«ΕINAI ONTΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟ η λογοτεχνία να παρεμβαίνει ή να μπερδεύεται όσο μπορεί με την πραγματικότητα και να αποκαθιστά τη χαμένη αίσθηση της δικαιοσύνης», μας λέει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ο δεύτερος ή Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, όπως είναι γνωστός, για να μη συγχέεται με τον συνονόματο πατέρα του, έχοντας βιώσει τα πιο δραματικά γεγονότα της μεταπολεμικής ιστορίας από πρώτο χέρι και έχοντας γράψει την πιο ωραία, απολαυστική νουάρ ισπανόφωνη λογοτεχνία της εποχής του. Φεύγοντας λίγο πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια από την Ισπανία, όπου γεννήθηκε, ο Τάιμπο ΙΙ, γόνος μιας μορφωμένης οικογένειας δημοσιογράφων και συγγραφέων κυνηγημένων από το καθεστώς του Φράνκο, μεγάλωσε στους σκονισμένους δρόμους της πόλης του Μεξικού, μαθαίνοντας από τον παππού του πως «οι συγγραφείς είναι η φωνή των μουγγών και το αυτί των κουφών», μια φράση που έμελλε να γράψει στην ψυχή του. Αγάπησε το Μεξικό σαν πατρίδα του και μεγάλωσε διδάσκοντας τους αναλφάβητους εργάτες και τον κόσμο που είχε ανάγκη. Μέσα από τις ιστορίες του ‒χάρη στις διαφορετικές γλώσσες στις οποίες μεταφράστηκαν τα βιβλία του‒ το αναγνωστικό κοινό σε όλο τον πλανήτη έμαθε λεπτομέρειες όχι μόνο για το αιματοβαμμένο σκηνικό στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’60 αλλά απόλαυσε και τις νουάρ περιπέτειες των φανταστικών ηρώων του, οι οποίοι συνομιλούν ιδανικά με πραγματικούς ήρωες της Ιστορίας. Ο Τάιμπο έχει γράψει πάνω από πενήντα βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα και Έρμα, ενώ η μνημειώδης βιογραφία του για τον Τσε Γκεβάρα κυκλοφορεί από τον Κέδρο. Επίσης, εκτός από παγκοσμίου φήμης συγγραφέας και δημοσιογράφος, είναι καθηγητής πανεπιστημίου στο Τμήμα Ιστορίας και Ανθρωπολογίας και πρόεδρος της AIEP (Asociación Internacional de Escritores Policίacos).
Δεν χρειάζεται να σας πω ποιοι είναι οι δικοί μου ήρωες, μπορείτε να τους φανταστείτε: ένας Τούρκος ποιητής, μια Βιεννέζα πριγκίπισσα, ένας εκθρονισμένος Μαλαισιανός πρίγκιπας, ένας Εβραίος συγγραφέας της Νέας Υόρκης.
Σημαντική θέση στο έργο του Τάιμπο έχουν τα δραματικά γεγονότα του ’68, «μιας χρονιάς που σίγουρα δεν θα φύγει ποτέ από τη μνήμη μας», όπως λέει χαρακτηριστικά. Πρόκειται για το περίφημο «El ’68», το οποίο όχι μόνο υπάρχει ως φόντο στα περισσότερα βιβλία του αλλά επιστρέφει ως εμμονή, όπως στο πρόσφατα εκδοθέν στα ελληνικά Προσκλητήριο Ηρώων από τις εκδόσεις Έρμα, όπου οι σκόρπιες σκέψεις και αναφορές ανασυστήνουν, μέσα από την τέχνη της επιστολογραφίας, τα τεκταινόμενα της εποχής: «Η αλήθεια είναι πως η οπτική μου αλλά και η φαντασιακή αφήγηση που διαπερνά το Προσκλητήριο Ηρώων δεν προέρχεται άμεσα από το γεγονός της σφαγής των φοιτητών στην πλατεία της συνοικίας Τλατελόλκο από τον στρατό και την αστυνομία αλλά συνολικότερα από τις 123 ημέρες που προηγήθηκαν της εξέγερσης. Πρόκειται για μια συγκλονιστική, καταλυτική εμπειρία με πολλαπλές μαζικές επιπτώσεις και τεράστιο αντίκτυπο», εξηγεί ο Τάιμπο. Μάλιστα, στο βιβλίο ο Νέστορ Ρίκα, όπως λέγεται το alter ego του, προκειμένου να ανατρέψει το καθεστώς του Ντίας Ορντάς καλεί για βοήθεια όλους τους φανταστικούς και πραγματικούς ήρωες, από τους Τρεις Σωματοφύλακες έως τους Τίγρεις της Μαλαισίας, τον αγαπημένο του Τάιμπο, Σέρλοκ Χολμς, αλλά και τον Μάου Μάου(!), ένα κλασικό μοτίβο που συναντάμε πολύ στα βιβλία του Τάιμπο. Αντίστοιχα στο Με τέσσερα χέρια (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα) είχαμε δει να συνυπάρχουν μοναδικά ο μάγος Χουντίνι με τον Πάντσο Βίγια και τον Τρότσκι, αυτές οι παράξενου τύπου οργιώδεις ταυτίσεις φανταστικού και πραγματικού που χαρακτηρίζουν τα καταιγιστικά αφηγήματά του: «Τολμώ να πω πως το πιο ξεκάθαρα δημοκρατικό πράγμα στον κόσμο είναι το ασυνείδητο και όλα αυτά που απασχολούν τα παιδικά μας διαβάσματα» μας λέει με κάθε ειλικρίνεια. Είναι τα κομμάτια του παζλ των ηρώων του αλλά και της δικής του ζωής, ανόθευτης εσωτερικά και επαναστατικής ως προς τα αιτήματά της. «Η αλήθεια είναι ότι ήμασταν πολλοί, ηρωικοί, άξιοι, υπεύθυνοι, αλληλέγγυοι, συμπονετικοί, κόκκινοι, ιλιγγιώδεις. Τουλάχιστον αυτό πιστεύαμε, ή θέλαμε να πιστεύουμε για τους εαυτούς μας, ή θέλαμε οι εχθροί και οι επικριτές και οι γονείς μας να πιστεύουν» γράφει χαρακτηριστικά στο Προσκλητήριο Ηρώων, περισσότερο ως ένα ολοζώντανο κάλεσμα στους σημερινούς πολίτες και όχι ως ένα νοσταλγικό χρονικό μιας περασμένης δεκαετίας.
Γι’ αυτό ο ίδιος δεν πιστεύει ότι η λογοτεχνία πρέπει να αναπολεί νοσταλγικά τα γεγονότα ή να προσπαθεί να τα ανασυστήσει αλλά να επινοεί μια ιστορία που θα υπακούει στις αρχές της αφηγηματικότητας και στους νόμους του συγγραφέα. Οι δικοί του νόμοι έχουν να κάνουν κυρίως με την αγάπη για τους ανθρώπους που έμειναν στο περιθώριο της Ιστορίας, τους παντοτινούς αποσυνάγωγους: «Δεν πιστεύω αναγκαστικά ότι ο συγγραφέας πρέπει να έχει βρεθεί στο επίκεντρο των γεγονότων ή να έχει ζήσει τις εμπειρίες που έχω βιώσει εγώ για να γράψει καλή λογοτεχνία. Το αντίθετο, θα έλεγα. Οι χαρακτήρες μου δεν είναι τέκνα καμίας βιογραφίας μου, ούτε πραγματικά μου τέκνα. Αυτό που τους κάνει συναρπαστικούς, αν μπορεί κανείς να τους πει έτσι, είναι ότι είναι αιρετικοί, αναζητούν διαρκώς και με κάθε τρόπο τα όριά τους, εναντιώνονται στους κανόνες που συνηθίζουν να τους βάζουν τα αριστερά κόμματα ή να τους επιβάλλουν οι ομάδες τους και αναπτύσσουν το δικό τους, μοναδικό στυλ, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό», λέει κατηγορηματικά, διαχωρίζοντας τα υλικά της λογοτεχνίας από αυτά της ζωής. Αυτοί οι αποσυνάγωγοι ήρωες είναι που δεσπόζουν και στους περίφημους Αρχαγγέλους (μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου, εκδ. Έρμα), αφού πιστεύει ότι η «επίσημη αφήγηση της Ιστορίας συνήθως λησμονεί ή παραλείπει σπουδαίες προσωπικότητες. Αυτές είναι που με εμπνέουν και με απασχολούν. Δεν χρειάζεται να σας πω ποιοι είναι οι δικοί μου ήρωες, οι ήρωες της νεανικής μου ηλικίας, αφού μπορείτε να τους φανταστείτε: ένας Τούρκος ποιητής, μια Βιεννέζα πριγκίπισσα, ένας εκθρονισμένος Μαλαισιανός πρίγκιπας, ένας Εβραίος συγγραφέας της Νέας Υόρκης, μια σκλάβα από τη Θράκη, ένας μαύρος βασιλιάς Ζουλού, ένας αρχηγός των Απάτσι, μια Παριζιάνα ηθοποιός. Δεν μπορώ να φανταστώ συγγραφείς και γενικότερα ανθρώπους που σκέφτονται ρατσιστικά και με βάση τα σύνορα, αυτό είναι έξω από κάθε λογική. Ο ρατσισμός είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο βαριά ψυχική ασθένεια απ’ όλες».
Η αλήθεια είναι πως όταν δινόταν αυτή η συνέντευξη δεν είχε ακόμα ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, οπότε δεν είχαμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε τον κορυφαίο ισπανικής καταγωγής Μεξικανό λογοτέχνη τη γνώμη του για ένα ακόμα τραγικό συμβάν της Ιστορίας. Πάντως, παρότι τα σπουδαία ιστορικά γεγονότα δείχνουν να δεσπόζουν στα βιβλία του, ο ίδιος δεν πιστεύει ότι οι λογοτέχνες πρέπει να είναι στρατευμένοι ή να έχουν ιστορική συνείδηση για να γράψουν καλή λογοτεχνία. «Δεν πιστεύω ότι είναι υποχρεωτικό ένας λογοτέχνης να έχει ιστορική συνείδηση. Δεν πειράζει αν δεν έχει. Αν το καλοσκεφτείς, δεν έβλαψε ποτέ κάτι τέτοιο τη λογοτεχνία», λέει ένας άνθρωπος που είναι γνωστό ότι λάτρεψε εξίσου τον Τσε Γκεβάρα και τον Σέρλοκ Χολμς. Μην ξεχνάμε τι έπαθαν από διάφορους, άκρως συνειδητοποιημένους πολιτικάντηδες κεντρικοί του ήρωες, όπως ο Σεμπάστιαν Σαν Βισέντε ή ο άλλος, ο αναρχικός και μονόφθαλμος Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν (πρωταγωνιστές σε σειρές νουάρ βιβλίων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Άγρα). Ο αθεόφοβος Τάιμπο, που ξέρει τι σημαίνει σαρωτική επέμβαση στα σημαίνοντα συμβάντα της Ιστορίας, δεν διστάζει να κάνει ακραίο χιούμορ ακόμα και στις πιο δραματικές περιστάσεις, αποδεικνύοντας πως το κωμικό είναι το ιδανικό συμπλήρωμα του δραματικού στοιχείου. Μάλιστα, γελώντας και πάλι μας επισημαίνει πως «είναι υποχρεωτικό για έναν Μεξικανό συγγραφέα να έχει καλή αίσθηση του χιούμορ» γιατί απλώς πιστεύει ότι δεν γίνεται αλλιώς. «Βέβαια, είναι απαραίτητο να υπάρχουν οι ιδανικές δόσεις, ώστε κάτι τέτοιο να λειτουργήσει, και η λογοτεχνία πρέπει να διαχωρίζεται από την Ιστορία. Μπορεί να είχα πει κάποτε ότι γράφω μυθιστορήματα για να αποκαταστήσω την ανικανότητα της Ιστορίας να στήσει μια καλή αφήγηση, αλλά διαχωρίζω τα δύο αυτά είδη. Γράφω μυθιστορήματα και αφηγούμαι πραγματικές ιστορίες χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά μέσα. Πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα». Κάποτε, επίσης, του θυμίζω ότι είχε πει πως, ως άνθρωπος, «θέλει να είναι σοβαρός όσο ζει και να πεθάνει χαρούμενος» και δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω αν αυτό παραμένει το απόλυτο μότο του. «Όχι, με τίποτα. Γιατί να είναι σοβαρό το να ζει κανείς;» απαντά ρωτώντας με τον πάντοτε περιπαικτικό τρόπο του. Αυτός σίγουρα ξέρει καλύτερα από τον καθένα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.