Η στρατιά των λογοτεχνών, αδιάφορο αν κρατάνε μεγάλες ή μικρές πένες, έχουν πάντα ιδιάζουσα φιλία ή εχθρότητα με το «Ημερολόγιο». Αν ό,τι γράφουν αντλείται κατά βάθος από τον ιδιωτικό θησαυρό βιωμάτων και αποκαλύψεων, προς τι η άμεση αναφορά στα αποκαλούμενα «βιώματα» που κατά κανόνα αναφέρονται στη σκαρταδούρα της πνιγηρής καθημερινότητας; Κατά μία έννοια, η καθημερινή ζωή του συγγραφέα είναι ένα βιβλίο με λευκές σελίδες, ενώ η βαθύτερη ζωή (μεταλλαγμένη και μετουσιωμένη) καταβάλλει αόρατο χαρτονόμισμα για να αξιωθεί αλήθειες που αφορούν τους πάντες. Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό ότι η ημερολογιακή ζωή του συγγραφέα άλλοτε ξεσπάει σε εκατοντάδες και χιλιάδες σελίδες και άλλοτε απαγορεύεται για προφανείς λόγους. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τον Παλαμά ή τον Σολωμό να καταγίνονται με προσωπικές σημειώσεις ιδιωτικού περιεχομένου, αντίθετα τα Ημερολόγια του Σεφέρη αποτελούν μέρος του έργου του. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Γκόγκολ ή τον Ντοστογιέφσκι να συνθέτουν Ημερολόγια; Αντίθετα, ο Τολστόι περιέγραφε σχοινοτενώς προσωπικά του βιώματα (όπως τη νύχτα της Αρζάμα) που ουδέποτε πέρασαν στα βιβλία του. Το Ημερολόγιο του Αμιέλ, για παράδειγμα, με τίτλο Περικοπές ενός ημερολογίου, που εξεδόθη το 1883 σε 17.000 σελίδες, εξακολουθεί να διαβάζεται στην Ευρώπη, καθότι περιγράφει την «αρρώστια του αιώνα» και συνάμα την αρρωστημένη δειλία του συγγραφέα του.
Στην περίπτωση του Θανάση Βαλτινού έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα που αρέσκεται στην πεμπτουσία της περιγραφής, ενίοτε σε κάτι προφανές που αναδεικνύεται σε πολύτιμο χωρίς να δανείζεται ξένες χάρες. Η Κάθοδος των εννιά, για παράδειγμα, καταδεικνύει τη μέθοδο του αφηγητή καθώς και τον τρόπο του συγγραφέα – μέθοδο και τρόπο, δηλαδή, ως στοιχεία στα οποία ανήκει περισσότερο απ' ό,τι του ανήκουν. Ό,τι κι αν έγραψε στη συνέχεια ο Βαλτινός, χρωστάει κατά έναν τρόπο το μυστικό του σε αυτό το σημαδιακό αφήγημα.
Αυτό που βαφτίζει ο Βαλτινός «Ημερολόγιο» δεν μοιάζει με οργανωμένο ημερολόγιο, απεναντίας θυμίζει περισσότερο «Τεφτέρι» ιδιωτικό, όπου βιαστικά κι εύστοχα τις περισσότερες φορές σημειώνονται στιγμές, συναντήσεις, διάλογοι, μονόλογοι, ερωτικές εξάρσεις, σπάνια βιώματα, κάτι τέλος πάντων από κείνο που ο ημερολογιογράφος ονομάζει τρόπο «να ζει κανείς τις ταραγμένες ημέρες του χωρίς να κρύβεται πίσω τους». Ο τρόπος γραφής, με άλλα λόγια, θυμίζει τραύλισμα μιας ιδιωτικής γλώσσας που σημειώνει λίγα, αλλά θυμάται πολλά. Παράδειγμα: «Τα όνειρα που βλέπω τα θυμάμαι σπάνια πια. Σήμερα το πρωί, πάντως, ξύπνησα περίεργα. Είχα βρει στην τσέπη της καπαρντίνας σου ένα κραγιόν ίδιο ακριβώς με αυτό που χρησιμοποιώ. Παρ' όλα αυτά, ήταν σαφές ότι δεν ήταν δικό μου. Φέτος συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια από τότε που συναντηθήκαμε» 5.5.1993. Και άλλο παράδειγμα: «– ΓΕΡΟ. – Γεράκια να σας φάνε». Δεξαμενή, 5.4.1980. Και τρίτο παράδειγμα: «Θα μεθύσουν τα βουνά από το αίμα τους», Απρίλιος 1947. «Μέθυσαν τα βουνά από το αίμα», Ιούνιος 1948. Πρόκειται για μια φράση που συμπυκνώνει αριστουργηματικά ένα ογκώδες βιβλίο.
Αν θέλει κανείς ντε και καλά να βρει κάποια κατάταξη –χρονική, θεματική, αισθηματική, ερωτική– στο φυλλοβόλο σημειωματάριο του Βαλτινού, ασφαλώς θα βάλει σε πρώτη ή, έστω, σε δευτερόπρωτη θέση τις ερωτικές αναφορές (ενός ανθρώπου που έμεινε ανύπανδρος πιθανώς επειδή αγαπούσε υπερβολικά τις γυναίκες).
«ΣΤΟΥ ΦΛΟΡΙΝ». Εποχή Α': Οι προπόσεις έχουν τελειώσει. Η Δωροθέα διαπρέπει: περισσότερο ή λιγότερο φανερά τη φλερτάρουν όλοι οι άντρες του τραπεζιού. Ο σύζυγος απουσιάζει και η βέρα στον παράμεσο προκαλεί αντί να αποτρέπει την επιθετικότητα. Αντιμετωπίζει την κατάσταση με ένα «κρυπτικό» χαμόγελο ικανοποίησης. Εποχή Β': Τουαλέτες του εστιατορίου. Αυτή βγαίνει, εγώ μπαίνω. Το αλκοόλ αποδεσμεύει, φυσικά. Θα είναι, άλλωστε, μια δικαιολογία αξιοπρεπούς υποχώρησης – αν χρειαστεί. Την πιάνω από το χέρι και την τραβάω πίσω μου. Με ακολουθεί πειθήνια στον μεγάλο κοινό προθάλαμο. Ακούγεται μια συνεχής ροή νερών, ενώ οι άσπρες πορσελάνες αστράφτουν. Και ξαφνικά αντιδρά αρνητικά. Λέει: «Όχι, θα μας καταλάβουν».
Είναι ακριβώς το συναρπαστικό στοιχείο: δεν υπάρχει χρόνος, κινδυνεύουμε να μας δουν, πρέπει όλα να γίνουν βιαστικά, στα όρθια. Τελικά δεν ενδίδει. Φεύγει και μου έρχεται να κοπανίσω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Έχω, πάντως, κερδίσει αυτό το «θα μας καταλάβουν». Ένα εφαλτήριο. 11 Μαΐου 1979.
Σε παρόμοιες καταγραφές, όπου το εκπεφρασμένο γράφεται ενώ το υπονοούμενο συμμαχεί με τη λευκή σελίδα, μπορεί κανείς να συμπληρώσει κάποια φράση, έστω και χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Σημειώνει ο Βαλτινός: «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ είναι πιθανότατα πλαστό, τα γεγονότα ωστόσο αναμφισβήτητα. Στις 27 Ιανουαρίου 1837, και για χάρη του αιδοίου της συζύγου του Ναταλίας, ο ποιητής Αλεξάντρ Σ. Πούσκιν έφαγε μια σφαίρα στο στομάχι, σταλμένη από τον σύγγαμβρο και αντίζηλό του Ντ' Αντές, που τον οδήγησε στον θάνατο. Ήταν τριάντα επτά ετών. Τα θανατηφόρα αιδοία. Δυτικό Βερολίνο 1986». Ο Ντοστογιέφσκι θα συμπλήρωνε αυτό το πένθιμο περιστατικό ως εξής: η μονομαχία που είχε λανσαριστεί στη στρατιωτική λέσχη των αξιωματικών και είχε πολυάριθμα θύματα ηταν –πώς να το πούμε; – μεταφραστικό πρόβλημα. Ο λόγος; Οι στρατιωτικοί μιλούσαν τη γαλλική γλώσσα λόγω Ναπολέοντος, όπως μιλούσαν και την ανθρωποκτονική γλώσσα της μονομαχίας...
Απολογία του εργένη (τουρκιστί ergen) ή του μπεκιάρη (bekar). «ΠΑΝΤΑ κάτι γυρεύουμε να σώσουμε, το σαρκίο μας ή την ψυχή μας, ανάλογα με τις κατά περίπτωσιν προοπτικές. Και οι πεποιθήσεις μας βεβαίως διαμορφώνονται και ορίζονται από συγκεκριμένες ανάγκες. "Είμαι εκ πεποιθήσεως χορτοφάγος"». Ηχεί τόσο αποφασιστικά, θα έλεγα αυστηρά, και η φράση αγλαΐζεται από έναν τόνο ηθικού περίπου μεγαλείου. «Είμαι εκ πεποιθήσεως εργένης». Το εργένης εύκολα θα μπορούσε εδώ να αντικατασταθεί από το τουρκίζον μπεκιάρης: «Είμαι εκ πεποιθήσεως μπεκιάρης». Το νόημα θα παρέμενε ίδιο, η αίσθηση ωστόσο θα αλλοιωνόταν ριζικά. Ριζικότερα ακόμα θα αλλοιωνόταν σε μια παραλλαγή πλησιέστερη προς την αισθητική δραστικότητα του δημώδους δεκαπεντασύλλαβου: «Είμαι ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο». Η απόσταση ανάμεσα στον όρκο και στην πεποίθηση είναι τεράστια. Η πεποίθηση καθησυχάζει, ο όρκος όχι. Ο όρκος δεσμεύει μόνο, με τις γνωστές ψυχολογικές συνέπειες άλλωστε. Ήδη ένα ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο εκφράζει μια θυμική κατάσταση ριψοκίνδυνη ή και ηρωική, πάντως εντελώς εξωστρεφή.
Σε αντίθεση με τον εκ πεποιθήσεως εργένη, που περιχαρακώνεται μέσα στον στοχασμό και στην αυτάρκειά του. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που δηλώνεται με σαφήνεια κάθε φορά είναι η ανάγκη να ζήσει κανείς μόνος του. Ή να ζήσει κατ' ανάγκην μόνος του. Η διαφορά είναι και εδώ αισθητή. Και άλλωστε, με την έμφαση (ορκισμένος ή εκ πεποιθήσεως) πόσο μπορούν να πείσουν γι' αυτό που κραυγάζουν;
Τελικά, είτε ως επιλογή είτε ως επιβεβλημένη κατάσταση, ο μονήρης βίος δεν είναι παρά μια διηνεκής άσκηση ελευθερίας. Και φυσικά μόνο αν είναι –ή επειδή ακριβώς είναι– κάποιος ποιητής, αποφασίζει να διασχίσει αυτή την έρημο.
Eνα από τα δισεπίλυτα ζητήματα των ημερολογίων όπου ο στοχασμός ιδρύει αδελφικές ή μισητές σχέσεις με την ηλικία και το έξω εγώ μεταλαμβάνει τη βαθύτητα του όσο γίνεται ενδότερου εαυτού (ο οποίος –ως γνωστόν– διαθέτει πάμπολλες λευκές σελίδες που είναι δυσανάγνωστες ή δυσνόητες) είναι και ο γρίφος που κάτι βαθύτερο τον γράφει, αλλά κάτι επιφανειακό τον αναγιγνώσκει. Πώς συμφιλιώνεται κανείς με τη φάτσα του; Πώς ερμηνεύει τις διαφορές του χαρακτήρα του έναντι των άλλων; Τι λογής νους είναι αυτός που τον στέλνει στα γράμματα ή στα πάθη ή στο κακό ή κατά διαβόλου;
Δεν κάνουμε τον έξυπνο, ούτε βέβαια προσπαθούμε να υπονομεύσουμε την εσωτερική κρίση ενός ανθρώπου που έγραψε μερικές ζηλευτές ιστορίες. Απλώς, όπως σε όλα τα ημερολόγια, έχουμε την υποψία ότι υπάρχουν κάποιες διπλοκλειδωμένες πόρτες που, παρά τη μεθοδική ενδοσκόπηση, παραμένουν κλειστές και κατάκλειστες. Ένα κοίταγμα στον καθρέφτη, για παράδειγμα, γεννά υποψίες που περνούν απαρατήρητες σαν τα πρόβατα στη σπηλιά του Πολύφημου. Ποιος είναι αυτός που καθρεφτίζεται; Τι μπορεί να σημαίνει το αντίγραφό του που διακρίνει μέσα στον καθρέφτη και τον κοιτάζει με τη σειρά του, συχνά χωρίς να τον αναγνωρίζει;
Ο Βαλτινός έχει επίγνωση του χαώδους που χάσκει πίσω ή κάτω από την οιαδήποτε φράση, όσο κοινότοπη κι αν είναι. Άλλωστε, η σημείωση της σελίδας 181 είναι ενδεικτική: «ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ σώμα έχει υποστεί ποικίλες ταπεινώσεις. Και εξακολουθεί να υφίσταται. Φυσικά, στην άκρη του ορίζοντα καραδοκεί πάντα η εσχάτη όλων – αλλά εδώ δεν αναφέρομαι σ' αυτήν. Οι ταπεινώσεις για τις οποίες μιλάω προέρχονται αποκλειστικά από το γεγονός ότι για τον άνθρωπο το σώμα του αποτελεί τη μοναδική αδιάσειστη βεβαιότητα. Πρόκειται σαφώς για μια κατάσταση οξύμωρη, που ενίοτε καταντάει τραγική. Η σπατάλη ιερότητας, που τόσο ανυποψίαστα απειλεί τον καθημερινό ιδιωτικό χαρακτήρα μας, ορίζεται ακριβώς από αυτό το στοιχείο».
σχόλια