι του) βρίσκεται σε τροχιά. Κλοπές, τσακωμοί, ληστείες, έφοδοι σε σπίτια, κλεμμένα αυτοκίνητα, περιφρόνηση προς κάθε αδύναμο [η σκηνή με τον γερο-βέκη (άντρα) που βρίσκεται ανυπεράσπιστος εν μέση οδώ και του κάνουν φύλλο και φτερό το βιβλίο για την κρυσταλλογραφία είναι αρχετυπική].
«Τον καιρό εκείνο δεν έβλεπες και πολλούς γέρους μπουρζουάδες να κυκλοφορούν έξω το σούρουπο, από τη μια λόγω ελλείψεως αντρών στην αστυνομία και από την άλλη λόγω ελλείψεως των φίνων νεαρών μούλτσικων (αγοριών) που αλώνιζαν. Έτσι, εκείνος ο τσελοβέκης που έμοιαζε με καθηγητή ήταν ολομόναχος σε ολόκληρο τον δρόμο. Γκουλιατάραμε (πλησιάσαμε), λοιπόν, κοντά του, πολύ ευγενικά…».
Είναι χαρακτηριστική η επιθετικότητα απέναντι στους ανυπεράσπιστους. Όπως σήμερα στην Αθήνα οι διαρρήκτες ληστεύουν γριές και γέρους, αφού πρώτα τους κάνουν τη μούρη κρέας, η παρέα του Άλεξ γρονθοκοπεί τα γκούμπια (χείλη) του υπερήλικα με το ξεδοντιάρικο ρότι (στόμα) «και τότε να σου πετιέται το αίμα, -ο καλός μας φίλος- ω αδελφοί μου, όμορφο όμορφο και κατακόκκινο».
Ο αυτοσχέδιος λυρισμός δεν λείπει από την παρέα. «Όλοι μας ψιλοχασμουριόμασταν, επιδεικνύοντας τα σφραγίσματά μας στο φεγγάρι, τ’ αστέρια και τα φανάρια του δρόμου, γιατί ήμασταν ακόμα μόλτσικοι πάνω στην ανάπτυξη και τα πρωινά είχαμε σχολείο».
Σε αυτήν τη φάση «μίσους και φόνου» ο αφηγητής σκηνοθετεί δυο ανθρωποκτονίες που θα στείλουν τον Άλεξ στο μαρτυρολόγιό του. Θ’ ακολουθήσουν φυσιολογικά όλα τα μέτρα αναμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου φονιά. Ηλεκτροσόκ, φαρμακοθεραπεία, στυγνή επίβλεψη, απομόνωση, ίσαμε τη στιγμή που επέρχεται η μεταλλαγή της προσωπικότητάς του. Ό,τι τον έτερπε στις νυχτερινές επιθέσεις, τώρα του προκαλεί απώθηση. Κατά μία έννοια ο νόμος και η τάξη τον «ευνούχισαν» για να τον επαναφέρουν στον κόσμο των νομοταγών πολιτών.
Εδώ ακριβώς έχουμε και τις πιο αδύναμες σελίδες του βιβλίου. Άλλωστε, το περίφημο 21ο κεφάλαιο, όπου ο άγριος Άλεξ πλέον είναι παρελθόν και στη θέση του βρίσκουμε έναν Άλεξ προσαρμοσμένο, έχει αποβεί σημείο αμφιλεγόμενο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αμερικανική έκδοση το κεφάλαιο παραλείφθηκε για τον απλούστατο λόγο ότι το βιβλίο δεν ανταποκρινόταν στην ταινία του Κιούμπρικ.
Ο λόγος; Μας τον εξηγεί ο ίδιος ο μεταλλαγμένος Αλεξ: «Ναι, ναι, ναι, αυτό ήταν, το έβλεπα καθαρά. Τα νιάτα πρέπει να φύγουν, α, ναι. Αλλά τα νιάτα δεν είναι παρά σαν να είσαι κάπως ζώο. Όχι, δεν είναι τόσο να είσαι ζώο, αλλά κάτι σαν εκείνα τα μαλένκα (μικροσκοπικά) παιχνίδια που βιντάρουμε (βλέπουμε) καμιά φορά να πουλάνε στους δρόμους εκείνοι οι μικροί, τενεκεδένιοι τσελοβέκηδες (τύποι) που έχουν ένα ελατήριο μέσα τους κι ένα κλειδί απ’ έξω τους και τους κουρδίζεις, γκρ, γκρ, γκρ, και ιτάρουν (περνούν) σαν να περπατάνε, ω αδελφοί μου».
Εξίσου μεταλλαγμένος, βέβαια, και μετανοημένος παρουσιάζεται και ο ίδιος ο Μπάρτζες, όπως εξηγεί στο επίμετρό του συγκρίνοντας τη βρετανική εκδοχή του βιβλίου με την αμερικανική. Το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Κιούμπρικ είναι ένας μύθος της άγριας νεότητας - και έτσι θέλει να παραμείνει.
Αντίθετα, το Πορτοκάλι της Βρετανίας είναι απλώς μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια: «Ο εκδότης μου στη Νέα Υόρκη πίστευε ότι το εικοστό πρώτο κεφάλαιο ήταν η εύκολη λύση. Ήταν γελοία βρετανικό. Ήταν γλυκερό και φανέρωνε την απόλυτη απροθυμία αποδοχής του γεγονότος πως ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να είναι το πρότυπο του απόλυτου κακού. Οι Αμερικανοί, είπε στην ουσία, ήταν πιο σκληροί από τους Άγγλους και μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Πολύ σύντομα θα την αντιμετώπιζαν στο Βιετνάμ. Το βιβλίο μου ανήκει στη σχολή Κένεντι και δεχόταν την ιδέα της ηθικής προόδου. Αυτό που ήθελαν στ’ αλήθεια ήταν ένα βιβλίο της σχολής Νίξον, χωρίς ίχνος αισιοδοξίας».
Ο Μπάρτζες ομολογεί: «Απόλαυσα τους βιασμούς και τις καταστροφές δι’ αντιπροσώπου. Είναι η εγγενής δειλία του συγγραφέα που τον ωθεί να μεταβιβάσει στους φανταστικούς χαρακτήρες τις αμαρτίες που είναι πολύ επιφυλακτικός για να διαπράξει ο ίδιος. Αλλά το βιβλίο έχει ένα ηθικό δίδαγμα, το κουραστικό, παραδοσιακό δίδαγμα της θεμελιώδους σημασίας της ηθικής εκλογής».
Επ’ αυτού η λογοτεχνία έχει να επιδείξει πολλούς ήρωες του κακού που αμαρτάνουν μεν αλλά πάντα με τη διάθεση να μετατρέψουν το κακό σε μέσο για την προσωπική τους ευτυχία. Όπερ σημαίνει ότι άλλο να τα βάζεις με κάποιους εχθρούς και άλλο να τα βάζεις με τη ζωή την ίδια.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Αλεξ κάθε λίγο και λιγάκι απευθύνεται προς τους αναγνώστες με την επίκληση «ω, αδέλφια» (άρα, έχει ανάγκη ομοίους και αδελφούς), συν την ογκώδη λεπτομέρεια ότι την ουσία της φαντασίας του την ταυτίζει με τη μουσική του Μπετόβεν. Άρα, ο πόλεμος (όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και δεν καταδικάζει ενόχους, παρά μόνο αντιπάλους) είναι η μόνη διέξοδος της λογικής του κακού.
Άλλωστε, παρακολουθώντας τον Άλεξ στον αδιέξοδο δρόμο του, βλέπουμε ότι τα θύματά του επανεμφανίζονται πλέον σαν τιμωροί. Η κοινωνία τον έχει ξεράσει, τον έχει απομονώσει· η ίδια η βία, που αποτελούσε το τερπνό του εντρύφημα και το ζηλευτό του στυλ, τώρα του φαίνεται ανώριμη και βαρετή. Γι’ αυτό θέλει να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, να δημιουργήσει! Η πικρή απορία, ωστόσο, παραμένει: αν απαιτείται ισχυρή δόση κακού για ν’ ανακαλύψει κανείς το καλό, ποιος θα υπερασπιστεί τα υποψήφια θύματα;
Το έργο τρόμου συνεχίζεται…
σχόλια