Γεννημένος στο Σαιντ Λούις της πολιτείας του Μισούρι (1888), από πατέρα επιχειρηματία και μητέρα πολυγράφο ποιήτρια, ο Έλιοτ φοίτησε στο Μίλτοντης Μασαχουσέτης και κατόπιν στο Χάρβαρντ, όπου επηρεάστηκε από τον φιλόσοφο Σανταγιάνα. Το 1910 παρακολούθησε τις διαλέξεις του Μπερξόν στη Σορβόννη και έγινε κάτοχος της γαλλικής και της ποίησης του Μπωντλαίρ και του Στεφάν Μαλαρμέ. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επανήλθε στην Αμερική ούτε και στο Χάρβαρντ. Μεγάλο ρόλο στη ζωή του έπαιξε ο Έζρα Πάουντ, μαζί με τον οποίο αποτέλεσαν ένα δίδυμο Αμερικανών που εγκατέλειψαν τη Νέα Αγγλία για να ζήσουν στην Ευρώπη.
Ο κομψός τόμος των δοκιμίων του (σε περισπούδαστη μετάφραση και κομψότατη έκδοση) αναφέρεται στο ζήτημα της ποίησης, είτε πρόκειται για τον ελεύθερο στίχο, τον Σαίξπηρ, το κλασικό έργο και την ελάσσονα ποίηση, είτε για τη μουσική της ποίησης, τη θρησκεία σε σχέση με τη λογοτεχνία και άλλα παράλληλα μοτίβα που αναδεικνύουν τον Έλιοτ σε έναν βαθυνούστατο -αν όχι τον κορυφαίο- κριτικό της εποχής του. Προφανώς, παρόμοια έργα δεν κρίνονται. Άρα, το μόνο που απομένει είναι να ανθολογήσουμε εδώ κι εκεί κάποιες παραγράφους που αναδεικνύουν τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του.
Γίνεται, τάχα, σταυροφορία εναντίον της ομοιοκαταληξίας;
«Είναι πιθανόν η υπερβολική έκθεση στην ομοιοκαταληξία να σκλήρυνε το σύγχρονο αυτί. Η απόρριψη της ομοιοκαταληξίας δεν είναι φυγή προς την ευκολία. Αντιθέτως, επιβάλλει μια μεγαλύτερη δοκιμασία στη γλώσσα. Όταν η καθησυχαστική ηχώ της ομοιοκαταληξίας εκλείψει, η επιτυχία ή αποτυχία στην εκλογή των λέξεων γίνεται αμέσως πιο αισθητή. Όταν εκλείψει η ομοιοκαταληξία, πολλή αιθέρια μουσική ακούγεται ξαφνικά από τη λέξη, μια μουσική που ως τότε τιτίβιζε απαρατήρητη στο αναπεπταμένο πεδίο του πεζού λόγου. Και αν απαγορευτεί η ομοιοκαταληξία, πολλοί βασιλιάδες θα μείνουν χωρίς γένια» (σ. 24).
Άραγε ο «Άμλετ» είναι το αριστούργημα του Σαίξπηρ;
«Ως προς το “απείθαρχο υλικό” δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο Άμλετ όχι μόνο δεν είναι το αριστούργημα του Σαίξπηρ αλλά είναι βεβαιότατα καλλιτεχνική αποτυχία. Είναι το εκτενέστερο και πιθανότατα το έργο για το οποίο ο Σαίξπηρ κατέβαλε τη μεγαλύτερη προσπάθεια. Ωστόσο, του άφησε σκηνές περιττές και χωρίς συνοχή, που θα είχαν γίνει αντιληπτές ακόμα και σε μια βιαστική αναθεώρηση» (σ. 32).
Τι είναι το κλασικό έργο; Η ωρίμανση του ποιητή; Η περιρρέουσα κοινωνία;
«Παρατηρούμε ότι μερικά πνεύματα ωριμάζουν νωρίτερα από άλλα και ότι εκείνα που ωριμάζουν πολύ γρήγορα δεν έχουν πάντα μεγάλη εξέλιξη. Θίγω αυτό το θέμα για να επισημάνω, πρώτον, ότι η αξία της ωρίμανσης εξαρτάται από την αξία αυτού που ωριμάζει, και δεύτερον, ότι πρέπει να γνωρίζουμε πότε αυτό που μας απασχολεί είναι η ωρίμανση συγκεκριμένων συγγραφέων και πότε η ανάλογη ωρίμανση λογοτεχνικών περιόδων. Η ωριμότητα της λογοτεχνίας καθρεφτίζει την ωριμότητα της κοινωνίας εντός της οποίας παράγεται» (σ. 47).
«Στη ζωή, αυτός που αρνείται να θυσιάσει οτιδήποτε για να κερδίσει κάτι άλλο, καταλήγει στη μετριότητα ή στην αποτυχία. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο ειδικός που έχει θυσιάσει πάρα πολλά για πολύ λίγα ή που είναι εκ φύσεως τόσο ειδικός ώστε δεν έχει τίποτα να θυσιάσει. Αλλά έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι στον αγγλικό δέκατο όγδοο αιώνα αποκλείστηκαν πάρα πολλά. Η ώριμη σκέψη υπήρξε, αλλά ήταν στενή. Η αγγλική κοινωνία και τα αγγλικά γράμματα δεν ήταν επαρχιώτικα, με την έννοια ότι δεν ήταν αποκομμένα ούτε έμειναν πίσω από τις εξελίξεις στις καλύτερες ευρωπαϊκές κοινωνίες και στα ευρωπαϊκά γράμματα. Ωστόσο, η ίδια η εποχή ήταν, τρόπος του λέγειν, επαρχιώτικη» (σ. 58).
Εγκώμιο στον Βιργίλιο και στην «Αινειάδα».
«Ο Αινείας από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ένας άνθρωπος του πεπρωμένου, ένας άνθρωπος που δεν είναι ούτε τυχοδιώκτης, ούτε δολοπλόκος, ούτε ανέστιος, ούτε αριβίστας, ένας άνθρωπος που πραγματώνει το πεπρωμένο του όχι καταναγκαστικά ή συμμορφούμενος σε αυθαίρετη εντολή, και βέβαια όχι για τη δόξα αλλά επειδή υποτάσσει τη βούλησή του σε μια ανώτερη δύναμη πέρα από τους θεούς που θα του ανέτρεπαν τα σχέδια ή θα τον καθοδηγούσαν. Θα προτιμούσε να είχε μείνει στην Τροία, αλλά φεύγει εξόριστος και γίνεται κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο από οιονδήποτε εξόριστο. Εξορίζεται για έναν σκοπό μεγάλο που δεν τον γνωρίζει αλλά τον οποίο αποδέχεται. Και δεν είναι, σαν άνθρωπος, ευτυχισμένος ή επιτυχημένος. Είναι το σύμβολο της Ρώμης. Και ό,τι είναι ο Αινείας ως προς τη Ρώμη, είναι η αρχαία Ρώμη ως προς την Ευρώπη. Έτσι, ο Βιργίλιος κατακτά την κεντρική θέση του μοναδικά κλασικού. Βρίσκεται στο κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε μια θέση που κανένας άλλος ποιητής δεν μπορεί να τη μοιραστεί ή να τη σφετεριστεί. H ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η λατινική γλώσσα δεν ηταν οποιαδήποτε αυτοκρατορία και οποιαδήποτε γλώσσα, αλλά μια αυτοκρατορία και μια γλώσσα με ένα μοναδικό πεπρωμένο σε σχέση με μας. Και ο ποιητής με τον οποίο εκφράστηκαν εκείνη η αυτοκρατορία και εκείνη η γλώσσα είναι ένας ποιητής μοναδικού πεπρωμένου» (σ.76).
Μία από τις βαρύνουσες σελίδες του Έλιοτ για τη λογοτεχνία της Ευρώπης, και πιο σωστά για το ηθικό και πνευματικό κύρος της, είναι η ακόλουθη.
«Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όπως η Ευρώπη είναι ένα όλον (και ακόμα, παρά τον βαθμιαίο ακρωτηριασμό και την παραμόρφωση, ο οργανισμός από τον οποίο θα αναπτυχθεί μια μεγαλύτερη παγκόσμια αρμονία), το ίδιο και η ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι ένα όλον, τα διάφορα μέλη του οποίου δεν μπορούν να αναπτυχθούν, αν δεν κυκλοφορεί σε ολόκληρο το σώμα το ίδιο αίμα. Το αίμα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας είναι λατινικό και ελληνικό όχι σαν δύο κυκλοφορικά συστήματα αλλά σαν ένα, διότι μέσω της Ρώμης θα ιχνηλατήσουμε την ελληνική καταγωγή μας. Ποιο κοινό μέτρο αξίας έχουμε στη λογοτεχνία, στις διάφορες γλώσσες μας, που δεν είναι το κλασικό μέτρο; Ποια αμοιβαία συνεννόηση μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα διασώσουμε, αν όχι στο πλαίσιο της κοινής κληρονομιάς, σκέψης και συναισθήματος σε αυτές τις δύο γλώσσες, για την κατανόηση των οποίων κανένας ευρωπαϊκός λαός δεν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των άλλων;
Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΜΑΣ, Ο ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΕΙΝΑΙ Ο ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ...» (80-81).
Ακόμα και το (λογοτεχνικό) χρηματιστήριο επιστρατεύει ο Έλιοτ για να εδραιώσει τα κριτήριά του.
«Καμιά ποιητική φήμη δεν παραμένει στο ίδιο ακριβώς επίπεδο. Είναι σαν μετοχή στο χρηματιστήριο αξιών και υφίσταται διακυμάνσεις. Υπάρχουν τα πολύ μεγάλα ονόματα, βέβαια, όπου το εύρος της διακύμανσης είναι μικρό: αν ο Μίλτον είναι σήμερα στις 114 μονάδες και αύριο στις 97,25, δεν γεννάται ζήτημα. Αλλά η φήμη άλλων ποιητών, όπως ο Νταν ή ο Τένισον, έχει τόσο μεγάλες διακυμάνσεις, ώστε αποτιμούμε την αξία τους με τον μέσο όρο μιας μακράς περιόδου. Άλλων η φήμη είναι σε χαμηλά επίπεδα, αλλά παραμένει πάντα σταθερή και αποτελούν καλή επένδυση. Και υπάρχουν ορισμένοι ποιητές που είναι καλή επένδυση για ορισμένους αναγνώστες, μολονότι οι μετοχές τους δεν έχουν τιμή στην αγορά και ενδεχομένως δεν μπορούν να πωληθούν – αλλά φοβάμαι ότι εδώ η σύγκριση με το χρηματιστήριο παραπαίει (...)» (σ. 111).
«Υπάρχει ένας φυσικός νόμος που είναι ισχυρότερος από όλα αυτά τα ποικίλα ρεύματα ή τις επιδράσεις από το εξωτερικό ή το παρελθόν: ο νόμος που λέει ότι η ποίηση δεν πρέπει να απομακρύνεται πολύ από την κοινή καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιούμε και ακούμε. Η ποίηση, είτε είναι συλλαβική είτε τονική, είτε συμβατική είτε ελεύθερη, δεν πρέπει να χάνει την επαφή της με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη γλώσσα της κοινής ομιλίας» (σ. 129).
Οι τρεις φωνές της ποίησης: «Η πρώτη φωνή είναι η φωνή του ποιητή που μιλάει στον εαυτό του – ή σε κανέναν. Η δεύτερη είναι η φωνή του ποιητή που απευθύνεται σε ένα ακροατήριο, μεγάλο ή μικρό. Η τρίτη είναι η φωνή του ποιητή όταν επιχειρεί να δημιουργήσει έναν δραματικό χαρακτήρα που μιλάει με στίχους, όταν λέει όχι αυτό που θα έλεγε μιλώντας ο ίδιος αλλά μόνον ό,τι μπορεί να πει εντός των ορίων ενός φανταστικού χαρακτήρα που απευθύνεται σε έναν άλλο φανταστικό χαρακτήρα. Η διάκριση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φωνή, ανάμεσα στον ποιητή που μιλάει στον εαυτό του και στον ποιητή που μιλάει σε άλλους, δείχνει το πρόβλημα της ποιητικής επικοινωνίας. Η διάκριση ανάμεσα στον ποιητή που μιλάει σε άλλους είτε με τη δική του είτε με μια πλαστή φωνή, και στον ποιητή που επινοεί μια γλώσσα στην οποία φανταστικοί χαρακτήρες ομιλούν ο ένας στον άλλον, δείχνει το πρόβλημα της διαφοράς μεταξύ δραματικής, οιονεί δραματικής και μη δραματικής ποίησης» (σ.136).
σχόλια