ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΥΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ του 20ού αιώνα, ο νομπελίστας Ελίας Κανέτι (1905-1994) άφησε την τελευταία του πνοή χωρίς να έχει ολοκληρώσει τη σχεδιασμένη ν’ απλωθεί σε πέντε τόμους αυτοβιογραφία του. Αυστριακός ισπανοεβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στη Βουλγαρία, ο συγγραφέας της «Τύφλωσης» πρόλαβε ν’ αφηγηθεί τη ζωή του ως μέσα της δεκαετίας του '30 σε τρία βιβλία –«Η γλώσσα που δεν κόπηκε», «Ο πυρσός στο αυτί» και «Το παιχνίδι των ματιών»–, προσφέροντας μια πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη σε όσους ονειρεύονται μια πολιτισμική Ευρώπη, απελευθερωμένη από εθνικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά δεσμά. Ο επόμενος τόμος που σχεδίαζε θα ήταν αφιερωμένος στις αναμνήσεις του από την Αγγλία, τη χώρα όπου αναγκάστηκε να καταφύγει μετά την άνοδο του ναζισμού και όπου έγραψε το κορυφαίο θεωρητικό του έργο «Μάζα κι εξουσία». Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν εκτενή αποσπάσματα και σημειώσεις. Και στη διαθήκη του, μια οδηγία: αν δεν συμπληρωθεί τριακονταετία, να μη δημοσιευτεί τίποτε απ’ αυτά.
Κανονικά, η έκδοσή τους θα έπρεπε να γίνει φέτος. Η βούλησή του, όμως, δεν εισακούστηκε. Η Τζοάνα Κανέτι, η κόρη του από τον δεύτερο γάμο του και κληρονόμος του, έδωσε το πράσινο φως για την κυκλοφορία του «Πάρτι και αερομαχίες» πολύ νωρίτερα (μτφρ. Αλ. Παύλου, Καστανιώτης, 2007). Κι έφτανε ένα απλό ξεφύλλισμα του τόμου για ν’ αντιληφθεί κανείς ποιοι λόγοι είχαν ωθήσει τον Κανέτι να θέλει να μείνουν τα χειρόγραφά του στο συρτάρι για τόσο μεγάλο διάστημα. Στη θέα του δηλητηριώδους πορτρέτου της Άιρις Μέρντοχ, με την οποία είχε τρίχρονη ερωτική σχέση, ή των αρνητικών κρίσεων που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στον Τ.Σ. Έλιοτ, τον κατανοεί…
Με γλώσσα άμεση, αιχμηρή, πνευματώδη και με περίσσευμα ειλικρίνειας, ο Ελίας Κανέτι μας ξεναγεί στον κόσμο της αγγλικής αριστοκρατίας και στα πάρτι της, σ’ ένα σύμπαν αποτελούμενο από πολιτικούς, καλλιτέχνες και διανοούμενους, αλλά και στον κόσμο της επαρχίας ή εκείνον των φτωχών εμιγκρέδων, δίνοντάς έτσι ένα πανόραμα της αγγλικής ζωής στα μέσα του περασμένου αιώνα.
Στο «Πάρτι και αερομαχίες» ο Κανέτι δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως Κεντροευρωπαίο, σύγχρονο του Μούζιλ, του Μπροχ και του Μπρεχτ, αλλά περιγράφει τη ζωή του στην προσφυγιά – μια ζωή που, όπως αφήνει να εννοηθεί ο ίδιος, ήταν πολύ διαφορετική από των άλλων προσφύγων. Η αφοσίωσή του στη γερμανική γλώσσα, τη μόνη ουσιαστικά πατρίδα του, θα τον κάνει να παραμείνει για πάντα ξένος στην Αγγλία. Ωστόσο, κανένας άλλος γερμανόφωνος συγγραφέας δεν ήταν τόσο καθιερωμένος εκεί όσο αυτός. Και όχι επειδή γνώριζαν το έργο του –κάθε άλλο– αλλά εξαιτίας της επιβλητικής προσωπικότητάς του.
Με γλώσσα άμεση, αιχμηρή, πνευματώδη και με περίσσευμα ειλικρίνειας, ο Ελίας Κανέτι μας ξεναγεί στον κόσμο της αγγλικής αριστοκρατίας και στα πάρτι της («εορτές-μη-αγγίγματος», όπως τα ονομάζει), σ’ ένα σύμπαν αποτελούμενο από πολιτικούς, καλλιτέχνες και διανοούμενους (ανάμεσά τους ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Ντίλαν Τόμας, ο Χένρι Μουρ), αλλά και στον κόσμο της επαρχίας ή εκείνον των φτωχών εμιγκρέδων, δίνοντας έτσι ένα πανόραμα της αγγλικής ζωής στα μέσα του περασμένου αιώνα. Όμως, αντί να ρίξει το βάρος στις τόσο σημαντικές για τους Άγγλους ταξικές διαφορές, ο Κανέτι στέκεται στην αλαζονεία, την υποκρισία και τη συναισθηματική τους ψυχρότητα και εξερευνά το πρότυπο της αγγλικής κοινωνικότητας από την οπτική γωνία του κοσμοπολίτη που υπήρξε ο ίδιος.
«Όσο περισσότερος καιρός περνάει από τότε που η Θάτσερ δεν είναι πια στο τιμόνι, τόσο πιο ειρηνικές και ευχάριστες γίνονται οι αναμνήσεις μου από την Αγγλία», γράφει. Ωστόσο, «οι ουσιαστικές αντιπάθειες δεν αμβλύνονται, με κάθε ανάμνηση μεγεθύνονται, δεν μπορώ να γράψω το όνομα Έλιοτ δίχως να νιώσω την ανάγκη να εκστρατεύσω ξανά εναντίον του». Στο πρόσωπο του ποιητή της «Έρημης χώρας», ο Κανέτι αντικρίζει έναν υπερτιμημένο δημιουργό κι έναν άνθρωπο βολεμένο και φιλοχρήματο, με τεράστια εξουσία πάνω στους νεότερους ομοτέχνους του, «κακό ως τα βάθη της ψυχής του» και «αδιάντροπο» στις κρίσεις του για τον Γκαίτε και τον Μπλέικ.
Αντίστοιχης οξύτητας είναι και το κεφάλαιο που αφιερώνει στη Μέρντοχ. Η ιρλανδικής καταγωγής φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος που εμπνεύστηκε πλήθος αντρικών χαρακτήρων από την προσωπικότητα του Κανέτι παρουσιάζεται εδώ σαν παθιασμένη μαθήτρια που αναζητούσε συστηματικά εραστές-δασκάλους, σαν «νόθα λογοτέχνις» ποτισμένη ως το μεδούλι «από τη φλυαρία της Οξφόρδης» και «φιλόδοξη όσο ένας επιτήδειος κλέφτης», σαν μια μικροαστή που, αν και προπολεμικά υπήρξε κομμουνίστρια, λαχταρούσε να γίνει αποδεκτή από την ανώτερη τάξη, σαν μια ατσούμπαλη γυναίκα που δεν τον είλκυσε ποτέ ερωτικά.
Πώς εξηγεί τη στάση του Κανέτι ο επιμελητής του «Πάρτι και αερομαχίες» Τζέρεμι Αντλέρ; «Σ’ αυτό το κάποτε αγαπημένο πρόσωπο, το οποίο πιστεύει ότι γνωρίζει τόσο καλά όσο και τον εαυτό του, ο Κανέτι επιτίθεται με αμείλικτη συνέπεια, με σκληρότητα, θαρρείς και θέλει να κατακερματίσει κάθε ίνα της ύπαρξής του»…