«ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΟΥΤΕ δυο οι φορές στη ζωή μου που ξύπνησα νιώθοντας φρικτά. Όμως τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για εκείνο το χάραμα του Ιουνίου, όταν άνοιξα τα μάτια μου με το αίσθημα πως ήμουν πραγματικά σιδηροδέσμιος μέσα στο ίδιο μου το κουφάρι»…
Όταν ο Κρίστοφερ Χίτσενς (1949-2011) έγραφε τις παραπάνω γραμμές, ήξερε πως οι μέρες του ήταν μετρημένες. Τα κακά νέα –επιθετικός καρκίνος στον οισοφάγο και τους λεμφαδένες– τον είχαν βρει το καλοκαίρι του 2010, ενώ γύριζε απ’ άκρη σ’ άκρη την Αμερική για την προώθηση της αυτοβιογραφίας του (βλ. «Hitch 22», μετ. Μ. Μακρόπουλος, Μεταίχμιο).
Όλο το διάστημα, όμως, που «ζούσε πεθαίνοντας» –εννιά μήνες– ούτε η δεξαμενή των ευφυολογημάτων είχε στερέψει μέσα του, ούτε η διάθεσή του για περίτεχνες συζητήσεις και λεκτικούς διαξιφισμούς. Ως την τελευταία στιγμή, άλλωστε, ανακαθισμένος στο νοσοκομειακό του κρεβάτι, με τον δίσκο του φαγητού να λειτουργεί σαν γραφείο, έβαζε σε τάξη τις σκέψεις του χωρίς ίχνος αυτοοικτιρμού.
Όσα έγραψε ο Χίτσενς ως κάτοικος της «χώρας της αρρώστιας» δημοσιεύτηκαν αρχικά σε συνέχειες στο Vanity Fair, τροφοδοτώντας έπειτα το βιβλίο του «Mortality» που εκδόθηκε κι εδώ την επόμενη χρονιά. Το «Πριν το τέλος», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος του (μετ. Κ. Σχινά, Μεταίχμιο), ξεκινά μ’ έναν πρόλογο του διευθυντή του αμερικανικού περιοδικού και ολοκληρώνεται μ’ ένα κείμενο της Κάρολ Μπλου, δεύτερης συζύγου του Χίτσενς, πορτρέτα και τα δυο του ίδιου, φιλοτεχνημένα με περίσσευμα αγάπης και θαυμασμού.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως αυτός ο «ορκισμένος αμφισβητίας» που άνθιζε μέσα από συγκρούσεις, ο Βρετανός τροτσκιστής που εξελίχθηκε σε Αμερικανό νεοσυντηρητικό, ο πολιτικός σχολιαστής που έδινε το «παρών» σε κάθε φλεγόμενη γωνιά του πλανήτη, αυτός που ακόμα και στα τελευταία του δεν γύρεψε παρηγοριά σε κανέναν θεό, δεν είχε μόνο φίλους. Είχε κι εχθρούς, όχι μόνο επώνυμους αλλά κι ανώνυμους που, παραμονές της οριστικής αναχώρησής του, δημοσίευαν στο διαδίκτυο απορίες σαν κι αυτή: «Είναι απλώς σύμπτωση το ότι απ’ όλα τα μέρη του σώματός του, ο Κρίστοφερ Χίτσενς έπαθε καρκίνο στο εξής ένα μέρος, το οποίο χρησιμοποιούσε για να βλασφημεί;».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως αυτός ο «ορκισμένος αμφισβητίας» που άνθιζε μέσα από συγκρούσεις, ο Βρετανός τροτσκιστής που εξελίχθηκε σε Αμερικανό νεοσυντηρητικό, ο πολιτικός σχολιαστής που έδινε το «παρών» σε κάθε φλεγόμενη γωνιά του πλανήτη, αυτός που ακόμα και στα τελευταία του δεν γύρεψε παρηγοριά σε κανέναν θεό, δεν είχε μόνο φίλους.
Ο ίδιος, ωστόσο, δεν χρειαζόταν φωνή για να στραφεί ενάντια σε κάθε θρησκευτική αυταπάτη – έγραφε όπως μιλούσε, κι όσο ανέπνεε έγραφε. Ούτε ήταν διατεθειμένος να ξεφορτωθεί τις αξίες μιας ολόκληρης ζωής με την ελπίδα να κερδίσει κάποια εύνοια λίγο πριν το τέλος.
«Η θρησκεία που μεταχειρίζεται το ποίμνιό της ως μωρόπιστο άθυρμα, εκμεταλλεύεται με αφάνταστη σκληρότητα τον έμφοβο, βασανισμένο από την αμφιβολία άνθρωπο, αναγκάζοντάς τον να πιστέψει στο αδύνατο», επέμενε.
Ποια είναι η πρέπουσα αντιμετώπιση των μελλοθανάτων; Στην καρδιά του βιβλίου, εκεί όπου ο Χίτσενς φωνάζει «δεν έχω σώμα, είμαι σώμα», αναρωτιέται μήπως θα’ πρεπε επιτέλους να γραφτεί ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς προς τους καρκινοπαθείς. Κατά κανόνα, λέει, όλοι συμφωνούμε ότι η ερώτηση «πώς τα πας;» δεν σε υποχρεώνει να δώσεις μια πλήρη και έντιμη απάντηση.
Ένας τρόπος, πάντως, να κάνεις τους φίλους και συγγενείς να νιώσουν άνετα, είναι να είσαι όσο πιο ειλικρινής μπορείς και να μην υιοθετείς κανενός είδους ευφημισμό ή άρνηση. Να επισημαίνεις, φερ’ ειπείν, ότι η ουσία του τέταρτου σταδίου του καρκίνου είναι πως δεν υπάρχει επόμενο στάδιο.
Ωστόσο, σοκαρισμένος από την ωμότητα πολύ δικών του ανθρώπων, το παραδέχεται: «Επιθυμούσα, έστω και παράλογα, να διατηρήσω εγώ αποκλειστικά το μονοπώλιο του τι θα ειπωθεί. Ο καρκινοπαθής νιώθει αδιάκοπα τον πειρασμό να γίνει εγωκεντρικός, ακόμα και αυτοαναφορικός».
Κάτι άλλο που φέρνει μια βαριά αρρώστια, σύμφωνα με τον Χίτσενς, είναι ότι σ’ αναγκάζει να επανεξετάσεις φαινομενικά αξιόπιστα αποφθέγματα. Γι’ αυτό και ο ίδιος έπαψε να ξεφουρνίζει με την ίδια συχνότητα τη ρήση που αποδίδεται στον Νίτσε «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Αλίμονο, «στον κτηνώδη φυσικό κόσμο και σ’ εκείνον που διαλαμβάνει η ιατρική, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σε σκοτώσουν, δεν σε σκοτώνουν και ύστερα σ’ αφήνουν πολύ πιο αδύναμο»...
Στα τέλη του 2007, τότε που μαινόταν η διαμάχη για το αν ο εικονικός πνιγμός των Ιρακινών κρατουμένων από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ είναι εξαντλητική ανάκριση ή καθαρό βασανιστήριο, ο Κρίστοφερ Χίτσενς είχε υποβληθεί οικειοθελώς στην ίδια διαδικασία για να μεταφέρει από πρώτο χέρι στους αναγνώστες του Vanity Fair την εμπειρία του.
Όπως διαπίστωσε γεμάτος ντροπή για τη μητριά πατρίδα του, δεν επρόκειτο για προσομοίωση της αίσθησης του πνιγμού. «Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αργά αλλά αναπόδραστα πνίγεσαι».
Κάτι ανάλογο έμελλε να βιώσει και νοσηλευόμενος. Θα δεχόταν, άραγε, να υποστεί όλες αυτές τις πρωτοποριακές θεραπείες με ακτινοβολία πρωτονίων, αν του είχαν εξηγήσει προκαταβολικά πώς ακριβώς θα ένιωθε; Αν μη τι άλλο, «το ότι δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί από μνήμης ο πόνος, είναι μάλλον λυτρωτικό» θα παραδεχτεί.
Ο Χίτσενς στερήθηκε τη χαρά να νεκρολογήσει «υπερήλικα καθάρματα», όπως π.χ τον Χένρι Κίσινγκερ. Η θνητότητα τού χτύπησε την πόρτα στα 62 του, πάνω στην καλύτερη στιγμή του. Σε αντίθεση με την Σούζαν Σόνταγκ δεν καλλιέργησε μέσα του την ψευδαίσθηση πως θα βγει από την «Ογκούπολη» νικητής. «Δεν πολεμάω τον καρκίνο, εκείνος με πολεμάει», έλεγε.
Ανάμεσα στις τελευταίες, αποσπασματικές σημειώσεις του που έμειναν ανολοκλήρωτες, συναντάμε και αυτήν: «Ο θάνατος είναι το μαύρο επίχρισμα στην πίσω όψη του καθρέφτη, απαραίτητο αν είναι να μας δείξει το οτιδήποτε». Ήταν μια φράση του Σολ Μπέλοου που, όπως τόσες και τόσες άλλες, τη θυμόταν από μνήμης και την προσυπέγραφε.
Αντίπαλος της «αχρειότητας της θεοκρατίας» και της ανοησίας, αιώνιος θαυμαστής του Όντεν και του Όργουελ, φύσει συγκρουσιακός και ομολογημένα ανασφαλής, ο Κρίστοφερ Χίτσενς υπήρξε ένας από τους πιο τολμηρούς, πιο σπινθηροβόλους και πιο αμφιλεγόμενους διανοούμενους του καιρού του. Κι έτσι που ισορροπούσε διαρκώς πάνω σε τεντωμένο σκοινί, μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, Ευρώπης και Αμερικής, πολιτικής, δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας, ίσως μπορούσε να παρηγορηθεί με την ιδέα ότι έζησε πολλές, πάρα πολλές ζωές.