Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
«Για να το θέσω και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου "μιλάει", που γεννάει τις καλύτερες ιδέες».
0

Ξεκαλοκαιριάζω στην Αθήνα εν μέρει από επιλογή, εν μέρει από σύμπτωση, τυχαία. Ξέρεις, δεν είναι κάτι ξαφνικό ή απαραβίαστο, δεν πετάγεσαι κάποια ωραία πρωία απ' το κρεβάτι για να πεις «από δω και πέρα εγώ δεν εγκαταλείπω την Αθήνα τα καλοκαίρια». Κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουμε κι εμείς με το κεφάλι μας, κι όλο αυτό αντανακλά μια βαθύτερη διάθεσή μας. Γιατί η ζωή μπορεί να στα φέρει και κάπως αλλιώς, κι εσύ να διαλέξεις αυτό κι όχι εκείνο, ή εκείνο κι όχι αυτό. Στις πιο αλήτικες περιόδους της ζωής μου έφευγα όποτε με τσιμπούσε το ζιζάνιο του φευγιού ή είχα λίγα λεφτά στην τσέπη, τώρα το σκέφτομαι περισσότερο: έχω τις γάτες μου, κάποιος πρέπει να τις φροντίζει όσο λείπω, σε κάποιον να υποχρεωθώ. Μα διόλου δεν παραπονιέμαι, λέω πως ήταν ώρα να γίνει κι έτσι - το «καιρός του λαλείν και καιρός του σιγάν» το φέρω εκ των ένδον.

Δεν μου αρέσει η βαβούρα του καλοκαιριού. Όλοι αυτοί οι αλαλαγμοί, τα ξεφωνητά, οι παραλίες φίσκα στον κόσμο, μπουρνούζια, αντιηλιακά, πού θα πάμε, τι θα κάνουμε, «ποιους λαούς θα φάμε» και φέτος... μ' αφήνουν απ' έξω, αμέτοχη, και μάλλον εγώ είμαι το παράξενο είδος στην ιστορία παρά εκείνοι.

Μου αρέσει το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά.

Με ευνοεί το γεγονός ότι κάνω μια δουλειά που δεν έχει καθημερινή και σχόλη, μόνη στο ψωμί, μόνη και στο μαχαίρι, διακόπτω για λίγες μέρες κι απουσιάζω σε ανύποπτο χρόνο για τους άλλους. Και σηκώνομαι νωρίς το πρωί επειδή μ' αρέσει να σηκώνομαι νωρίς, με τα πουλιά. Δεν ξέρω αν θα το έθετα με την ίδια προθυμία έτσι κι ήμουν αναγκασμένη να χτυπήσω καρτέλα σε κάποιο γραφείο ή εργοστάσιο. Αισθάνομαι πολύ τυχερή απ' αυτήν την άποψη. Μια αδιάκοπη εναλλαγή φωτός και σκότους, ηδονής και αγωνίας είναι το γράψιμο, που δεν θα την άλλαζα ούτε με μια θέση στον παράδεισο.

Πιθανόν να λειτουργεί ασυνείδητα και το γεγονός ότι μέχρι τα δεκαοχτώ μου έζησα σε αγροτική κοινωνία, κι εκεί τα καλοκαίρια σήμαιναν δουλειά, μόχθος εν όψει, όχι αστεία. Καπνά, κυρίως καπνά είχαμε στον Σοχό όπου μεγάλωσα, έξω απ' την Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι που περιμέναμε μια Κυριακή για να ξεκουραστούμε λίγο, ή τα απογεύματα που δρόσιζε κάπως, ρίχναμε νερά στην αυλή, λέγαμε καμιά κουβέντα και πηγαίναμε νωρίς για ύπνο, γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να σηκωθούμε από τα άγρια χαράματα πάλι, πολύ πριν διπλώσουν τα φτερά τους οι κουκουβάγιες και σιγήσουν. Θυμάμαι τους ανθρώπους να οδεύουν προς τα χωράφια σαν μεθυσμένα φαντάσματα, τρεκλίζοντας από νύστα. Ήμουν η μικρότερη βέβαια στην οικογένεια και δεν μπορώ να πω ότι δούλευα όπως εκείνοι, ότι μου έβγαινε η πίστη ανάποδα, πάντως, έστω και σαν μια σκιά στα πόδια τους, ήμουν κι εγώ μες στο παιχνίδι. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι έτσι και πήγαινε κάποιος για καυγά εν μέσω θέρους, τον αναχαίτιζαν με πολύ σοφό χιούμορ: «Τώρα έχουμε δουλειές στη μέση, έλα να μαλώσουμε τον χειμώνα που θα καθόμαστε».

Οι θερινές διακοπές λοιπόν για μένα, ως παιδί, ήταν οι άλλοι, οι «ξένοι», αυτοί που έρχονταν από τις πόλεις για να παραθερίσουν εκεί, μια και το κλίμα του βουνού ήταν ονομαστό - χορταίναμε από καθαρόν αέρα τότε, μιλάμε για δεκαετίες του '50, του '60. Κι ακούγαμε τα παιδάκια των παραθεριστών, τα συνομήλικά μας, που λέγαν ότι ξέρουν να κολυμπούν στην θάλασσα, ότι έχουν σαμπρέλες και μαγιό, και σκεφτόμασταν «τι μας λένε τώρα;». Εμείς μόνο στα χώματα να κολυμπάμε ξέραμε, αντί για φύκια και βότσαλα, σαύρες και φιδάκια.

Και για να επανέλθουμε στα σύγχρονα καλοκαίρια, δεν θα κομίσω γλαύκα ες Αθήνας αν πω πόσο προτιμώ αυτή την πόλη όταν αδειάζει από τα στίφη των αυτοκινήτων, πόσο πιο θελκτική και ανθρώπινη γίνεται, πόσο λιγότερο βάρβαρη. Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως... Απολαμβάνω την ερημοσύνη της πόλης, μου αρέσει αυτό το πράγμα, όση μελαγχολία κι αν γεννάει στο βάθος, την προτιμώ από την τύρβη και το αλαλούμ. Βγαίνω από το σπίτι τα απογεύματα, τα βραδάκια, ειδικά του Αυγούστου, και διακρίνω απ' το τέρμα κάτω του δρόμου να ανεβαίνει πότε πότε κανένα αυτοκίνητο, ή κάποιους πεζούς σαν εμένα, εναπομείναντες, και λέω για κοίτα, σιγά σιγά θα δούμε και τον τελευταίο των Μοϊκανών επί της Δημητρακοπούλου.

Τα ερημικά καλοκαίρια της Ζυράννας Ζατέλη Facebook Twitter
Τα βράδια τα καλοκαιρινά στην Αθήνα είναι σχεδόν ανυπέρβλητα: τα θερινά σινεμά, οι βόλτες γύρω από την Ακρόπολη και το Θησείο όταν πέφτει η πρώτη δροσούλα, το σύθαμπο, εκείνο τα μαγικό σκιόφως...

Φροντίζω και τα αδέσποτα της περιοχής, νερό κυρίως, να μη μείνουν χωρίς νερό μέσα στις ζέστες, κι ευτυχώς η περιοχή Μακρυγιάννη και Πλάκας έχει πολλούς φιλόζωους που τα νοιάζονται, τα αγαπούν. Τις προάλλες, αφού άφησα νερό και τροφή σ' ένα έρημο οικόπεδο με γάτες, προσπερνώντας δυο κυρίες, τις άκουσα να σχολιάζουν από πίσω μου χαμηλόφωνα: «Είναι κι αυτή της γειτονιάς;» ρώτησε η μία. «Αυτή δεν είναι της γειτονιάς, αυτή είναι συγγραφέας», της λέει η άλλη.

Ξεκινάω λοιπόν τα βραδάκια και πάω σινεμά με τα πόδια, από τα κοντινότερα εδώ γύρω, Θησείον, Αίγλη, Σινέ Παρί, Ζέφυρος, μέχρι τα πιο μακρινά, Ριβιέρα, Βοξ, Εκράν ή Αθηναία, κι αισθάνομαι λιγάκι σαν τους παλιούς πεζοπόρους-προσκυνητές. Είμαι λάτρις του σινεμά, παιδιόθεν -ο πατέρας μου είχε και σινεμά στο Σοχό, όχι μόνο χωράφια-, μπορώ να πηγαίνω κάθε βράδυ, και τους χειμώνες εννοείται. Με ξέρουν πια οι άνθρωποι στην είσοδο, στα ταμεία, χαιρετιόμαστε, μιλάμε, στο Ιντεάλ μάλιστα μου κόβουν σταθερά μειωμένο εισιτήριο, κι αν πάω να δω μια ταινία για δεύτερη ή τρίτη φορά -γιατί συμβαίνει κι αυτό συχνάκις- με βάζουν δωρεάν. Μακάρι να το κάνουν κι άλλοι κινηματογράφοι αυτό, τους στέλνω κόσμο έτσι κι αλλιώς.

Ένα καλοκαίρι πριν από μερικά χρόνια, κάτι είχα πάθει με την ταινία του Φρίαρς Ο μικρός Λίαμ. Την έπαιζε το Εκράν και πήγα και την είδα τρεις φορές, τόσο μου άρεσε. Την πρώτη με μια φίλη, τη δεύτερη μ' ένα φίλο, χωρίς να του πω ότι την ξανάδα, την τρίτη μόνη. Ο άντρας που έκοβε τα εισιτήρια και η γυναίκα στο ταμείο με κοίταζαν πια λίγο περίεργα, σαν να μην πίστευαν, κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ. Νύσταξα την προηγούμενη φορά τους είπα, κι έχασα το τέλος, και την πρώτη με τσίμπησαν τα κουνούπια... Τέτοια άσκοπα ψέματα. Ευγενείς πάντως εκείνοι, δεν δέχτηκαν να πληρώσω και τρίτο εισιτήριο. Και μετά δυο βδομάδες που παιζόταν στο Εκράν, την πήρε και το Θησείον. Ε, λοιπόν, πήγα και την είδα άλλες δυο φορές, σχεδόν σαν να έμπαινα σε απαγορευμένη ζώνη, χωρίς να το λέω σε κανέναν. Και σε ποιον άλλωστε, δεν είχε μείνει στην Αθήνα ούτε φίλος ούτε εχθρός - Αύγουστος ήτανε θαρρώ...

 

Για να το θέσω όμως και κάπως αλλιώς, το καλοκαίρι γενικά το υπομένω. Δεν είναι η εποχή που μου «μιλάει», που γεννάει τις καλύτερες ιδέες, αναφορικά με τη συγγραφή τουλάχιστον. Είναι η περίοδος της φλογερής στωικότητας, όπως γράφω και σε κάποιον Βορειοευρωπαίο φίλο. Και μιας αναπόφευκτης ραστώνης βέβαια, κάτι δηλαδή που το πάω λάου λάου, ενώ στο βάθος του μυαλού λαμβάνει χώρα ένας σιωπηλός χαμός, βουή ενός άλλου κόσμου. Οι βλέψεις μου είναι στο φθινόπωρο, στις συννεφιές που επίκεινται, στις πρώτες βροχές - αν και σπανίζουν πλέον, εννοώ οι καλές και αναγκαίες βροχές, εκείνες οι αρχοντικές βροχούλες. Ανοίγει η καρδιά μου στην κακοκαιρία, αισθάνομαι στο στοιχείο μου -άνοιξη γεννημένη κατά τ' άλλα-, δουλεύω μ' άλλη ζέση, με πάθιασμα. Όποτε ξεκινάει η μέρα μουντή και βουρκωμένη, έχω πανηγύρι εδώ μέσα, ανάβω τα αρωματικά λιβάνια μου, ανάβω κι ένα σωρό ρεσώ μέσα σε κόκκινα και μπλε ποτηράκια, υπόθεση μυσταγωγίας για μένα, μιας ηδονικής μοναχικότητας μπροστά στην γραφομηχανή, όποιος κι αν είναι ο απολογισμός στο τέλος της ημέρας - πότε τα μήλα και πότε τα φύλλα έλεγε ο πατέρας μου. Μου αρέσει λοιπόν το καλοκαίρι για την «σκοτεινιά» που κρύβει στην ψυχή του, μου αρέσει ο ήλιος για να κάθομαι στη σκιά. Για να μπορώ να τραβώ κατά το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο τις κουρτίνες, τα παντζούρια, και να φτιάνω σκιά, διαβαθμίσεις της σκιάς, του λαμπερού ημίφωτος...

Θα κλείσω με μια ιστορία από το προπέρσινο καλοκαίρι. Πρόκειται για μια σκηνή με ένα κοριτσάκι, όχι το ευτυχέστερο της οικουμένης, που κάποια μέρα το ντύνουν πολύ όμορφα για να το στείλουν κάπου, από όπου δεν του μέλλεται να ξαναγυρίσει. Κι έβαλα λοιπόν τρία περιστέρια, εκεί που μάλωναν για μια κόρα ψωμί, να στέκονται αίφνης εκστατικά και να παρακολουθούν το πέρασμα της παιδίσκης. Σταματούν την έριδα, τον καυγά, για να θαυμάσουν την δύσμοιρη καλοντυμένη μικρούλα. Εβδομάδες μετά, το ίδιο καλοκαίρι, έχω να τα βγάλω πέρα με το θάνατο αυτής της έφηβης, ένας θάνατος πολύ ιδιαίτερος, σπάνιος θα έλεγα, που όφειλε να με παιδέψει τα μάλα. Γιατί ενώ στη γη αυτό το παιδί γεννήθηκε χωρίς πρόσωπο σχεδόν, χωρίς φωνή, χωρίς τίποτε το κανονικό, θέλω με το θάνατο, βγαίνοντας από την μέγγενη της ύπαρξης, να απλώνει το σώμα της, να ομορφαίνει στην όψη, να γαληνεύει με τον πιο σαγηνευτικό, μύχιο τρόπο. Μια ζωή ήταν το φόβητρο για τους άλλους, κι όταν πεθαίνει μένουν όλοι έκθαμβοι, ενεοί. Και παιδευόμουν λοιπόν να πετύχω αυτή τη μεταμόρφωση, την ήθελα να γίνει όπως θα γινόταν και στη ζωή. Σαν την αράχνη που είναι δύσκολο να την παρακολουθήσεις στο πώς στήνει τον λεπτεπίλεπτο ιστό της, και μόνο όταν δεις ολοκληρωμένο το έργο της καταλαβαίνεις τι έγινε. Αυτό ήθελα να πετύχω.

Και μια μέρα από εκείνες τις δύσκολες και ιερές, ανοίγοντας το παντζούρι της κρεβατοκάμαρας, βλέπω κάτω στον ακάλυπτο ένα περιστέρι ακίνητο. Νεκρό. Μετά από λίγες ώρες παρακολουθώ ένα άλλο περιστέρι να κυκλοφέρνει εκεί γύρω επίμονα, μέχρι που κάποιο πρωί το βλέπω κι αυτό ασάλευτο, παραδομένο, σχεδόν αντικριστά στο πρώτο. Και δεν περνούν δυο μέρες κι έρχεται και προστίθεται κι ένα τρίτο περιστέρι στην παρέα των νεκρών. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ τι βλέπω και συγκλονίζομαι. Ήταν τα τρία περιστέρια της ιστορίας μου, για μένα αυτό ήταν, που θέλησαν να πενθήσουν μέχρις εσχάτων το κορίτσι που είχαν θαυμάσει την ώρα που περνούσε από μπροστά τους. Τρία πουλιά που ενεπλάκησαν για καλά σε μία, όπως θα λέγαμε, φανταστική ιστορία...

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM