Πέρσι, μόλις στα 21 του χρόνια, εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ποιητικό Αίτιο» (Εκδόσεις Εντευκτηρίου). Δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος απ' την κυκλοφορία του βιβλίου και συναντιόμαστε στην κορυφή του Ηλέκτρα Παλλάς, αρχικά για να χαζέψουμε τη θέα. Πηγαίνοντας στο ραντεβού, συνάντησα ένα μπούγιο εφήβων του Fan Club του Τζάστιν Μπίμπερ που είχαν έρθει στην πόλη για διακοπές. Τα αγόρια κρατούσαν κιθάρες και έπαιζαν το «Sorry», περπατώντας στη Λεωφόρο Νίκης.
Τώρα όμως, από ψηλά, βλέπουμε στην πλατεία Αριστοτέλους ένα διαφορετικό μπούγιο, μαυροφορεμένοι άντρες που στήνονται αναφανδόν για φωτογραφίες. «Χρυσαυγίτες σε πενταήμερη;», αναρωτιόμαστε με ελαφριά ανατριχίλα. Είναι οι μέρες κοντά στην επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, λίγες μέρες αφότου Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων ξεκίνησαν να αρνούνται τα προσφυγόπουλα στα σχολεία «τους». Το βλέμμα μας παρακολουθεί υπνωτισμένο την κινούμενη μαύρη μάζωξη, ψάχνοντας για ένα σημάδι πως δεν είναι αυτό που νομίζουμε.
Έχοντας αποφοιτήσει με ένα πρώτο πτυχίο στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο στις ΗΠΑ, ο Ένο θα μπορούσε να είχε κάνει αίτηση απευθείας για διδακτορικό. Προτίμησε, ωστόσο, να κάνει ένα μεταπτυχιακό στο Κέιμπριτζ, σαν γέφυρα (εκτός των άλλων δεν είναι σίγουρος αν η Φιλοσοφία είναι τελικά το κάλεσμά του) μεταξύ προπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών. Ετοιμάζεται να φύγει απ' την Θεσσαλονίκη σε λίγες ημέρες.
— Πολλοί γράφουν στα δεκαπέντε τους ποίηση, συνήθως γεμάτη υπαρξιακά κλισέ, απαισιοδοξία και έρωτες. Ελάχιστοι όμως αξίζουν κι ελάχιστοι γίνονται στ' αλήθεια ποιητές. Ποια ήταν η διαφορά σου απ' τους άλλους πιτσιρικάδες;
Ίσως το ότι δεν το έκανα από ανάγκη αυτοέκφρασης. Αντιμετώπισα την ποίηση ως ένα γνωστικό αντικείμενο κι όχι ως μέσο που θα με βοηθούσε να εκφράσω τα εσώψυχά μου. Η ποίηση σαφώς και συνιστά αντικείμενο μελέτης και – ίσως απλώς – τυχαίνει ένα μεγάλο μέρος του αντικειμένου να είναι η δημιουργία. Δηλαδή, η δημιουργία στην ποίηση συμβαίνει να είναι στην πραγματικότητα μια μεθοδολογική διαδικασία μέσα από την οποία επιτυγχάνεται η οποιαδήποτε γνώση για τον κόσμο σού παρέχεται από αυτήν, την ποίηση.
— Μικρός τι ήθελες να γίνεις;
Ποιητής. Αλλά το αποφάσισα λαθραία, σχεδόν τυχαία. Μας ρώτησε κάποτε η δασκάλα της μουσικής τι θέλαμε να γίνουμε – ξέρεις, τα κλασικά – κι έλεγαν οι άλλοι μπαλαρίνες, αστροναύτες, διάφορα τέτοια εντυπωσιακά. Κι όταν έφτασε η σειρά μου και δεν είχα σκεφτεί επάγγελμα ποτέ πιο πριν, αυτοσχεδίασα. Παρότι όμως έτσι έγινε, το πήρα σοβαρά. Έγραφα και καλές εκθέσεις ανέκαθεν, πιο γλαφυρές απ' τα άλλα παιδιά, χρησιμοποιούσα περισσότερα επίθετα. «Εξωσχολικά» κείμενα έγραφα ήδη από το τέλος του δημοτικού, αλλά ποιήματα ξεκίνησα στην πρώτη γυμνασίου. Τότε έγραψα ένα και το έστειλα σε έναν διαγωνισμό του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελλάδος. Κέρδισα αναπάντεχα το πρώτο βραβείο και συνέχισα να στέλνω ποιήματα μέχρι το τέλος του λυκείου, κι έβγαινα ανελλιπώς πρωτοδεύτερος.
— Κοιτάζοντάς εκείνα τα ποιήματα σήμερα, ποια είναι τα συναισθήματά σου;
Μου αρέσουν, αλλά ταυτόχρονα τα μετανιώνω. Βέβαια αυτού του είδους η μετάνοια είναι για μένα ένας σημαντικός δείκτης, κι επομένως επιθυμητή. Είναι μεν ένα κάποιο κίνητρο, αλλά κυρίως αποτελεί ό,τι καλύτερο διαθέτω σε έναν υποτυπωδώς ποσοτικό δείκτη προόδου. Προσπαθώ να φανταστώ πώς θα νιώθω σε μερικά χρόνια για την πρώτη μου ποιητική συλλογή, και όντως ελπίζω να μετανιώσω για τα ποιήματα αυτά.
— Μήπως όμως αυτοϋπονομεύεσαι ήδη για να μην απογοητευτείς;
Αν μετανιώσω ή ντραπώ θα είναι η πιο αξιόπιστη ένδειξη ότι έχω εξελιχθεί. Αν συνεχίσω να θαυμάζω πλήρως, αμετανόητα τα παλιότερα ποιήματά μου θα σημαίνει πως δεν έχω αλλάξει καθόλου. Και θέλω να αλλάζω, βέβαια, να μην ταυτίζομαι με πολλά – μόνο τα απαραίτητα.
— Γεννήθηκες στην Αλβανία το '94, και τρία χρόνια μετά ήρθατε μόνιμα εδώ. Θες να μου μιλήσεις για την αποξένωση που ένιωθες μεγαλώνοντας στην Ελλάδα;
Νομίζω πως δεν την ένιωσα. Και αυτό το συνειδητοποιώ με μεγαλύτερη σαφήνεια τώρα, εκ των υστέρων, έχοντας νιώσει αποξενωμένος σε άλλες χώρες όπου έχω ζήσει, όπως οι ΉΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαιρετικά ομοιογενής στην κουλτούρα της, τη θρησκεία της, αλλά και φυλετικά, που καθιστά κάπως ανώμαλη τη διαδικασία αφομοίωσης. Δηλαδή, τα αρχικά στάδια, οι αρχικές απόπειρες αφομοίωσης (εκατέρωθεν) είναι κατά κανόνα ανεπιτυχείς, κουραστικές, δύσκολες. Ταυτόχρονα όμως, ακριβώς επειδή είναι τόσο ομοιογενής, κάποια στιγμή, σχεδόν ως δια μαγείας, αφομοιώνεσαι κι αν καταφέρεις τελικά να αφομοιωθείς, αφομοιώνεσαι πλήρως. Γίνεσαι απολύτως Έλληνας. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου εκατό τοις εκατό Έλληνα. Νιώθω πολύ πιο κοντά στην ελληνική παρά στην αλβανική κουλτούρα, μιλάω καλύτερα ελληνικά, νιώθω πιο κοντά στον Χριστιανισμό παρά στο Μουσουλμανισμό, κτλ.
— Αυτό έγινε από ανάγκη;
Όχι, ήταν εντελώς έξω απ' το δικό μου έλεγχο. Ειδικά όταν είσαι παιδί δεν παίρνεις απόφαση το πόσο απ' την προηγούμενη κουλτούρα σου θα κρατήσεις και πόσο θα παραχωρήσεις. Ήταν εντελώς ασυνείδητη η διαδικασία και έγινε ερήμην μου. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρότερος μάς προσέγγιζαν συνέχεια άνθρωποι της Εκκλησίας για να μας προσηλυτίσουν. Τώρα το συνειδητοποιώ βέβαια, αρχικά πίστευα ότι ήθελαν απλώς να κάνουν παρέα μαζί μας κι ότι νοιάζονταν για μας ασχέτως θρησκείας. Η πλύση εγκεφάλου ήταν αρκετά πετυχημένη πάντως: μέχρι να φτάσω στην εφηβεία και να καταλήξω οριστικά στον αθεϊσμό, είχα πάρει ένθερμα το θέμα του Χριστιανισμού. Ήξερα το «Πιστεύω» πολύ πριν το μάθουν οι συμμαθητές μου.
— Τώρα που είσαι μεγάλος σκέφτεσαι πως ίσως υποσυνείδητα ήθελες απλά να ταιριάξεις; Ή πραγματικά σου άρεσε τόσο πολύ η ελληνική κουλτούρα και η θρησκεία, γιατί εμάς ως παιδιά δεν μας ξετρέλαινε κιόλας αυτή η ελληνικότητα, μάλλον μας απωθούσε.
Προφανώς προσέφερα πλήρως τον εαυτό μου προς αφομοίωση, αλλά δεν ήταν κάτι που έκανα λόγω της καταγωγής μου. Οι λόγοι μου, ο κινητήριος μοχλός αυτών των αποφάσεων ήταν η ροπή που κυριαρχεί, ώς και δαιμονίζει, στους εφήβους: η ροπή για εξομοίωση, για «ανήκειν», για να ταιριάξουμε στις παρέες.
— Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με την ποίηση;
Είχα από μικρός τη στοιχειώδη επαφή με τα κείμενα που κάναμε στο σχολείο, αλλά η πρώτη αυτόνομη εξωσχολική επαφή ήταν με το «Άξιον Εστί» του Ελύτη. Σε 'κείνη τη φάση έκανα κάποια πρωτόλεια σκαριφήματα, αλλά πιάνοντας στα χέρια μου το «Άξιον Εστί», έμεινα άφωνος. Η γλώσσα του Ελύτη, αυτά τα ελληνικά on steroids, με συγκλόνισε. Έκτοτε και για μικρό διάστημα έγραφα κι εγώ έτσι, προσπαθώντας να ανταγωνιστώ τη γλώσσα του, να ανταγωνιστώ το «ερεβόφιλο ρόδι» και τα «ωκύμορα φιλιά».
— Ήταν μάταια η προσπάθεια να τον ανταγωνιστείς;
Όχι, παρότι προφανώς δεν ήμουν Ελύτης. Αποκήρυξα σύντομα εκείνον τον τρόπο γραφής, όμως χάρη σ' αυτόν ερωτεύτηκα τα ελληνικά πρώτα απ' όλα – τη φυσική υπόσταση της γλώσσας, το πώς φαίνονται οι λέξεις στο χαρτί, τους ήχους, τις συνηχήσεις, τις παιχνιδιάρικες αναδιπλώσεις κτλ.
— Θυμάμαι πως στο σχολείο μας ανέλυαν τα ποιήματα λέξη λέξη. Το πρόλαβες αυτό;
Εννοείται. Οι μαθητές μαθαίνουν απέξω τα ερμηνευτικά σχόλια, αλλά δεν μαθαίνουν ερμηνεία. Αυτό δεν έχει αλλάξει, όχι μόνο από τότε που πήγαινες εσύ σχολείο, αλλά και από τότε που υπάρχουν σχολεία στην Ελλάδα. Είχα την ευτυχία, όμως, μετά την Α' Λυκείου να πάω στο Διεθνές Απολυτήριο στο Ανατόλια, που έχει το δικό του πρόγραμμα σπουδών – κοινό σε όλο τον πλανήτη – κι εκεί έμαθα να αναλύω λογοτεχνία. Ποτέ δεν ήρθαν οι καθηγητές να μας υποδείξουν τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής. Μας έδιναν φυσικά τα κατάλληλα εργαλεία για να ξεκλειδώσουμε τον εσωτερικό κώδικα ενός κειμένου αλλά ποτέ δεν ισχυρίστηκαν πως ήξεραν ποια ήταν η ερμηνεία του. Εξασκούσαμε το λεγόμενο «σωκρατικό σεμινάριο», δηλαδή η καθηγήτρια καθόταν στην άκρη, κάναμε έναν κύκλο με τις καρέκλες, και προσπαθούσαμε από κοινού να εναποθέσουμε στη προφορική δεξαμενή της τάξης τις ιδέες, τα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ένα πειστικό ερμηνευτικό μοντέλο. Η καθηγήτρια μόνο επιμελείτο τη συζήτηση κι επενέβαινε σε συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή ήταν πράγματι μια καθηγήτρια κι όχι μια δασκάλα.
Αυτό που με σοκάρει είναι η αλαζονική πεποίθηση πως το Υπουργείο έχει το μονοπώλιο στην αλήθεια των κειμένων. Πρόκειται για ύβρι. Υπάρχουν μυστικά στο γράψιμό μου, γρίφοι που είναι άλυτοι για εμένα τον ίδιο πόσω μάλλον για τον κάθε καθηγητή λυκείου.
— Στο δικό μου σχολείο πάντως, που ο καθηγητής έπιανε το ποίημα λέξη λέξη και μας υπαγόρευε τι πρέπει να γράψουμε δίπλα. Πάντα αναρωτιόμουν πώς θα ένιωθε ο ποιητής αν μας έβλεπε ακόμα καμιά γωνιά. Οπότε, ευκαιρία να ρωτήσω εσένα: αν κάποτε κάποιο ποίημα σου διδαχθεί έτσι, πώς θα νιώσεις;
Αυτό που με σοκάρει πραγματικά είναι η αλαζονική πεποίθηση πως το Υπουργείο έχει το μονοπώλιο στην αλήθεια των κειμένων. Πρόκειται για ύβρι. Πολλές φορές γράφω κάποια φράση που μού είναι ανεξήγητη, καθώς μια λέξη μπορεί να μου έχει έρθει διαισθητικά χωρίς να προηγείται κάποια ορθολογική ή εύκολα ορθολογίσιμη διαδικασία. Υπάρχουν μυστικά στο γράψιμό μου, γρίφοι που είναι άλυτοι για εμένα τον ίδιο πόσω μάλλον για τον κάθε καθηγητή λυκείου.
— Είναι λίγο αντιδημοφιλής ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία, ε;
Πολύ. Όταν διάβασα μόνος μου λογοτεχνία, τότε ήταν που κατάλαβα ότι αυτό που κάνουμε στο σχολείο δεν είναι λογοτεχνία.
— Ήσουν ο μόνος στην τάξη που αγαπούσε την ποίηση;
Μάλλον. Οι φίλοι μου δε διαβάζουν ποίηση, κι ούτε μιλάμε ποτέ για ποίηση. Για πάρα πολύ καιρό η ποίηση ήταν πολύ ιδιωτική διαδικασία για μένα. Μόνο όταν εισήλθα – λίγο – στους λογοτεχνικούς κύκλους της Θεσσαλονίκης, αντιλήφθηκα την ποίηση ως κοινωνική διαδικασία. Μέχρι που έστειλα τα κείμενά μου στο Εντευκτήριο και ξεκίνησε η δημόσια πορεία τους, έγραφα απλώς ποίηση στο δωμάτιό μου, χωρίς να συζητάω με κανέναν γι' αυτήν.
— Το έκρυβες δηλαδή;
Όχι. Έλεγα πού και πού ότι γράφω ποιήματα, αλλά μέχρι εκεί. Πίστευα και πιστεύω ότι, παρόλο που με τον τρόπο της είναι αναμφίβολα κοινόχρηστο είδος η λογοτεχνία και η τέχνη εν γένει, η παραγωγή της οφείλει αυστηρά να γίνει σε ένα room of one’s own. Και στο μπλογκ μου απ' το οποίο ξεκίνησαν τα ποιήματα, δεν έγραφα με το όνομά μου, αλλά με ψευδώνυμο. Δεν με ήξερε κανένας απ' αυτούς που με διάβαζε κι αυτήν την ιδιωτικότητα την ήθελα και την επιδίωκα ως συνθήκη της παραγωγής της λογοτεχνίας μου.
— Τώρα δεν τη θέλεις όμως...
Την θέλω.
— Ναι, αλλά δεν έβγαλες τη συλλογή με ψευδώνυμο, την έβγαλες με το ονοματεπώνυμό σου.
Άλλο η ιδιωτικότητα, κι άλλο η κρυψίνοια.
— Δηλαδή θα μου έλεγες ποιο ήταν το μπλογκ σου ή το έχεις ακόμα κρυφό;
Ναι φυσικά, το λέω, δεν το κρύβω. Δεν είμαι εμμονικός με την ιδιωτικότητα. Είναι το doctoragolli.tumblr.com, και το έφτιαξα στα 16 μου. Δεν το ανανεώνω πλέον και τόσο συχνά.
—Ένιωσες περίεργα όταν αποκάλυψες το όνομά σου βγάζοντας το βιβλίο;
Ήταν τελεσίδικο. Ένιωσα πως αυτό που κάνω έχει έναν πραγματικό αντίκτυπο στον έξω κόσμο. Κι η αίσθηση πως η ποίησή μου ήταν πλέον χειροπιαστή, τυπωμένη σε χαρτί, ήταν επίσης τρομακτική ώς και τρομοκρατική. Καθώς δεν είμαι κοινωνικός χαρακτήρας, με φοβίζει αυτή η έκθεση – ακόμα κι η ελάχιστη έκθεση που έχει ένας ποιητής.
— Είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι εν μέσω της ελληνικής κρίσης η ποίηση ανθεί;
Νομίζω ναι, και είναι απ' τους ελάχιστους τομείς που ανθούν. Το πιστεύουν και πολλοί ξένοι μελετητές. Η Κάρεν Βαν Ντάικ, καθηγήτρια στο Κολούμπια εξέδωσε πρόσφατα μία ανθολογία για την ελληνική ποίηση κατά την περίοδο της κρίσης και λέει πως «η Ελλάδα τώρα τα έχει όλα λιγότερα, εκτός απ' την ποίηση». Κάτι παρόμοιο εξέδωσε και ο Θοδωρής Χιώτης στο Ηνωμένο Βασίλειο, και άλλοι ίσως που θα μου διαφεύγουν.
— Όμως όλοι οι σταρ της ποίησης, οι πιο γνωστοί εκπρόσωποί της δηλαδή, είναι όλοι ηλικιωμένοι. Κανένας απ' τη νέα γενιά δεν έκανε το τεράστιο μπαμ ακόμη;
Εντός των κύκλων αυτό δεν πολυ-ισχύει. Νομίζω όμως ότι, επειδή τώρα η ποίηση είναι πιο κοινωνική διαδικασία, δεν υπάρχουν μονάδες που μπορούν να προσεγγίσουν φήμη όπως παλιότερα. Λειτουργούμε περισσότερο ομαδικά. Μιλάμε περισσότερο για ρεύμα παρά για μεμονωμένους διάσημους.
— Πιο γνωστό είναι το ρεύμα λοιπόν παρά τα άτομα που το αποτελούν...
Ο μελετητής Βασίλης Λαμπρόπουλος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν μιλά για την Γενιά της Αριστερής Μελαγχολίας.
— Αυτοί είστε λοιπόν;
Έτσι μας έχει ονομάσει. Λέει πως ένα απ' τα χαρακτηριστικά μας στοιχεία, που ίσως μόνο στην Γενιά του '30 υπήρχε, είναι η συλλογικότητά μας. Λείπει το έντονα ατομικό – ή καλύτερα μεμονωμένο – στυλ γιατί δημιουργούμε ένα συλλογικό. Πρόκειται για μεταβολή στη έμφαση στο φάσμα ατομικού-συλλογικού.
— Αυτό σ' ενοχλεί;
Όχι, ίσα ίσα. Μου δίνει μια ασφάλεια.
— Πώς εισπράττεις τον όρο Αριστερή Μελαγχολία με τον οποίο σας ταυτίζει ο καθηγητής;
Ο όρος είναι δανεισμένος από ένα δοκίμιο του Φρόιντ που λέει ότι οι άνθρωποι έχουν δύο τρόπους να αντιμετωπίζουν την απώλεια: ο ένας είναι ο θρήνος, που πέφτεις στα πατώματα και κάποτε το ξεπερνάς, κι ο άλλος είναι η μελαγχολία εξαιτίας της οποίας ποτέ δε συμβιβάζεσαι με την απώλεια – είτε προσώπου, είτε ιδεολογίας, είτε οτιδήποτε –, και ποτέ δεν την ξεπερνάς.
Απ' όσα έχω έχω καταλάβει, ο καθηγητής Λαμπρόπουλος χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει το κίνημα που ξεκίνησε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τότε που όλα είχαν παγιωθεί. Είχαμε μια πολιτική και πολιτιστική σταθερότητα, χωρίς διάθεση για πειραματισμούς και πρωτοπορίες. Σ' αυτήν την παγιοποίηση και παραίτηση ήρθε η γενιά της Αριστερής Μελαγχολίας, όχι τόσο για να ανατρέψει όσο για να αναστοχαστεί. Δεν ρίχνουμε αγάλματα, αλλά δεν μπορούμε και να αποδεχτούμε το λιμνάζων στάτους κβο. Μια γενιά της κρίσης, πριν την μεγάλη κρίση, αυτήν του 2008 που συνεχίζει.
— Τι σε τράβηξε στη φιλοσοφία;
Η συνειδητοποίηση πως έχουμε τις διανοητικές ικανότητες να βρούμε επιχειρήματα τα οποία θα κλονίσουν τα θεμέλια πραγμάτων που θεωρούμε τελείως δεδομένα. Τίποτα δεν είναι βέβαιο όσο έχουμε τις διανοητικές ικανότητες να το αμφισβητήσουμε ή να το επανεξετάσουμε. Κάτι του τύπου: μήπως είναι όλα, μα όλα, μια θεατρική παράσταση;
— Και μέσα απ' τη φιλοσοφία, ο κάθε διανοητής προσπαθεί... Αλήθεια, τι προσπαθεί να βρει; Μήπως τελικά είναι κάποιου είδους πνευματικός αυνανισμός;
Συμβαίνει κι αυτό. Στην Ελλάδα υπερτερεί η ηπειρωτική φιλοσοφία – Χέγκελ, Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Φουκώ, Μπάτλερ, Κρίστεβα. Η ηπειρωτική, κατά την ταπεινή μου άποψη, κάνει σε μεγάλο βαθμό αυτό που λες. Μοιάζουν να γράφουν για να ακουστούν βαθυστόχαστοι, να ακουστούν φιλοσοφικοί με την κλασική, λαϊκή έννοια. Η αναλυτική φιλοσοφία, την οποία σπουδάζω εγώ, π.χ. Ράσελ, Βίτγκενστάιν, αλλά και άγνωστα σχεδόν ονόματα όπως Μπράντομ, ΜακΝτάουελ, Πάτναμ, Τσάλμερς, Φόντορ, Κρίπκε κ.ά., δεν έχει καμία διάθεση αμπελοφιλοσοφίας ή δυσνόητης έπαρσης. Οι αναλυτικοί χρησιμοποιούν τα εργαλεία της Μαθηματικής Λογική. Αν γνωρίζεις τα βασικά, αποκλείεται να τελειώσεις το διάβασμα μένοντας με τις συνήθεις απορίες που σε αφήνουν εμβρόντητο στα ηπειρωτικά κείμενα.
— Βλέπουν τη φιλοσοφία περισσότερο ως επιστήμη, παρά ως ποίηση δηλαδή...
Ακριβώς. Επειδή είμαι και ποιητής θα υπήρχε ο κίνδυνος να αντιμετώπιζα την φιλοσοφία με μια ποιητική, συνειρμική, φλου διάθεση...
— Δεν συνέβη;
Όχι επειδή θεωρώ πως δεν έχουν και τόσα κοινά η ποίηση μου και η φιλοσοφία.
— Αλήθεια;
Έχουν τόσα κοινά όσο, ας πούμε, η μουσική και η μοριακή βιολογία. Όμως τελευταία προσπαθώ να φέρω κοντά την ποίηση με την αναλυτική φιλοσοφία, κυρίως επειδή δεν έχει γίνει ποτέ από όσα ξέρω. Προσπαθώ με τον δικό μου τρόπο να πάρω κάποια ρεύματα της αναλυτικής φιλοσοφίας που είναι κάπως πιο προσφιλή στο χώρο της ποίησης – τουλάχιστον όπως την οραματίζομαι εγώ – και να τα παντρέψω μαζί της.
— Στο Facebook σου είχα διαβάσει έναν πετυχημένο μίνι-λίβελο εναντίον του Γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά...
Καλά, ο Ντεριντά συμβολίζει όλα αυτά που απεχθάνομαι στη φιλοσοφία. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' ό,τι λέει. Έχω ένα πτυχίο φιλοσοφίας, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και το χειρότερο είναι πως υποψιάζομαι ότι ήθελε να μην καταλαβαίνουμε τίποτα, για να νιώθουμε μικροί μπροστά στο μεγαλείο του.
— Πιστεύεις ότι υπάρχει κάποιος που τον καταλαβαίνει;
Που να τον καταλαβαίνει πραγματικά; Κάποιοι σίγουρα τον καταλαβαίνουν περισσότερο απ' ό,τι εγώ, αλλά νομίζω κανένας εκατό τοις εκατό. Η αρχική σκέψη του Ντεριντά βασίζεται σε στέρεες ιδέες, όμως μετά τις πασπαλίζει με τόση ακαταλαβίστικη σκέψη που τελικά συμμετέχει και ο αναγνώστης στον πνευματικό αυνανισμό. Αυτό μπορεί να είναι χρήσιμο κι ευχάριστο για πολύ κόσμο, δεν αντιλέγω. Εμένα αυτό που με χαλάει είναι ότι εκλαμβάνω αυτόν τον σκοταδιστικό τρόπο γραφής ως αγένεια απέναντι στον αναγνώστη.
— Έχεις πειράξει ποτέ τα πρώτα σου ποιήματα;
Ναι, και μάλιστα το θεμελιώδες ποίημα της πρώτης μου ποιητικής συλλογής προέρχεται από ένα ποίημα που έγραψα στα δεκαοκτώ μου για το διαγωνισμό που λέγαμε. Φυσικά έχει υποστεί αλλαγές, αλλά κι έτσι αλλαγμένο αποτελεί τον κορμό της συλλογής. Λέγεται «Τρεις μέρες υπαρξιακής αγωνίας μακριά απ' το Κιότο» - μεγάλος τίτλος, και επίτηδες πομπώδης. Έχει να κάνει με την πρωτοπρόσωπη εμπειρία της ενηλικίωσης, μια αρκετά αχαρτογράφητη επικράτεια στα ελληνικά γράμματα. Είχα επίγνωση πως είμαι ένας νέος που γράφει ποίηση και προσπάθησα να σταχυολογήσω την πρόοδο της ενηλικίωσης, ειδικά ως παράλληλη με αυτήν της αποξένωσης – της κυριολεκτικής αποξένωσης ετου αλλοδαπού. Η ηρωΐδα του ποιήματος που ανέφερα σπουδάζει στην Ευρώπη, όμως η ζωή της όλη είναι στην Ιαπωνία. Απ' το παλιό ποίημα διατήρησα τη θεματολογία και ξαναδούλεψα το τεχνικό κομμάτι – τις ρίμες, τους υπότιτλους, τη δομή.
— Θα σκεφτόσουν να γράψεις ένα μυθιστόρημα;
Όχι.
— Γιατί;
Δε νομίζω ότι μπορώ να βρω αρκετές αλήθειες, τόσες ώστε να χρειαστεί να τις απλώσω σε εκατοντάδες σελίδες. Θεωρώ ότι μπορώ να πω αυτά που θέλω, καταλαμβάνοντας πολύ λιγότερο χώρο. Είναι θέμα λακωνικότητας, δεν είναι θέμα είδους.
— Μήπως επειδή οι ποιητές είστε τελειομανείς με την κάθε λέξη και θα σας έπαιρνε δεκαετίες να γράψετε μυθιστόρημα; Είναι αλήθεια πως ψειρίζετε πάρα πολύ ακόμα και το κάθε γράμμα ενός ποιήματος πριν το εκδώσετε...
Ναι, μα αυτό επιβάλλεται. Για να είναι κάποιος ποιητής πρέπει να γνωρίζει καλά ότι η κάθε λέξη μετράει. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ποιητών. Οι τελειομανείς, και οι καλοί editors.
— Εσύ τι θα έλεγες πως είσαι;
Το δεύτερο. Όταν γράφω δεν με ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες. Γράφω ελεύθερα, αυτό που θέλω, και μετά κόβω ή προσθέτω. Η γραφή μου έτσι κι αλλιώς δεν είναι απολύτως ορθολογική, αλλά διαισθητική: κάτι βλέπω, κάτι ακούω, κάτι θυμάμαι χωρίς να ξέρω γιατί. Προσπαθώ τότε να μεταφέρω το εκάστοτε αίσθημα σε λέξεις. Είναι σα να προσπαθείς να μεταφέρεις μια εικόνα σε ήχο ή μια μυρωδιά σε εικόνα. Είναι μια συναισθησιακή διαδικασία την οποία δε μπορώ να διακόψω για να σκεφτώ αν πρέπει να μπει κόμμα ανάμεσα σε δυο λέξεις ή αν επέλεξα τη σωστή λέξη.
— Νιώθεις να σε αντιμετωπίζουν ποτέ σαν ούφο;
Όχι, γιατί προσπαθώ πάντα να απομυθοποιώ την εικόνα του Αγίου και Βασανισμένου Ποιητή. Διαφωνώ με την αίγλη που μας περιβάλλει. Ο ποιητής δεν κάνει κάτι πολύ πιο σπουδαίο από έναν εργαζόμενο γραφείου που δουλεύει οκτάωρο. Η δουλειά του ποιητή – γιατί δουλειά είναι – έχει και το τεχνικό της κομμάτι, ένα σωρό βαρετά πράγματα που πρέπει να γίνουν. Δεν λουόμαστε αέναα στο θεϊκό φως της Έμπνευσης. Όχι, καθόλου.