TO FIGHT CLUB ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ την ανδρική οργή ως υποκουλτούρα. Το πολυεπίπεδο νεο-νουάρ του Ντέιβιντ Φίντσερ, μια αρκετά πιστή μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του Τσακ Πάλανιουκ, προσφέρει στους θυμωμένους νεαρούς άνδρες γλώσσα, τελετουργικό και έναν μύθο προέλευσης για την οργή τους.
Αν και η ταινία πραγματεύεται τα δεινά και τις ανησυχίες της Generation X, στα 25 χρόνια που πέρασαν από την κυκλοφορία της, που συνοδεύτηκε από πολωμένες κριτικές και χαμηλές πωλήσεις εισιτηρίων, το Fight Club έχει εισχωρήσει βαθιά στην κουλτούρα. Η διαλεκτική της μυστικοπάθειας («Ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι να μη μιλάς για το Fight Club…») και της προσβολής («Δεν είσαι χιονονιφάδα») έχουν εισχωρήσει τόσο στην καθημερινή συζήτηση όσο και στον πολιτικό διάλογο. Και φυσικά, στο μεταξύ, έχουν δημιουργηθεί πραγματικά, «υπόγεια» fight clubs, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι διορατικές διαπιστώσεις του Fight Club σχετικά με τις συνέπειες της συσπείρωσης των ανδρών γύρω από τη δυσαρέσκεια παραμένουν εύστοχες και σήμερα. Μέσα στην ξέφρενη αφήγησή της, η ταινία προσφέρει μια πειστική θεωρία της σύγχρονης αρρενωπότητας που συνοψίζεται στο εξής: Οι άνδρες είναι χάλια στην επικοινωνία.
Αυτή την ιδέα τη βλέπουμε πιο καθαρά στις συνεχείς υπεκφυγές του ανώνυμου Αφηγητή (Έντουαρντ Νόρτον), ο οποίος υιοθετεί πρόθυμα την προσωπικότητα του alter ego του, Τάιλερ Ντέρντεν (Μπραντ Πιτ) –που αγέρωχα ξεστομίζει αποφθέγματα όπως «τα πράγματα που κατέχεις καταλήγουν αυτά να σε κατέχουν» και «η αυτοβελτίωση είναι αυνανισμός»– προκειμένου να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις ανασφάλειές του.
Η περίφημη ανατροπή της ταινίας (και του βιβλίου), ότι δηλαδή αυτός και ο Τάιλερ είναι ένα και το αυτό και ότι ο χαρακτήρας του Μπραντ Πιτ είναι μια οφθαλμαπάτη, είναι το αποκορύφωμα της εξαπάτησής του. Είναι τόσο αφυδατωμένος στην έκφρασή του, ώστε δεν αναγνωρίζει καν τις δικές του επιθυμίες και φαντασιώσεις. Πρέπει να πουλήσει την οργή του στον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα από τα δυνατά σημεία του Fight Club είναι ότι απορρίπτει την ιδέα ότι οι άνδρες είναι εκ φύσεως παθολογικά κλονισμένοι και με έντονη τάση προς τη βία.
Παρά την τραγική κατάληξη της διαδρομής του αφηγητή –που λίγο πριν από το τέλος λέει στη Μάρλα «με συνάντησες σε μια πολύ παράξενη περίοδο της ζωής μου»–, η γοητεία του Fight Club για πολλούς από τους άνδρες θεατές του φαινόταν πάντα να έχει τις ρίζες της περισσότερο στην απεικόνιση των «κολλητών» που ξεσαλώνουν παρά στις παγίδες της συναισθηματικής καταπίεσης.
Όταν η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές κριτικές επικεντρώθηκαν στη βία της: Ένας κριτικός περιέγραψε την ταινία ως «επικίνδυνη» εξαιτίας των «εξαιρετικά σαγηνευτικών» σκηνών ξυλοδαρμού, ενώ ο Ρότζερ Έμπερτ την αποκάλεσε «την πιο αγέρωχη φασιστική ταινία του Χόλιγουντ από την εποχή του Death Wish... ένα macho πορνό».
Αυτή η υποδοχή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με κρίσιμα γεγονότα που συνέβησαν το 1999. Η ταινία βγήκε μερικούς μήνες μετά τη «σχολική» σφαγή στο Columbine και το καταστροφικό φεστιβάλ Woodstock '99, δύο περιπτώσεις ακραίας ανδρικής βίας που έλαβαν τεράστια δημοσιότητα.
Εκείνη τη χρονιά, η ψυχαγωγία έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για την «κουλτούρα της βίας» στην Αμερική, όπως την περιέγραφε συχνά ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον. Ο άλλος –και συχνά ανομολόγητος– λόγος για τον οποίο η ταινία φαίνεται να έκανε ορισμένους κριτικούς να βγαίνουν από τα ρούχα τους ήταν το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του Fight Club είναι στη συντριπτική πλειονότητά τους λευκοί. Η δίψα τους για αίμα, τα ξυρισμένα κεφάλια και οι μυστικές τελετουργίες τους θύμιζαν ένθερμους θιασώτες της λευκής υπεροχής, από τους νεοναζί μέχρι τους skinheads και τις αδελφότητες στα κολέγια. Η ταινία σίγουρα παίζει με τη φωτιά.
Ο Φίντσερ όμως καθιστά σαφές στην ταινία ότι πρόκειται για μια αυτοκαταστροφική και ξενέρωτη υποκουλτούρα που απευθύνεται σε losers. Οι αγώνες είναι σχεδόν κωμικά βάναυσοι και χωρίς καμιά τεχνική ή στυλ. Η ταινία δεν παρουσιάζει θαυμαστά κατορθώματα όπως στις αθλητικές ταινίες ή τις ταινίες πολεμικών τεχνών, ούτε προσφέρει την αδρεναλίνη του κινηματογράφου δράσης. Η ιστορία διαδραματίζεται πολύ περισσότερο στο σπίτι του Τάιλερ παρά στο ρινγκ.
Ένα από τα δυνατά σημεία του Fight Club είναι ότι απορρίπτει την ιδέα ότι οι άνδρες είναι εκ φύσεως παθολογικά κλονισμένοι και με έντονη τάση προς τη βία. Αν και ο κεντρικός (διχασμένος) χαρακτήρας αυτοτραυματίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, δεν διαγιγνώσκεται ποτέ με κάτι άλλο εκτός από αϋπνία. Όσο πραγματική κι αν είναι η αποξένωσή του, το υπονοούμενο είναι ότι επιλέγει να αποτραβηχτεί στον εαυτό του και να απομακρύνει τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να νοιάζονται γι' αυτόν. Το Fight Club γίνεται η «ανδρική σπηλιά» του και η φυλακή του.
Το Fight Club είναι κατά βάθος μια στεγνή κριτική της αρρενωπότητας, ένα μπουρλέσκ των προτύπων και των συνηθειών μέσω των οποίων οι άνδρες ορίζουν και συχνά καταστρέφουν τον εαυτό τους για να αποφύγουν να συναισθανθούν ή να φανούν ευάλωτοι. Η ταινία, όπως και το Matrix, επίσης του 1999, μπορεί να είναι για πάντα καταδικασμένη να παρερμηνεύεται και να παρεξηγείται, το βαθύτερο νόημα της όμως εξακολουθεί να έχει απήχηση. Η ταινία αντιλαμβάνεται τόσο τη γοητεία του ανδρικού άγχους όσο και την κενότητα του να χτίζεις μια ζωή γύρω από αυτό.
Με στοιχεία από The Atlantic