Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ αφηγείται στοιχειωμένες ιστορίες από ένα χωριό της Κατερίνης

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Το «Κακό Ανήλιο» είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς».
0

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΜΗΝΙΚ (υπογράφει τα βιβλία του με το μικρό του όνομα, ολόκληρο είναι Κωνσταντίνος Δομηνίκ Πιπήλης) εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία πριν από τρία χρόνια πολύ φιλόδοξα, με τη συλλογή δεκαοχτώ διηγημάτων «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι», όπου περιέγραφε με γλώσσα «βετεράνου» ιστορίες φολκ ελληνικότητας βγαλμένες από τις μνήμες του ή από τις μνήμες των ανθρώπων που ζουν γύρω του, διανθισμένες με μαγικό ρεαλισμό και λαογραφικό τρόμο.

Το ντεμπούτο του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο –σύντομες αφηγήσεις με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής όπου ζει και μεγάλωσε, σε ένα χωριό της Κατερίνης–, ήταν τόσο ολοκληρωμένο και είχε τόσο καλή υποδοχή, που η συνέχεια ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Δεν είναι εύκολο για έναν νεαρό συγγραφέα να ξεπεράσει ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο και να μπορεί κανείς να μιλάει για εξέλιξη στη γραφή του, αλλά, ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει για τον Κωνσταντίνο.

Το «Κακό Ανήλιο», που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος –στο ίδιο κλίμα με το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι»–, όπως και ο τίτλος υπονοεί, είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς», «δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης, που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους, προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές και άλλοτε παρήγορα θαύματα». 

«Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

«Μου φαίνεται πλέον κάπως νευρικό το "Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι"», λέει ο Κωνσταντίνος, «ενώ το "Κακό Ανήλιο" πιο στρωμένο – ίσως και με πιο πρωτότυπα κείμενα».

Του ζητάω να ξεκινήσουμε λίγο ανορθόδοξα, σχολιάζοντας το διήγημα που κλείνει το βιβλίο, το «Μύθοι Λειψάνων» που φαίνεται και το πιο αυτοβιογραφικό. «Είναι φανταστικά στοιχεία πάνω σε πραγματικά γεγονότα, που συμπυκνώνουν κάποιες μνήμες που έχω απ’ τη γιαγιά μου», λέει. «Τον οργιαστικό, αγιωτικό της κόσμο και την αντίθεσή του με τον βόρειο, παραμυθώδη της μάνας μου».

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: 
Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό Ανήλιο, Εκδόσεις Ίκαρος 

Μπαίνω στο παλιό φουρναριό της γιαγιάς να πάρω κάτι εργαλεία – είχα ανέβει στο χωριό για τα Χριστούγεννα και ψευτομαστόρευα στο κτήμα. Ακριβώς απέναντι, δίπλα απ’ την εσωτερική πόρτα της αποθήκης, βρίσκεται το παλιό της εικονοστάσι, χτισμένο τοξωτά μέσα στον τοίχο, όπου σκηνώνει ένα εικόνισμα του Αγίου Διονυσίου του Εν Ολύμπω. Κοντοστέκομαι πάλι και το παρατηρώ: είναι χειροποίητο, από ξύλο λεύκας, κι ο Άγιος πάνω του εικονίζεται σοβαρός, μειλίχιος, με μαύρο πατερικό κάλυμμα στο κεφάλι, ενώ κάτω απ’ τη μυτερή, συννεφιαστή γενειάδα του, στο αριστερό του χέρι, βαστά ένα μικρό εκκλησάκι, ένα ομοίωμα πεντάτρουλου ναού. Το εικονοστάσι το είχε φτιάξει ο πατέρας μου, εδώ πίσω στο φουρναριό, γιατί η μάνα μου, που κρατούσε τότε το υπόλοιπο σπίτι, ήταν μεγαλωμένη προτεσταντικά – γέννημα θρέμμα Βερολίνου. Και θυμάμαι, δεν μ’ άφηνε να φύγω απ’ το σπίτι άμα δεν έτρωγα τα κορνφλέικς μου – ακόμα και τις Κυριακές, προτού κοινωνήσω. Στο δρόμο, μετά, για την εκκλησία δεν άντεχα, σταματούσα στη γιαγιά κι έβαζα τα κλάματα:

«Δεν πειράζει, αντρίνα μου», έλεγε, «γάλα του Θεού είναι – η πρώτη και καλύτερη μεταλαβιά. Άντε τώρα πάμε για τη δεύτερη». Μου φαίνεται πια μυθική η γιαγιά Κώτσαινα, μετά από τόσα χρόνια – έβηχε και ο αέρας γύρω της γέμιζε καπνούς κι εμπύρετους αγίους. 

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες. Στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου.

«Γεννήθηκα στο Βερολίνο, αλλά μεγάλωσα σε χωριό της Πιερίας, την Κάτω Μηλιά. Έχοντας πάντα δυο κόσμους, δυο διαφορετικές νοοτροπίες να πνέουν μέσα μου – τη γερμανική της μάνας μου και την ντόπια του πατέρα και των παππούδων μου. Μικρός ήμουν ντροπαλός και γι’ αυτό κάπως απόμακρος. Διάβαζα όμως, με πάθος – μ’ ενθάρρυναν πολύ και οι γονείς μου. Ενίοτε ψευτοέγραφα. Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο "Τομ Σόγιερ", του Μαρκ Τουέιν.

Λίγο πριν το γυμνάσιο, ανακάλυψα τον "Φτωχούλη του Θεού", του Καζαντζάκη. Κατόπιν, ανάμεσα σ’ άλλα, τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες και τον "Μόμπι Ντικ" του Μέλβιλ. Την "Ιστορία δίχως Τέλος" του Έντε και την "Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ" του Πόε. Παράλληλα, όμως, διάβαζα πολύ και Στίβεν Κινγκ. Κάποτε ολίσθησα προς τον Χ. Φ. Λάβκραφτ. Στον Άρθουρ Μάχεν. Συγχρόνως, επέμενα και στον Παπαδιαμάντη.

Θα μπορούσα να πω ότι ο Άρθουρ Μάχεν με τον "Λευκό Λαό" του –κατά τη γνώμη μου ένα απ’ τα πιο όμορφα κι ανατριχιαστικά διηγήματα τρόμου– μου άλλαξε τη ζωή. Ο Φίλιπ Ντικ και το μυθιστόρημά του "Βάλις". Ο Μπόρχες και ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ. Ο Ράμσεϊ Κάμπελ. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κώστας Ακρίβος. Ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Παντελής Γιαννουλάκης και ο Χρήστος Γιανναράς. Ο Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.

Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

Φορώντας μια τσάντα στον ώμο, μ’ ένα μικρό τσεκούρι να ξεπροβάλλει από μέσα, ο Φάνης ο Ντεβιλάς κοντοστέκεται μπροστά στην εκκλησία, καπνίζοντας και κοιτάζοντας γύρω, νευρικά, τα ερημοσόκακα του Πρόδρομου. Μεσημέρι ασήκωτο, με σάχνα. Φτηνοσυννεφιά. Πιο πριν, βρισκόταν πάλι πάνω στο βουνό, στο παλιό χωριό, να βογκοσέρνεται μπροστά στον τάφο του πατέρα του, του παπα-Χαράλαμπου, που όταν του ζήτησε ο Δεσπότης, πριν από κάνα εξάμηνο, να παραιτηθεί, κατηγορώντας τον, εμμέσως, ότι έκλεβε απ’ το παγκάρι της ενορίας, έπεσε να χαθεί στο κρεβάτι του, χτυπημένος από διπλό εγκεφαλικό, και δεν ξανασηκώθηκε παρά μόνο για τον θάψουνε. (Ο Ντεβιλές)

«Οι ιστορίες που γράφω προκύπτουν από δικές μου ουρανοκατέβατες ιδέες. Από μνήμες κι εμμονές, αλλά κι από ιστορίες που μου διηγήθηκαν άλλοι. Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες.

Εντούτοις, στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου. Ενίοτε, για τη γραφή τους, συμβουλεύομαι λεξικό. Ενώ άλλες τις έχω επινοήσει. Μου βγαίνουν όμως όλες εκείνη την ώρα που γράφω – προκύπτουν δηλαδή, απ’ το ύφος και την ατμόσφαιρα. Ενώ προσπαθώ να επικεντρώνομαι αλλού: στην επαφή με το μαγικό και το αλλόκοτο».

— Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η έκρηξη των διηγημάτων (ή και μυθιστορημάτων) με ντοπιολαλιά μετά το «Γκιακ»; Είναι πιο απενοχοποιημένη η νέα γενιά ή είναι τάση;

Νομίζω ότι βρίσκουνε πρόσφορο έδαφος κάποιες φυγόκεντρες τάσεις που μέχρι πρότινος, οι περισσότερες, κινούνταν με τη νεκρά. Να πρόκειται πλέον για κάποιου είδους εξωτισμό; Πιθανόν. Αλλά μόνο μέσα απ’ τα κιάλια της πόλης.

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά.

Νιώθω περισσότερο μια πνευματική συγγένεια με κάποιους συγγραφείς που εντρυφούν στη λογοτεχνία τρόμου και που τους θαυμάζω πολύ, όπως ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, ο Θοδωρής Πρασίδης, ο Δημήτρης Δελαρούδης, ο Νίκος Μούρας κ.ά. Αν δεν υπήρχαν π.χ. οι «Παγανιστικές Δοξασίες» του Τσαπραΐλη, ίσως να μην έγραφα και το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι».

Και το παλιντάμι, βουτώντας κάποια στιγμή, με μια φοβερή δρασκελιά, μες στα νερά του ποταμού, φτάνει στην άλλη όχθη και ξεκινάει ν’ ανεβαίνει τον ανήφορο, προς τον εκσκαφέα, που παρ’ όλες τις λάσπες του, φεγγογυαλίζει, άψυχος, ασάλευτος, μέσα στη νύχτα, σαν ήρεμη νέμεση. Ενώ εμείς να ψάχνουμε, μπουσουλώντας και γλιστρώντας πέρα δώθε, έντρομοι, ανάμεσα στα παλαβωμένα έπιπλα, να βρούμε την εξώπορτα – είχε εξαφανιστεί· δεν βλέπουμε πια παρά μόνο καπνούς και καρβουνιασμένα δοκάρια ολόγυρα. Εντέλει, καταλήγουμε να κλοτσάμε απελπισμένοι το παράθυρο, ώσπου κάποια στιγμή ένα εκκωφαντικό τράνταγμα μας τινάζει με δύναμη κάτω στο πάτωμα, ενώ την ίδια ώρα τα ντουβάρια γύρω διαλύονται ξαφνικά, αποσυναρμολογούνται κι αρχίζουνε να σκορπίζουνε στον αέρα παραισθητικά, γεμίζοντας τον τόπο με μυριάδες φολιδοειδείς ψηφίδες και πυκνή αφόρητη σκόνη, καθώς το καταραμένο αυτό σπίτι έπεφτε, γκρεμιζότανε πάνω στο σκληρό μεταλλικό όγκο του εκσκαφέα. (Το παλιντάμι)

— Αυτό που γίνεται στο πλαίσιο της μελέτης της γλώσσας και της καταγραφής λέξεων από τους συγγραφείς της νέας γενιάς θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως κιβωτός για τη διατήρηση μιας γλωσσικής παράδοσης που χάνεται;

Ενδεχομένως. Φοβάμαι όμως μην καταντήσει σαν φανταχτερό απολίθωμα, ως κάτι το μουσειακό – η γλώσσα πρέπει να μιλιέται.

Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά. Διαβάζω όμως διηγήματα και μυθιστορήματα. Πρόσφατα τελείωσα τη «Ζωή ενός αγοριού», του Ρόμπερτ ΜακΚάμον.

Τη μεγάλη φόρμα, μέχρι στιγμής, την αποφεύγω. Παλιότερα ήμουν πλανόδιος, ψαχνόμουν και σ’ άλλα είδη, πέραν του φανταστικού.

Μέσα στη θανατερή ομίχλη, με τις υφαντοειδείς μορφές τους να συστρέφονται, ν’ αλλάζουν συνεχώς σχήμα, τρεμουλιάζοντας σαν μυζηθρόπανα που στροβιλίζονται επιτόπου, προχωρούν, άτακτα, μετέωροι, στον αέρα, σαρκωμένοι ρόγχοι και ψιθύρου ιδέες, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζοντας λευκές ακανόνιστες οροσειρές – φαντάροι, γέροι και μικρά παιδιά· γυναίκες εγκυμονούσες με τα έμβρυά τους, να κυματίζουμε στον άνεμο. Ο μπάρμπα-Λένιας, πίσω, τους βλέπει, αναγνωρίζει τον καθένα τους. Νιώθει τη θλίψη, την αγωνία. Την παραφροσύνη. Μυρίζει τη λαχτάρα τους για το ζεστό ψωμί, αισθάνεται την άγρια δίψα τους για τον ηδονικό σπασμό μες στα παπλώματα. Ενώ δεξιά κι αριστερά, πίσω απ’ τα σφραγιστά παντζούρια, μπορεί κι ακούει, ολοκάθαρα, τις πνιχτές ανάσες των ζωντανών – ξέρουν κι εκείνοι ότι αν τυχόν κρυφοκοιτάξουν, θα καταπιούν, μεμιάς, όλο τους το καντηλόλαδο. (Στον Ψυχό)

— Με τι άλλο ασχολείσαι εκτός από τη συγγραφή;
Εργάζομαι ως στέλεχος σε ξενοδοχειακή μονάδα.

— Τι γράφεις τώρα;
Κάποια νέα διηγήματα – ίσως και μια δειλή νουβέλα.

— Τι σου λείπει από το λογοτεχνικό τοπίο;
Περισσότερο έκσταση και μεταφυσικό δέος, πέρα απ’ τους μόνιμους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς.

— Πες μου ένα «παρήγορο θαύμα».
Τα αληθινά θαύματα είναι μυστικά.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Βιβλίο / Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Μια δυνατή, εκ βαθέων συνέντευξη με έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους λογοτέχνες μας με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ουρανός απ’ άλλους τόπους».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΤΗ 27/09-Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του, με αφορμή τον επανασχεδιασμό των βιβλίων του από τον Γιάννη Καρλόπουλο.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πάτρικ Λι Φέρμορ «Η εποχή της δωρεάς»

Το πίσω ράφι / Το «χωριατόπουλο χωρίς χαλινάρι» που εξελίχθηκε σε ρομαντικό ταξιδιωτικό συγγραφέα

Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ και το συναρπαστικό χρονικό της νεανικής του περιπλάνησης στην Ευρώπη, πριν αρχίσει να ακούει στο όνομα «Μιχάλης» στην Κρήτη και «Παντελής» στη Μάνη, προτού γίνει ο «ξένος» που διαφήμισε την Ελλάδα όσο ελάχιστοι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
H «Διεθνής» της Alt-right, τα γνωρίσματα, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Βιβλίο / H «Διεθνής» της Alt-right, τα μέσα, οι στόχοι και το αποτύπωμά της στην Ελλάδα  

Οι διαστάσεις του αντιεμβολιαστικού αντι-κινήματος, η πολιτικοποίηση της θρησκείας, ο ακροδεξιός κυβερνοχώρος, οι αντιδράσεις απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα: Μια επίκαιρη συζήτηση με τους συγγραφείς του βιβλίου «Η Εναλλακτική Δεξιά στην Ελλάδα».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Βιβλίο / «Δεν μπορεί να μην υπήρχαν queer επαναστάτες ή αγωνιστές. Πού είναι αυτές οι ιστορίες;»

Το βιβλίο της «Εκείνοι που δεν έφυγαν» μπήκε στις λίστες με τα καλύτερα του 2024. Η Αταλάντη Ευριπίδου έγραψε εφτά ιστορίες-χρονικά ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας, queer ατόμων, γυναικών και εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, σε μια συλλογή που συνδυάζει τη μαγεία του παραμυθιού και τη λαϊκή παράδοση με τη σύγχρονη ματιά για τον κόσμο.
M. HULOT
Η Σαντορίνη σε βιβλία

Βιβλίο / Η Σαντορίνη των ποιητών, των φωτογράφων, των περιηγητών

Το φημισμένο νησί των Κυκλάδων ανέκαθεν κέντριζε τη συγγραφική φαντασία και κινητοποιούσε την επιστημονική έρευνα με πολλαπλούς τρόπους. Μια συλλογή από τις πιο σημαντικές εκδόσεις για τη Σαντορίνη.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Χρήστος Τσιόλκας: «Μπαρακούντα»

Το Πίσω Ράφι / Πώς αναμετριέται κανείς με την αποτυχία και την ντροπή που τον τυλίγει πατόκορφα;

Ο Χρήστος Τσιόλκας, ο συγγραφέας που μεσουράνησε με το «Χαστούκι» δεν σταμάτησε να μας δίνει λογοτεχνία για τα καυτά θέματα της εποχής μας. Και το «Μπαρακούντα» δεν αποτελεί εξαίρεση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Βιβλίο / Η όχι και τόσο ξαφνική μανία με τον Έρμαν Έσε 

Το έργο του Έρμαν Έσε, είτε ως λαμπρού εκφραστή της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, είτε ως σύγχρονου μελετητή της ενδοσκόπησης, αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο και επιδραστικό από οποιοδήποτε life coaching, δεσπόζοντας ακόμα στις κορυφές των παγκόσμιων μπεστ σέλερ. Οι εκδόσεις Διόπτρα επανεκδίδουν τα πιο γνωστά βιβλία του με μοντέρνα εξώφυλλα και νέες μεταφράσεις. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

Βιβλίο / Ο συγγραφέας του Fight Club πιστεύει ότι οι σέκτες και οι αιρέσεις είναι πια εκτός ελέγχου

«Ένα πράγμα μας σώζει», λέει ο Τσακ Πάλανιουκ για τον Ίλον Μασκ στη συνέντευξή του στον Telegraph. «Συνήθως, τέτοια άτομα είτε αποτυγχάνουν οικτρά είτε χάνουν την προσοχή μας».
THE LIFO TEAM
Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Tech & Science / Μπιλ Γκέιτς: «Αν μεγάλωνα σήμερα, θα είχα διαγνωστεί στο φάσμα του αυτισμού»

Ο πρώτος τόμος των απομνημονευμάτων του μεγιστάνα της τεχνολογίας που μόλις κυκλοφόρησε φανερώνει πως γεννήθηκε στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή, και φτάνει μέχρι την ίδρυση της Microsoft το 1975.
THE LIFO TEAM
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Συγγενής»

Το Πίσω Ράφι / «Συγγενής»: Ένα ταξίδι αυτογνωσίας με μια μεγάλη ανατροπή

Εκείνο που προσεγγίζει η Καρολίνα Μέρμηγκα στο βιβλίο της είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ορίζονται από τα δεσμά της οικογένειας, τις υπαρξιακές μας ανάγκες, τις κοινωνικές συμβάσεις.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Σελίν Κιριόλ «Φωνή χωρίς ήχο»

Το πίσω ράφι / «Ένα από τα πιο ιδιοφυώς γραμμένα μυθιστορήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Έτσι είχε γράψει ο Πολ Όστερ εξαίροντας τη γραφή της Σελίν Κιριόλ στο «Φωνή χωρίς ήχο» για την οικονομία, τη συμπόνια και τις χιουμοριστικές πινελιές της, για τον τρόπο που προσεγγίζει μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια απέραντη μεγαλούπολη.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαίρη Κουκουλέ

Οι Αθηναίοι / Μαίρη Κουκουλέ (1939-2025): Η αιρετική λαογράφος που κατέγραψε τη νεοελληνική αθυροστομία

Μοίρασε τη ζωή της ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, υπήρξε σύντροφος ζωής του επίσης αιρετικού Ηλία Πετρόπουλου. Ο Μάης του ’68 ήταν ό,τι συγκλονιστικότερο έζησε. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ