ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα του Απόστολου Δοξιάδη «Ο θείος Πέτρος και η Εικασία του Γκόλντμπαχ», όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 1992 από τον Καστανιώτη μπορεί να μην πέρασε απαρατήρητο, αλλά ούτε το λογοτεχνικό σινάφι ενθουσίασε ούτε αγοράστηκε μαζικά. Οχτώ χρόνια αργότερα, το ίδιο βιβλίο, ξαναδουλεμένο από τον συγγραφέα και μεταφρασμένο από τον ίδιο στ’ αγγλικά, κυκλοφορούσε από τον Faber & Faber στη Βρετανία και από τον Bloomsbury στην Αμερική αποσπώντας από θετικές μέχρι διθυραμβικές κριτικές.
«Διασκεδαστικό, τρυφερό και γοητευτικό» σύμφωνα με τον Όλιβερ Σακς, «μυθιστόρημα γενναιόδωρο που επιτρέπει ακόμα και στον πιο αδαή αναγνώστη πρόσβαση σε ερμητικά κλειστούς κόσμους» σύμφωνα με τον Τζορτζ Στάινερ, το βιβλίο του Δοξιάδη αναδείχτηκε από τον ξένο τύπο ως ιδανικό δείγμα ενός νέου λογοτεχνικού είδους, της μαθηματικής λογοτεχνίας, κι όπως ήταν αναμενόμενο, με τέτοια εύσημα, η καινούρια έκδοσή του στα ελληνικά το 2001 έτυχε θερμότατης υποδοχής.
Μέσα από τη διαδρομή ενός ανθρώπου που αναλώθηκε για ν’ αποδείξει μια μαθηματική εικασία, ο Δοξιάδης μίλησε για το μεγαλείο του να κυνηγάς χίμαιρες, για την τραγικότητα του ν’ αντιμετωπίζεται ένα λαμπρό μυαλό ως σαλεμένο, για το σθένος που απαιτείται όταν βάζει κανείς στοιχήματα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Πέτρος Παπαχρήστου, ο «θείος Πέτρος» του τίτλου, όπως τον αντικρίζουμε αρχικά μέσα από το βλέμμα του ανιψιού του και αφηγητή της ιστορίας, είναι ένας εκκεντρικός ηλικιωμένος Αθηναίος που ζει απομονωμένος στην Εκάλη, κουβαλώντας το στίγμα του ονειροπαρμένου. Τ’ αδέλφια του, πετυχημένοι επιχειρηματίες και οι δύο, τον αντιμετωπίζουν ως το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, σαν έναν «αποτυχημένο» που ξόδεψε τις δυνάμεις του τρέχοντας πίσω από «άχρηστα» πράγματα.
Ο ανιψιός του, εν τούτοις, διαισθάνεται πως στην περίπτωση του ιδιόρρυθμου συγγενή του κρύβεται κάποιο μυστήριο. Ερευνώντας λοιπόν ανακαλύπτει ότι ο τελευταίος υπήρξε ένας σπουδαίος μαθηματικός, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, ο οποίος τόλμησε ν’ αναμετρηθεί με την Εικασία του Γκόλντμπαχ, ένα από τα δυσκολότερα μαθηματικά προβλήματα: ν’ αποδείξει δηλαδή ότι «κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος του 2 μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα δύο πρώτων». Αυτός ήταν ο στόχος του, σ’ αυτόν αφιέρωσε όλη του τη ζωή.
«Τα μεγάλα πάθη τα γεννάει η μοναξιά» γράφει ο Δοξιάδης. Πράγματι. Μεγαλωμένος σ’ ένα σπίτι όπου ο πατέρας ασχολιόταν αποκλειστικά με την επιχείρησή του και η μάνα αποκλειστικά με τον σύζυγό της, ο Πέτρος Παπαχρήστου είχε ανακαλύψει από μικρός τη φυσική του ευκολία με τους αριθμούς και «σύντομα η ευκολία –ελλείψει άλλων συναισθηματικών περισπάσεων– εξελίχθηκε σε έρωτα». Η οξύτατη διαίσθησή του, η φιλοδοξία του, τα νιάτα και οι αντοχές του, στάθηκαν γι’ αυτόν πολύτιμα εφόδια.
Όσο πιο πολύ, όμως, προσπαθούσε ν’ αποδείξει την περίφημη εικασία, τόσο περισσότερο βυθιζόταν στη μοναξιά. Γύρω στα τριάντα του, ο «θείος Πέτρος» ήδη βασανιζόταν από το κυνήγι του χρόνου. Η λύση του προβλήματος φάνταζε λιγότερο μακρινή αλλά εκείνος αδυνατούσε να την αγγίξει. Είχε επιλέξει να μη δημοσιεύει καμία από τις ενδιάμεσες λύσεις ώστε να μη διευκολύνει κάποιον ανταγωνιστή. Μοναδικό του αποκούμπι, το σκάκι και τα μυστικά του.
Η «τρέλα» του Γκέντελ, «το τίμημα που πληρώνει κανείς αν πλησιάσει πολύ κοντά στην αλήθεια, στην απόλυτη μορφή της», θα συνόδευε τον Παπαχρήστου εσαεί.
Σκαλίζοντας τα περασμένα, ο αφηγητής του βιβλίου θ’ αντιληφθεί πως ο τόσο ματαιόδοξος θείος του δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από την ευαισθησία ενός προικισμένου καλλιτέχνη. Το παράδειγμά του, όμως, θα λειτουργήσει για τον ίδιο αποτρεπτικά. Μολονότι είχε κι αυτός έφεση στα μαθηματικά, προκειμένου να καταλήξει μέτριος θα στερηθεί τις απολαύσεις που θα του χάριζε το πάντρεμα της λογικής με το ωραίο, και θα προτιμήσει να στραφεί προς τα οικονομικά – ένα «επιτήδευμα που δεν προσφέρει κατά κανόνα την πρώτη ύλη τραγωδιών».
Μέσα από τη διαδρομή ενός ανθρώπου που αναλώθηκε για ν’ αποδείξει μια μαθηματική εικασία, ο Δοξιάδης μίλησε για το μεγαλείο του να κυνηγάς χίμαιρες, για την τραγικότητα του ν’ αντιμετωπίζεται ένα λαμπρό μυαλό ως σαλεμένο, για το σθένος που απαιτείται όταν βάζει κανείς στοιχήματα με τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αυτό που είχε ξενίσει κάποτε το εγχώριο λογοτεχνικό κατεστημένο –ο πρωτότυπος συνδυασμός μυθοπλασίας και επιστημονικού υλικού– λειτούργησε ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη διεθνή αγορά, καθιστώντας το μυθιστόρημά του σημείο αναφοράς.