ΑΝ Ο ΔΑΝΤΗΣ ΗΘΕΛΕ ΤΙΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ κινήσεις της ψυχής να πραγματώνονται χάρη στις υψηλές κατακτήσεις της τέχνης, αν οι ρομαντικοί μιλούσαν για αναδημιουργία του Απόλυτου μέσα από την ποίηση, οι επιστήμονες θεωρούσαν ότι αυτά είναι εκφραστικές πολυτέλειες που καμία σχέση δεν έχουν με τις λογικές εξηγήσεις.
Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, από το De Rerum Natura του Λουκρήτιου μέχρι σήμερα ξέρουμε ότι το λεξιλόγιο των επιστημών δεν αφορούσε τόσο τις οικείες εξηγήσεις όσο μια εξωλογική κοσμοθεωρία που ως σύλληψη συγγενεύει άμεσα με την ποίηση: η αταξία που κατακαίει το μυαλό και παρωθεί στην αναζήτηση του κρυμμένου μυστικού του σύμπαντος δεν διαφέρει πολύ από την οργιαστική παραζάλη, ενώ η κίνηση των άστρων δεν έπαψε να επιζητεί νέους ποιητικούς τρόπους για να προσδιορίσει την ύπαρξή της.
Κάθε επιστημονική αναζήτηση, άλλωστε, λίγο ή πολύ ταυτίζεται με την αναζήτηση της ουσίας της ζωής που μεταστρέφει κάθε όψη της στο ακριβώς αντίθετό της, σε αυτό το αντιφατικό και παράλογο της ύπαρξης που συνέλαβαν ο Ηράκλειτος και οι ποιητές, οι μοντέρνοι καλλιτέχνες αλλά και οι πιο επιφανείς ζωγράφοι.
Σε όλα αυτά κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν κορυφαίοι αλχημιστές και καλλιτέχνες που στο μεταίχμιο Μεσαίωνα και Αναγέννησης ήρθαν για να απεικονίσουν με θράσος και αδιανόητη έμπνευση τα στενά σύνορα ανάμεσα στις επιστήμες, τη φιλοσοφία και τις τέχνες, τα οποία πάντα, όπως υποστήριζαν, συνόρευαν με την τρέλα. Αυτοί θα είχαν πολλά να καταθέσουν για τους μυστικούς κώδικες που έκρυβαν οι πίνακές τους, για τις παράξενες συνθέσεις αλλά και τα σκοτεινά πειράματα και τα ζώα που χρειάστηκε να θυσιαστούν, όπως συνέβη στην περίπτωση του Ντα Βίντσι, ο οποίος διαμέλισε αρκετά αθώα πλάσματα για τους περίφημους ανατομικούς του χάρτες και τους εξαίσια ακριβείς του πίνακες.
Ένας από τους αλχημιστές που εμπνεύστηκαν από αυτόν στην πορεία ήταν ο σπουδαίος Ολλανδός ζωγράφος Πίτερ βαν ντερ Βερφ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα σε μεγάλο έργο ‒την Ταφή του Χριστού‒ το περίφημο κυανό της Πρωσίας, δίνοντας άλλη διάσταση στο φως που έμοιαζε σχεδόν τρομακτικό μέσα στο έργο του.
Είναι η ίδια εποχή που ένας άλλος χημικός ανέμειξε αυτό το πρωσικό μπλε με το θειικό οξύ και έτσι παρήγαγε το υδροκυάνιο, το περίφημο πρωσικό οξύ με το οποίο οι Γερμανοί παρήγαγαν το Zyklon B ‒ με αυτό εξόντωναν μαζικά τους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα οι τοίχοι του Άουσβιτς έχουν αυτή την μπλε απόχρωση και είναι από αυτό το σημείο, αυτήν τη λεπτή πλην όμως στενή σύνδεση της σκοτεινής διάστασης της τέχνης με τις επιστήμες που εκκινεί το άκρως πρωτότυπο βιβλίο «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» (σε εξαιρετική, δεδομένης της πολυπλοκότητας των όρων και του θέματος, μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου) του Χιλιανής καταγωγής Εβραίου Μπενχαμίν Λαμπατούτ.
Μιλώντας, μάλιστα, για το πρωσικό μπλε, αναρωτιέται αν είναι «κάτι στη χημική δομή του χρώματος που επικαλείται τη βία: ένα ελάττωμα, μια σκιά, μια υπαρξιακή κηλίδα που κληροδοτήθηκε από εκείνα τα πειράματα στα οποία ο αλχημιστής διαμέλισε ζωντανά ζώα για να δημιουργήσει». Και είναι αυτό ακριβώς το ερώτημα του τραγικού που συνορεύει με το πραγματικό, της τρέλας που έρχεται να παρασύρει και να συνταράξει κάθε εφευρέτη και κάθε μοναδική σύλληψη τόσο στις τέχνες όσο και στις επιστήμες που διαπερνά το βιβλίο και το μετατρέπει σε ένα δημιούργημα ποιητικής δεινότητας και υψηλής λογοτεχνικής έκφρασης.
Και είναι αυτό ακριβώς το ερώτημα του τραγικού που συνορεύει με το πραγματικό, της τρέλας που έρχεται να παρασύρει και να συνταράξει κάθε εφευρέτη και κάθε μοναδική σύλληψη τόσο στις τέχνες όσο και στις επιστήμες που διαπερνά το βιβλίο και το μετατρέπει σε ένα δημιούργημα ποιητικής δεινότητας και υψηλής λογοτεχνικής έκφρασης.
Γι’ αυτό και οι κριτικοί που ένιωσαν την ανάγκη να επαινέσουν το βιβλίο και τον συγγραφέα του, αναγνωρίζοντας ότι δικαίως έφτασε να είναι υποψήφιο για το περσινό βραβείο Μπούκερ, δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν σε ποια ακριβώς κατηγορία ανήκει: πρόκειται για δοκίμιο ή για (μετα)μοντέρνο μυθιστόρημα, για ένα υπόγειο πεζοποίημα, όπως αντίστοιχα κείμενα του Μπόρχες ή αλληγορίες του Μπέκετ, ή για ένα άκρως πρωτότυπο επιστημονικό non fiction;
Όντας όλα αυτά μαζί και τίποτε από όλα αυτά, το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο είναι ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί, αντί για μυθιστορηματικούς πρωταγωνιστές, τους σπουδαίους μαθηματικούς, φυσικούς και εφευρέτες, από τον Αϊνστάιν, τον χημικό Χάμπερ, τους δυο κορυφαίους αστέρες της κβαντομηχανικής Χάιζενμπεργκ και Στρέντινγκερ και τους μαθηματικούς Γκρότεντικ και Μοτσιζούκι μέχρι και τον ίδιο τον συγγραφέα που με τη μορφή του νυχτερινού κηπουρού μας μεταφέρει την ποιητική αίσθηση των μαθηματικών και της φυσικής, αποκαλύπτοντας με κάθε λεπτομέρεια πώς ακριβώς όλοι αυτοί οι κορυφαίοι επιστήμονες έπρεπε να επικοινωνήσουν με την τρέλα και να γίνουν ακραίοι ποιητές, ξεπερνώντας ακόμα και τα ηθικά όρια, για να συλλάβουν τις εξωκοσμικές και εξωπραγματικές διαστάσεις που ορίζουν ‒αν τελικά το ορίζουν‒ το σύμπαν.
Όταν, για παράδειγμα, ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και ο Χάρτλαντ Σνάιντερ έσπευσαν να υιοθετήσουν τη θεωρία του Σβάρτσιλντ για την ύπαρξη της μαύρης τρύπας, την περιέγραψαν ως «αυτή που ήταν ικανή να τσαλακώσει τον χώρο σαν ένα κομμάτι χαρτί και να σβήσει τον χρόνο σαν τη φλόγα ενός κεριού», ενώ στην προσπάθειά του να τιμήσει τον μεγάλο του μέντορα ο πατέρας της κβαντομηχανικής Βέρνερ Καρλ Χάιζενμπεργκ αναπαρήγαγε με πιστότητα τα λόγια του δασκάλου του Νιλς Μπορ, επιμένοντας πως «ένα κομμάτι από την αιωνιότητα ανήκει σε εκείνους που είναι ικανοί να ατενίζουν την ιλιγγιώδη έκταση της θάλασσας χωρίς να κλείνουν τα μάτια».
Όσο για τον Σβάρτσιλντ, ο οποίος απάντησε στις θεωρίες της σχετικότητας του Αϊνστάιν, στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είχε δίκιο κόντεψε τινάξει όλο το αστεροσκοπείο του Πότσνταμ στον αέρα: όταν έφυγε, ο αντικαταστάτης του «βρήκε στο εστιακό επίπεδο του μεγαλύτερου τηλεσκοπίου μια διαφάνεια της Αφροδίτης της Μήλου, τοποθετημένη με τέτοιο τρόπο ώστε τα άστρα του αστερισμού της Κασσιόπης να σχηματίζουν τα χέρια της θεάς», γράφει στο βιβλίο ο Λαμπατούτ. Αν όλα αυτά δεν είναι ποίηση, τότε τι είναι;
Ποιητικός είναι επίσης ο αλλόκοτος τρόπος που οι επιστήμονες συνέλαβαν όλες τις απίστευτες θεωρίες, μεταστοιχειώνοντάς τες σε μια πρωτότυπη κοσμολογία που παραμένει ανοιχτή στο βασίλειο της αιώνιας καταδίκης όσο και στο βασίλειο της αιώνιας χάριτος: για παράδειγμα ο Χάμπερ, που ήταν υπεύθυνος για την εφεύρεση των χημικών αερίων, ήταν αυτός που, λύνοντας το πρόβλημα της παραγωγής αζώτου, έσωσε εκατομμύρια από τον παγκόσμιο λιμό ‒ αυτό συμβαίνει με τις περισσότερες περιπτώσεις των επιστημόνων που εξετάζει ο συγγραφέας.
Ψυχοπαθείς, μονήρεις και μισάνθρωποι, δεν έδειξαν να έχουν μεγάλη επαφή με τους κανόνες της ηθικής ή της κοινωνίας, καθώς ήταν απολύτως αφοσιωμένοι στον δικό τους, υπέρτατο σκοπό: ο Χάιζενμπεργκ για να φτάσει να συλλάβει την πρώτη διατύπωση της κβαντομηχανικής είχε κλειστεί σε ένα δωμάτιο στην άκρη της Ελιγολάνδης, διαβάζοντας μανιακά Γκαίτε, βλέποντας οράματα και έχοντας σεξουαλικές φαντασιώσεις με την ανήλικη κόρη του ιδιοκτήτη, ενώ σε μια άλλη περίπτωση ο άμεσος ανταγωνιστής του Στρέντινγκερ περνούσε μέρες άπλυτος, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και αγγίζοντας το παράλογο.
Όλη αυτή η τρέλα οδήγησε μεν σε μοναδικές θεωρίες και συλλήψεις, αλλά δεν μας βοήθησε να καταλάβουμε τόσο τον κόσμο ώστε να τον εξηγήσουμε ή να τον κάνουμε καλύτερο. Φτάσαμε απλώς να τον αλλάξουμε και να τον μεταμορφώσουμε σε τέτοιο σημείο που τον κάναμε αγνώριστο και απρόσιτο και δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο τελειώνει με τον ίδιο τον συγγραφέα σε ρόλο νυχτερινού κηπουρού και με την απλότητα της σοφίας των Ινδιάνων Μαπούτσε της Χιλής.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε την αμεσότητα της φύσης και ότι οι όμορφες νύχτες στην πόλη μπορεί να είναι μία ακόμα απόδειξη της φασματικής αύρας που περιβάλλει τα πραγματικά αντικείμενα αλλά και μια υπόσχεση ομορφιάς με την οποία ίσως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αλλά κάπως να (ξανα)φτιάξουμε με τον δικό μας τρόπο το σύμπαν. Χάρη σε εξαίσια βιβλία όπως αυτό του Λαμπατούτ, ο οποίος μόλις έκλεισε τα σαράντα χρόνια ύπαρξης στον κόσμο, νιώθουμε ότι μπορούμε. Και αυτό είναι, αναμφίβολα, κάτι.