ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ δέκατου πέμπτου αιώνα εμφανίζεται στην Ευρώπη μια σειρά από καλλιτεχνικά έργα Φλαμανδών και Ολλανδών κυρίως ζωγράφων, τα οποία έχουν ως κεντρικό θέμα την εκτομή του «λίθου της τρέλας»: πρόκειται για αναπαραστάσεις της αδιανόητης πρακτικής που δοκίμαζαν στον Μεσαίωνα για να θεραπεύσουν τους λεγόμενους «παράφρονες», ανοίγοντας το κρανίο τους και αφαιρώντας τον περίφημο «λίθο της τρέλας» που πίστευαν ότι βρισκόταν στο πάνω μέρος του εγκεφάλου.
Επρόκειτο για μια πέτρα που έμοιαζε με τουλίπα και διακρίνεται εμφανώς σε έναν από τους πιο διάσημος πίνακες του Ιερώνυμου Μπος με τον τίτλο «Η θεραπεία της τρέλας» ή «Η εκτομή του λίθου της τρέλας». Εκεί σε πρώτο πλάνο βλέπουμε τον υποτιθέμενο ασθενή να έχει γείρει σοκαρισμένος στα χέρια του «γιατρού» που του ανοίγει το κρανίο υπό την εποπτεία μιας καλόγριας και ενός καλόγερου, οι οποίοι συμπράττουν σε αυτή την παρανοϊκή πράξη.
Σχολιάζοντας τον διάσημο πίνακα ο Μισέλ Φουκό στην Ιστορία της τρέλας (μτφρ. Πάρις Μπουρλάκης, Καλέντης), πολύ καίρια τόνιζε ότι κανείς σε αυτό το έργο, όπως ούτε και στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να πει ξεκάθαρα ποιος είναι ο τρελός και ποιος ο συνετός, δείχνοντας στην πράξη ότι η επιστήμη πολλές φορές υιοθετεί πολύ πιο ανορθολογικές μεθόδους από την ίδια τη θρησκεία ή ότι, τέλος πάντων, τα όρια μεταξύ του ανορθολογισμού της επιστήμης και της θρησκείας είναι ενίοτε πολύ πιο στενά απ’ όσο θέλουμε να φανταζόμαστε.
Ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ, προσέφυγε στο προαναφερθέν έργο του Ιερώνυμου Μπος ή στις οριακές στιγμές της έμπνευσης του Χ.Φ. Λάβκραφτ και του Φίλιπ Κ. Ντικ για να διαρθρώσει τον δικό του θεωρητικό αντίλογο για έναν κόσμο που διαρκώς γλιστρά από τα ορθολογικά εργαλεία και μας ξεφεύγει.
Η αλληγορική δύναμη του έργου του Μπος αναφορικά με τα όρια της τρέλας, ειδικά όταν δεν επαρκούν οι εξηγήσεις, είναι τόσο δυνατή που μπορεί να πει πολλά για τη δική μας επισφαλή θέση σε έναν κόσμο όπου ο ορθολογισμός δείχνει να μην μπορεί να ανταποκριθεί ακόμα στην αποστολή του.
Καθώς, λοιπόν, οι δαίμονες του ανορθολογισμού στοιχειώνουν τα πιο τρελά μας όνειρα, συγγραφείς όπως ο Λαμπατούτ μπορούν να στήνουν τη δική τους προνομιακή θέση επισκόπησης που στόχο δεν έχει να αναλύσει αλλά να αποκαλύψει και να μας δείξει, όπως έκανε κάποτε ο Μπένγιαμιν, τη στιγμή της συνειδησιακής επιφοίτησης η οποία μοιάζει με ενορασιακή πράξη και περισσότερο συλλαμβάνει παρά εξηγεί τη λειτουργία του κόσμου.
Καίριο ρόλο, άλλωστε, διαδραματίζει στο σημείο αυτό η βιωματική πράξη, η οποία ενέχει τόσο την προσωπική εμπειρία της θέσης μας σε ένα σύμπαν που δεν έπαψε ποτέ να διακρίνεται από το χάος και την τρέλα όσο και την αποκαλυψιακή δύναμη των δεδομένων που άλλους τους εξωθεί σε δημιουργικές στιγμές επιφοίτησης και άλλους στην αυτοκτονία (ή και στα δύο).
Αν, λοιπόν, ο Μπένγιαμιν χρειάστηκε να επικαλεστεί στις φιλοσοφικές του εξηγήσεις τον «Άγγελο της Ιστορίας» του Πολ Κλέε και τα ενορασιακά διδάγματα, καταφεύγοντας ακόμα και σε παραισθησιογόνες ουσίες, ένας άλλος κοσμοπολίτης Εβραίος, γεννημένος το 1980 στο Ρότερνταμ και μεγαλωμένος στη Χάγη, στο Μπουένος Άιρες και στη Λίμα, προτού εγκατασταθεί στη Χιλή, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ, προσέφυγε στο προαναφερθέν έργο του Ιερώνυμου Μπος ή στις οριακές στιγμές της έμπνευσης του Χ.Φ. Λάβκραφτ και του Φίλιπ Κ. Ντικ για να διαρθρώσει τον δικό του θεωρητικό αντίλογο για έναν κόσμο που διαρκώς γλιστρά από τα ορθολογικά εργαλεία και μας ξεφεύγει.
Ακόμα και αν τα φιλοσοφικά μεγέθη δεν είναι ίδια, και το φιλοσοφικό σύστημα του Μπένγιαμιν δεν συγκρίνεται με αυτή του νεαρού Χιλιανού, ωστόσο πρόκειται για μια αντίστοιχα καινοφανή, άκρως πρωτότυπη και διεπιστημονικά ενδιαφέρουσα απόπειρα να ξαναδεί τον κόσμο ποιητικά και φιλοσοφικά με άλλα μάτια μέσα από τη δύναμη της περιπλάνησης και την ανάγκη περιδιάβασης του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στις τέχνες και τις επιστήμες.
Σε αντιστοιχία με το προηγούμενο βιβλίο του, που έχει μεταφραστεί ήδη σε είκοσι γλώσσες με τον τίτλο «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Δώμα), όπου παρατηρούσε, ξεκινώντας από την άμεση συνάφεια του κυανού που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι με την απόχρωση που είχε το δηλητηριώδες αέριο που εξόντωσε τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα σχετικά όρια μεταξύ της παράνοιας των επιστημονικών ανακαλύψεων και της απερινόητης έμπνευσης των καλλιτεχνών, ο Λαμπατούτ σε αυτό το τομίδιο με τον τίτλο «Ο λίθος της τρέλας» μιλάει ξεκάθαρα για το ανορθολογικό στοιχείο που συνιστά το κοινό γνώρισμα και των δύο περιπτώσεων.
Τα τερατουργήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας δείχνουν, τις περισσότερες φορές, να ξεκινούν από σωτήρια θαύματα, όπως αντίστοιχα τα ύψιστα έργα της τέχνης επικαλούνται μια δαιμονική τρέλα για να μπορέσουν να σταθούν και να υπάρξουν, και αυτή είναι μια διαχρονική διαπίστωση που ο συγγραφέας καταθέτει διατρέχοντας ένα φάσμα πολλών αιώνων.
Άλλωστε, η πρόοδος που έχουν πετύχει εμφανώς η τεχνολογία και οι επιστήμες δεν είναι αρκετή, όπως είχαν εξηγήσει με άλλον τρόπο κάποτε ο Μπένγιαμιν οι θεωρητικοί της σχολής της Φρανκφούρτης, για να εξαλειφθεί από τον κόσμο το κακό ή να εξηγηθούν τα ανορθολογικά απεικάσματα που στοιχειώνουν τα όνειρά μας σαν τους δαίμονες του Ίψεν.
Οι εφιάλτες εξακολουθούν να διαπερνούν κάθε πτυχή του πραγματικού και δεν χρειάζεται να φέρουμε στο μυαλό μας ένα τροχαίο, όπως κάνει ο Λαμπατούτ, για να το αποδείξουμε: για παράδειγμα, αρκούν οι μέρες της πρόσφατης καραντίνας για να ανακαλέσουμε κάτι που πριν από αυτήν δεν μπορούσε να καταστεί καν πιθανό, ούτε καν ως υπερβολικό στιγμιότυπο των πιο ακραίων στιγμών του Τζορτζ Όργουελ.
Γι’ αυτό και ο Λαμπατούτ δεν θεωρεί ότι πρέπει να πάμε μακριά για να δούμε πως ο ανορθολογισμός παραμένει κυρίαρχος ακόμα και στις πιο καινοφανείς στιγμές της επιστήμης, αποδεικνύοντας τα σαλεμένα όρια των ατελών εξηγήσεων και του χάους που διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής μας.
Άλλωστε, τόσο οι επιστήμες όσο και η λογοτεχνία χρειάστηκε να επικαλεστούν το μυστήριο της ποίησης για να μπορέσουν να προσεγγίσουν την ύπαρξη του κόσμου. Και αυτό δεν αφορά ένα κομμάτι του παρελθόντος, καθώς η μυστηριακή αυτή προσέγγιση ενός σύμπαντος που διαρκώς μας ξεφεύγει εμφανίζεται σήμερα ακόμα πιο έντονη, αφού δείχνει ότι όλα τα όπλα μας έχουν σχεδόν εξαντληθεί:
«Η αποτυχία των μεγάλων αφηγήσεών μας να αποτυπώσουν με ακρίβεια το αίσθημα που βιώνει κανείς, ζώντας στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, και η κατάρρευση του θείου δώρου, της υπέροχης ικανότητάς μας να βάζουμε τον κόσμο σε λέξεις, να κατανοούμε τον περίγυρό μας και να συμμετέχουμε σε μια κοινή αφήγηση βρίσκεται αναμφίβολα στη βάση της τωρινής μας σύγχυσης και του ολικού αποπροσανατολισμού μας. Υποψιάζομαι όμως ότι υπάρχει και κάτι άλλο: δεν διαθέτουμε αφηγήσεις για να εξηγήσουμε επαρκώς το τι μας συμβαίνει, επειδή είμαστε παγιδευμένοι σε μια φρενήρη κούρσα, ξεκομμένοι από το παρελθόν και χωρίς τίποτα να μας συνδέει με μια σαφή εικόνα με το μέλλον, φαινομενικά ελεύθεροι από κάθε είδους περιορισμό, αλλά επί της ουσίας χαμένοι. Θύματα της ταχύτητας, γίναμε αλκυόνες, πουλιά που βουτούν κατακόρυφα με τα μάτια κλειστά, παραζαλισμένοι από την ίδια μας την ορμή, πέφτουμε στα τυφλά στο νερό, σαν να μας έχει παρασύρει μια σαρωτική διαδικασία σχεδόν πλήρους κατάργησης της προβλεψιμότητας», γράφει με ενάργεια ο συγγραφέας στον Λίθο της τρέλας.
Όμως, παρά τις ατελείς μας προσπάθειες, για τον Λαμπατούτ δεν έχει χαθεί πλήρως η ομορφιά που πηγάζει ακριβώς από αυτήν τη διαδικασία και καταγράφεται τη στιγμή της σύλληψης κάθε νέας ιδέας, δημιουργίας και επινόησης που καταδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Ως τέτοιοι, ποτέ δεν θα πάψουμε από τη μια να καταστρέφουμε τον πλανήτη όπου ζούμε και την ίδια στιγμή να είμαστε άνω θρώσκοντες, να κοιτάζουμε ψηλά, προς τα εκεί όπου βρίσκεται το ανεξήγητο μεγαλείο, η ατελείωτη σκηνή όπου απλώνονται τα όνειρα, τα οποία, κατά τον συγγραφέα, που επαναλαμβάνει τα λόγια του Λάβκραφτ, «είναι πιο παλιά και από την κατηφή Αίγυπτο, ή τη στοχαστική Σφίγγα, ή την κηποστόλιστη Βαβυλώνα, και τούτο το έργο φτιάχτηκε στα όνειρά μου».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.