«Μείνε, λοιπόν, εδώ, κάπνισε το τσιγάρο σου / μέσα σ’ αυτήν τη μεγάλη ησυχία, μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα. Κωφάλαλα τ’ αγάλματα./ Κωφάλαλα και τα ποιήματα / Νύχτωσε» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα «Νύχτωσε» από τη συλλογή Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα που μοιάζει να συνομιλεί, περιγράφοντας την ίδια ατμόσφαιρα, με το νέο βιβλίο της Βρετανίδας Τέσα Χάντλι Αργά μέσα στη μέρα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου.
Πρόκειται για ένα αργής εξέλιξης και χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, υψηλής, όμως, εσωτερικής έντασης που ακούγεται σαν ένα υποβλητικό ποίημα για όλα τα απωθημένα που φωλιάζουν στην ανθρώπινη ψυχή, την επιθυμία που ποτέ δεν εκφράζεται με τον κατάλληλο τρόπο και την επικίνδυνη ισορροπία μεταξύ χαράς και δράματος που πάντοτε βρίσκουν τρόπους να γέρνουν επικίνδυνα προς την καταστροφή.
Οι ήρωες της Χάντλι, εγκλωβισμένοι όλοι στην κυρίαρχη εικόνα που έχουν επιβάλει οι ίδιοι για τους εαυτούς τους, και που συνήθως είναι διαμετρικά αντίθετη με αυτό που ισχύει στην πραγματικότητα, μπορεί να ζουν σε άνετα και ωραία σπίτια, πίνοντας ακριβά κρασιά και μιλώντας για τέχνη και λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν είναι επαρκείς όταν οι καταστάσεις τούς φέρνουν αντιμέτωπους με την ίδια την πραγματικότητα. Αρκεί ένα απρόσμενο, σοκαριστικό γεγονός για να τινάξει στον αέρα ζωές και σχέσεις που μέχρι πρότινος έμοιαζαν σχεδόν προδιαγεγραμμένες.
Ένα τόσο σοβαρό γεγονός, όπως ο θάνατος, πυροδοτεί απωθημένα χρόνων, φέρνοντας στην επιφάνεια πάθη που υποδαύλιζαν άλλες, εσωτερικές καταστάσεις και αποδεικνύοντας ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τελικά πολύ πιο ευμετάβλητες, απ’ ό,τι οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν.
Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των δυο ζευγαριών και οικογενειών που γνωρίζονται από τα εφηβικά τους χρόνια, έχοντας περάσει κυριολεκτικά όλο τον ενήλικο βίο τους κάνοντας παρέα, όταν ο ένας σύζυγος πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο και σπάει κυριολεκτικά τις εύθραυστες ισορροπίες.
Εν ολίγοις, η υπόθεση αφορά τις σχέσεις: η Κριστίν, μια σχετικά αναγνωρισμένη ζωγράφος που έχει σπουδάσει Λογοτεχνίας και αγαπά τις βικτοριανές ποιήτριες, ειδικά την Κριστίνα Ροσέτι ‒νοερή συνομιλήτρια του Κόλριτζ‒, είναι παντρεμένη με τον στοχαστικό ρέκτη των γραμμάτων και της ποίησης, αρκετά νάρκισσο και εγωκεντρικό εραστή του Μποντλέρ και του Φουκό, καθηγητή Άλεξ· μόνο από τα διαβάσματά τους ‒αγγλοσαξονική σχολή ενάντια στη λεγόμενη «ηπειρωτική σκέψη»‒ καταλαβαίνει κανείς ότι έχουν ελάχιστη σχέση μεταξύ τους.
Σε αυτό το κάπως μετρημένο και εσωστρεφές ζευγάρι των γραμμάτων αντιπαρατίθεται το ζεύγος της έντονης, σαρωτικής και όμορφης Λίντια και του Εβραίου εμπόρου έργων τέχνης με καταγωγή από την Ουκρανία, Ζάκαρι, ο οποίος φεύγει ξαφνικά από τη ζωή, δημιουργώντας επικίνδυνα ρήγματα σε αυτό το φαινομενικά σταθερό τετραμελές σχήμα.
Τα δυο ζευγάρια κάνουν παρέα, όχι μόνο σε κοινωνικό επίπεδο αλλά ουσιαστικά, αφού συνδέονται με φιλικούς δεσμούς για χρόνια, και οι δυο τους κόρες, η μετρημένη Ίζομπελ και η εξωστρεφής Γκρέις, κάνουν εξίσου στενή παρέα. Το τραγικό γεγονός που ανακοινώνεται στον αναγνώστη από την αρχή κιόλας του βιβλίου, δίνοντας του εξαρχής δραματική ένταση, καλείται να γνωστοποιήσει στην κόρη του απελθόντα Ζάκαρι, ο Άλεξ, ο οποίος ταξιδεύει γι’ αυτόν τον λόγο μέχρι τη Σκοτία για να βρει την Γκρέις, η οποία φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Επιστρέφοντας, η Γκρέις βρίσκει καταφύγιο, μαζί με τη μαμά της, στο ζεστό σπίτι των φίλων τους ‒ κάπου εδώ έρχεται στο προσκήνιο και το ασφυκτικό κορτάρισμα της Γκρέις προς τον Σάντι, ετεροθαλή αδελφό της Ίζομπελ, που φανερώνει πολλά τόσο για τον δικό της χαρακτήρα όσο και για την οικογενειακή διάθεση, της οποίας ο χαρακτήρας είναι αρπακτικός ‒ πολύ σύντομα η κατάσταση κινδυνεύει να γίνει εκρηκτική, πάντα με τον υποδόριο τρόπο που ξέρει να δημιουργεί Χάντλι. Ο λόγος; Τα δυο ζευγάρια ουσιαστικά δεν έλυσαν ποτέ τα ζητήματα της απωθημένης επιθυμίας που είχαν ο ένας για τον σύζυγο του άλλου.
Με άλλα λόγια, η Κριστίν, προτού τελικά παντρευτεί τον Άλεξ, είχε ερωτική σχέση με τον Ζάκαρι, ενώ η καλή της φίλη, αλλά εντελώς διαφορετική από αυτήν ως χαρακτήρας Λίντια ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Άλεξ. Μάλιστα, όλα ξεκίνησαν όταν οι δυο νεαρές φίλες, που είχαν καθηγητή τον παντρεμένο τότε Άλεξ, άρχισαν να επισκέπτονται το σπίτι του για να κάνουν, υποτίθεται, μπέιμπι-σίτινγκ στον μικρό γιο του Σάντι.
Ο παράφορος έρωτας της Λίντια, όμως, φάνηκε να μη βρίσκει ανταπόκριση, ενώ η φίλη της, Κριστίν, όταν συνειδητοποίησε ότι ο τότε φίλος της Ζάκαρι είχε εντυπωσιαστεί περισσότερο από τη σαρωτική Λίντια παρά από εκείνη, έκανε πίσω. Όλα αυτά ξεδιπλώνονται στην αφήγηση ως σεκάνς που εξηγούν πολλά για τις εύθραυστες σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δυο ζευγαριών παράλληλα με τα τραγικά γεγονότα του ξαφνικού θανάτου του Ζάκαρι και τη «μετακόμιση» της χήρας Λίντια στο σπίτι του Άλεξ και της Κριστίν.
Με άλλα λόγια, ένα τόσο σοβαρό γεγονός, όπως ο θάνατος, πυροδοτεί απωθημένα χρόνων, φέρνοντας στην επιφάνεια πάθη που υποδαύλιζαν άλλες, εσωτερικές καταστάσεις και αποδεικνύοντας ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τελικά πολύ πιο ευμετάβλητες, απ’ ό,τι οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν. Χαμένοι στην ήδη παγιωμένη φαινομενικά πραγματικότητα και στις σχετικά πετυχημένες τους ζωές, με τα παιδιά τους να ακολουθούν σχεδόν πιστά τον χαρακτήρα τους, οι τέσσερις πρωταγωνιστές, μέχρι εκείνο το τραγικό γεγονός, έδειχναν απλώς να καλύπτουν τα εσωτερικά τους τραύματα με ψεύτικες συνευρέσεις και επιφανειακές συζητήσεις, φέρνοντας, πολλές φορές, στον νου στίχους από ποιήματα όπως το «Προύφροκ» του Τ.Σ. Έλιοτ και σκηνές από βιβλία των Ε.Μ. Φόρστερ και Χένρι Τζέιμς.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Τέσα Χάντλι, προτού αναγνωριστεί, και μάλιστα σε μεγάλη σχετικά ηλικία, είχε προλάβει να τελειώσει ένα διδακτορικό πάνω στον Χένρι Τζέιμς, ενώ στις συνεντεύξεις της δήλωνε επίσης φανατική αναγνώστρια επιβλητικών φεμινιστικών μορφών της αγγλικής λογοτεχνίας όπως η Βιρτζίνια Γουλφ ή η Ελίζαμπεθ Μπόουεν.
Γόνος μιας μεσοαστικής οικογένειας, αδελφή του γνωστού συγγραφέα θεατρικών Πίτερ Νίκολς, η Χάντλι πέρασε πολλά χρόνια κρατώντας κρυφά τα κείμενά της, καλύπτοντας τελικά τον χαμένο δρόμο με τα ήδη τιμημένα με διάφορα βραβεία μυθιστορήματά της. Κορυφαίοι κριτικοί εφημερίδων, όπως της «Guardian», έχουν επαινέσει το έργο της, ενώ η «Washington Post» την έχει αποκαλέσει κορυφαία «στυλίστρια της εποχής μας».
Είναι άκρως εντυπωσιακός ο τρόπος που η Χάντλι στήνει τις ανάγλυφες λεπτομέρειες χωρίς καν να γίνονται αντιληπτές, λέγοντα όμως πολλά για την εσωτερική πλοκή του βιβλίου: για παράδειγμα, η στενή σχέση μεταξύ της Λίντια και του αποθανόντος Ζάκαρι γίνεται εμφανής από την κυρίαρχη θέση που έχει η αυτοπροσωπογραφία της στο γραφείο του.
Όλα αυτά καταδεικνύουν μια συγγραφική τεχνική ψυχογραφικής ανατομίας που ξεπερνά ενίοτε τα όρια του Hampstead novel (από την ομώνυμη πλούσια περιοχή του Λονδίνου), στο οποίο δείχνει ότι ανήκει η Χάντλι, δηλαδή του μυθιστορήματος της αστικής τάξης το οποίο εκπροσωπούν ο Ίαν Μακγιούαν, η Μάργκαρετ Ντραμπλ και η Φέι Γουέλτον. Αυτό φαίνεται κυρίως από τον τρόπο που αποδίδει τις εσωτερικές συγκρούσεις, θυμίζοντας πολλές φορές, ειδικά ως προς το πώς οι χαρακτήρες αποκαλύπτονται μέσα στα ασφυκτικά δωμάτια, στιγμές από τα θεατρικά έργα και τα διηγήματα του Τσέχοφ.
Ειδικά το Αργά μέσα στη μέρα φέρνει στον νου τον Βυσσινόκηπο χάρη στον τρόπο που εστιάζει στο παιχνίδι της μεταμόρφωσης και της έντασης των ανθρωπίνων σχέσεων, στη διαφορά μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι: «Η Λίντια προφανώς μελετούσε τον Άλεξ, ήθελε να τον καταλάβει. (...) Ο Άλεξ κι αυτή ήταν τόσο διαφορετικοί, αλήθεια: η σχέση τους είχε ξεκινήσει τυχαία την περίοδο της νιότης τους ‒ τυχαία τη διάλεξε εκείνος, διαλέγοντας στην πραγματικότητα την εικόνα που είχε για κείνη, την εικόνα που σχημάτισε μέσα του τον καιρό της γνωριμίας τους. Έκτοτε είχαν κι οι δυο αλλάξει δέρμα πολλές φορές. Αυτό ήταν το νόημα του γάμου: έμενες μαζί με τον άλλο περνώντας από τη μια μεταμόρφωση στην επόμενη. Ή δεν έμενες».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.