Γνήσιο τέκνο του 19ου αιώνα, το μυθιστόρημα μπορεί να μας άφησε χρόνους, πλην όμως η «αφήγηση» διασώθηκε θαυματουργικά. Ακόμη και οι δευτεράντζες μυθιστοριογράφοι αναδεικνύονται σε πρώτης τάξεως αφηγητές και δραματουργούς. Μαζί με αυτούς έχουμε και τους αναγνώστες αφηγηματοφάγους, που δεν ορρωδούν προ των εκατοντάδων σελίδων, καθώς το νανούρισμα των αλλεπάλληλων γεγονότων διαμορφώνει μια ψυχική ανάγκη για ολοένα και πιο πλατιά και ερεθιστική πλασματικότητα. Διαβάζουμε πλέον από μανία και περιέργεια; Πιθανότατα αυτή την απορία οι σημερινοί συγγραφείς την έχουν οδηγό: κανείς δεν μετάνιωσε επειδή έγραψε ογκώδες βιβλίο. Άρα, το βιβλίο είναι σαν ν’ απομιμείται την αχανή πραγματικότητα.
Ο Πάουλ Βεράχεν, Βέλγος που γράφει φλαμανδιστί, φαίνεται πως συνέλαβε το μέγα δράμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σαν τέχνασμα αυτογνωσίας της Ευρώπης η οποία –όπως καλά γνωρίζουμε- μόνο διά των πολέμων και των επαναστάσεων διαμόρφωσε τη φυσιογνω- μία της και την ισχύ της. Ο μυθιστορηματικός του χάρτης έχει μεγάλο ενδιαφέρον: από τη μια η Γερμανία, που βγήκε από την εποχή της Βαϊμάρης πάνοπλη και λυσσασμένη για «ζωτικό χώρο» (έννοια που παραπέμπει στην αναζήτηση βοσκής και στην οσμή του πετρελαίου…), και από την άλλη ο «πολιτισμένος κόσμος» -εντεύθεν κι επέκεινα του Ατλαντικού-, που όφειλε ν’ αντισταθεί στη ναζιστική καταιγίδα για να υποστηρίξει με κάθε μέσο τις χριστιανο-σοσιαλιστικο-φιλελεύθερες αξίες του. Ασφαλώς, δεν προτίθεται ν’ αφήσει έργο ιστορικού. Το μυθιστόρημα έχει ανάγκη πρόσωπα και συμβάντα. Προβάλλει, λοιπόν, τον Εβραίο Γιόζεφ ντε Χέιρ κι από κοντά μια σειρά πρόσωπα που αναλαμβάνουν δραματουργικά καθήκοντα, ανάλογα με την εξέλιξη της πλοκής.
Οι σελίδες για το Βερολίνο -προπολεμικό και μεταπολεμικό- είναι πράγματι συναρπαστικές. «Στο Βερολίνο, λένε τα βιβλία Ιστορίας, ο κοσμάκης κρυφογελούσε με τους νεαρούς ναζί και τα κακόγουστα αστεία τους. Όσο για τους υπολοχαγούς του Χίτλερ, τον έναν τον θεωρούσαν στολισμένο γουρούνι, σκέτο καρνάβαλο, τον άλλον επικίνδυνο φαφλατά που σε ξεγελούσε με τη μειλίχια, πλην φαρμακερή γοητεία του, ο τρίτος έμοιαζε με υπερώριμο μοβ δαμάσκηνο με μουστάκι και μονόκλ, έτοιμο να σκάσει μέσα στην πανοπλία από ψεύτικα φτερά. Ένας μορφινομανής μπον βιβάν; (…) Το τσίρκο ήρθε στην πόλη, είχε φωνάξει ο κόσμος μόλις λίγους μήνες πριν. Οι κλόουν βγήκαν στους δρόμους! Έτσι ξεκίνησε το ναζιστικό κόμμα: σαν μια ομαδούλα ηλιθίων που μπορούσες να κοροϊδέψεις κατά βούληση. Αλλά, αν ολόκληρο το Βερολίνο κρυφογελούσε, από πού προέρχονταν οι εκατοντάδες χιλιάδες που μετείχαν στις παρελάσεις;». «Όμορφα, γερά, λουθηρανά αγόρια!». «Η Νύχτα των Κρυστάλλων!».
Ωστόσο ο αφηγητής, παρά τη μεγαλειώδη επιμνημόσυνο δέηση που αφιερώνει στους Εβραίους, διακατέχεται από σμήνος πλαστικών υστεροβουλιών. Δεν περιορίζεται στον έναν πόλο: στο Βερολίνο των Ναζί. Έχοντας την πρόθεση να συλλάβει τον πόλεμο σφαιρικά, μεταβαίνει στην αντίπερα όχθη, η οποία (άλλο περίεργο αυτό) είναι η Αμερική και όχι η σταλινική Ρωσία. Συγκεκριμένα, το επιστημονικό κέντρο του Λος Άλαμο, όπου έχει συγκεντρωθεί η ακριβή αφρόκρεμα των επιστημόνων, με μοναδικό σκοπό να κατασκευάσει την ατομική βόμβα (και όχι μόνο). Το βιβλίο οφείλει τον τίτλο του στην «παράμετρο Ω», «στην κοσμολογική σταθερά που καθορίζει τι θα συμβεί στο σύμπαν» - έννοια που πρωτοπαρουσίασε ο Αϊνστάιν και κατόπιν απέρριψε.
Ο Βεράχεν, λοιπόν, ενώ παρουσιάζει τερατώδη γεγονότα, στο πεδίο των προσώπων είναι μετριοπαθής. Αν εξαιρέσει κανείς τον Ντε Χέιρ, που είναι εμβληματική μορφή (παρά το γεγονός ότι εν τέλει αναποδογυρίζει), τα υπόλοιπα πρόσωπα εξυπηρετούν την εξέλιξη των γεγονότων μάλλον παρά την καθοδηγούν. Ο Πάουλ Άντερμανς είναι ακροατής, κατά κύριο λόγο. Η Ντονατέλλα «γυναίκα», ο Γκόλντφαρμπ Γερμανός που μετείχε στην κατασκευή της ατομικής βόμβας, η Νέμπουλα σκηνοθέτις πορνογραφικών ταινιών. Τι θέλουμε να πούμε; Ότι από σελίδα σε σελίδα ο συγγραφέας κάνει τα πάντα για να προσδώσει στο βιβλίο του ένα μέγεθος που θα ήθελε να ονομάζεται « Έπος του 20ού αιώνα». Κατά μία έννοια, δεν λείπει τίποτα από το «τούβλο» του. Πέρα από την «Ολοκαυτωματολογία» που πιάνει το μισό βιβλίο και βάλε, καταφεύγει σε ψυχογραφήματα των εναλλασσόμενων προσώπων για να προσδώσει μοντέρνο τόνο στα συμβάντα του, πασχίζει, θα λέγαμε, να εκθέσει το άπαν της πραγματικότητας εντός των ορίων μιας εποχής. Ωστόσο, το άπαν δεν είναι η προσθετική μανία γεγονότων, αλλά η βαθύτερη ηθική έννοια των πράξεων. Με άλλα λόγια, η αλήθεια απελευθερώνει ή σκλαβώνει; Τη σκλαβιά του ο Βεράχεν την ξεπληρώνει με εκατοντάδες συζητήσιμες σελίδες.
Αν το βιβλίο του πάσχει από κάτι προβληματικό, αυτό δεν είναι άλλο από την ασαφή οικονομία του. Έχοντας συλλάβει την ιδέα ενός Έπους του 20ού αιώνα, είναι αναγκασμένος να προβάλλει άπειρη σειρά από δευτερεύοντα γεγονότα σαν συμβάντα ίσης σημασίας. Τα σεξουαλικά του, για παράδειγμα, όσο προκλητικά κι αν ακούγονται, δεν φαίνεται να δικαιούνται (τόσο καίρια) θέση μέσα στη διήγηση. Τα διαρκή ξεβρακώματα μπορεί να δίνουν και την ιδιωτική πλευρά των προσώπων, μόνο που δεν πείθουν πάντα για την αναγκαιότητά τους. Μπορεί ν’ ακούγεται φτηνή ως παρατήρηση, αλλά έχουμε την πιεστική υποψία ότι ο αφηγητής αναζητεί μανιωδώς αφορμές για να προσθέτει σελίδες. Κάθε πράγμα έχει τον χαρακτήρα του: αν μελετάμε τις αράχνες ή τις νυχτερίδες, γιατί θα πρέπει να μιλάμε και για τον κώλο της βασίλισσας;
Ένα πράγμα που καταργούν τα πολυσέλιδα βιβλία σαν το Ωμέγα Μίνορ είναι η δραματική οικονομία. Εφόσον δεν υπάρχει όριο στην τυπογραφία και στη μοντέρνα ανάγνωση, τα πάντα γίνονται αποδεκτά, αρκεί ο όγκος του βιβλίου να προκαλεί τρόμο και σεβασμό. Στη σελίδα 395 συναντούμε μια φράση που κρίνει πλαγίως αυτό το ακατάσχετο βιβλίο: «Η πραγματική τέχνη του ταχυδακτυλουργού γεννιέται από εσωτερική σιωπή, κυριολεκτικά με μια κίνηση του χεριού». Η εσωτερική σιωπή απουσιάζει εκκωφαντικά από την αρχιτεκτονική του εν λόγω αφηγητή. Μεγάλα «πακέτα» σελίδων, τεράστια για την ακρίβεια, αφήνουν την εντύπωση ότι ήταν προ-αποφασισμένα, έστω κι αν δεν λαμβάνουν υπόψη τους την αντοχή και την ανοχή του αναγνώστη. Κατά κανόνα, στα μυθιστορήματα κάθε σελίδα ή κεφάλαιο που ακολουθεί διατηρεί μέσα του έναν αντίλαλο όσων προηγήθηκαν σαν μυστική σφραγίδα του συγγραφέα. Όπως ο χτεσινός άνθρωπος σήμερα είναι «άλλος», παρά το γεγονός ότι διατηρεί μέσα του το παρελθόν του, στην αφήγηση είναι ασυγχώρητο μετά από εκατοντάδες σελίδες ν’ αρχίζουμε φτου κι απ’ την αρχή. Στη μυθοπλασία όλα επιτρέπονται ή όλα υπακούουν στη μυθοπλαστική οικονομία;
Κατάκοπος από την ανάγνωση των πρώτων πεντακοσίων σελίδων, ο αναγνώστης υποχρεούται να διαβάζει απορίες του μπακάλη σαν την ακόλουθη: «Αφού ο μεγαλύτερος φόβος μας είναι ότι ο Χίτλερ δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο, ότι ήταν ένας “άντρας”· ένας απλός άντρας, όπως υπάρχουν τόσοι και τόσοι. Ένας άντρας με μικροαστικό γούστο στην εσωτερική διακόσμηση και τη μουσική, ένας άντρας που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μπακάλης, αν η μοίρα δεν τον είχε χτυπήσει ανελέητα. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μας γιατί, αν όλα αυτά είναι σωστά, τότε δεν υπάρχει ένας αιώνιος Δαίμονας που μετενσαρκώνεται ανά τους αιώνες σε ιδιαίτερα διαταραγμένους ανθρώπους. Αν δεν υπάρχει τίποτα, πραγματικά τίποτα που να μας διακρίνει από αυτόν, τίποτα που να κάνει τον Χίτλερ ριζικά διαφορετικό απ’ το είδος ανθρώπου που είμαστε εμείς, τότε ολόκληρος ο κόσμος γίνεται απειλητικός, τότε δεν μπορούμε πλέον να σπρώξουμε το Κακό σε μια γωνιά, τη γωνιά του απόλυτα διαφορετικού, τη γωνιά του μοναδικού, τη γωνιά της παθολογίας. Τότε το Κακό δεν ξεριζώθηκε με την εξαφάνιση του Χίτλερ, αλλά μετενσαρκώθηκε στον καθένα από εμάς - όλοι μας έχουμε κάτι κοινό με τον Χίτλερ».
Ο Βεράχεν φαντάστηκε ένα είδος πανδέκτη και πανδότη, μια μυστική εγκυκλοπαίδεια βασάνων και δυστυχιών, έναν πανταχού παρόντα και απόντα αφηγητή που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και διαλαλεί στεντορείως την αιωνιότητα του μέλλοντος. Πιθανώς, γι’ αυτό το γραφτό του τρέμει, μήπως τελειώσει εν τέλει. Τα περί τείχους, διχασμού του Βερολίνου, περί Ούλμπριχτ και Χόνεκερ τι χρειάζονταν; Φαίνεται πως η Ολοκαυτωματολογία -που τόσα ακριβά έργα έχει προσφέρει- εδώ πλέον μεταμφιέζεται σε παγκόσμια ιδεολογία, όπου η Ιστορία υποκλίνεται εδαφιαίως μπροστά στο Άουσβιτς.
σχόλια