Μην λες ψέματα στα ποιήματα / Αν θες να κρυφτείς / δώσε καλύτερα ψεύτικο όνομα. / Πάρε τίποτα από τον Καβάφη / που τον κουβαλάς σε μια έκδοση τσέπης απ’ τα δεκαπέντε σου./ Πες Λεύκιος, για παράδειγμα.
Ο Λεύκιος είναι ποιητής. Τα ποιήματά του κυκλοφορούν εδώ και καιρό σε λογοτεχνικά περιοδικά των Εξαρχείων και ανταλλάσσονται -σχεδόν συνωμοτικά- σε μεταμεσονύκτια μηνύματα ή μοιράζονται σε ποστ με έντονο το ερωτικό στοιχείο [Τη στιγμή που κοιταχτήκαμε / -γιατί η μία στιγμή ήταν αρκετή- / αν έπεφτε χιόνι ανάμεσά μας θα ’λιωνε / αν πετούσε σύννεφο θα εξατμιζόταν / αν φυσούσε αέρας θα λυσσομανούσε / αν κυλούσε ρέμα θα φούσκωνε / αν στεκόταν δέντρο θα λαμπάδιαζε / αν κούρνιαζε ζώο θ’ αλυχτούσε…]. Το ταξίδι του από το χωριό που μεγάλωσε και την ασφυκτική ζωή της επαρχίας μέχρι την πόλη που ζει σήμερα του δίνουν εικόνες και εμπειρίες που μοιράζεται στους στίχους του, με τον έρωτα -ολοκληρωμένο ή ανεκπλήρωτο- να κυριαρχεί, να γίνεται ενίοτε βασανιστικός και να κρύβεται πίσω από κάθε λέξη: [Νύχτες τώρα / ημίγυμνοι σ’ απέναντι μπαλκόνια / καπνίζουμε μονάχοι στο σκοτάδι / κι ίλιγγος το χάος του ακάλυπτου. / Τα τσιγάρα μας ρουφάμε εναλλάξ / κόκκινα αστεράκια ανάβοντας / κι όλο και κάποιο σύννεφο / μας κάνει συντροφιά / φουσκωμένο κι αυτό βρακί στον ουρανό./ Τον κοιτάζω με κοιτάζει / σιωπηλοί μες στους καπνούς μας. / Φτάνει πια το ποίημα! Απόψε θα του μιλήσω].
Ο Λεύκιος είναι μια αινιγματική μορφή που σπάνια αποκαλύπτεται. Θα μπορούσε να είναι το παιδί που σε εξυπηρετεί στο γκισέ της δημόσιας υπηρεσίας και ασφυκτιά στην αδράνεια του οχταώρου, ο τύπος που καπνίζει ναργιλέ στο διπλανό τραπέζι, αυτός που απολαμβάνει την διονυσιακή γιορτή της πίστας και στέκεται σιωπηλός στα πίσω καθίσματα, αλλά και αυτός που ξεπερνάει τον εαυτό του και ερωτοτροπεί στα χαμάμ, τα τσοντοσινεμά, αυτός που «η γυμνασμένη του ματιά αναζητά αυτούς που θα πετύχουν ν “αγαπηθή μεγάλως” όπως ο συνονόματός του». Η καθημερινότητά του στην πόλη αλλά και τα ταξίδια του σε Αλβανία, Κόσσοβο, στην ελληνική επαρχία γίνονται στίχοι σπαρακτικοί, που εκπέμπουν την καύλα της στιγμής, που είναι διαχρονικοί επειδή είναι αληθινοί, που είναι πολιτικοί με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, που σπαρταρούν και αχνίζουν από την αναζήτηση του έρωτα, του αιώνιου και του εφήμερου. [Ο φίλος μου είναι ένα λαϊκό παιδί. / Αύριο θα πάει να δώσει λόγο. / Δε θέλει και πολύ δεσμεύσεις αυτός / αρραβώνες και γάμους / αλλά έμπλεξε. / Αύριο πάει στο σπίτι της κοπέλας του που πεθαίνει για κάτι τέτοια / για κάτι τέτοια ζει. / Αλλά απόψε θα ’ρθει να με πάρει με τ’ αμάξι / θα πάμε μπουζούκια / Παντελίδη – Πάολα θα με πάει / κι εκεί, στην καύλα της πίστας / πάλι θα μου πει πως με γουστάρει / πως τ’ αρέσει ν’ αλητεύει μαζί μου / πως μόνο μαζί μου νιώθει αλάνι / και στο τρίτο ή τέταρτο ποτήρι / μπορεί να ξεκουμπωθεί / και να μου σκάσει ένα φιλί / και να με πει καριόλα του και πουτάνα του / κι εγώ θα του πω μ’ αρέσει να ’μαι η γκόμενά του / κι ας πάει αύριο να λογοδοθεί. / Εγώ το ξέρω / πως και να την παντρευτεί / πάλι θα ’ρχεται κρυφά με τ’ αμάξι / να με πηγαίνει στα κέντρα / όχι πρώτο τραπέζι πίστα / αλλά πίσω εκεί στο μπαρ / που τα πουκάμισα και τα κορμιά / ξεκουμπώνονται πιο εύκολα. / Κι ούτε λογοδοσίματα, ούτ’ αρραβώνες, ούτε γάμοι. / Μόνο καύλα].
-Τι είναι «δεύτερο όνομα», ο Λεύκιος ή το έργο του;
«Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος για να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας», γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Για προφανείς λόγους, τα ποιήματα τα υπογράφω με το λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο Λεύκιος, με το δεύτερο όνομά μου δηλαδή, και όχι με το βαπτιστικό μου. Αλλά επιπλέον με τον τίτλο «δεύτερο όνομα» παίρνω ουσιαστικά από μόνος μου τη θέση του δεύτερου, του κατώτερου, χωρίς να μ’ έχει κατατάξει βέβαια κανένας φιλόλογος ή κριτικός λογοτεχνίας εκεί.
-Τι σημαίνει «δεύτερος»;
Δε θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ποιητής, ότι είμαι ή θα γίνω «πρώτο όνομα», κι ούτε περιμένω δόξες, βραβεία, τιμές και λεφτά. Το μόνο που με νοιάζει είναι η καύλα που βγαίνει από τα ποιήματά μου να βρίσκει το στόχο της, το κοινό της. Θέλω ο άλλος να καυλώνει διαβάζοντάς με.
-Δεν αδικείς τον εαυτό σου με αυτόν τον χαρακτηρισμό;
Δεύτερος είπα, ελάσσων, δεν είπα τιποτένιος. Ξέρεις, τη σήμερον ημέρα ο κάθε καημένος μπορεί να το παίξει ποιητής. Αραδιάζει λίγα κουλτουριάρικα κι ακαταλαβίστικα στιχάκια, σκάει ένα – δυο χιλιάρικα σε κανέναν εκδότη και να ’τη η έκδοση, να οι βιβλιοπαρουσιάσεις, να οι δημοσιεύσεις στον τύπο. Εγώ αυτό δε θα το έκανα ποτέ. Δε μου περισσεύουν ένα – δυο χιλιάρικα να τα σπαταλήσω για το χόμπι μου.
-Είναι χόμπι η ποίηση;
Αφού δε βγάζω λεφτά απ’ αυτή, χόμπι είναι. Εντάξει, καταλαβαίνεις πώς το εννοώ. Είναι κάτι που το κάνω πάρα πολύ σοβαρά, όχι για πλάκα, αυτό όμως δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως χόμπι.
-Αυτό που ήξερα είναι ότι σνομπάρεις τις εκδόσεις. Γιατί αποφάσισες να εκδοθείς από τις εκδόσεις Αυτογκόλ του Στέργιου Σκώτου;
Μα, δε μου στοίχισε σχεδόν τίποτα! Έκανα μια φτηνή έκδοση, που ταιριάζει άλλωστε και στο ύφος των ποιημάτων μου – καμία σχέση με τα χιλιάρικα που ζητάνε οι εκδότες για να σε βγάλουν. Αλλά κι ένας βασικός λόγος είναι ότι τα ποιήματά μου άρεσαν στο Στέργιο Σκώτο, που είναι ένα παιδί κατά 15 χρόνια νεότερό μου!
-Τι ηλικία έχουν τα ποιήματά σου;
Δεν ξέρω από πότε αρχίζει να μετράει η ηλικία ενός ποιήματος: Από τη σύλληψή του; Από τη γραφή του; Από τη δημοσίευσή του; Η μόνη αξία όμως ενός καλλιτεχνικού έργου θεωρώ ότι έγκειται στη διαρκή νεότητά του. Αν το «δεύτερο όνομα» κατάφερε να συγκινήσει, να ελκύσει μια επόμενη γενιά, που τυχαίος εκπρόσωπός της είναι και ο Στέργιος Σκώτος, σημαίνει ότι ως έργο, παρότι είναι β' κατηγορίας όπως σου είπα πριν, έχει μια αξία, έχει μια αντοχή και μια δυναμική στο χρόνο, κι αυτό μου δίνει πολύ μεγάλη ικανοποίηση.
-Με το Στέργιο Σκώτο πώς γνωριστήκατε;
Μέσω facebook. Διάβασα τη «Σούζα» του, μου άρεσε πολύ, αρχίσαμε επικοινωνία, μου έστειλε κάποια κείμενά του έμμετρα, κι εγώ του τα έστειλα πίσω μελοποιημένα. Έξι τραγούδια φτιάξαμε μ’ αυτό τον τρόπο. Η ηχογράφηση και κυκλοφορία τους είναι μέσα στα άμεσα σχέδιά μας.
-Στα ποιήματά σου υπάρχει πολλή νύχτα. Γράφεις για λαϊκούς τραγουδιστές, για πίστες και λουλούδια. Αυτή είναι η μουσική που αγαπάς;
Αγαπώ πολλά είδη μουσικής και τα προσεγγίζω εντελώς ακομπλεξάριστα. Και η λαϊκή μουσική ή η λαϊκοπόπ ή αυτό που εντελώς χυδαία κι απαξιωτικά χαρακτηρίζεται σκυλάδικο μ’ αρέσει μεν, αλλά αυτό που κυρίως με φτιάχνει είναι το κλίμα των μαγαζιών όπου παίζεται, ο κόσμος που πάει εκεί, όλο αυτό που συμβαίνει καθ’ όλο το πολύωρο πρόγραμμά τους. Μ’ αρέσει ο λαϊκός κόσμος που συχνάζει εκεί και που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό το συρφετό που περιφέρεται ασκόπως στην Αθήνα, που δεν ξέρει γιατί βρίσκεται κάπου, που δεν ξέρει γιατί υπάρχει. Έχω περάσει χάλια σε συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Κωνσταντίνου Βήτα, κι άλλων αγαπημένων μου καλλιτεχνών, εξαιτίας του φασαριόζικου κοινού τους. Στα μπουζούκια όμως ο κόσμος ξέρει τα τραγούδια, τα τραγουδάει, τα χορεύει, περιβάλλει με λατρεία τα λαϊκά είδωλα. Μ’ αρέσει πολύ αυτός ο λαϊκός κόσμος και ο τρόπος που εκδηλώνεται.
-Τι είναι η λαϊκότητα; Πώς την ορίζεις;
Είναι δύσκολο να την ορίσω. Απλά την οσφραίνομαι, την αφουγκράζομαι, τη διαισθάνομαι. Βέβαια δε φτάνω και στο σημείο να τη μυθοποιήσω: μην ξεχνάς πόση σκαρταδούρα κρύβεται κι εκεί. Οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του ναζιστικού κόμματος είναι λαϊκοί άνθρωποι. Δεν το παραβλέπω αυτό. Και με λυπεί αφάνταστα.
-Στο ποίημά σου «Το λογοδόσιμο» αναφέρεις τον Παντελίδη και την Πάολα…
Και οι δυο τους αποτελούν εκφάνσεις της ζώσας λαϊκότητας. Ο Παντελίδης είναι ένας γνήσιος λαϊκός δημιουργός – εγώ, ως ποιητής, περισσότερο τον εκτιμώ ως στιχουργό. Η γραφή του είναι ειλικρινής, ανεπιτήδευτη, ακατέργαστη, άτεχνη με τα μέτρα των έντεχνων, άρα πάρα πολύ γοητευτική κι ελκυστική για μένα. Φοβάμαι μόνο μην τον χαλάσουν και τον κάνουν πιο mainstream. Όσο για την Πάολα, αυτή είναι μια λαϊκή ιέρεια. Όταν τη βλέπω να τραγουδάει, σκέφτομαι αυτές τις κυρίες που πάνε και χειροκροτάνε στο θέατρο τη Μεντή και την Κώνστα και αναρωτιέμαι αν θα ανέχονταν οι κυρίες αυτές την Παπαγιαννοπούλου και τη Μπέλλου να παίζουν μπιρίμπα στο σαλόνι τους; Όχι! Ούτε στο τρόλεϊ δε θα τις άντεχαν, στη διπλανή θέση. Έτσι και με την Πάολα: Αν την ακούσουν να ουρλιάζει μες στο μαγαζί «της πουτάνας γίνεται!», θα φρίξουν. Αν μετά από χρόνια όμως παιχτεί σε κάποιο θέατρο ο μονόλογος «Πάολα», θα τρέξουν όλες να χειροκροτήσουν. Η λαϊκότητα έχει μια αγριάδα που φοβίζει. Γι’ αυτό οι μορφωμένοι προτιμούν να τη βλέπουν απέναντί τους, θεατές σε θέατρο, παρά να τη βιώνουν μες στο ζωτικό της χώρο.
-Πότε ξεκίνησες να γράφεις;
Όπως οι περισσότεροι, στην εφηβεία.
-Ταυτόχρονα με τις πρώτες σου ερωτικές εμπειρίες;
Κάθε άλλο! Όποιος έζησε εφηβεία στην ελληνική επαρχία, ξέρει. Την εφηβεία μου την πέρασα ανέπαφος. Με πολλή εσωστρέφεια, πολλή σιωπή και πολύ σκοτάδι.
-Είσαι «καταραμένος» ποιητής;
Καθόλου! Έτσι είναι οι καταραμένοι ποιητές; Ο Λεύκιος είναι ένας γλεντζές ποιητής. Αν υπάρχει κάποια στεναχώρια στα γραπτά του είναι επειδή θέλει να τη βγάλει από μέσα του και να τη σκοτώσει γράφοντάς την.
-Ποιους θεωρείς πνευματικά συγγενείς σου;
Τον Καβάφη, το Λαπαθιώτη, το Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου, τον Ιωάννου, τον Ταχτσή, το Χρονά, τον Κοροβίνη.
-Σε όλα σχεδόν τα ποιήματά σου περιγράφεις άντρες με ηδυπάθεια. Θεωρείς την ποίησή σου ερωτική;
Στο μεγαλύτερο μέρος της, ναι. Αλλά πολλές φορές οι άντρες λειτουργούν σαν ένα πλαίσιο, ένα φόντο για να δείξω άλλα πράγματα. «Οι ήρωές μου», οι «Δρόμοι του Νοέμβρη», το «Βουβό ζεϊμπέκικο» και ιδίως ο «Μπέμπης» είναι πολιτικότατα κείμενα – πολύ περισσότερο από την «Υπογραφή», ας πούμε, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται πολιτικό ποίημα. Επίσης πολλά ποιήματά μου είναι ταξιδιωτικά. Σ’ αυτά αναφέρομαι σε διάφορους τόπους που επισκέπτομαι, και τους περιγράφω μέσα από τη θέαση των αντρών που συναντώ εκεί. Αντιμετωπίζω όμως τους άντρες περισσότερο ως γεγονότα παρά ως εικόνες.
-Οι εραστές σου είναι σαν τους άντρες αυτούς που περιγράφεις;
Τις περισσότερες φορές ναι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα σου κάνει το κλικ, ποιος θα σ’ ανάψει. Βέβαια στη ζωή μου έχω ταλαιπωρηθεί πολύ γιατί παλιά μού τύχαινε να ερωτεύομαι στρέιτ άντρες. Τώρα προσπαθώ να φυλάγομαι από τέτοιες κακοτοπιές. Δεν μετανιώνω όμως και δε θεωρώ ότι χαράμισα τα νιάτα μου. Είχα και τα τυχερά μου. Τις καλύτερες πίπες τις έχω κάνει σε στρέιτ άντρες. Ίσως τις ευχαριστιόμουν τόσο επειδή τις εκλάμβανα σα μικρές νίκες σε μεγάλες μάχες!
-Και πώς αποπλανείς έναν στρέιτ άντρα;
Αν αφεθείς ελεύθερος ν’ αγαπηθείς και ν’ αγαπήσεις, όλα γίνονται φυσικά και όμορφα. Τις ταμπέλες τις βάζουμε περισσότερο από φόβο μη δοκιμάσουμε το αδοκίμαστο και μας αρέσει.
-Συνήθως οι άνθρωποι που δεν κάνουν σεξ έχουν την ανάγκη να εκφράζονται με λόγια. Ισχύει αυτό;
Δεν μπορώ να διατυπώσω ένα γενικό κανόνα. Για τον εαυτό μου μόνο θα σου πω. Αν προσέξεις το έργο μου, ελάχιστα ποιήματα έχω γράψει για άντρες με τους οποίους έχω συνευρεθεί. Συνήθως γράφω για άντρες απλησίαστους. Επομένως, στην περίπτωσή μου, ο κανόνας είναι: Αν δε μπορείς – λόγω συνθηκών – να απολαύσεις έναν άντρα με το σώμα σου, απόλαυσέ τον με τις λέξεις σου! Μπορεί να μην είναι το ίδιο, αλλά τουλάχιστον δεν πάει χαμένη η καύλα. Σου μένει το ποίημα.
-Σε κάνει η καύλα ποιητή;
Η καύλα κάνει τον ποιητή ή ο ποιητής την καύλα; Χα χα!
Οι ήρωές μου
Ξέρω ένα παιδί που δεν έχει τίποτα.
Πατέρα δεν έχει να του επαναστατήσει
και μετά να τον κληρονομήσει.
Μετανάστης δεν είναι
μα σκέφτεται να μεταναστεύσει.
Αν ήταν γύφτος
θα `χε τουλάχιστον μια ταυτότητα
– και μια δικαιολογία.
Προλετάριος είναι, μα δεν το ξέρει.
Ποτέ του δε διάβασε Μαρξ
μα ξέρει τι είναι μισθός, τιμή και κέρδος.
Ούτε Προυντόν
μα ξέρει τι είναι ιδιοκτησία.
Ούτε Λένιν διάβασε
μα ξέρει πως όσο και να μοχθεί να κάνει
ένα βήμα μπρος
πάντα κάτι τον φέρνει
δύο βήματα πίσω.
Δεν έχει ταξιδέψει
μα όταν σκοτεινιάζει
ανεβαίνει σ’ ένα ύψωμα
κοιτάζει από ψηλά τη γη
και τα μάτια του αστράφτουν.
Μια νύχτα που με πήρε κι εμένα
τον είδα να πετά σαν αεροπλάνο.
Κόντεψα κι εγώ να πετάξω μαζί του.
Ξέρει πως όποιος τον αγαπά
τον αγαπά μόνο για ό,τι είναι και δεν έχει.
Έτσι είναι εμένα οι ήρωές μου.
Δρόμοι του Νοέμβρη
Όταν σπούδαζα
και μου `βαζε ο μπαμπάς μου το νοίκι
και μου `στελνε η μαμά μου λεφτά
τέτοιες μέρες
πάνω κάτω η Πατησίων
κι εγώ ιδεολόγος
σημαίες και συνθήματα.
Τώρα
που δε μου βάζει το νοίκι κανένας
και δε μου στέλνει κανένας λεφτά
τέτοιες μέρες
μετά τη δουλειά
πάνω κάτω η 3ης Σεπτεμβρίου
σκοπιά τα μπατσάκια
κι εγώ περίπολο
πετάω καμιά ματιά για σύνθημα
και κοιτάω να πιάσω το παρασύνθημα.
Στο πρακτορείο
Πιάσαμε κουβέντα στο ταμείο
και κάτσαμε να πιούμε έναν καφέ
ώσπου να φύγουν τα λεωφορεία μας.
Απ’ το λίγο που τον είδα κι απ’ τα πρώτα λόγια του
είπα: να ένας ιδανικός αναγνώστης μου!
Ας του δώσω λίγα κείμενά μου
που έχω πάντα στην τσάντα μου
γι’ αυτές τις περιπτώσεις.
Για τέτοιους ανθρώπους γράφω
τέτοιοι θέλω και να με διαβάζουν.
Όσο πίναμε καφέ, μου είπε τη ζωή του.
Είμαι είκοσι χρονώ. Μένω στο χωριό με τη μάνα και τ’ αδέρφια μου. Έβγαλα το Γυμνάσιο, και μετά δουλειά. Οικοδομή, χωράφια, ό, τι βρω. Παίζω και μπάλα σε ομάδα – κάτι βγάζω κι από κει. Ο πατέρας μου συχωρέθηκε νωρίς. Πηγαίναμε να παρουσιαστώ στο στρατό, δεν αισθανόταν καλά, γυρίσαμε πίσω. Το ίδιο βράδι πέθανε. Σαράντα χρονώ, από καρδιά. Μου δώσαν αναβολή. Θα με πάρουν όπου να `ναι, αλλά θα υπηρετήσω λίγο γιατί είμαι προστάτης. Τώρα πάω να βρω ένα ξαδερφάκι μου, που πουλάει είδη ρουχισμού σε πανηγύρια, να δουλέψω κι εκεί. Στο σάκο έχω τα ρούχα μου, στη σακούλα το μαξιλάρι, το σεντόνι και μια λινή κουβέρτα, γιατί κοιμόμαστε εκεί, στο παζάρι, να φυλάμε και το εμπόρευμα.
Πέρασε η ώρα, πλήρωσα τους καφέδες, φύγαμε.
Ξέχασα εντελώς να του αφήσω τα στιχάκια μου.
Η ποιητική συλλογή «Δεύτερο Όνομα» του Λεύκιου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αυτογκόλ.
σχόλια