ΤΙΡΑΝΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΕΙ το κομμουνιστικό καθεστώς: ένας υπάλληλος της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, πρώτη φορά στη διάρκεια της καριέρας του καλείται να παρακολουθήσει την παρέλαση της Πρωτομαγιάς από την εξέδρα των επισήμων. Όση έκπληξη προκαλεί το γεγονός στους συναδέλφους του, άλλη τόση, συνοδευμένη μ’ ενοχές, πλημμυρίζει και τον ίδιο.
Αντικρίζοντας το «οκνηρό λίκνισμα» του ανθρώπινου κύματος που συρρέει στο κέντρο της πόλης και τα «απολιθωμένα», «απειλητικά» πρόσωπα των μελών του Πολιτικού Γραφείου, ο αφηγητής της «Κόρης του Αγαμέμνονα» και κεντρικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισμαήλ Κανταρέ προβαίνει σ’ έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του, έχοντας συνειδητοποιήσει πως η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος έχει χαθεί γι’ αυτόν οριστικά. Η αγαπημένη του Σουζάνα, ως άλλη Ιφιγένεια, έχει «θυσιαστεί» από τον ολοένα ανερχόμενο στην ιεραρχία πατέρα της, και ο δεσμός τους, όπως και τόσα άλλα γύρω τους, έχει κομματιαστεί απ’ τα γρανάζια μιας αχαλίνωτης κρατικής μηχανής.
Η «Κόρη του Αγαμέμνονα», που συστεγάστηκε με τον «Διάδοχο» σ’ έναν τόμο των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου, γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80. Σε μια εποχή, δηλαδή, που ο διασημότερος σύγχρονος Αλβανός λογοτέχνης (1936-2024) και κάτοχος του πρώτου διεθνούς βραβείου Man Booker εξακολουθούσε να πιστεύει πως το καθεστώς του Χότζα ήταν ανίκητο: «Όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ είχα πειστεί πως θα πεθάνουμε χωρίς ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτήν τη φρικτή δικτατορία», ομολογούσε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία τον Ιανουάριο του 2007, με αφορμή την επικείμενη άφιξή του στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του.
Η «Κόρη του Αγαμέμνονα», που συστεγάστηκε με τον «Διάδοχο» σ’ έναν τόμο των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου, γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80. Σε μια εποχή, δηλαδή, που ο διασημότερος σύγχρονος Αλβανός λογοτέχνης (1936-2024) και κάτοχος του πρώτου διεθνούς βραβείου Man Booker εξακολουθούσε να πιστεύει πως το καθεστώς του Χότζα ήταν ανίκητο.
«Είχα, λοιπόν, αποφασίσει να γράψω ένα μικρό βιβλίο, σαν ένα είδος διαθήκης, ασκώντας ευθεία κριτική στο καθεστώς. Ήταν το πρώτο που έγραψα γνωρίζοντας εξαρχής πως δεν θα το δημοσίευα στην Αλβανία αλλά στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και στις σελίδες του δεν υπάρχει ίχνος αλληγορίας. Τα πράγματα λέγονται με τ’ όνομά τους, κυριαρχεί ο ρεαλισμός».
Το ίδιο ισχύει και για τον «Διάδοχο», που γράφτηκε μια εικοσαετία αργότερα, όταν πια ο ίδιος ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι. Εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός, τον μυστηριώδη θάνατο στελέχους που φαινόταν πως θα διαδεχτεί τον Χότζα, «έναν θάνατο που ουδέποτε διαλευκάνθηκε επισήμως και, ενώ παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία, για τον περισσότερο κόσμο δεν ήταν παρά δολοφονία», το δεύτερο αυτό μυθιστόρημα μιλάει για μια ακόμη θυσία που αναγκάζεται να κάνει η Σουζάνα, αποτυπώνοντας ακόμα πιο εύγλωττα την ασφυξία, τον παραλογισμό και την τρομοκρατία που ασκούσε το καθεστώς.
Και στα δύο αφηγήματα, ωστόσο, υπάρχουν σελίδες έντονου ερωτισμού, με το σεξ να παρουσιάζεται ως το ύστατο καταφύγιο του ανθρώπου και, ταυτόχρονα, ως υποθηκευμένο δώρο που ανά πάσα στιγμή μπορεί ν’ ακυρωθεί. «Το σεξ», έλεγε ο Κανταρέ, «λογαριαζόταν ως κάτι βλάσφημο, καταραμένο. Δεν απαγορευόταν απλώς να καταπιαστείς γραπτώς μαζί του. Ακόμα και το να εκδηλώσεις ανοιχτά την ερωτική επιθυμία σου λογαριαζόταν ως ευθεία προσβολή, ως εχθρική πρωτοβουλία κατά των αρχών. Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα βρίσκονταν υπό αυστηρό έλεγχο, πόσο μάλλον αυτό».
Αφότου άρχισε να δημιουργεί σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας, τι αλλαγές έβλεπε ο ίδιος στο έργο του; «Στο παρελθόν αναρωτήθηκα σχετικά κι εγώ. Δεν ήξερα αν θα ήμουν ικανός να γράψω εκτός των κομμουνιστικών ορίων. Ευτύχησα, εντούτοις, να διαπιστώσω ότι τελικά η λογοτεχνία μου δεν επηρεάστηκε από την πτώση τους. Κι αν είμαι περήφανος για κάτι, είναι πως στα έργα που ακολούθησαν δεν έκανα επίδειξη μεγαλύτερου κουράγιου απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όποιος αναγνώστης συγκρίνει το "Παλάτι των ονείρων" με το τελευταίο μου βιβλίο θα δει πως η κριτική μου ήταν και τότε το ίδιο θαρραλέα. Η εσωτερική ελευθερία είναι που μετράει πάνω απ’ όλα. Ούτε τα βασικά μυθιστορηματικά μου μοτίβα άλλαξαν έκτοτε σημαντικά. Οι νεκροί και οι ζωντανοί, τα όνειρα, τα φαντάσματα, οι μύθοι της αρχαιότητας, αυτά εξακολουθούν να με εμπνέουν. Και με το ίδιο πάθος υπερασπίζομαι μια λογοτεχνία χωρίς όρια, οικουμενική».
Ο συγγραφέας των «Ταμπούρλων της βροχής» και του «Ρημαγμένου Απρίλη» είχε φλερτάρει με την ιδέα να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία και πριν από το 1990. «Δεν μου έλειψαν οι ευκαιρίες, δεδομένου ότι είχα τη δυνατότητα να ταξιδεύω στο εξωτερικό. Τι με κράταγε; Ο φόβος για την τύχη που θα επιφυλασσόταν στους δικούς μου ανθρώπους, στην οικογένειά μου. Κάποια στιγμή, ωστόσο, με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου μου, το αποφάσισα. Ήταν το 1983, την εποχή που γυριζόταν σε ταινία στο Παρίσι το μυθιστόρημά μου "Ο στρατηγός του νεκρού στρατού". Κι όμως, την τελευταία στιγμή άλλαξα γνώμη. Θυμάμαι πόσο είχε προσπαθήσει να με μεταπείσει ο πρωταγωνιστής της ταινίας και φίλος μου, Μισέλ Πικολί. Το ότι θα κινδύνευαν εξαιτίας μου αγαπημένοι μου άνθρωποι ήταν τεράστιο βάρος στη συνείδησή μου».
Πώς εισέπραξαν οι συμπατριώτες του τη φυγή στο εξωτερικό σε μια περίοδο που το καθεστώς επιτέλους γκρεμιζόταν; «Άλλοι, από τους κόλπους των κρατούντων, με χαρακτήρισαν προδότη κι άλλοι φάνηκαν διχασμένοι, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να παραμείνω στη χώρα και να συμβάλω στην ανασυγκρότησή της. Οι περισσότεροι, πάντως, αναθάρρησαν γιατί είδαν στο φευγιό μου μια επιπλέον ένδειξη για την κατάρρευση της δικτατορίας».
Τα μυστικά αρχεία του κόμματος που ήρθαν έπειτα στο φως από τις Αρχές είναι αποκαλυπτικά των συνθηκών μέσα στις οποίες ήταν αναγκασμένος να εργάζεται ο Κανταρέ, εξασφαλίζοντας με το έργο του την επιβίωση των αλβανικών γραμμάτων. Στα πρακτικά, για παράδειγμα, έκτατης συνεδρίασης του Συνδέσμου Συγγραφέων εν έτει 1975 με αντικείμενο την αξιολόγηση των βιβλίων και της προσωπικότητάς του γινόταν λόγος για τις «μηδενιστικές τάσεις» του και για τις «αντιεπαναστατικές πρακτικές» του, για τις «φιλελεύθερες ιδέες» που εισήγαγε στα έργα του μέσα από κάποια ποιήματα «με καλό προπαγανδιστικό σκοπό», για την «αλαζονεία» του χάρη στην «ανοχή των φοβιτσιάρηδων κριτικών», για τη ροπή του προς «ηθικά ανάπηρους ήρωες», για την «κλειστή, διανοουμενίστικη, μικροαστική ζωή του».
Τίποτα από τα παραπάνω δεν τον εξέπληξε. «Ένα μέρος από τα αρχεία αυτά το είχα υπ’ όψη μου, άλλα τα υποψιαζόμουν. Βλέποντάς τα, βέβαια, δημοσιευμένα, κυριεύτηκα από θλίψη. Περιλαμβάνουν εκατοντάδες σελίδες με καταγγελίες εναντίον μου, αλλά όσο και να ψάξει κανείς, δεν θα εντοπίσει πουθενά ούτε μια καταγγελία για συμπατριώτη μου από το δικό μου χέρι. Να κάτι για το οποίο επίσης επιτρέπω στον εαυτό μου να περηφανεύεται».
Τις τελευταίες δεκαετίες ο Κανταρέ μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ της Γαλλίας και της πατρίδας του, διαπιστώνοντας «πόσο δύσκολο είναι ακόμα για τους Αλβανούς να διαχειριστούν την ελευθερία τους» και πόση από την πολύτιμη ενέργειά τους ξοδεύουν σε πολιτικές αντεγκλήσεις. Τις σχέσεις του με τους Αλβανούς πολιτικούς τις χαρακτήριζε «ψυχρές» και μολονότι είχε δεχτεί προτάσεις για να ριχτεί ενεργά στον στίβο της πολιτικής, τις είχε όλες απορρίψει. «Ο συγγραφέας», επέμενε, «μπορεί κάλλιστα να μιλήσει με το έργο του».
Όσο για το Νόμπελ, «ε, δεν θα είναι και τραγωδία αν δεν έρθει! Πλάι στον κατάλογο με τους νομπελίστες, υπάρχει κι εκείνος με όσους δεν το καρπώθηκαν ποτέ. Όταν ρωτούσαν σχετικά τον Μπόρχες, απαντούσε πως η Σουηδική Ακαδημία είχε συνηθίσει να του το αρνιέται. Ως γνωστόν, οι μικρές χώρες δίνουν υπερβολική σημασία σε τέτοιου είδους βραβεία. Μια πρακτική που αναλογεί και στον πόθο τους για διακρίσεις σε διεθνείς αθλητικούς αγώνες, έτσι δεν είναι;».