Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ αφηγείται στοιχειωμένες ιστορίες από ένα χωριό της Κατερίνης

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Το «Κακό Ανήλιο» είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς».
0

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΜΗΝΙΚ (υπογράφει τα βιβλία του με το μικρό του όνομα, ολόκληρο είναι Κωνσταντίνος Δομηνίκ Πιπήλης) εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία πριν από τρία χρόνια πολύ φιλόδοξα, με τη συλλογή δεκαοχτώ διηγημάτων «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι», όπου περιέγραφε με γλώσσα «βετεράνου» ιστορίες φολκ ελληνικότητας βγαλμένες από τις μνήμες του ή από τις μνήμες των ανθρώπων που ζουν γύρω του, διανθισμένες με μαγικό ρεαλισμό και λαογραφικό τρόμο.

Το ντεμπούτο του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο –σύντομες αφηγήσεις με το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής όπου ζει και μεγάλωσε, σε ένα χωριό της Κατερίνης–, ήταν τόσο ολοκληρωμένο και είχε τόσο καλή υποδοχή, που η συνέχεια ήταν ένα μεγάλο στοίχημα. Δεν είναι εύκολο για έναν νεαρό συγγραφέα να ξεπεράσει ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο και να μπορεί κανείς να μιλάει για εξέλιξη στη γραφή του, αλλά, ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει για τον Κωνσταντίνο.

Το «Κακό Ανήλιο», που κυκλοφόρησε μόλις από τις εκδόσεις Ίκαρος –στο ίδιο κλίμα με το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι»–, όπως και ο τίτλος υπονοεί, είναι ένας εντυπωσιακά αλλόκοτος κόσμος γεμάτος από πλάσματα «της άλλης μεριάς», «δημιουργήματα μιας φύσης σκοτεινής και παράλογης, που συναντιούνται και αλληλεπιδρούν με καθημερινούς ανθρώπους, προκαλώντας άλλοτε συνταρακτικές καταστροφές και άλλοτε παρήγορα θαύματα». 

«Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

«Μου φαίνεται πλέον κάπως νευρικό το "Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι"», λέει ο Κωνσταντίνος, «ενώ το "Κακό Ανήλιο" πιο στρωμένο – ίσως και με πιο πρωτότυπα κείμενα».

Του ζητάω να ξεκινήσουμε λίγο ανορθόδοξα, σχολιάζοντας το διήγημα που κλείνει το βιβλίο, το «Μύθοι Λειψάνων» που φαίνεται και το πιο αυτοβιογραφικό. «Είναι φανταστικά στοιχεία πάνω σε πραγματικά γεγονότα, που συμπυκνώνουν κάποιες μνήμες που έχω απ’ τη γιαγιά μου», λέει. «Τον οργιαστικό, αγιωτικό της κόσμο και την αντίθεσή του με τον βόρειο, παραμυθώδη της μάνας μου».

cover
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: 
Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό Ανήλιο, Εκδόσεις Ίκαρος 

Μπαίνω στο παλιό φουρναριό της γιαγιάς να πάρω κάτι εργαλεία – είχα ανέβει στο χωριό για τα Χριστούγεννα και ψευτομαστόρευα στο κτήμα. Ακριβώς απέναντι, δίπλα απ’ την εσωτερική πόρτα της αποθήκης, βρίσκεται το παλιό της εικονοστάσι, χτισμένο τοξωτά μέσα στον τοίχο, όπου σκηνώνει ένα εικόνισμα του Αγίου Διονυσίου του Εν Ολύμπω. Κοντοστέκομαι πάλι και το παρατηρώ: είναι χειροποίητο, από ξύλο λεύκας, κι ο Άγιος πάνω του εικονίζεται σοβαρός, μειλίχιος, με μαύρο πατερικό κάλυμμα στο κεφάλι, ενώ κάτω απ’ τη μυτερή, συννεφιαστή γενειάδα του, στο αριστερό του χέρι, βαστά ένα μικρό εκκλησάκι, ένα ομοίωμα πεντάτρουλου ναού. Το εικονοστάσι το είχε φτιάξει ο πατέρας μου, εδώ πίσω στο φουρναριό, γιατί η μάνα μου, που κρατούσε τότε το υπόλοιπο σπίτι, ήταν μεγαλωμένη προτεσταντικά – γέννημα θρέμμα Βερολίνου. Και θυμάμαι, δεν μ’ άφηνε να φύγω απ’ το σπίτι άμα δεν έτρωγα τα κορνφλέικς μου – ακόμα και τις Κυριακές, προτού κοινωνήσω. Στο δρόμο, μετά, για την εκκλησία δεν άντεχα, σταματούσα στη γιαγιά κι έβαζα τα κλάματα:

«Δεν πειράζει, αντρίνα μου», έλεγε, «γάλα του Θεού είναι – η πρώτη και καλύτερη μεταλαβιά. Άντε τώρα πάμε για τη δεύτερη». Μου φαίνεται πια μυθική η γιαγιά Κώτσαινα, μετά από τόσα χρόνια – έβηχε και ο αέρας γύρω της γέμιζε καπνούς κι εμπύρετους αγίους. 

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες. Στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου.

«Γεννήθηκα στο Βερολίνο, αλλά μεγάλωσα σε χωριό της Πιερίας, την Κάτω Μηλιά. Έχοντας πάντα δυο κόσμους, δυο διαφορετικές νοοτροπίες να πνέουν μέσα μου – τη γερμανική της μάνας μου και την ντόπια του πατέρα και των παππούδων μου. Μικρός ήμουν ντροπαλός και γι’ αυτό κάπως απόμακρος. Διάβαζα όμως, με πάθος – μ’ ενθάρρυναν πολύ και οι γονείς μου. Ενίοτε ψευτοέγραφα. Το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο "Τομ Σόγιερ", του Μαρκ Τουέιν.

Λίγο πριν το γυμνάσιο, ανακάλυψα τον "Φτωχούλη του Θεού", του Καζαντζάκη. Κατόπιν, ανάμεσα σ’ άλλα, τον "Δον Κιχώτη" του Θερβάντες και τον "Μόμπι Ντικ" του Μέλβιλ. Την "Ιστορία δίχως Τέλος" του Έντε και την "Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ" του Πόε. Παράλληλα, όμως, διάβαζα πολύ και Στίβεν Κινγκ. Κάποτε ολίσθησα προς τον Χ. Φ. Λάβκραφτ. Στον Άρθουρ Μάχεν. Συγχρόνως, επέμενα και στον Παπαδιαμάντη.

Θα μπορούσα να πω ότι ο Άρθουρ Μάχεν με τον "Λευκό Λαό" του –κατά τη γνώμη μου ένα απ’ τα πιο όμορφα κι ανατριχιαστικά διηγήματα τρόμου– μου άλλαξε τη ζωή. Ο Φίλιπ Ντικ και το μυθιστόρημά του "Βάλις". Ο Μπόρχες και ο Άλτζερνον Μπλάκγουντ. Ο Ράμσεϊ Κάμπελ. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Κώστας Ακρίβος. Ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Παντελής Γιαννουλάκης και ο Χρήστος Γιανναράς. Ο Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.

Μου φαίνεται ανεξιχνίαστη η ανάγκη της γραφής. Επίμονη όμως και συχνά ανυπόφορη. Πάντως, με το που ολοκληρώνω κείμενο, ευδαιμονίζομαι σε βαθμό εθισμού».

Φορώντας μια τσάντα στον ώμο, μ’ ένα μικρό τσεκούρι να ξεπροβάλλει από μέσα, ο Φάνης ο Ντεβιλάς κοντοστέκεται μπροστά στην εκκλησία, καπνίζοντας και κοιτάζοντας γύρω, νευρικά, τα ερημοσόκακα του Πρόδρομου. Μεσημέρι ασήκωτο, με σάχνα. Φτηνοσυννεφιά. Πιο πριν, βρισκόταν πάλι πάνω στο βουνό, στο παλιό χωριό, να βογκοσέρνεται μπροστά στον τάφο του πατέρα του, του παπα-Χαράλαμπου, που όταν του ζήτησε ο Δεσπότης, πριν από κάνα εξάμηνο, να παραιτηθεί, κατηγορώντας τον, εμμέσως, ότι έκλεβε απ’ το παγκάρι της ενορίας, έπεσε να χαθεί στο κρεβάτι του, χτυπημένος από διπλό εγκεφαλικό, και δεν ξανασηκώθηκε παρά μόνο για τον θάψουνε. (Ο Ντεβιλές)

«Οι ιστορίες που γράφω προκύπτουν από δικές μου ουρανοκατέβατες ιδέες. Από μνήμες κι εμμονές, αλλά κι από ιστορίες που μου διηγήθηκαν άλλοι. Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες.

Εντούτοις, στα κείμενά μου δεν υπάρχουν παρά μόνο κάποιες διάσπαρτες λέξεις της – μερικές που τις χρησιμοποιώ στον καθημερινό μου λόγο και κάποιες, τις περισσότερες, που τις μαθαίνω απ’ τους παλαιότερους, μεταξύ ρετσίνας και τσιγάρου. Ενίοτε, για τη γραφή τους, συμβουλεύομαι λεξικό. Ενώ άλλες τις έχω επινοήσει. Μου βγαίνουν όμως όλες εκείνη την ώρα που γράφω – προκύπτουν δηλαδή, απ’ το ύφος και την ατμόσφαιρα. Ενώ προσπαθώ να επικεντρώνομαι αλλού: στην επαφή με το μαγικό και το αλλόκοτο».

— Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η έκρηξη των διηγημάτων (ή και μυθιστορημάτων) με ντοπιολαλιά μετά το «Γκιακ»; Είναι πιο απενοχοποιημένη η νέα γενιά ή είναι τάση;

Νομίζω ότι βρίσκουνε πρόσφορο έδαφος κάποιες φυγόκεντρες τάσεις που μέχρι πρότινος, οι περισσότερες, κινούνταν με τη νεκρά. Να πρόκειται πλέον για κάποιου είδους εξωτισμό; Πιθανόν. Αλλά μόνο μέσα απ’ τα κιάλια της πόλης.

Κακό ανήλιο Facebook Twitter
Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά.

Νιώθω περισσότερο μια πνευματική συγγένεια με κάποιους συγγραφείς που εντρυφούν στη λογοτεχνία τρόμου και που τους θαυμάζω πολύ, όπως ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, ο Θοδωρής Πρασίδης, ο Δημήτρης Δελαρούδης, ο Νίκος Μούρας κ.ά. Αν δεν υπήρχαν π.χ. οι «Παγανιστικές Δοξασίες» του Τσαπραΐλη, ίσως να μην έγραφα και το «Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι».

Και το παλιντάμι, βουτώντας κάποια στιγμή, με μια φοβερή δρασκελιά, μες στα νερά του ποταμού, φτάνει στην άλλη όχθη και ξεκινάει ν’ ανεβαίνει τον ανήφορο, προς τον εκσκαφέα, που παρ’ όλες τις λάσπες του, φεγγογυαλίζει, άψυχος, ασάλευτος, μέσα στη νύχτα, σαν ήρεμη νέμεση. Ενώ εμείς να ψάχνουμε, μπουσουλώντας και γλιστρώντας πέρα δώθε, έντρομοι, ανάμεσα στα παλαβωμένα έπιπλα, να βρούμε την εξώπορτα – είχε εξαφανιστεί· δεν βλέπουμε πια παρά μόνο καπνούς και καρβουνιασμένα δοκάρια ολόγυρα. Εντέλει, καταλήγουμε να κλοτσάμε απελπισμένοι το παράθυρο, ώσπου κάποια στιγμή ένα εκκωφαντικό τράνταγμα μας τινάζει με δύναμη κάτω στο πάτωμα, ενώ την ίδια ώρα τα ντουβάρια γύρω διαλύονται ξαφνικά, αποσυναρμολογούνται κι αρχίζουνε να σκορπίζουνε στον αέρα παραισθητικά, γεμίζοντας τον τόπο με μυριάδες φολιδοειδείς ψηφίδες και πυκνή αφόρητη σκόνη, καθώς το καταραμένο αυτό σπίτι έπεφτε, γκρεμιζότανε πάνω στο σκληρό μεταλλικό όγκο του εκσκαφέα. (Το παλιντάμι)

— Αυτό που γίνεται στο πλαίσιο της μελέτης της γλώσσας και της καταγραφής λέξεων από τους συγγραφείς της νέας γενιάς θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως κιβωτός για τη διατήρηση μιας γλωσσικής παράδοσης που χάνεται;

Ενδεχομένως. Φοβάμαι όμως μην καταντήσει σαν φανταχτερό απολίθωμα, ως κάτι το μουσειακό – η γλώσσα πρέπει να μιλιέται.

Προτιμώ τη μικρή φόρμα, λόγω ανυπομονησίας – τρώγομαι να δω το κείμενό μου τελειωμένο. Μάλλον επειδή γράφω δύσκολα, αργά. Διαβάζω όμως διηγήματα και μυθιστορήματα. Πρόσφατα τελείωσα τη «Ζωή ενός αγοριού», του Ρόμπερτ ΜακΚάμον.

Τη μεγάλη φόρμα, μέχρι στιγμής, την αποφεύγω. Παλιότερα ήμουν πλανόδιος, ψαχνόμουν και σ’ άλλα είδη, πέραν του φανταστικού.

Μέσα στη θανατερή ομίχλη, με τις υφαντοειδείς μορφές τους να συστρέφονται, ν’ αλλάζουν συνεχώς σχήμα, τρεμουλιάζοντας σαν μυζηθρόπανα που στροβιλίζονται επιτόπου, προχωρούν, άτακτα, μετέωροι, στον αέρα, σαρκωμένοι ρόγχοι και ψιθύρου ιδέες, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, σχηματίζοντας λευκές ακανόνιστες οροσειρές – φαντάροι, γέροι και μικρά παιδιά· γυναίκες εγκυμονούσες με τα έμβρυά τους, να κυματίζουμε στον άνεμο. Ο μπάρμπα-Λένιας, πίσω, τους βλέπει, αναγνωρίζει τον καθένα τους. Νιώθει τη θλίψη, την αγωνία. Την παραφροσύνη. Μυρίζει τη λαχτάρα τους για το ζεστό ψωμί, αισθάνεται την άγρια δίψα τους για τον ηδονικό σπασμό μες στα παπλώματα. Ενώ δεξιά κι αριστερά, πίσω απ’ τα σφραγιστά παντζούρια, μπορεί κι ακούει, ολοκάθαρα, τις πνιχτές ανάσες των ζωντανών – ξέρουν κι εκείνοι ότι αν τυχόν κρυφοκοιτάξουν, θα καταπιούν, μεμιάς, όλο τους το καντηλόλαδο. (Στον Ψυχό)

— Με τι άλλο ασχολείσαι εκτός από τη συγγραφή;
Εργάζομαι ως στέλεχος σε ξενοδοχειακή μονάδα.

— Τι γράφεις τώρα;
Κάποια νέα διηγήματα – ίσως και μια δειλή νουβέλα.

— Τι σου λείπει από το λογοτεχνικό τοπίο;
Περισσότερο έκσταση και μεταφυσικό δέος, πέρα απ’ τους μόνιμους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς.

— Πες μου ένα «παρήγορο θαύμα».
Τα αληθινά θαύματα είναι μυστικά.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Βιβλίο / Σωτήρης Δημητρίου: «Ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα»

Μια δυνατή, εκ βαθέων συνέντευξη με έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους λογοτέχνες μας με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ουρανός απ’ άλλους τόπους».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΡΙΤΗ 27/09-Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του, με αφορμή τον επανασχεδιασμό των βιβλίων του από τον Γιάννη Καρλόπουλο.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το ηθικό ζήτημα με τις μεταθανάτιες εκδόσεις με αφορμή το ημερολόγιο της Τζόαν Ντίντιον

Βιβλίο / Μεταθανάτιες εκδόσεις και ηθικά διλήμματα: Η Τζόαν Ντίντιον στο επίκεντρο

Σύντομα θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τις προσφάτως ανακαλυφθείσες «ψυχιατρικές» σημειώσεις της αείμνηστης συγγραφέως, προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με τη δεοντολογία της μεταθανάτιας δημοσίευσης έργων ενός συγγραφέα χωρίς την επίσημη έγκρισή του.
THE LIFO TEAM
Στα «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος

Ηχητικά Άρθρα / Γιάννης Τσαρούχης: «Η ζωγραφική μου θρέφεται από τη μοναξιά και τη σιωπή»

Στα εκπληκτικά «Μαθήματα Ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη αποκαλύπτεται όλος ο ελληνικός κόσμος, από τις μινωικές τοιχογραφίες έως τα λαϊκά δημιουργήματα του Θεόφιλου.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
George Le Nonce: «Εκτός από τα φέικ νιουζ, υπάρχει η φέικ λογοτεχνία και η φέικ ποίηση»

Ποίηση / George Le Nonce: «Εκτός από τα fake news, υπάρχει η fake λογοτεχνία και ποίηση»

Με αφορμή την έκδοση του τέταρτου ποιητικού του βιβλίου, με τίτλο «Μαντείο», ο Εξαρχειώτης ποιητής μιλά για την πορεία του, την ποίηση –queer και μη–, και για την εποχή του Web 2.0, αποφεύγοντας την boomer-ίστικη νοοτροπία.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Βιβλίο / Χατζιδάκις, Ιωάννου, Χιόνης, Βακαλόπουλος, Κοντός: 5 βιβλία τους κυκλοφορούν ξανά

Μια σειρά από επανεκδόσεις αλλά και νέες εκδόσεις, που αφορούν ποιητές και λογοτέχνες που έχουν φύγει από τη ζωή μάς θυμίζουν γιατί επιστρέφουμε σε αυτούς, διαπιστώνοντας ότι παραμένουν, εν πολλοίς, αναντικατάστατοι.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός.

Βιβλίο / Οβίδιος: Η νέα μετάφραση των «Μεταμορφώσεων» είναι ένας άθλος και εκδοτικό γεγονός

Ο κορυφαίος μελετητής του ρωμαϊκού κόσμου Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής ολοκλήρωσε την απόδοση στα ελληνικά των 12.000 στίχων του έργου του Οβίδιου, εκφράζοντας ταυτόχρονα τον άκρως μοντέρνο χαρακτήρα του ποιητή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Βιβλίο / «Τροχιές»: Η Samantha Harvey κέρδισε πανάξια το Booker

Με θέμα την καθημερινότητα έξι αστροναυτών σε έναν διεθνή διαστημικό σταθμό, το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker 2024 μόλις μεταφράστηκε στα ελληνικά, είναι ένα ποίημα για τον πλανήτη Γη και μας καλεί να τον εκτιμήσουμε ξανά.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
2000 χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, ένα βιβλίο για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες γίνεται μπεστ-σέλερ

Βιβλίο / Ο Σουητώνιος του 69 μ.Χ. γίνεται ξανά μπεστ-σέλερ

Οι «Βίοι των Καισάρων», το εξόχως κουτσομπολίστικο βιβλίο που είχε γράψει ο Σουητώνιος για τον βίο και την πολιτεία της πρώτης σειράς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση και μπήκε στη λίστα με τα ευπώλητα των Sunday Times.
THE LIFO TEAM
«Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Βιβλίο / «Αν δεν μας αρέσουν οι ηγέτες που ψηφίζουμε, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας»

Ο «ροκ σταρ ιστορικός των ημερών», ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και βραβευμένος συγγραφέας Peter Frankopan, μιλά στη LIFO για τους κινδύνους που απειλούν την Ευρώπη, τη Γάζα και την άνοδο της ακροδεξιάς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Daily / Πένθος και ανάνηψη: Ο δικός μας Σαββόπουλος

Μια εικοσαετία μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου, κυκλοφορεί ξανά σε αναθεωρημένη μορφή, η ενθουσιώδης, στοχαστική, λυρική μελέτη του έργου του σπουδαίου όσο και «πολωτικού» Έλληνα τραγουδοποιού από τον Δημήτρη Καράμπελα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ο Γιάννης και η φασολιά

Guest Editors / Ο Γιάννης και η φασολιά

Τέλη ’70, Αθήνα. Ένας νεαρός βουτάει στην ποίηση στη βιβλιοθήκη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Οι στίχοι του Γιάννη Κοντού τον αγγίζουν. Χρόνια μετά, ως συγγραφέας πια, δημιουργεί μια λογοτεχνική σχέση που κρατά δεκαετίες, ανάμεσα σε εκδοτικούς οίκους, ταβέρνες και πρωινά τηλεφωνήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ευκλείδης Τσακαλώτος: Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές, ακόμα κι αν αυτό ακούγεται σαν τετραγωνισμός του κύκλου!

Βιβλίο / Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Οφείλουμε να είμαστε πιο ριζοσπάστες και ταυτόχρονα πιο ρεαλιστές στην αριστερά»

Μια πολιτική κουβέντα «εφ’ όλης της ύλης» με τον βουλευτή της Νέας Αριστεράς, πανεπιστημιακό και πρώην υπουργό Οικονομικών στο στούντιο της LiFO με αφορμή το «Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία», το τρίτο του συγγραφικό πόνημα τα τελευταία χρόνια.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Βιβλίο / Έχει πέσει στα χέρια σας καμπίσιο κόμικ;

Όταν υπάρχει θέληση, πείσμα και μεράκι, η περιφέρεια «τα σπάει». Ο Μέλανδρος Γκανάς, «ψυχή» των Εκδόσεων του Κάμπου, μιλά για το σπιρτόζικο εκδοτικό πολυ-εγχείρημα από τη Λάρισα που αγαπά τα κόμικς και ό,τι σχετίζεται με αυτά, με αφορμή την επέτειο των 15 χρόνων τους.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Βιβλίο / Λουίς Μπουνιουέλ: Οι κόντρες με τον Νταλί, η αγάπη για τον Λόρκα, η λατρεία για το σινεμά

Οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες, ο ερωτικός πόθος που διαπερνούσε κάθε του κίνηση, μια ζωή συνώνυμη με τις μεγάλες αλλαγές του 20ού αιώνα και μια συνταγή για σωστό ντράι Μαρτίνι αποτυπώνονται στην αξεπέραστη αυτοβιογραφία του Λουίς Μπουνιούελ, «Η τελευταία μου πνοή», που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ