ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ, μέσα στην αποξένωση της πόλης, συζητά με μια παρέα φίλων και θέτει συλλογικά ζητήματα ύπαρξης. Σε μια «εξορθολογισμένη» κοινωνία, όπου οι διαφορετικές εκδοχές του ατόμου εξοστρακίστηκαν, μαράζωσαν και μπήκαν στη ναφθαλίνη, ο Ένας ψάχνει να ξεφύγει από την κυρίαρχη μηχανή τυποποίησης, λαχταρώντας μια γνήσια σύνδεση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τον συνάνθρωπο. Η ιστορία του Ενός μπορεί να είναι η ιστορία του καθενός μας.
Η «Μοναξιά του ενός» είναι το πρώτο βιβλίο του Κωνσταντίνου Πίττα, αρχιτέκτονα και διδάκτορα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Θα κυκλοφορήσει επίσημα την Παρασκευή 2 Ιουνίου από τις εκδόσεις Αίολος. Ακροβατώντας μεταξύ αφηγηματικού και δοκιμιακού λόγου, ο συγγραφέας επιχειρεί μια καταβύθιση στην ανθρώπινη κατάσταση μέσα από τις αναζητήσεις και τα αδιέξοδα του Ενός. Απότοκος μιας ατροφικής κοινωνίας και εκτοπισμένος από τη σφαίρα των κοινών, ο Ένας πασχίζει μονάχος να βρει τόπο να ριζώσει, συλλογικό πρόταγμα να αγκιστρωθεί και συνεκτικό δεσμό να οικοδομήσει. Πορεύεται με ταυτότητα που στερείται σταθερού κορμού, αίσθησης κατεύθυνσης και της θαλπωρής του ανήκειν. Μέσα από τις εμπειρίες του Ενός φανερώνονται αθέατες πλευρές του ανθρώπου και τεκμηριώνεται η πεποίθηση ότι ανασυνθέτοντας έναν πολύπλευρο εαυτό μέσα από το κοινό βάσανο, τη δέσμευση σε συλλογικά αφηγήματα και τη δημιουργική απελευθέρωση, μπορεί να ορθώσει ένα αντίβαρο σε μια κοινωνία υπολογιστικής ιδιοτέλειας και διάχυτης απομάγευσης. Και ότι ακόμα κι αν αυτή η προσπάθεια αποβεί ατελέσφορη, είναι προτιμότερη από την άνευ όρων παράδοση σε έναν κόσμο καταδικασμένο να ζει στην επιφάνεια των φαινομένων και όχι στο μεδούλι της ύπαρξης.
Ο Κωνσταντίνος Πίττας γεννήθηκε το 1990 στην Αθήνα. Το αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής ήταν οι πολιτιστικοί θεσμοί ως φορείς εκδημοκρατισμού. Διετέλεσε επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, εκπόνησε μεταπτυχιακό στη Συγκριτική Λογοτεχνία και Ευρωπαϊκή Κουλτούρα στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και είναι διπλωματούχος αρχιτέκτων μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έχει διδάξει Κριτική Θεωρία, Πολιτική Θεωρία και σε τμήματα Πολιτισμικών Σπουδών, έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια, ενώ δοκίμια και άρθρα του έχουν συμπεριληφθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους.
Παράλληλα με το αρχιτεκτονικό του έργο, οργανώνει πολιτιστικές παραγωγές και σχεδιάζει εκθέσεις σύγχρονης τέχνης τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 2015 ήταν στην ομάδα του Δημήτρη Παπαϊωάννου για την ετοιμασία της τελετής έναρξης των Πρώτων Ευρωπαϊκών Αγώνων στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν και το 2017 είχε συντονιστικό ρόλο, εκ μέρους του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), στη διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης documenta14.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου:
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ
Είχα χάσει τα ίχνη του από καιρό, όταν ξάφνου έλαβα την πρόσκλησή του για να παραστώ στην κηδεία του. Πάντοτε παράξενος, διόλου εντύπωση δεν µου έκανε τούτη η ιδιότυπη χειρονοµία. Η πρόσκληση ήταν για ένα καπηλειό, όπου αγαλλίαζε η ψυχή του να πίνει από τότε που ενηλικιώθηκε το συκώτι του. «Ό,τι αξίζει στη ζωή υπερβαίνει τα όρια», δήλωνε συχνά, και αυτό το καπηλειό, ενώ εξέπεµπε µεγάλη οικειότητα, επιτρέποντάς µας να εξερευνήσουµε µέχρι και την τελευταία σπιθαµή του, πάντα κατάφερνε µε κάποιον τρόπο να στέκεται έξω από τη σφαίρα του ελέγχου µας, υποτάσσοντάς µας στις δικές του διαθέσεις για την κάθε βραδιά.
Όταν έφθασα στο κατώφλι του, αντίκρισα πένθιµο κλίµα και εκείνον καθισµένο σκυθρωπό σε έναν γωνιακό πάγκο. Ήταν σαν να συναντούσα το κουφάρι του ανθρώπου που ήξερα, σαν να είχε στραγγιστεί η ζωή από µέσα του. Το είχε πάρει επιτέλους απόφαση και χωρίς πολλές επισηµότητες και τυµπανοκρουσίες οργάνωσε µια µικρή επικήδεια τελετή, προσκαλώντας κάποιους κοντινούς φίλους. Μα και διάφοροι παρατρεχάµενοι, που κάπου έτυχε να συµπέσουν τα µονοπάτια τους, αποφάσισαν να παρευρεθούν, όχι τόσο για να συµπαρασταθούν στην οδύνη του θρηνούντα, αλλά περισσότερο γιατί είχαν µυριστεί δωρεάν φαγοπότι. Ούτε ένα δείγµα συµπόνιας, ούτε ένα ίχνος ενσυναίσθησης από όλους εκείνους που τόσο συχνά ταλάνιζε µε τους πύρινους λόγους του; Ούτε ένα δάκρυ να µην κυλήσει από όλους αυτούς που καθησύχαζε ότι ακόµα δεν είναι αργά για να ξεφύγουµε από την αποκτήνωση της υπολογιστικής κοινωνίας και της µονοδιάστατης σκέψης;
Απ’ όσους εγώ ενθυµούµαι πάντως, άξιοι αναφοράς ήταν µόνο όσοι είχαν συµπληρώσει της οινοποσίας τα συντάξιµα έτη στα χαρακώµατα του περίφηµου καπηλειού. «Δεν γνωρίζεις κάποιον πραγµατικά παρά µόνο εάν έχεις καταβυθιστεί σε εκείνα τα ληµέρια της ψυχής του που δεν τα χτυπά ο ήλιος, αν έχει αναµοχλεύσει µέσα σου πρωτογενή συναισθήµατα, αν έχετε ατενίσει µαζί το φευγαλέο και φθαρτό πέρασµα από τούτη τη γη». Έτσι συνήθιζε να λέει και την είχε υιοθετήσει τη θεωρία του στην πράξη, επαναλαµβάνοντας τις συστάσεις µε τους επιστήθιους φίλους του ανελλιπώς κάθε βράδυ. Από τη µια είχε τον Μοναχό, ταγµένο σε µια ασκητική ζωή χωρίς υπερβολές και ακρότητες, χωρίς επίγειες χαρές και υλικές ανάγκες, πρεσβευτή του µέτρου µε µοναδικό κρυφό του χούι την απαρασάλευτη πίστη στο γλυκό πιοτό, συγκρίσιµη µονάχα µε την ακλόνητη αγάπη για τον Θεό του. Δίπλα του ο Δάσκαλος, άνθρωπος τίµιος και ξερακιανός, βαθυστόχαστος και καθόλου φειδωλός στα λόγια. Υποστηρικτής του έλλογου γνώθι σαυτόν, είχε αποσκιρτήσει από την πεζότητα αυτού του κόσµου για να αφιερωθεί ολόψυχα στις προσφιλείς του διανοητικές πτήσεις. Μα το αγνάντεµα από εκεί ψηλά καταντούσε ψυχοφθόρα υπόθεση και έτσι κατέβαινε συχνά στη γη να ξαποστάσει και να πνίξει τη µοναξιά του µαζί µας. Πιο βαριά είχε πάρει τα µαντάτα η Δηµιουργός, καθώς οι εκλεπτυσµένες αισθητήριες χορδές τής επέτρεπαν να αγγίζει ατόφιες καταστάσεις της ψυχής και να τσαλαβουτά µε µανία στις δηµιουργικές εξάρσεις και τις παραφορές των ενστίκτων.
Μπορεί ως παρέα να διαφέραµε στα περισσότερα τυπικά γνωρίσµατα, εντούτοις, µε αστείρευτο µεράκι, είχαµε βαλθεί να συγκεράσουµε τις πολλαπλότητες και τις ιδιάζουσες κοσµοθεωρίες µας, εµπλουτίζοντάς τες µέσα από τις αποκλίνουσες πραγµατικότητές µας. Περιχαρώς ενδίδαµε σε κάθε ευκαιρία για ένα µεγάλο φαγοπότι, µια δηµιουργική νότα και µια ακόµα γύρα συζητήσεων. Πάντα έτοιµοι να παρατήσουµε την οποιαδήποτε δουλειά για να πλεύσουµε µαζί στην περιπέτεια της ζωής, µε µόνη πυξίδα την ανοιχτοσύνη, την ευαισθησία και τη ζέση να εξιλεώσουµε τα σώµατα και τις ψυχές µας. Σε τούτο το καταγώγι ερχόµασταν για να προσευχηθούµε ευλαβικά στον παντοκράτορα οίνο, γυρνώντας το καµιά φορά και σε ολονυκτία και φεύγοντας µπουσουλώντας τις πρώτες πρωινές ώρες, σαν καλοί πιστοί που ήµασταν.
Καθόλου δεν ταίριαζε τούτη η πένθιµη ατµόσφαιρα σε έναν τόπο κοσµογονίας και κρασοκατάνυξης. Να που τώρα, όµως, αντίκριζα όλη την παρέα σκυθρωπή, να κάθεται στα στασίδια του καπηλειού απαρηγόρητη µπροστά στα τερτίπια της µοίρας. Μεγάλο το πλήγµα να χάνουµε έναν δικό µας άνθρωπο. Μάταια προσπαθούσαµε να αναπτερώσουµε το καταρρακωµένο ηθικό του µε ενθαρρυντικά λόγια. Μπορεί να είχε ήδη ζήσει περισσότερες ζωές από αυτές που του αναλογούσαν, έχοντας κάνει κακό συνήθειο να κοροϊδεύει τον χάρο, µα ποτέ δεν διανοηθήκαµε ότι θα έφθανε τελικά τούτη η µέρα απώλειας και θρήνου.
Αν κάτι τον στιγµάτισε στην αναπόδραστη τριβή µε την κοινωνία ήταν µια απλή διαπίστωση που εντυπώθηκε τόσο στον νου όσο και στο θυµικό του. Η παραδοχή, δηλαδή, ότι κάθε υπόσταση είναι πιο πολυεπίπεδη απ’ όσο της αναγνωρίζουµε· ότι η ύπαρξη διασπάται ανάµεσα σε παρελθοντικές ερµηνείες, παροντικές αναγνώσεις και µελλοντικές προβολές· ότι υπάρχει ένα χάσµα ανάµεσα σε κάθε θεώρηση που κυοφορείται ενδόµυχα και ατοµικά, και σε κάθε ενδεχοµενική πραγµατικότητα που πλάθεται συλλογικά. Τόσοι εαυτοί τού ψιθύριζαν σαγηνευτικά καλέσµατα µέσα του, και αυτός πάντα εκεί, να τους εισακούει και να ενδίδει αδιαλείπτως. Τόσες εκδοχές αντιπάλευαν µέσα του, και αυτός πάντα εκεί, να ρίχνει προσάναµµα στη φωτιά που έκαιγε στα σωθικά του. Κάπως έτσι είχε βαλθεί να αφήνεται σε κατακλυσµιαίες εµπειρίες, πάντοτε καθοδηγούµενος από την πρωτογενή δηµιουργία, το ατόφιο συναίσθηµα και το καθαρό βλέµµα. Έπλαθε αθάνατες στιγµές µε αδερφικούς φίλους, µισητούς εχθρούς και ερωτικούς συντρόφους, ενώ οραµατιζόταν τρόπους για να εµφυσήσει ζωή σε κόσµους καλύτερους από δαύτον. Ούτε στιγµή αρµονικής συµβίωσης δεν έβρισκε µε µια µονοσήµαντη εκδοχή του. Γνώριζε καλά ότι κάθε άνευ όρων παράδοση σε µια µονήρη ταυτότητα µόνο τυχαία και συγκυριακή θα ήταν, µόνο εις βάρος των τόσων άλλων πτυχών του θα λειτουργούσε.
Όταν πια µαζεύτηκαν οι εκλεκτοί παρευρισκόµενοι, υποβασταζόµενος από τον Μοναχό και µε φωνή τρεµάµενη, αποφάσισε να ξεστοµίσει δυο-τρεις κουβέντες εν είδει επικήδειου λόγου:
«Σας κάλεσα σήµερα εδώ για να µοιραστώ τον θρήνο µου µαζί σας. Είχα πείσει τον εαυτό µου ότι ποτέ δεν θα έρθει τούτη εδώ η µέρα, ότι θα αντισταθώ στον στραγγαλισµό της σφαιρικής υπόστασής µου. Δεν είµαι δα και ο πρώτος που αναζήτησε κάποιο νόηµα που να ξεπερνά τη φευγαλέα ύπαρξή του, που περιπλανήθηκε διερωτώµενος για το πού ανήκει. Σήµερα, όµως, παρίσταµαι στην κήδευση των δυνητικών εκδοχών µου. Μα µη σπαταλάτε άδικα τα δάκρυά σας, δεν είναι τώρα που ορφάνεψα· η διαδικασία εξόντωσής µου έχει αρχίσει καιρό πριν.
Από το σχολείο µε µάθανε να παλεύω όχι για να αναπτύξω τα ταλέντα και τη φαντασία µου, µα για να κατακτήσω τον υψηλότερο βαθµό και να τον περιφέρω υπερήφανα σε γιορτές και συνάξεις. Η αξία µου να ορίζεται µέσα από αντικειµενικά µεγέθη, όπως οι απολαβές και οι επαγγελµατικοί τίτλοι. Να καταπνίγω τις δηµιουργικές φωνές που σπαράζουν µέσα µου, καθώς δεν είναι τίποτα παραπάνω από αχρείαστες ασχολίες οι οποίες αρµόζουν µόνο για τις ώρες που περισσεύουν από την "πραγµατική" δουλειά µου. Να σπαταλώ σ’ αυτήν τις δηµιουργικές µου τάσεις, χωρίς να αναγνωρίζω το τελικό προϊόν, ακόµα και αν πρόκειται για τον δικό µου αποσταγµένο µόχθο. Κάθε απόρριψη και αποτυχία να τις αντιµετωπίζω σαν δείγµα προσωπικής ανεπάρκειας· κάπου εγώ υστέρησα, δεν µετέτρεψα τον εαυτό µου σε αρκετά ελκυστικό εµπόρευµα και κατέληξα στο ράφι. Να πλέκω το εγκώµιο της παραγωγικότητας, ακόµα κι αν η αυτοκαταστροφή είναι το τίµηµα που οφείλω να πληρώσω. Να ελπίζω µόνο σε έναν βίο ατέρµονης προσπάθειας, γιατί µονάχα έτσι µπορεί κάποτε να ανταµειφθώ µε την πολυπόθητη ευτυχία. Το Εγώ µου να χτίζεται σε σύγκριση και ανταγωνισµό µε τον διπλανό. Να διατηρώ µαζί του σχέσεις συναλλακτικές, να τον αντιµετωπίζω σαν µέσο επίτευξης σκοπών και σαν αντίπαλο στο ατελεύτητο σκαρφάλωµα σε ιεραρχίες αναγνώρισης και εξουσίας. Ο δικός µου σκοπός –σκοπός έξωθεν επιβεβληµένος– να εξυψώνεται σε υπέρτατη αρχή και σε µοναδική ηθική πυξίδα.
Με µάθανε να περπατώ µε το κεφάλι σκυφτό, να µην κοιτώ τον άλλον στα µάτια, να µην είναι το βλέµµα µου καθάριο και ειλικρινές. Αντί να διακατέχοµαι από περιέργεια και δέος για τον άλλον, να δηλητηριάζοµαι από παρορµήσεις βίαιες και επεκτατικές· να κρατώ τις πραγµατικές µου επιθυµίες ανεκδήλωτες και να αφήνω τα απωθηµένα µου να συσσωρεύονται. Αντί να δηµιουργώ κοινά πεδία εκτόνωσης για τις ακατέργαστες εντάσεις και τις συγκρουσιακές φιλονικίες µε τον διπλανό, να πληµµυρίζω µε αυθάδεια τις πλατείες και να χειροκροτώ τον µέγα οµιλητή, τον σωτήρα, τον κοµιστή των λύσεων. Να µε απασχολεί µονάχα η ατοµική µου καλοπέραση, η προσωπική µου ευηµερία και η ανάλωση σε ένα βουλιµικό κυνήγι φευγαλέων απολαύσεων· να συντηρώ την πλάνη ότι αυτές οι τετριµµένες µικροανέσεις θα µπορέσουν κάποτε να αντισταθµίσουν το βαθύτερο κενό της ύπαρξής µου. Να σκέφτοµαι, να φαντάζοµαι και να λειτουργώ ως µονάδα, εξυµνώντας την ατοµικότητά µου στην πληθώρα καταναλωτικών επιλογών και απαντώντας στα προβλήµατα της γενιάς µου σε πρώτο ενικό. Να αντιλαµβάνοµαι την ελευθερία σαν προσωπική ευθύνη, αντί για συλλογικό διακύβευµα και µοίρα κοινή.
Παρ’ όλα αυτά, είχα βαλθεί να αντιστρατευτώ στα κελεύσµατα της εποχής, διατρανώνοντας: Γεννήθηκα Χίλιοι! Είναι κρίµα να πεθάνω Ένας! Βαυκαλιζόµουν ότι θα αντισταθώ στην πανδηµία των καιρών, όσο συντηρώ αυτό το φάσµα δυνατοτήτων τουλάχιστον µέσα µου. Ότι µπορώ ακόµα να το ανασύρω όταν βρω λίγο χρόνο, όταν ξεµπερδέψω από όλα τα πρέπει αυτής της καταναγκαστικής κοινωνίας. Σήµερα αυτό το όταν είναι που κηδεύεται. Κάπου στην πορεία η γενεσιουργός ορµή µου ξεθύµανε, στέρεψε, εξανεµίστηκε. Αναλώθηκα και εγώ σε µια ατέρµονη αναβολή, σε µια αέναη µετάθεση. Βρίσκοµαι και εγώ πλέον µπροστά στο κατώφλι µιας κοινωνίας που έχει γίνει δυσθεώρητα στενό, µια χαραµάδα. Στο κατώφλι µιας κοινωνίας που, για να σε προσεταιριστεί, σε καθυποτάσσει στους όρους της, σε εξαναγκάζει να αποτινάξεις όλα τα άχρηστα –µα πολύτιµα για σένα– µπαγκάζια· που, για να σε εντάξει στον ισολογισµό της, σε υποχρεώνει να αποποιηθείς καθετί που κρίνεται ασύµφορο, σπάταλο, µίασµα στο βασίλειο της οικονοµικής αποτελεσµατικότητας. Σήµερα κηδεύω εδώ την πολλαπλότητα και τον πλουραλισµό των εαυτών που κρύβει µέσα του ο κάθε άνθρωπος. Καλή τύχη στον Έναν που µου απέµεινε».