ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ αποκλειστικά τους μουσικούς. Ένα βιβλίο για όσους έχουν την περιέργεια ν’ ανακαλύψουν τις αναλογίες ανάμεσα στη μουσική και τη ζωή, όπως και τη σοφία που μόνο ένα «σκεπτόμενο» αυτί μπορεί να κατανοήσει. Έτσι συστήνει ο διάσημος μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ τη συλλογή με τα δοκίμιά του «Η μουσική κινεί τον κόσμο» (μετ. Κ. Αθανασίου-Κ. Κοσμάς, Καστανιώτης, 2009), όπου ξεδιπλώνονται ζητήματα που τον έχουν απασχολήσει κατά κόρον στην καριέρα του.
Ο Μπάρενμποϊμ –που γεννήθηκε το 1942 από Ρωσοεβραίους γονείς, τους οποίους ακολούθησε στο Ισραήλ το 1952– δεν φημίζεται μόνο για τις ικανότητές του ως αρχιμουσικός. Είναι διάσημος και για τη φιλειρηνική, αντιδογματική του στάση στο Μεσανατολικό, η οποία έχει προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις στους συντηρητικούς κύκλους του Ισραήλ.
Μια καριέρα που ξεκίνησε στα επτά του χρόνια, όταν έδινε το πρώτο του κοντσέρτο για πιάνο ως παιδί-θαύμα, στη διάρκεια της οποίας ανέλαβε τα ηνία κορυφαίων μουσικών θεάτρων όπως η Όπερα του Βερολίνου, η Όπερα του Σικάγο, η Όπερα του Παρισιού.
Όμως ο Μπάρενμποϊμ –που γεννήθηκε το 1942 από Ρωσοεβραίους γονείς, τους οποίους ακολούθησε στο Ισραήλ το 1952– δεν φημίζεται μόνο για τις ικανότητές του ως αρχιμουσικός. Είναι διάσημος και για τη φιλειρηνική, αντιδογματική του στάση στο Μεσανατολικό, η οποία έχει προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις στους συντηρητικούς κύκλους του Ισραήλ. Ο ίδιος, πάντως, αυτός που πρώτος τόλμησε να παίξει Βάγκνερ εκεί, επιμένει:
«Ο τρόμος της απανθρωπιάς του Ολοκαυτώματος είναι μεγαλύτερος από τον πόνο που αυτό επέφερε στον εβραϊκό λαό – η τραγωδία ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όταν εμείς οι Εβραίοι λέμε “ποτέ ξανά”, αυτό αναφέρεται στην αναγκαιότητα να μην επιτραπεί ποτέ η επανάληψη του ίδιου εγκλήματος εναντίον του λαού μας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος έχει κατανοήσει την ίδια φράση με διαφορετικό τρόπο – πως αυτό το έγκλημα δεν πρέπει να επαναληφθεί ποτέ και πουθενά, σε καμία στιγμή, εναντίον οποιουδήποτε λαού». Για τον Μπάρενμποϊμ, «αν το Ισραήλ θέλει να έχει μια σταθερή θέση στη Μέση Ανατολή, πρέπει ν’ αποτελέσει οργανικό κομμάτι της, έχοντας επίγνωση του πολιτισμού που ήδη υπήρχε εκεί και όχι παριστάνοντας, όπως κάνει εδώ και πολύ καιρό, ότι εκεί ήταν μια έρημος στην οποία δεν υπήρχε κανένας πολιτισμός».
Στο «Η μουσική κινεί τον χρόνο», είτε ανιχνεύει τις σχέσεις ανάμεσα στον ήχο και τη σκέψη, είτε ανάμεσα στην ακοή και την ακρόαση, ο Μπάρενμποϊμ βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να διευρύνει το πεδίο των αναφορών του. Είναι σε θέση να συνδέσει τις ξαφνικές αλλαγές στο τελευταίο μέρος της «Ενάτης» του Μπετόβεν με τη διαφορετική κατεύθυνση που πήρε ο πλανήτης μετά την 11η Σεπτεμβρίου, να σχολιάσει τη μουσική των …ασανσέρ παραπέμποντας στον Τόμας Μαν και το «Μαγικό Βουνό», να μιλά για την ελευθερία της σκέψης και την ερμηνεία των μουσικών εκτελεστών καταφεύγοντας στην «Ηθική» του Σπινόζα. Πλέκοντας το εγκώμιο του Μπαχ, με τις φούγκες του οποίου γαλουχήθηκε, βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί στην «επικίνδυνη» ακαδημαϊκή προσέγγιση της μουσικής του με όρους του παρελθόντος. Κι όταν αναφέρεται στον Μότσαρτ, να τι κρατά ως δίδαγμά του: «Κάθε κατάσταση, ακόμα και η πιο τραγική, έχει και μια ανάλαφρη πλευρά».
Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην πρωτοβουλία που είχε αναλάβει ο ίδιος με τον παλαιστινιακής καταγωγής φιλόσοφο Έντουαρντ Σαΐντ (1935-2003), την ίδρυση δηλαδή της Ορχήστρας του Δυτικοανατολικού Διβανίου, με την οποία θέλησαν να εγκαινιάσουν στην πράξη ένα διάλογο ανάμεσα σε νέους μουσικούς από το Ισραήλ και την Παλαιστίνη καθώς και από άλλες αραβικές χώρες.
Το όνομά της το δανείστηκαν «από μια συλλογή ποιημάτων του Γκέτε, ενός από τους πρώτους Ευρωπαίους που ενδιαφέρθηκαν ειλικρινά για άλλους πολιτισμούς» και η θεμελιώδης αρχή της «ήταν αρκετά απλή: από τη στιγμή που οι νεαροί μουσικοί θα συμφωνούσαν να παίξουν μαζί έστω και μια νότα, δεν θα μπορούσαν πλέον να βλέπουν ο ένας τον άλλο με τον ίδιο τρόπο».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το αμέσως επόμενο κεφάλαιο, «Η ιστορία δύο Παλαιστινίων», όπου αποδεικνύεται πόσο ριζικά μπορεί ν’ αλλάξει η ζωή κάποιων χάρη στη μουσική. Ο Μπάρενμποϊμ φέρνει ως ζωντανά παραδείγματα την περίπτωση ενός νεαρού από τα κατεχόμενα, διάσημου στη Ραμάλα για τις πέτρες που εκσφενδόνιζε, κι ενός Άραβα συνομηλίκου του από το Ισραήλ, αποκομμένου πολιτισμικά από τις ρίζες του. Η τυχαία σχεδόν επαφή του πρώτου με τη βιόλα τού έδειξε έναν τρόπο ν’ αφήσει πίσω του την απελπισία του στρατοπέδου προσφύγων και της κατοχής, ενώ οι μουσικές σπουδές του δεύτερου τον οδήγησαν στο ν’ ανακαλύψει την παλαιστινιακή του ταυτότητα.
Ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ είχε θίξει εγκαίρως ένα θέμα-ταμπού: σχεδόν το ένα τέταρτο των κατοίκων του Ισραήλ είναι Παλαιστίνιοι, καταδικασμένοι εδώ και δεκαετίες να ζουν σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. «Οι Εβραίοι πρέπει ν’ αποδεχτούν την ενσωμάτωσή τους», έγραφε, «ακόμα κι αυτό σημαίνει αλλαγή της ίδιας της φύσης του Ισραήλ». Τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια…