Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως σ’ ένα βιβλίο για το underground θα συμπεριλαμβανόταν, και μάλιστα σε «δικό του» ξεχωριστό κεφάλαιο, ο άγγλος ρομαντικός ποιητής και φιλέλληνας Λόρδος Βύρων (Λονδίνο 1788 - Μεσολόγγι 1824).
Το έπραξε αυτό ο Ισπανός (μυστικιστής) συγγραφέας Luis Racionero στο βιβλίο του «Filosofías del underground» το 1977, το οποίο είδαμε κάποτε και στη γλώσσα μας (1980 και ’83) ως «Οι Φιλοσοφίες του Underground» από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
Γράφει ο Racionero ανάμεσα σε άλλα:
«Όταν μια ομάδα άγγλων οργάνωσε την Επιτροπή για την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Μπάυρον πρόσφερε την περιουσία του για το σκοπό αυτό και ήταν ο μόνος ανάμεσα στους επιφανείς ανθρώπους που μετείχε στην επιτροπή, που κατέβηκε στην Ελλάδα. Ο θάνατός του στο Μεσολόγγι το 1824, από αρρώστια, δεν ήταν ηρωικός, ωστόσο ήταν συμβολικός. Η παρουσία τού πιο διάσημου δημόσιου άντρα της εποχής στην Ελλάδα, τράβηξε την προσοχή στον ελληνικό
αγώνα, μεταμορφώνοντάς τον σε ιερό αγώνα για την ελευθερία, που ίσως μπορεί να πέρναγε σαν μια ακόμη αγροτική εξέγερση στην Ευρώπη. Ο θάνατος του Μπάυρον έφερε ένα δάνειο 800 χιλιάδων χρυσών λιρών που πήραν από το Λονδίνο οι έλληνες πατριώτες και ανακάτεψε την αγγλική κυβέρνηση στον ελληνικό αγώνα. Το γεγονός πως ο Μπάυρον άφησε εθελοντικά τις ηδονές του ταξιδιού του στην Ιταλία για να ριχτεί στην ελληνική του περιπέτεια, είναι ακόμα ένα δείγμα της πολυπλοκότητας και της ανωτερότητας του χαρακτήρα του. Ο λόγος είναι απλούστατος όπως κι η εξήγηση που δίνουν και τώρα οι ψαράδες του Μεσολογγιού όταν τους ρωτάς για τον Μπάυρον: “Ήταν ένας τολμηρός άντρας που ήρθε να πεθάνει για την Ελλάδα, επειδή αγαπούσε την ελευθερία”».
Εντάσσοντας τον Λόρδο Βύρωνα σε μία ευρύτερη ομάδα δημιουργών που έδρασαν τον 19ον αιώνα, και που ευλόγησαν, κατά μίαν έννοια, το «αποκλεισμένο», ο Racionero αντιμετωπίζει τον άγγλο ποιητή κάπως σαν πρόδρομο του χιπισμού, ως βασικό φορέα, δηλαδή, μιας άλλης κοινωνικής πρακτικής που να συνδέεται περισσότερο με το συναίσθημα και λιγότερο με τη λογική.
Δεν ξέρω αν υπήρχε προγενέστερη μετάφραση τού «On this day I complete my thirty-sixth year», εκείνο που ξέρω είναι πως η πρόταση του Σπάνια είναι εντυπωσιακή και δείχνει πως το θέμα της «τελειότητας» τον απασχολούσε μονίμως και διακαώς.
Φαίνεται, όμως, πως ο Ισπανός δεν ήταν ο πρώτος, αφού τον είχε προλάβει ο μακαρίτης… χούντα-fan Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, ο οποίος το 1973 είχε έτοιμη προς έκδοση διδακτορική διατριβή(!) υπό τον τίτλο… «Ο Λόρδος Μπάυρον ήταν χίππις;»!! Είχε δημοσιευθεί ακόμη και εξώφυλλο του βιβλίου – αν και δεν γνωρίζω κανέναν που να το έχει ξεφυλλίσει (ή έστω να το έχει δει). Έτσι κάπως και η ερώτηση παραμένει αναπάντητη…
Και για να επανέλθω στον Racionero… Παρότι, προσωπικά, δεν τις βρίσκω ουσιαστικές αυτού του τύπου τις ακροβασίες –δεν βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή, στο να ψάχνει κανείς τις ρίζες κινημάτων των sixties ή του σήμερα διακόσια ή τριακόσια χρόνια πριν– δεν γίνεται να μην σημειώσουμε πως στην περίπτωση τού Λόρδου Βύρωνα ήταν απολύτως διακριτή μία ευθεία επικοινωνία της ποίησής του με την πολυκύμαντη ζωή του. Κάτι που φέρνει, σήμερα, το έργο του θέσεις μπροστά, υπερκεράζοντας, ως ποιητική προσωπικότητα ο ίδιος, άλλους δημιουργούς της εποχής του.
Απ’ όσα ποιήματα του Λόρδου Βύρωνα έχω διαβάσει εκείνο που μ’ έχει εντυπωσιάσει περισσότερο είναι το «On this day I complete my thirty-sixth year», το οποίο έχει μεταφράσει κάπως ελεύθερα, αλλά με περισσό ταλέντο (διατηρώντας φυσικά τη λειτουργία της ρίμας), ένας «καταραμένος» των ελληνικών γραμμάτων, ο ζακυνθινής καταγωγής, γεννημένος στην Αθήνα, αλλά εγκατεστημένος για χρόνια στη Νέα Υόρκη (εκεί πέθανε), Νίκος Σπάνιας (1924-1990).
Για τον τύπο και την προσωπικότητα του Σπάνια δίνει ορισμένα στοιχεία ο φίλος του Κώστας Ταχτσής στο «Φοβερό Βήμα» [Εξάντας, 1989]. Ο Ταχτσής δεν αναφέρει το επώνυμό του (τον αποκαλεί Νίκο), αλλά είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως μιλάει για τον Σπάνια, όταν γράφει στο ημερολόγιό του, την 27/9/1971, κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη:
«Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, πήρα ένα ταξί και του ’πα να με πάει στην ανατολική πλευρά. Είχα την εκλογή ανάμεσα στον Πάτρικ και τον Νίκο.(…) Τον Νίκο τον πρωτογνώρισα τον καιρό που είχε φύγει ο Πάτρικ για την Άγκυρα. Κάναμε κι οι δυο μας τη θητεία μας –αυτός εξ αναβολής, γιατί είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερος– κι ήμασταν κι οι δυο ανθυπολοχαγοί.(…). Άφησα τον Πάτρικ γι’ αργότερα, όταν ξανάρθω στη Νέα Υόρκη, και πήγα να βρω τον Νίκο. Είχα ακούσει πολλά στην Αθήνα αυτά τα χρόνια –για Πορτορικανούς, ναρκωτικά, φυλακές–, αλλά όταν πρόκειται για τον Νίκο δεν πιστεύω τίποτε αν δεν το δω με τα μάτια μου. Είναι τόσο ψεύτης, τόσο μυθομανής, που μπορεί να κατηγορήσει ακόμα και τον εαυτό του για να κάνει εντύπωση. Άλλα τόσα είχα ακούσει και τότε, το ’63 που πρωτόρθα. Ήμουν λίγο περίεργος να δω τι απ’ όσα άκουσα είναι πραγματικότητα και τι μύθος. Αλλά και να ξαναθυμηθούμε τα παλιά. Ό,τι γνώμη και να ’χει κανείς γι’ αυτόν, η αλήθεια είναι ότι περάσαμε μερικές αξέχαστες στιγμές μαζί.(…)».
Λέει κι άλλα ο Ταχτσής για τον Σπάνια (όπως έχει πει και ο Σπάνιας για τον Ταχτσή), αλλά το ωραιότερο «άθροισμα» το φυλάει για λίγο πριν το τέλος:
«Ο Νίκος ανήκει στους ανθρώπους που είναι λιγότερο ποιητές ή και καθόλου ποιητές, αλλά είναι μάλλον ποιητικοί απ’ την τρυφερότερη ως την πιο δαιμονική, την πιο εωσφορική έννοια του όρου. Έχει πάρει πολλές μαζοχιστικές κουτρουβάλες στου κακού τη σκάλα, μα είναι απ’ αυτούς που όλο σηκώνονται χωρίς γρατζουνιά, ίσως χάρη στον αμοραλισμό του και την ικανότητά του να εκλογικεύει πολύ βολικά τις ενοχές του.(…)».
Αν και ο Σπάνιας έχει γράψει ο ίδιος εξαιρετικά ποιήματα, όπως ας πούμε εκείνο το αφιερωμένο στον Τάκη Παπατζώνη (από τα «Ποιήματα της Τρίτης Λεωφόρου» το 1963), η μετάφραση ήταν κάτι που τον απασχολούσε πάρα πολύ, αφού μετέφραζε πυρετωδώς τόσο από την αγγλική στην ελληνική, όσο και αντίστροφα.
Το «Σήμερα συμπληρώνω τα τριάντα-έξη μου χρόνια» του Λόρδου Βύρωνα λογικά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Δελφικά Τετράδια» (#7-8, 1966), που διηύθυνε ο (ποιητής) Φοίβος Δέλφης (δεν γνωρίζω παλαιότερη δημοσίευση) και στο οποίο ο Σπάνιας είχε συμμετάσχει με μεταφράσεις ποιημάτων του Σαίξπηρ, του Hölderlin κ.ά. (Γενικώς, ο Σπάνιας δεν άφηνε περιοδικό για περιοδικό, που να μη στείλει «συνεργασία», με το περισσότερο έργο του είναι σπαρμένο εδώ κι εκεί).
Λίγα χρόνια αργότερα το ποίημα συμπεριλήφθηκε (κάπως διαφοροποιημένο – δηλαδή ακόμη πιο επεξεργασμένο) στο βιβλίο του Νίκου Σπάνια «Μεταφράσεις 1941-1971» [Athens Printing Company, Νέα Υόρκη 1972] και από ’κει θα το αντιγράψω.
Μάλιστα, στον πρόλογο, ο Σπάνιας διατυπώνει ορισμένες σκέψεις, που έχουν ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά στον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο ίδιος τη διαδικασία της μετάφρασης. Διαβάζω:
«Ο εμπνευσμένος μεταφραστής, όποιος νοιώθει τις λέξεις του άλλου να τον χτυπούν στο πρόσωπο, παραμερίζει τολμηρά κι’ αδιάφορα την πιστή και κατά λέξη απόδοση για χάρη του ευτυχισμένου αποτελέσματος».
Και πιο κάτω:
«Σημείωσα πάρα πάνω πως δεν έχω καμμιάν απλή θεωρία, κάτι σαν ορισμό για τη μετάφραση. Μα να μη νομιστεί πως στερούμαι τρόπου και επιμέλειας, μιας μεθόδου τέλος γιατί, βέβαια, κανείς δεν μεταφράζει τυχαία και μοιραία. Η μέθοδος αυτή είναι μια αποστήθιση του κειμένου (μ’ αρέσει να κουβαλώ τις λέξεις του όπου κι αν βρίσκομαι) αφ’ ενός, και αυτό που θ’ αποκαλέσω αισθητικήν εποπτείαν αφ’ ετέρου. Και επειδή μόνο με αντιπαραθέσεις μπορώ να κάνω συγκεκριμένη την εποπτεία αυτή που πηγάζει από σύγκριση, παραθέτω το μεταφρασμένο κείμενο ενός άλλου».
Το να συμβουλεύεται ένας μεταφραστής προηγούμενες μεταφράσεις είναι κάτι που το βρίσκω απολύτως σωστό. Μόνο έτσι μπορεί να προσεγγιστεί ακόμη περισσότερο η «πρώτη» ουσία ενός ποιήματος.
Δεν ξέρω αν υπήρχε προγενέστερη μετάφραση τού «On this day I complete my thirty-sixth year», εκείνο που ξέρω (συμβουλευόμενος και το πρωτότυπο) είναι πως η πρόταση του Σπάνια είναι εντυπωσιακή – και το γεγονός πως διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από την προηγούμενή του απόπειρα στα «Δελφικά Τετράδια» δείχνει πως το θέμα της «τελειότητας» τον απασχολούσε μονίμως και διακαώς.
Εδώ, πάντως, ξεπέρασε το τέλειο…
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
ΣΗΜΕΡΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΩ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ-ΕΞΗ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ…
(Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824)
Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει
γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί:
κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη
ματώνει στη στιγμή.
Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα
τ’ άνθη και της αγάπης οι καρποί
είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα
και κούφιοι οι παλμοί.
Οι σπίθες που μου φεύγουν απ’ τα σπλάχνα
καθώς ηφαίστεια νησιού νεκρά
φλόγες δεν βγάνουνε παρά μιαν άχνα
σα νεκρικά πυρά.
Τον κλήρο του έρωτα που συνταράζει
ελπίδες και πόθους δεν έχω εγώ
μηδέ σκοπό πάρεξ ένα μαράζι
ένα βαρύ ζυγό.
Και να μην πω: «ούτε έτσι – μήτε τώρα…»
στα εξιλαστήρια πάθη της ζωής
ηρώων στεφάνια πλέκονται οληνώρα
θανάτου και τιμής.
Βόλια και λάβαρα! Αχός, Ελλάδα
φως μου, πώς με καλείς. Πολεμιστές
και πάλι στης ασπίδας την απλάδα
πεθαίνουν νικητές.
Ω ξύπνα! Ελλάδα μου όχι συ, ξύπνα
και βύζαξε τις ρίζες πνεύμα μου
δυνάμωσε μες των Γραικών τα δείπνα
με ένα νεύμα μου.
Πείνες της σάρκας, ηδονές και πάθος
τα βδελυρά και τερατόμορφα
Όχι! Κύττα την ομορφιά σαν λάθος
σε πρόσωπα όμορφα.
Αν κλαις τη νιότη σου, τότε μη ζήσεις!
Χρέος και θάνατος σωστός εδώ
με σφαίρες τη ζωή σου να σφαλίσεις
στο χώμα αυτό.
Γύρνα με περιέργεια το κεφάλι
μέτρα καλά, να ’ναι φαρδύς-πλατύς
ο τάφος σου, κι’ ύστερα από την ζάλη
πέσε ν’ αναπαυτείς.
σχόλια