«ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΓΙΑ ΝΑ κάθομαι να γράφω και να διαβάζω και την έχω την πατρίδα μου. Δεν πιστεύω ούτε στα διαβατήρια ‒γελοία πράγματα‒ ούτε στις σημαίες. Πιστεύω βαθιά στο προνόμιο της συνάντησης με το καινούργιο» είναι το κατηγορηματικό μανιφέστο ενός σπουδαίου στοχαστή όπως ο Τζωρτζ Στάινερ που έζησε διδάσκοντας διαρκώς την ηθική υπεροχή των βιβλίων, επιμένοντας πως η γνώση δεν είναι ένα πολυτελές αγαθό αλλά το μοναδικό όπλο που έχει ο άνθρωπος για τη σωτηρία, εκτός από την αγάπη.
Σήμερα, καθώς συμπληρώνονται δύο χρόνια από τον θάνατο του τελευταίου Homo universalis, είναι περισσότερο από αναγκαίο να ακούγεται ξανά ο λόγος του, καθώς ο Στάινερ όχι μόνο πίστεψε στο αξιακό κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης αλλά προασπίστηκε όσο κανείς την πολύτιμη αυταξία των λέξεων και των βιβλίων.
Από τον Σοφοκλή (Αντιγόνη) και τον Φλομπέρ, τον Σελίν και τον Ντοστογιέφσκι, δεν υπήρξε κανείς μεγάλος συγγραφέας που να μην αναδείχθηκε από το μοναδικό βλέμμα του κορυφαίου αυτού κριτικού λογοτεχνίας και διανοητή και καμία ευρωπαϊκή αξία να μην αποκαταστάθηκε μέσα από το έργο του στο απόλυτο διακειμενικό της μεγαλείο (παρότι ο ίδιος πάντα πρέσβευε, ακολουθώντας τον Μπένγιαμιν, ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι χτισμένο πάνω σε ερείπια).
Δικαίως, λοιπόν, η Λωρ Αντλέρ, η συγγραφέας και δημοσιογράφος που πήρε την τελευταία μεγάλη συνέντευξη από τον Τζωρτζ Στάινερ, αναφέρεται στην περίφημη φράση του Φιλονενκό για το έργο του κοσμοπολίτη Εβραίου διανοητή ότι είναι «ένα τεράστιο νησί μέσα σε μια περίκλειστη θάλασσα, που έχει γύρω του άλλα νησάκια και στο κέντρο ένα λιμάνι που το περιβάλλουν απότομοι βράχοι. Ο ένας βράχος λέγεται Βαβέλ κι ο άλλος Αντιγόνη».
Τέτοιου είδους σκέψεις, μαζί με αποσπάσματα από τις ωραίες αυτές υπαρξιακές συζητήσεις ανάμεσα στον Στάινερ και την Αντλέρ, περιλαμβάνονται στο άκρως κατατοπιστικό τομίδιο Ένα μακρύ Σάββατο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα σε ωραία μετάφραση από τον Θάνο Σαμαρτζή.
Ακολουθώντας πιστά τον Χάιντεγκερ, ο Στάινερ δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει πως ως φιλοξενούμενοι της ζωής πρέπει να σεβόμαστε τον οίκο του Είναι, τροφοδοτώντας τον με τα απαραίτητα αναγνώσματα, εμπνευσμένες μουσικές και κλασικά έργα που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τα προβλέψιμα ανθρώπινα μέτρα.
Ο τίτλος, που αναφέρεται στο Σάββατο ως την κρίσιμη μέρα της επισκόπησης και της απραγίας ‒οι Εβραίοι δεν επέλεξαν τυχαία αυτήν τη μέρα για την αργία τους‒, σε σχέση με την τελευταία μέρα, την Κυριακή, που εκφράζει την επερχόμενη ελπίδα, είναι άμεσα συνυφασμένος τόσο με τον κρίσιμο συμβολισμό του θανάτου πριν από την Κυριακή της Ανάστασης αλλά και με τη βαθιά επίγνωση ότι το επικείμενο τέλος μάς δίνει την αφορμή για να προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο στον ανηφορικό δρόμο της σοφίας και της γνώσης.
Ακολουθώντας πιστά τον Χάιντεγκερ, ο Στάινερ δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει πως ως φιλοξενούμενοι της ζωής πρέπει να σεβόμαστε τον οίκο του Είναι, τροφοδοτώντας τον με τα απαραίτητα αναγνώσματα, εμπνευσμένες μουσικές και κλασικά έργα που θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τα προβλέψιμα ανθρώπινα μέτρα.
Παρότι κάτι τέτοιο ενέχει πάντα τον κίνδυνο της αλαζονείας, ο ίδιος, ως άθεος αλλά και ως απόλυτα ανθρωποκεντρικός προτάσσει τις μεγάλες στιγμές των δημιουργών ως το απόλυτο μέτρο της ανθρώπινης ύπαρξης και τον μόνο τρόπο για να αντικρίσουν οι θνητοί τον Θεό στα μάτια. Ο θάνατος λούζεται σε αυτά τα μεγάλα έργα με φως και το σύμπαν επιβάλλει σχεδόν αυτόματα σε αυτά μια θεϊκή, σχεδόν παγανιστική δικαιοσύνη.
Για ποια δικαιοσύνη, όμως, μπορεί να μιλάει κανείς μετά το Άουσβιτς, αφού το να γράψει ποίηση είναι μια πράξη βαρβαρότητας, όπως υποστήριζε χαρακτηριστικά ο Αντόρνο, παραπέμποντας στον Πάουλ Τσέλαν, τον οποίο ο Στάινερ λέει με περηφάνια ότι έκανε γνωστό στο αγγλικό κοινό, αφού προηγουμένως του είχε αλλάξει τη ζωή;
Όπως ο ίδιος επαναλάμβανε και σε άλλες συζητήσεις, από τις σπάνιες που είχε στη ζωή του, με τον Αντουάν Σπιρ (Η βαρβαρότητα της άγνοιας, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδόσεις Scripta ‒ εξαντλημένο), είναι εντελώς αντιφατικό να νομίζει κανείς ότι μπορεί να βρει το νόημα μέσα στα ερείπια που άφησε η βαρβαρότητα των πολέμων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης του εικοστού αιώνα.
Ωστόσο έχει πάντα τη δυνατότητα των επιλογών: ριγμένος στον κόσμο, όπως έλεγε ο αγαπημένος του Χάιντεγκερ, με την τυχαιότητα να καθορίζει πάντα τις πιο ακραίες επιλογές, ο ίδιος έλεγε πως ήταν τυχερός που μεγάλωσε σε ένα διψασμένο για γνώση αυστροεβραϊκό σπίτι, με έναν πατέρα που προέβλεψε την επερχόμενη λαίλαπα του Ολοκαυτώματος και κατάφερε να φυγαδεύσει την οικογένειά του στην Αμερική.
Παρότι, επίσης, ως παιδί διέπρεπε σε άλλα πεδία, όπως το σκάκι, με το οποίο ασχολήθηκε εμμονικά, τελικά επέλεξε να φυλάξει την απόλυτη αφοσίωση για την ανάγνωση. Έχοντας το ύψιστο καθήκον να μεσολαβεί, έκτοτε, ανάμεσα στους αγαπημένους του δημιουργούς, τον κόσμο και τα κείμενα, έγινε ο μόνιμος αναζητητής της ιδανικής εκείνης συνθήκης που καλείται να επαναφέρει τον παλιό εξόριστο στη μόνιμη του κατοικία, αυτή των βιβλίων.
Αυτή η επιζητούμενη επιτυχία της αναίρεσης, η εγελιανή Aufherburg, που επιτρέπει το πέρασμα από την κατάσταση του εξόριστου στη ζωτική ενότητα του Είναι, για τον Στάινερ φαίνεται να είναι δυνατή μόνο σε στιγμές υψηλής διανοητικής έκλαμψης και εδώ δείχνει να ακολουθεί κατά γράμμα τη ρομαντική του ταυτότητα. Η παραφροσύνη που τόσο χαρακτηρίζει τους ρομαντικούς είναι, άλλωστε, το τίμημα που πληρώνει ο ποιητής ή ο δημιουργός για την ανυπόμονη ανάγκη του να συλλάβει το απόλυτο εδώ και τώρα.
Ακόμα λοιπόν και αν ο Στάινερ αναφέρεται εκτενώς στις συζητήσεις του με την Αντλέρ στην απεχθέστατη ναζιστική πλευρά των πνευματικών ανθρώπων που θαυμάζει, όπως ο Χάιντεγκερ, τον οποίο κατανόησε όσο λίγοι, ή ο φανατικός αντισημίτης Σελίν, τον οποίο θεωρεί ως τον δεύτερο κορυφαίο Γάλλο συγγραφέα μετά τον Προυστ, καταλήγει ότι αυτές οι σκοτεινές πλευρές ταυτίζονται με τις αντιφάσεις του ανθρώπου και με τον «εγγενώς εκτρωματικό χαρακτήρα του λεγόμενου ευρωπαϊκού ανθρωπισμού», στον οποίο επανέρχεται διαρκώς στην ομιλία του με τη Γαλλίδα δημοσιογράφο.
«Ναι, όλη ουσία βρίσκεται σε αυτή την έκφραση: “του λεγόμενου”» απαντά ο Στάινερ, σχολιάζοντας σχετικά. «Θα ήλπιζε κανείς ο κήπος του Γκαίτε να μη βρίσκεται δίπλα ακριβώς στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ: αλλά βγαίνεις απ’ τον κήπο του Γκαίτε και μπαίνεις κατευθείαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Θα ήλπιζε κανείς ότι οι μεγάλοι μουσικοί θα αρνούνταν να παίξουν και θα έλεγαν: “Όχι. Δεν μπορώ να παίξω Ντεμπυσσύ (όπως έκανε ο Γκήτζεκινγκ στο Μόναχο) όταν ακούω τις κραυγές εκείνων που πεθαίνουν από δίψα και πείνα στον δρόμο για το Νταχάου”. Αν όχι, δεν αρνήθηκαν και έδωσαν μια σειρά παραμυθένιων κονσέρτων, απέραντης μουσικής ομορφιάς. Υπάρχει το γνωστό αστείο του Πικάσο. Αυτό με τον Γερμανό αξιωματικό που τον επισκέπτεται στο στούντιό του επί γερμανικής κατοχής και βλέπει την Γκουέρνικα και του λέει: “Εσείς το κάνατε αυτό;”. “Όχι, κύριε” του απαντά ο Πικάσο “εσείς το κάνατε!”. Είναι υπέροχο αυτό το αστείο. Κι όμως, είναι ο ίδιος ο Πικάσο που υπερασπίζεται τον Στάλιν σε μια εποχή όπου οι φρίκες των γκουλάγκ και των σταλινικών σφαγών ήταν πασίγνωστες».
Η βαρβαρότητα, ωστόσο, προϋποθέτει τον ανθρωπισμό για να υπάρξει, με μοναδική μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή την επιλογή τού να προτάσσουμε τη μια πλευρά έναντι της άλλης. Αυτή την ελευθερία που μας δίνει η επιλογή της γνώσης, της παιδείας και της αποκαλυψιακής τους όψης είναι που προασπιζόταν μέχρι τέλους και μέχρι κεραίας ο ίδιος ο Στάινερ, επιμένοντας ότι αυτό είναι το ύψιστο χρέος που έχουμε αναλάβει ως πολίτες, και όχι ως ιδιώτες.
Ακόμα και αν ο ίδιος έδειξε να υποπίπτει σε κάποια πατριαρχικού τύπου ατοπήματα, όπως το να επιμένει στην Αντλέρ ότι δεν υπήρξε ποτέ καμιά άξια «διανοήτρια» και ότι αυτό ιστορικά ήταν έργο των ανδρών, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ήταν δικαίως ο τελευταίος των σπουδαίων και των μεγάλων.
Άλλωστε δεν έπαψε ποτέ να προσεγγίζει τα κείμενα από ένα βαθύ χρέος αγάπης, όπως λέει στην αρχή του Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, Αντίποδες) και επαναλαμβάνει στις συζητήσεις, επιμένοντας ότι τελικά αυτή είναι η απόλυτη αποστολή που έχει αναλάβει ο άνθρωπος στη ζωή του: να νικά την αδικία, να μελετάει σε βάθος και να αγαπά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.