Ομοφυλόφιλος, ποιητής, κοσμοπολίτης και μοντερνιστής. Χαρακτηριστικά που διαθέτει ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης και που δύσκολα συγχωνεύονται κάτω από την ταμπέλα «εθνικός» ή «ερωτικός» που προσπάθησαν να του αποδώσουν μέχρι σήμερα τα διαμετρικά αντίθετα φιλολογικά στρατόπεδα. Για τους «εθνικούς», οι σκοτεινές ρωγμές της ερωτικής επιθυμίας όχι μόνο δεν ενοποιούνταν σε οποιαδήποτε κατηγορική ιστορία ομοιοτήτων και δεν συγκροτούσαν ταυτότητα αλλά μάλλον το αντίθετο – υποβίβαζαν το μεγαλεπήβολο όραμα του διεθνοποιημένου ελληνισμού στον οποίο απέβλεπε ο Αλεξανδρινός ποιητής. Ενώ για τους «ερωτικούς» αναλυτές η σεξουαλικότητα των ποιημάτων του Καβάφη ήταν δείγμα ενός αιρετικού λόγου που ταυτιζόταν με τις κρυφές και άδηλες επιθυμίες ή συνευρέσεις, αλλά περιοριζόταν σε μια καλλιτεχνικού τύπου εκδήλωση αντίδρασης ή φυγής. Ανατρέποντας τις θεωρίες που ήθελαν να περιορίσουν τον Καβάφη στα στεγανά είτε μιας εθνικής/ιστορικής είτε μιας περιθωριακής ερωτικής εξέγερσης, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Δημήτρης Παπανικολάου, με το βιβλίο του Σαν κ' εμένα καμωμένοι, προσφέρει μια άκρως πρωτότυπη και πρωτογενή θεωρία που επιμένει ότι η σεξουαλική ταυτότητα του Καβάφη αποκτά χαρακτηριστικά αρθρωμένου πολιτικού λόγου. Η ερωτική του ποίηση όχι μόνο δεν είναι περιθωριοποιημένη αλλά είναι αντιπροσωπευτική μιας υποκειμενικότητας που σκοπό έχει να ξεσηκώσει, να προβληματοποιήσει και ταυτόχρονα να ενώσει, πλέκοντας μέσα από προσωπικά παραδείγματα και στίχους, το πολύπλοκο υφάδι της αντισυμβατικότητας, της συλλογικότητας και της ελευθερίας. Ο ερωτικός λόγος του Καβάφη εκφράζει έτσι μια κουλτούρα συνάμα τόσο μοντέρνα και αντικειμενοποιημένη, που αντηχεί ηχηρή ως τις μέρες μας.
Με άλλα λόγια, ο Καβάφης, με την ποίησή του, μετωνυμικά αντιτίθεται σε όλους τους ομοφοβικούς λόγους της εποχής μας, στις κατ' εξακολούθηση επιθέσεις εναντίον ομοφυλόφιλων σε κάθε μεριά της πόλης ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στις άδηλες ρατσιστικές μετατοπίσεις αλλά και στις υποτιθέμενες μορφές αποδοχής μιας διαφορετικής ερωτικής ταυτότητας που το μόνο που κάνουν είναι να αποδεικνύουν τις βαθιά ριζωμένες ρατσιστικές προκαταλήψεις (βλέπε το κλασικά αντιδραστικό «οι γκέι εμένα είναι φίλοι μου» ή «δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι»). Με πολύ μοντέρνο τρόπο ο Παπανικολάου χρησιμοποιεί τον βιωματικό Καβάφη ως κατεξοχήν επικαιροποιημένο πολιτικό όπλο απέναντι στο σύστημα καταπίεσης, αποκλεισμού ή ελέγχου που δεν περιορίζεται μόνο στην περιθωριοποίηση των ομοφυλοφίλων. Σκοπό έχει να ελέγξει, να κατηγοριοποιήσει και να κατατροπώσει όλους όσοι αρνούνται τη γενικευμένη αλήθεια και την ολοκληρωτική πορεία του. Μπορεί να μην επιβάλει σωματικές πράξεις εξόντωσης ή να μη στήνει στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά έχει τον δικό του τρόπο να εισέρχεται στο καθημερινό, διαμορφώνοντας μια αρχή κανονικότητας και κανόνων (χρησιμοποιώντας τον δημόσιο λόγο ή τις επιστήμες). Η νέα «τεχνολογία της εξουσίας», όπως εκφράζεται από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα –ακριβώς, δηλαδή, τη στιγμή που, όπως μας λέει ο Παπανικολάου, αρχίζει να διαμορφώνεται η συγκροτημένη ποιητική ταυτότητα του Καβάφη–, συνδέεται πλέον με το γνωστικό πεδίο και τον δημόσιο λόγο. Από εκείνη τη χρονική στιγμή και ύστερα ο «ομοφυλόφιλος» αρχίζει να αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μέσα από ιστορικο-νομικές συζητήσεις. «Αν ξανακοιτάξει κανείς αυτή την παράγραφο» γράφει ο Παπανικολάου, παραπέμποντας στον χαρακτηριστικό στίχο «υπάρχει και υπήρξε ο έρως σε λιγοστούς ανθρώπους», «συνειδητοποιεί ότι συνέχεται από την ιδέα μιας νέας κατηγοριοποίησης, μιας νέας αίσθησης του σεξουαλικού εαυτού και μιας καινούργιας δυνατότητας του λόγου να αναπροσδιορίσει και να απενοχοποιήσει σώματα, αισθήσεις και επιθυμίες. Στο σκοινί που τεντώνει η παράγραφος αυτή μεταξύ "φιλολογίας" και "ερωτικής ταυτότητας", η "νέα φάσις" του έρωτα ισορροπεί κρατώντας αντίβαρο από τη μία μεριά έναν άξονα "επιστημονικό" (ιατρικό/νομικό) και από την άλλη έναν άξονα που ορίζουν η ποιητική και η ηθική». Το σώμα του ομοφυλόφιλου ονομάζεται ως τέτοιο με πολλαπλούς επιστημονικούς ή άλλους τρόπους – ο «κίναιδος», η «αδελφή» ή ο «τοιούτος». Ειδικές μορφές καταπίεσης διασταυρώνονται έτσι με περίπλοκα αμαλγάματα αφήγησης που ξεπερνούν τα όρια του ερωτικού αισθητισμού. Αν τον 18ο αιώνα κυρίαρχη ήταν η εικόνα του αισθαντικού ή εξωραϊσμένου ρομαντικού λόγου με τον οποίο έτειναν να συνδέουν την εικονοποιία της ομοφυλοφιλίας (ο Παπανικολάου κάνει λόγο για τη λογοτεχνία της παρακμής ή τον Γουίτμαν και τον Όσκαρ Ουάιλντ), μετά τον 19ο ανοίγει μια νέα συζήτηση για τη σεξουαλικότητα που εγείρει συζητήσεις για την επιθυμία, τον πολιτικό αποκλεισμό ή την ταύτιση.
Σε όλα αυτά δείχνει να παραπέμπει ο Καβάφης με τους στίχους του, παρουσιάζοντας τις άπειρες δυνατότητες της ποιητικής αμφισημίας προκειμένου να περιγράψει, χωρίς να κατονομάζει ξεκάθαρα, τους «ομοίους» του. Η κίνησή του είναι συνειδητή, και γι' αυτό πολιτικά ρηξικέλευθη. Οι άσωτες ηδονές δεν παρουσιάζονται πλέον μέσα από την ποίηση του αισθαντικού ή του ουδέτερου παρατηρητή αλλά του ανθρώπου που εμπλέκεται βιωματικά μέσω της ποιήσεώς του στην ομοφυλοφιλική ερωτική εμπειρία. Όσο για τη θέση των σωμάτων που ξαπλώνουν πριν από την πράξη ή που συνευρίσκονται σε παράνομα υπόγεια, μπορεί να μη δηλώνεται κυριολεκτικά, αλλά ακριβώς γι' αυτό είναι τόσο δυνατή (όπως αντίστοιχα οι ερωτικές πράξεις στον Μπαλζάκ, που απλώς περιγράφονται μέσα από την κίνηση της άμαξας). Ο Καβάφης σκανδάλισε τόσο ακριβώς επειδή αρνιόταν να σκανδαλίσει μιλώντας τη γλώσσα των παραβατικών της επιθυμίας χωρίς να τους κατονομάζει, παραχωρώντας τους αντίθετα το ακήρατο ποιητικοπολιτικό δικαίωμα της γλώσσας. Η αποκάλυψη, εν προκειμένω, της γκέι ταυτότητας απλώς θα ενεργοποιούσε την επιβολή κυρώσεων και θα συμπίεζε τις συμβολικές περιπτώσεις στη μέγγενη της κυριολεξίας. Ενώ το ποιητικό παράδειγμα που εμπλέκει το βιωματικό στοιχείο αποκτά χαρακτηριστικά καθολικότητας (αντιπροσωπευτικός ο στίχος που παραθέτει ο Παπανικολάου και στο εξώφυλλο του βιβλίου, «σαν κ' εμένα καμωμένοι») και άρα πολιτικής πράξης. Μέσα από αυτές τις νωχελικές αμφισημίες της ποίησης ο Καβάφης χαρίζει στους σαν κι εκείνον καμωμένους μια δύναμη απεριόριστη που υπερβαίνει τα στεγανά του χώρου και του χρόνου. Κι αυτό ο ποιητής το κάνει απόλυτα στρατηγικά και, όπως υποστηρίζει ο Παπανικολάου, απόλυτα συνειδητοποιημένα. Η νεωτεριστικού τύπου επιθυμία διαμορφώνει ανατρεπτικούς ποιητικούς συνειρμούς που είναι πολιτικά στοχευμένοι, δείχνοντας ταυτόχρονα τη διάχυση της επιθυμίας και των σωμάτων. Μέσα από αυτή την ποιητική τεχνική της «απόκρυψης» και «αποκάλυψης» που χαρακτηρίζει το καβαφικό κείμενο στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τον Παπανικολάου, μια νέα «τεχνολογία του εαυτού» που δείχνει, φουκωικώ τω τρόπω, ότι «αυτός ο άνθρωπος –ο Καβάφης– συνειδητοποιεί κάτι για την κοινωνική και την ιστορική συνθήκη. Κι ότι αυτή η συνειδητοποίηση είναι στιγμή κρίσιμη, κατάσταση κρίσιμη, οπτική κρίσιμη, κατανόηση κριτική. Αν με τον όρο κριτική μπορούμε να ονομάσουμε την κατανόηση που ψυχώνεται ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».
Με άλλα λόγια, ο ποιητής έχει βαθιά επίγνωση ότι κάποια στιγμή κάποιοι άλλοι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του κι ενίοτε θα το επικαλεστούν για να αναδιαμορφώσουν μια αντίστοιχη θέση στον κόσμο. Θα αναζητήσουν τη δική του ποιητική φωνή που μέσα από την αξιακή ισχύ της παραδοχής της θα τους βοηθήσει να διαβάσουν αλλιώς την ιστορία του δικού τους εαυτού, καταλήγοντας στη δική τους κρίσιμη, προσωπική αφήγηση. Ύστερα από αυτήν τη διαπίστωση, η «ποίηση του ευάλωτου εαυτού» για την οποία κάνει λόγο ο Παπανικολάου αποκαλύπτει με τρόπο ρηξικέλευθο τη μοναδική στιγμή της συνάντησης του ερωτισμού με την ομοφυλοφιλική συνθήκη, όπου παρουσιάζονται όλα μαζί ως υποκειμενικότητα και ως πολιτική πράξη. Επομένως, πέρα από εργαλείο φιλολογικής ανάλυσης, το βιβλίο του Παπανικολάου συνιστά ένα καθολικό κάλεσμα προς όλες τις φωνές της ετεροκανονικότητας να βρουν τον δικό τους δρόμο για να τολμήσουν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή, ορίζοντας έναν διαφορετικό τρόπο επαναστατικής επαγγελίας, μέσω της ποίησης. Κι αυτή η παρηγοριά, όπως θα έλεγε κι ο ποιητής, αρκεί για τότε και –κυρίως– για τώρα.
σχόλια