Ο Λεωνίδας Χρηστάκης μπορεί να έφυγε από την ζωή στις 29 Απριλίου του 2009, στα 81 του, όμως ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια αργότερα, το όνομά του εξακολουθεί να «παίζει» σε συζητήσεις και βεβαίως στον εκδοτικό χώρο.
Τι ήταν ο Λεωνίδας Χρηστάκης; Βασικά ένας «έντυπος» διακινητής πληροφοριών ήταν, που θα κρατούσε, γερά, από τις μέρες του ’50, έως και λίγο πριν από το τέλος της ζωής του. Αντιγράφω κάτι από ένα παλιό βιογραφικό του, έτσι όπως εκείνο είχε αποτυπωθεί στο βιβλίο του «Χάος και Κουλτούρα» [Απόπειρα, 1983]:
«Από πατέρα Κωνσταντινουπολίτη και μητέρα Πόντια, ο Λεωνίδας Χρηστάκης είναι ο πρώτος που κυκλοφόρησε με μούσι, στην Αθήνα, πριν ακόμη και από τον υπαρξιστή Σίμο, στα τέλη του 1951. Ο πρώτος που μήνυσε για “διατάραξη οικιακής γαλήνης” την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών, επειδή του έστελνε τα διάφορα προπαγανδιστικά έντυπά της, παρά τις επανειλημμένες τηλεφωνικές του διαμαρτυρίες. Ο πρώτος που δικάστηκε 26 φορές για ποινικά και αστικά αδικήματα και που αθωώθηκε τις 25 (μερικές από τις κατηγορίες: δυσφήμιση, αυτοδικία, υπεξαίρεση ευτελούς αξίας, καταδολίευση, αδικήματα δια του Τύπου, εγκωμίαση εγκλημάτων, άσεμνα δημοσιεύματα, σύσταση και συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα κ.ά.). Απ’ τους πρώτους που άλλαξε μέσα σε 30 χρόνια –για λόγους οικονομικούς– 26 σπίτια. Αλλά δεν είναι ο πρώτος που μπήκε μια φορά στη φυλακή για χρέη (1970) και μια φορά στη φυλακή για τρομοκρατία... (1980). Το 1942 φοίτησε για μερικά χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών, πήρε υποτροφία, στη Σουηδία, ζωγραφικής, για εφηρμοσμένες γραφικές τέχνες. Νέος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ και λίγο μεγαλύτερος εργάστηκε 1947-49 στο κλιμάκιο της πρώην βασίλισσας Φρειδερίκης, που συγκέντρωνε παιδιά για να γλυτώσουν απ’ το παιδομάζωμα. (...)».Ο Χρηστάκης ήταν μέσα σ’ όλα. Στα δικά του «όλα». Χωρίς σαφές ιδεολογικό περίγραμμα, αλλά με πιο σαφείς αναφορές (Guy Debord, Norman Spinrad, Edgar Morin, Jason Xenakis, Norbert Wiener, Carlos Marighella κ.ά.), ανακάτεψε στα βιβλία του την άμμο της θάλασσας.
Άνω, κάτω και πλαγίως... Ο Χρηστάκης ήταν μέσα σ’ όλα. Στα δικά του «όλα». Χωρίς σαφές ιδεολογικό περίγραμμα, αλλά με πιο σαφείς αναφορές (Guy Debord, Norman Spinrad, Edgar Morin, Jason Xenakis, Norbert Wiener, Carlos Marighella κ.ά.), ανακάτεψε στα βιβλία του την άμμο της θάλασσας.
Ορισμένοι τον θεωρούσαν προχειρογράφο – και ήταν. Από ανάγκη, που κατέληξε σε πεποίθηση. Ο Χρηστάκης μετέφερε πληροφορίες μ’ έναν τρόπο κυβερνητικό, πολύ πριν μας ενώσει το διαδίκτυο. Εξάλλου πολλά γραφτά του είχαν ένα ρευστό, δυναμικό χαρακτήρα, αφού ο ίδιος τα αναμόρφωνε από έκδοση σε έκδοση, από έντυπο σε έντυπο. Τα θέματα που επέλεγε ν’ ασχοληθεί είχαν σημασία, και όχι τόσο η μέθοδος που ακολουθούσε στην ανάδειξή τους.
Πολλές φορές ήταν σύντομος, στα όρια της βιασύνης, σίγουρα οξυδερκής και οπωσδήποτε εφαρμόσιμος. Επίσης δεν ανακατευόταν σε ξένα χωράφια. Ο κανόνας ήταν αυτός. Δεν το ’παιζε φιλόσοφος, ιστορικός, κοινωνιολόγος, κριτικός της Τέχνης ή του Λόγου, τρώγοντας το ψωμί άλλων. Τα ’γραφε και ο ίδιος, για να μην έχουν οι διάφοροι να λένε: «ακόμη μία φορά διευκρινίζω ότι η εργασία μου αυτή δεν είναι ιστορική...» και άλλα τέτοια.
«Η Ιστορία της Αλητείας» [Κατσάνος, 1990] μάλλον ήταν το πιο επιτυχημένο βιβλίο του, αφού έκανε τουλάχιστον πέντε εκδόσεις (επίσης σε Στύγα, Δελφίνι και Γόρδιος). Αλλά και «Η Δυστυχία του να Είσαι Μαλάκας» [Κάκτος, 1984 και Ideo-Tsepi, 1985] ή «Οι Δικοί μας Άγιοι» [Χάος και Κουλτούρα, 1998] διαβάστηκαν επίσης στο χώρο.
Ως εκδότης τύπωσε βιβλία που τον ενδιέφεραν –όπως το κλασικό «Χίππηδες Και Κυνικοί» του Τζέησον Ξενάκη [Ελεύθερη Βιβλιοθήκη Panderma, 1976], που έχει κάνει κάμποσες εκδόσεις–, αν και, συχνά, κακόπεφτε στις μεταφράσεις (στους μεταφραστές δηλαδή). Θυμάμαι, εδώ, το εξαιρετικό «Τα Παρασκήνια Των Μουσικών της Ροκ» του Αυστραλού Clem Gorman [Ideo-Tsepi, 1985], εκεί όπου ακόμη και το όνομα του συγγραφέα ήταν τυπωμένο λάθος στο εξώφυλλο!
Οι μονογραφίες του επίσης είχαν ενδιαφέρον –πολλαπλάσιο στην προ-ίντερνετ εποχή–, όπως και οι επιμέλειές του. Από τις πρώτες θα ξεχώριζα το «Γιώργος Μακρής» [Χάος και Κουλτούρα, 1992] και από τις δεύτερες το «Προνώπιον Τέμενος και άλλα κείμενα» για τον σκηνοθέτη του underground Gregory Markopoulos [Δελφίνι, 1993]. Και φυσικά ποιος μπορεί να ξεχάσει τα περιοδικά του: τον «Κούρο», το “Panderma”, το «Ιδεοδρόμιο» και τόσα άλλα.
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης εμβόλισε, ως γνωστόν, ποικίλα καλλιτεχνικά πεδία. Ίσως, δε, μία από τις λιγότερο διαδεδομένες περσόνες του να ήταν εκείνη τού performer-απαγγελτή.
Τον θυμάμαι –πρέπει να ήταν 1995, στο Καφέ Παράσταση, στα Εξάρχεια– σε μια σπάνια συνύπαρξή του με τον Σάκη Παπαδημητρίου στο πιάνο. Πώς λέμε «τζαζ + ποίηση»; Κάπως έτσι. Ή, μάλλον, ακριβώς έτσι. Ο Χρηστάκης είχε διδαχθεί την «σχιζοφωνητική» εκφορά του λόγου, όταν άκουσε για πρώτη φορά γάλλους ποιητές και μουσικούς να απαγγέλλουν με τρόπο ανάλογο, στις όχθες του Σηκουάνα το 1963 (έτσι έλεγε). Και ευτυχώς, είχε την πρόνοια να ηχογραφήσει τον «τρόπο» του σ’ ένα CD, υπό τον τίτλο «Σχιζοφωνητικά», το οποίο θα μοιραζόταν με το τεύχος #2 του περιοδικού “Heteron 1/2” τον Οκτώβριο του 2006.
Μετά το θάνατό του το όνομα «Λεωνίδας Χρηστάκης» (η περσόνα και το έργο του), μυθοποιήθηκε, όπως συχνά συμβαίνει. Όχι από τους πολλούς (δεν απευθυνόταν ποτέ στους πολλούς ο Χρηστάκης), αλλά από ανθρώπους του χώρου. Η μυθοποίηση, όμως, έχει και τα καλά της – δεν είναι μόνον ένα ξεστράτισμα από την πραγματικότητα, μια παρανόηση ή μια ψευδαίσθηση. Δίνει τροφή κάποιες φορές και για νέες εκδόσεις, ταινίες, εκθέσεις, αφιερώματα κ.λπ,. μέσα από τα οποία μπορεί να προκύψει ένας νέος διάλογος, ώστε να εξαχθούν καινούρια συμπεράσματα. Όταν κάτι ξεφεύγει από τα όρια της συζήτησης και μετατρέπεται σε μετρήσιμο έργο, αποκτά αυτομάτως (κι) άλλη σημασία.
Έτσι λοιπόν, και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της επαναφοράς του έργου τού Λεωνίδα Χρηστάκη στην καθημερινότητα, εντάσσεται και η τελευταία επανέκδοση ενός καταργημένου από 30ετίας βιβλίου του, που έχει τίτλο «Ο Κύριος Αθήναι». Ένα βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Δελφίνι, το 1992 και που επανατυπώνουν, τώρα, με νέο εξώφυλλο, οι εκδόσεις Opportuna από την Πάτρα.
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ενόσω ζούσε, ζητούσε συχνά τις αποσύρσεις βιβλίων του. Έτσι, είχε αποσύρει ο ίδιος τα «Η Δυστυχία του να είσαι μαλάκας» [Κάκτος, 1984 / Ideo-Tsepi, 1985], «Από το φέρετρο του Σεφέρη... στο 1984 του Όργουελ» [Γαβριηλίδης, 1989], «Monsieur Macedoine / o κύριος Μακεδόνας» [Δελφίνι, 1994] και βεβαίως το «Ο Κύριος Αθήναι» [Δελφίνι, 1992].
Γιατί το έκανε αυτό; Ίσως, γιατί φοβόταν τις συνέπειες εκείνων που έγραφε. Κυρίως μετά το ’90 αυτό, όταν ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια (άρα είχαν περιοριστεί και οι αντοχές, για συμπεριφορές τύπου… Ταρζάν) και τα πράγματα άρχιζαν κι εκείνα να αγριεύουν, μετά την εξάπλωση του ίντερνετ – αφού το να γράφεις δημοσίως τη γνώμη σου, δίχως υπολογισμούς, ζυγιζόταν, πλέον, από πολλούς και παντοιοτρόπως. Συν το γεγονός πως ο ίδιος δεν ήθελε να εκτίθεται ανάμεσα σε ομοτέχνους του, ως συγγραφέας, έχοντας έναν λόγο, για πολλούς απ’ αυτούς, πολεμικό (το είχε πει και ο ίδιος αυτό).
Το βιβλίο «Ο Κύριος Αθήναι» έχει μια ιδιαιτερότητα – αν και όχι για τον ίδιο τον Χρηστάκη, αφού τέτοιου τύπου βιβλίο είχε ξαναγράψει («Η Δυστυχία του να είσαι μαλάκας»). Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι αποτελεί «προφορική ιστορία». Είναι, βεβαίως, και αυτοβιογραφικό ταυτόχρονα, αφού έχει να κάνει με την ιστορία της ζωής τού συγγραφέα, όλων εκείνων που έζησε και είδε, μα και όσων άκουσε, χωρίς να δει (όλων όσων έφθασαν στ’ αυτιά του δηλαδή). Και υπό αυτή την έννοια, εδώ, ακόμη και το... κουτσομπολιό είναι μέσα στο παιγνίδι.
Πάντως είναι σαν να κάθεσαι μπροστά από ένα μικρόφωνο (στην προκειμένη περίπτωση το υποτιθέμενο μικρόφωνο το έχει τοποθετήσει μπροστά του ο ίδιος ο Χρηστάκης και όχι κάποιος δημοσιογράφος) και ν’ αρχίζεις να μιλάς, για όλους και για όλα, δίχως χαλινάρι. Για τον εαυτό σου βεβαίως, μα και για όσους και όσες συναναστράφηκες στην πορεία της ζωής σου. Και επίσης να μιλάς χαοτικά. Χωρίς γραμμικότητα, πολλές φορές σε στυλ ό,τι-θυμάμαι-χαίρομαι, πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, σαν τα άγρια cut στο σινεμά-ντιρέκτ.
Έτσι, τα μπρος-πίσω στο χρόνο είναι συνεχή και βεβαίως οι αναφορές στα πρόσωπα, που είναι άπειρα (τα πρόσωπα), πάνε κι έρχονται (το ξαναλέμε), αλλά ευτυχώς υπάρχει στο τέλος του βιβλίου το πολύ καλό «ευρετήριο», που σου λύνει, κατά μίαν έννοια, τα χέρια.
Επίσης να πούμε πως το βιβλίο δεν διαθέτει εμφανή κεφάλαια και δεν θα μπορούσε να διαθέτει, αφού τα πρωθύστερα και τα ανακατώματα είναι μόνιμα και διαρκή. Έτσι, κι επειδή το βιβλίο εκτείνεται σε 500 σελίδες(!), εμείς θα το χωρίσουμε σε πέντε υποτιθέμενα κεφάλαια, των 100 σελίδων το κάθε ένα, προκειμένου να βγάλουμε κάποια άκρη.
Τέλος, σε όλα αυτά τα εισαγωγικά, να προσθέσουμε και τούτο. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης, που υιοθετεί το ψευδώνυμο Λεό Κρηστ και αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, παρουσιάζεται εδώ (και) κάπως σαν ένας χρονικογράφος μιας εποχής, που εκτείνεται από την δεκαετία του ’40 έως και τα πρώτα χρόνια του ’90 (μισός αιώνας δηλαδή) ή ακόμη και σαν ένας παράξενος αθηναιογράφος ενός παράλληλου κόσμου, που κινιόταν παραπλεύρως της κοινωνίας και όχι, αναγκαστικά, εκτός αυτής.
Οι πρώτες 100 σελίδες του βιβλίου
Κάθε σοβαρό αθηναιογράφημα δεν μπορεί παρά να ξεκινά από το Κολωνάκι. Έτσι κι εδώ, από τις πρώτες σχεδόν σελίδες του αφηγήματος, το Κολωνάκι έχει την τιμητική του, βασικά μέσω του καφενείου «Το Βυζάντιον», που αποτελούσε στέκι τελείως διαφορετικών ατόμων, ανδρών και γυναικών, ενώ σειρά παίρνουν οι ξένοι beats, που επίσης ήταν θαμώνες των στεκιών του Κολωνακίου – αν και αυτοί περιφέρονταν ολούθε.
Ο Χρηστάκης μιλάει (θα το λέμε πιο συχνά από το γράφει) για τους Allen Ginsberg, Ted Jones, Harold Norse, Conrad Rooks, Zina Rachevsky, Daniel Richter, Ron Zimardi κ.ά., καθώς θυμάται συγκεκριμένα περιστατικά, που, στο μέτρο του δυνατού, κάποια εξ αυτών, ντοκουμενταρίστηκαν σε χρόνο πρώτο στο περιοδικό του «Το Άλλο Στην Τέχνη» (1963) ή και σε άλλα έντυπα της εποχής (στο περιώνυμο “Residu” π.χ.).
Επίσης γίνεται λόγος για τους έλληνες «μπητνίκους», όπως τους λέει, ένας όρος πολύ ανοιχτός, που για τον Χρηστάκη συμπεριλαμβάνει τους Σπύρο Μεϊμάρη και Δημήτρη Πουλικάκο, το «βατραχοειδές» ή και «ανθρωποειδές υποκείμενο» Πάνο Κουτρουμπούση, τους Τάσο Φαληρέα, Γιώργο Μακρή, Μαντώ Αραβαντινού, Σάντρα Σβορώνου, Θωμά Γκόρπα, Μιχάλη Κατσαρό, Αλέξη Ακριθάκη, Νάνο Βαλαωρίτη ή και τον Άρη Δικταίο ακόμη.
Περιττό να το πούμε πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς στολίζονται με διάφορα «κοσμητικά» (είδατε πώς αποκαλεί τον Κουτρουμπούση). Εντάξει, ο Χρηστάκης δεν μασάει τα λόγια του στο «Ο Κύριος Αθήναι», αλλά το μόνιμο ερώτημα που διατρέχει το βιβλίο του είναι το... τι απ’ όσα λέει έχει σχέση με την πραγματικότητα και τι όχι. Που σημαίνει πως για πολλά απ’ αυτά που διαβάζεις δεν βάζεις, σώνει και καλά, το χέρι σου στο Ευαγγέλιο...
Παρακάτω μιλάει για την «γενιά της αμφισβήτησης», δηλαδή τους Δημήτρη Ιατρόπουλο, Λευτέρη Πούλιο, Ρίτα Μπενσουσάν(!), Δημήτρη Κολλάτο, Κώστα Θεοφιλόπουλο κ.ά., με το name-dropping το σχετικό με τους θαμώνες του «Βυζαντίου» να είναι άνευ προηγουμένου.
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία του φυλλαδίου «Οδηγίες για τους Κυπρίους», που αποτελούσε συνοπτική μετάφραση ελβετικού εγχειριδίου «ανορθόδοξου πολέμου» εντός της πόλης (με περιγραφές και σχέδια σειράς επεμβάσεων και δολιοφθορών) και που θα τυπωνόταν για πρώτη φορά πριν πέσει η χούντα (έτσι λέει ο Χρηστάκης στο βιβλίο του), ενώ θα μοιραζόταν στους... ενδιαφερόμενους μαζί με ανάλογο υλικό του ΠΑΚ (της αντιδικτατορικής οργάνωσης του Ανδρέα Παπανδρέου). Μπορεί...
Πάντως το «Οδηγίες για τους Κυπρίους», σαν 12σέλιδο βιβλιαράκι, θα κυκλοφορούσε «κανονικά» στην αρχή της Μεταπολίτευσης, στη σειρά του «Μικρού-Κούρου» – με την έκδοση να πραγματοποιείται μετά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το λέω γιατί στην δεύτερη σελίδα της έκδοσης (στην οποία δεν υπάρχει αναγραφόμενη ημερομηνία) διαβάζουμε πως οι «οδηγίες» αφορούν στους «αδελφούς Κυπρίους», ως συμβολή στον αγώνα τους «ενάντια στον ξενοκίνητο εισβολέα». Λέω, λοιπόν, ότι «μπορεί» να κυκλοφόρησε επί χούντας αυτό το... μισητό από το «σύστημα» κιτάπι, επειδή οι πληροφορίες του Χρηστάκη στο βιβλίο του «Ο Κύριος Αθήναι» είναι αντιφατικές (έως και λανθασμένες).
Ισχυρίζεται ας πούμε, ο Χρηστάκης, πως πήραν τις «οδηγίες» του οι Κύπριοι, επί χούντας ακόμη(!), για να επιτεθούν με κοκτέιλ μολότοφ (έτσι έλεγαν τότε τις βόμβες μολότοφ), κατά της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που την είχαν ως στόχο, εξαιτίας της στάσης των Άγγλων στο κυπριακό ζήτημα. Είναι όμως γνωστό πως η μεγάλη αυτή επίθεση συνέβη στις 17 Ιανουαρίου 1975, επί Μεταπολίτευσης δηλαδή, όταν χίλιοι κύπριοι φοιτητές θα συγκεντρώνονταν έξω από την πρεσβεία, στο Κολωνάκι, για να διαμαρτυρηθούν για την μετακίνηση Τούρκων από τις αγγλικές βάσεις προς την Τουρκία. Οι καταστροφές στην πρεσβεία θα ήταν μεγάλες (είχε καεί ο πρώτος όροφος, αυτοκίνητα κ.λπ.), ενώ από τότε και για κάποια χρόνια ο Χρηστάκης θα είχε σοβαρά προβλήματα με τις αρχές, επειδή θα εθεωρείτο ύποπτος για «τρομοκρατία» (θα έμπαινε και στη φυλακή, εξάλλου, το 1980).
Τα πρόσωπα, εν τω μεταξύ, παρελαύνουν με γοργό ρυθμό στο βιβλίο κι έτσι από τον ζωγράφο Θανάση ή και Θάνο Τσίγκο, περνάμε στον Τέο Σαλαπασίδη, στον Jason Xenakis, στον Ροβήρο Μανθούλη, αλλά και στην λογοτεχνική σειρά «Βιβλιοθήκη Nobel» (1966), όπως και στην αστυνομική σειρά «Μάτι» (Σεπτ. 1967), στις οποίες ο Χρηστάκης ήταν ο βασικός επιμελητής και υπεύθυνος έκδοσης. Εδώ μαθαίνουμε πώς ακριβώς μπήκε για πρώτη φορά φυλακή ο Χρηστάκης (για χρέη σε Τράπεζα), αφού οι εκδοτικές αυτές προσπάθειες θα αποτύγχαναν στην πορεία (και λόγω δικτατορίας).
Οι σελίδες 100-200
Εδώ έχουν ενδιαφέρον οι κοινωνικές παρατηρήσεις του Χρηστάκη σε σχέση με τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και ακόμη κάποιες γνωριμίες του, όπως με τον Takis (πρώτα στην Αθήνα και μετά στο Παρίσι), την «μούσα των υπαρξιστών» τραγουδίστρια και ηθοποιό Juliette Gréco και ακόμη τον σκηνοθέτη Κώστα Μανουσάκη και την ηθοποιό Ειρήνη Παπά.
Κάπου ανακατεύεται και ο Μάης του ’68, η γαλλική ακροαριστερή μαχητική οργάνωση Action Directe, το περιοδικό “Panderma”, ο Αλέξανδρος Ιόλας, τα λαϊκά μυθιστορήματα και τα παλιά λαϊκά περιοδικά, οι εκδόσεις των αδελφών Δαρεμά, ο Γ. Τσουκαλάς («Κουρασμένος απ’ τον έρωτα»), ξανά ο Γιώργος Μακρής, λόγω... ανατίναξης του Παρθενώνα, ο Πέτρος Χάρης και η σχέση του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά (Άριστος Καμπάνης, εφημερίδα «Κουαδρίβιο») και ακόμη ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Ένα βασικό κομμάτι, αυτού του «κεφαλαίου», αφορά στο αμερικάνικο Ίδρυμα Φορντ και στις χορηγίες του σε ανθρώπους της Τέχνης και του πνεύματος, κατά την περίοδο της επταετίας.
Ο Χρηστάκης είχε επενδύσει από νωρίς ένα μέρος της φήμης του στον χώρο, στο... κατόρθωμά του να σχεδιάσει την διάρρηξη των γραφείων του Ιδρύματος, στο Κολωνάκι, απαλλοτριώνοντας τους καταλόγους με τα ονόματα των επιχορηγούμενων – λίστες που, όπως λέει, θα δημοσιεύονταν σ’ ένα τεύχος του περιοδικού του «Κούρος», που είχε τίτλο «Βauhaus και ο αιώνας μας».
Το συγκεκριμένο τεύχος το έχω (κυκλοφόρησε στο τέλος του 1971), δίχως να υπάρχουν, όμως, τα ονόματα εντός (αντιθέτως υπάρχει ο κατάλογος των «εκδοθέντων και κυκλοφορούντων κομμουνιστικών και αντικυβερνητικών βιβλίων και περιοδικών»). Και ψάχνω χρόνια κάποιο αντίτυπο του συγκεκριμένου «Κούρου» ή όποιου άλλου, με τα ονόματα των επιχορηγούμενων, αλλά δεν έχω βρει ποτέ... Όσον αφορά στο πώς γλίτωσε, τελικά, την δίωξη-σύλληψη ο Χρηστάκης, μετά το... ανδραγάθημά του, το γράφει, αναλυτικά, στο βιβλίο.
Ο Χρηστάκης επαίρεται (στο βιβλίο) πως «ανακάλυψε» ότι έλληνες διανοούμενοι, που ανήκαν στην «λεγόμενη προοδευτική διανόηση» και που ήταν «προσκείμενοι ιδεολογικά στο Κομμουνιστικό Κόμμα», έπαιρναν χρήματα από το Ίδρυμα Φορντ (το οποίο διοικούσαν, όπως γράφει, συνταξιούχοι πράκτορες της CIA).
Πολλά απ’ αυτά ήταν μπαρούφες. Βασικά η κεντρική ιδέα περί «ανακάλυψης» των κρυφών, υποτίθεται, λιστών από τον Χρηστάκη και περαιτέρω πως τα λεφτά τα έπαιρναν, σώνει και καλά, διανοούμενοι, προσκείμενοι στο παράνομο τότε ΚΚΕ.
Να πούμε, λοιπόν, πως οι επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ δεν ήταν «κρυφές», μα ολοφάνερες. Και πως πριν από το «ανδραγάθημα» του Χρηστάκη (δημοσίευση στο τέλος του 1971, στον «Κούρο», όπως ισχυριζόταν ο ίδιος), τα ονόματα των επιχορηγούμενων δημοσιεύονταν κανονικά στον ημερήσιο Τύπο. Πόσοι απ’ αυτούς, τώρα, ήταν κομμουνιστές το αφήνουμε στην κρίση του καθενός...
Ψάχνοντας λοιπόν στις εφημερίδες της εποχής θα βρεις πως επιχορηγούμενοι ήταν οι/τα: Θέατρον Τέχνης Καρόλου Κουν, Συγκρότημα Ελληνικών Λαϊκών Χορών Δώρας Στράτου, Σύνδεσμος Φίλων Νίκου Σκαλκώτα, Μυκηναϊκόν Ίδρυμα, Καίη Τσιτσέλη, Πέτρος Αμπατζόγλου, Νίκος Κάσδαγλης, Στρατής Τσίρκας, Δημοσθένης Κοκκινίδης, Μανώλης Αναγνωστάκης, Μίλτος Σαχτούρης, Κώστας Λαχάς, Κλέαρχος Λουκόπουλος, Κοσμάς Ξενάκης, Θανάσης Βαλτινός, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Κώστας Μανουσάκης, Κώστας Σφήκας, Μανώλης Χατζηδάκης, Δημήτρης Μαρωνίτης, Εμμανουήλ Χατζηγιακουμής, Κέντρο Οικιστικής Κωνσταντίνου Δοξιάδη κ.λπ.
Αυτά τα ονόματα μέχρι το τέλος του 1971 (δημοσιευμένα κανονικά στις εφημερίδες), γιατί οι δημοσιεύσεις στον Τύπο θα συνεχίζονταν και στα επόμενα χρόνια.
Τι διάβολο είχε «ανακαλύψει», λοιπόν, ο Χρηστάκης; Μάλλον τίποτα. Ίσως, βέβαια να υπήρχαν και κάποια ονόματα καλλιτεχνών και διανοουμένων, που να είχαν αιτηθεί επιχορήγησης δίχως, τελικά, να την λάβουν. Αν υπήρχαν και τέτοια ονόματα, ok, γιατί οι εφημερίδες δημοσίευαν τις τελικές λίστες. Όμως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται από τα λεγόμενα του Λεό Κρηστ στο βιβλίο.
Τέλος πάντων, και ανεξαρτήτως του Χρηστάκη, ο ντόρος γύρω από τις επιχορηγήσεις ήταν υπαρκτός, και δεν θα ήταν λάθος αν λέγαμε πως ο καλλιτεχνικός κόσμος και η διανόηση είχαν χωριστεί, τότε, σε δύο αντιμαχόμενα μέρη – σε όσους επιχορηγούνταν / υποστήριζαν τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ, και σε όσους ήταν αντίθετοι. Βασικά ο διάλογος ήταν εσωτερικός της αριστεράς και όχι ανάμεσα στην αριστερά και την δεξιά.
Βεβαίως υπήρχαν αριστεροί διανοούμενοι-καλλιτέχνες που επιχορηγήθηκαν, όπως και πολλοί που δεν επιχορηγήθηκαν, όπως υπήρχαν και δεξιοί, συντηρητικοί και κεντρώοι, που επίσης είχαν λάβει επιχορηγήσεις. Το γιατί επιχορηγούσε και αριστερούς το Ίδρυμα Φορντ (όχι πάντως για να τους κλείσει το στόμα, εμποδίζοντάς τους να ανατρέψουν τον καπιταλισμό) αξίζει να συζητηθεί, αλλά όχι στο παρόν άρθρο και αυτή τη στιγμή.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που είχε επιχορηγηθεί κι αυτός έμμεσα, δια του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», είχε αρθρογραφήσει επί τούτου στο περιοδικό «Προσανατολισμοί» (τεύχος#21, Ιαν. 1974) (το κείμενό του είχε τίτλο «Αστική ηθικολογία και Ίδρυμα Φορντ»), ξεσκεπάζοντας τον ταρτουφισμό των επικριτών των επιχορηγήσεων (αριστεροί του καναπέ κ.ά.), ασκώντας κριτική με αφετηρία μαοϊκή.
Οι σελίδες 200-300
Το ξεκίνημα, εδώ, αφορά στην ποιητική γενιά του ’70, την οποία στο μέτρο του δυνατού στήριξε ο Χρηστάκης, μέσα από τα περιοδικά του, κυρίως τον «Κούρο» και το “Panderma”, ενώ λίγο πιο κάτω, στην σελίδα 206, πληροφορούμαστε από τον ίδιο τον Λεό Κρηστ πως «Κύριος Αθήναι» σημαίνει «την προσωπική εμπειρία που είχε ο Λεό σε σχέση με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις», για να ακολουθήσουν κάποια λόγια για τον ποιητή Νίκο Καρούζο (επίσης επιχορηγούμενος από το Ίδρυμα Φορντ, τον οποίον ο Χρηστάκης, κατά τα ειωθότα, τον περνάει... γενεές δεκατέσσερις), όπως και για τους εκδότες στην περίοδο της δικτατορίας.
Να πούμε, επί τη ευκαιρία, πως ο Λεωνίδας Χρηστάκης γνώριζε πολύ καλά δύο χώρους. Ο ένας ήταν ο χώρος των εκδόσεων (βιβλία και περιοδικά, βασικά) και ο άλλος εκείνος των εικαστικών (βασικά της ζωγραφικής). Τους άλλους χώρους της Τέχνης (μουσική, κινηματογράφος, θέατρο κ.λπ.) τους γνώριζε λίαν περιορισμένα και σε κάποιες μόνο διαστάσεις τους ή και καθόλου. Τούτο σημαίνει πως δεν μπορούσε να κρίνει, ακόμη και αν το ήθελε, όλα εκείνα που έγραφαν οι συνεργάτες του, στα έντυπά του, μέσα στα χρόνια, με αποτέλεσμα να διαβάζεις τελείως αδιανόητα πράγματα (στο «Ιδεοδρόμιο») και αλλού, γύρω από κάποια θέματα.
Σίγουρα έχουν ενδιαφέρον, πάντως, αυτά που γράφει, εδώ, για το περιοδικό «Στάχυς», που έβγαινε στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με υπεύθυνο έκδοσης τον Φαίδρο Μπαρλά, τα ανάλογα για τις κινηματογραφικές αίθουσες και βεβαίως για το «Ιδεοδρόμιο» (πώς ξεκίνησε κ.λπ.).
Γράφει, ακόμη, για το underground ο Χρηστάκης (διαβάζουμε πως «στην Ελλάδα underground δεν υπάρχει –γιατί;– γιατί ο χρόνος της παραμονής των έξω σ’ αυτό το κλίμα είναι μεγαλύτερος σε διάρκεια από ό,τι είναι εδώ στην Ελλάδα»»), το οποίο underground, πάντως, το συγχέει με το λεγόμενο «περιθώριο». Δεν ήταν / είναι ο μόνος...
Σ’ αυτές τις σελίδες καταγράφονται επίσης οι περιπέτειες του Λεό Κρηστ με την «τρομοκρατία» (λόγω «Ιδεοδρόμιου», αλλά όχι μόνον), που θα τον οδηγήσουν για δεύτερη φορά στη φυλακή και τελικά στην αθώωσή του. (Οι περιγραφές από τις Φυλακές Αίγινας, όπως και από το νοσοκομείο των Φυλακών Κορυδαλλού έχουν ένα ενδιαφέρον, χωρίς να αγγίζουν, πάντως, τις περιγραφές των λιβανέζικων φυλακών από τον Πάνο Κουτρουμπούση, στο εγγλέζικο underground έντυπο “OZ”, το 1972).
Περαιτέρω, στα πιο ενδιαφέροντα θέματα αυτής της εκατοντάδας σελίδων ανήκουν όλα εκείνα που αφορούν στον Γιάννη Τσαρούχη, όπως και ο λίβελος της ζωγράφου, συγγραφέως κ.λπ. Κατερίνας Ν. Θεοφίλη (που είχε για παραλήπτη τον Λεωνίδα Χρηστάκη φυσικά).
Έτσι, ανάμεσα σε πολλά και διάφορα για τον Τσαρούχη, διαβάζουμε κι εκείνο, το από παλιά απίστευτο, της σχέσης δηλαδή ανάμεσα στο «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή και στο χαμένο μυθιστόρημα του Τσαρούχη «Το Νέο Μινιόν». Ο Χρηστάκης λέει πως το «Τρίτο Στεφάνι» δεν ήταν ολόκληρο «Το Νέο Μινιόν», αλλά ότι αποτελούσε, σίγουρα, τον κορμό του.
Το ίδιο πάνω-κάτω θα έγραφε και ο Νάνος Βαλαωρίτης σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό «Αντί» [τεύχος #389, 9 Σεπτ. 1988], που θα το βλέπαμε λίγο αργότερα και στο βιβλίο του «Για μια Θεωρία της Γραφής» [Εξάντας, 1990], ότι «ο Κώστας Ταχτσής πήρε παράδειγμα από το Νέο Μινιόν του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά συνεισέφερε και τη δική του πείρα από το περιβάλλον του». Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είχε συμβεί, και κάτω από ποιες συνθήκες.
Ο λίβελος της Θεοφίλη έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, αφού το να σε σκιαγραφεί κάποιος ξένος τόσο καίρια και αφοπλιστικά δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, τελικά, ο Χρηστάκης να μην παρασιωπεί το συγκεκριμένο κείμενο και να το συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του. Μια καθ’ όλα σωστή σκέψη και απόφαση, υπό την έννοια πως τον λίβελο αυτόν δύσκολα τον εντοπίζεις αλλού. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων…
«(...) Εκείνο, όμως, που όπως φαίνεται τον “θρέφει” (σ.σ. τον Χρηστάκη), κι ίσως το επιβεβαιώνει στον ίδιο του τον εαυτό, είναι το οικογενειακό “κουτσομπολίκι”. Παίρνει λόγια από τον έναν και τα μεταφέρει στον άλλο, βάζοντας και την ανάλογη σάλτσα, σαν κάποιες συνοικιακές κυράτσες που υποφέρουν από σύνδρομο πλήξης.(...) Κάνει αχανείς μονολόγους ο Λεωνίδας Χρηστάκης για την προσωπική ζωή των άλλων, ξερνώντας το πύον της μοχθηρίας του, ηδονιζόμενος φανερά απ’ τις συντηρητικές τάσεις που ζουν οι άλλοι και που έχοντας πιστέψει σ’ αυτόν, σε μια δεδομένη στιγμή ύστατου πόνου, τον έχουν εμπιστευτεί(...)».
Λέει κι άλλα ωραία η Θεοφίλη, και πολύ πιο σκληρά, και η μαγκιά εδώ είναι πως ο Χρηστάκης τα διαβάζει όλα αυτά, δίχως να σκέφτεται μηνύσεις και τέτοια πράγματα (όπως θα συνέβαινε σήμερα ενδεχομένως), αναδημοσιεύοντάς τα κιόλας στο βιβλίο του! Πρόκειται, απλώς, για «μνημείο εποχής», όταν η ελευθερία της έκφρασης, και του γραπτού λόγου κυρίως, δεν παρεχόταν με το σταγονόμετρο...
Οι σελίδες 300-400
Πολλά τα θέματα και σ’ αυτό το εκατοντασέλιδο και κάποια μόνο θα μας απασχολήσουν εδώ.
Στην αρχή κυριαρχεί η σχέση του Λεωνίδα Χρηστάκη με τον Νάνο Βαλαωρίτη, που είχε περάσει από σαράντα κύματα. Τι συνέβη με το περιοδικό «Το Άλλο στην Τέχνη» (1963) και τι με το «Πάλι» (1964), που ακολούθησε; Λέγονται διάφορα...
Ο Χρηστάκης δεν λέει καλή κουβέντα ούτε για τον Ηλία Πετρόπουλο, μιλάει για το βραχύβιο «Μπαρ Οστεοφυλάκιον», όπως και για το περίφημο «Συμπόσιον» του Γιώργου Μπουκουβάλα στην Πλάκα, πιάνει στο στόμα του ακόμη και τον «προστάτη των φτωχών» Αδαμάντιο Καραμουρτζούνη, ενώ αρκετές σελίδες χαραμίζονται σε ζητήματα ερωτικών σχέσεων, χωρισμών, κουτσομπολιών κ.λπ.
Υπάρχουν, βεβαίως, και τα θέματα για τα βιβλία, τα περιοδικά και τους εκδοτικούς οίκους που έχουν σταθερό ενδιαφέρον, καθώς εδώ γίνεται λόγος για τα «Αντί», «Συνέχεια», Εκδόσεις Φέξη, Αlvin Redman Hellas, «Διάλογος» κ.λπ. Ο «Διάλογος» ήταν το περιοδικό, που τύπωνε στο διάστημα αρχές ’70-αρχές ’90 η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα και σε σχέση με τον Χρηστάκη υπάρχει κάτι μάλλον σπαρταριστό, που αξίζει να το διηγηθώ.
Πάνε δεκαετίες από τότε που είχα διαβάσει στο αντιφατικό βιογραφικό του Χρηστάκη, στο τέλος του βιβλίου του «Χάος & Κουλτούρα [Απόπειρα, 1983], που αναφέρθηκε και στην αρχή, το ακόλουθο:
«(Ο Χρηστάκης) είναι ο πρώτος που μήνυσε για “διατάραξη οικιακής γαλήνης” την Αμερικάνικη Υπηρεσία Πληροφοριών, επειδή του έστελνε τα διάφορα προπαγανδιστικά έντυπά της, παρά τις επανειλημμένες τηλεφωνικές του διαμαρτυρίες».
Εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να καταλάβω το παραμέσα της συγκεκριμένης μήνυσης, πράγμα το οποίον ξεκαθάρισα χρόνια αργότερα, όταν θα έπεφτε στα χέρια μου ένα τεύχος του περιοδικού “Panderma”, το υπ’ αριθμόν #11, από τον Μάρτιο του ’75. Εκεί λοιπόν, με χοντρούς τίτλους, διαβάζουμε: «πώς μήνυσα τους αμερικανούς μέσα στη χούντα το 1972». Και πιο κάτω, δια χειρός Χρηστάκη:
«Η παρακάτω δημοσίευση δεν έχει χαρακτήρα αυτοπροβολής, έχει όμως το στοιχείο πως όποιος θέλει να αντισταθεί στην κάθε λογής προπαγάνδα που γίνεται στην Ελλάδα, μπορεί να το κάνει μόνο με την προσθήκη μιας επιμονής και μιας φαντασίας, αρκεί να το τραβά η ψυχή του. Εξ άλλου και σήμερα ακόμα –που κυριαρχεί ένα καθολικό αντιαμερικάνικο πνεύμα– αρκετές υπηρεσίες των ξένων πρεσβειών εργάζονται προπαγανδίζοντας όχι μόνο τις επιτεύξεις τους στους μορφωτικούς και στους τεχνολογικούς τομείς τους, αλλά και στην πολιτική.(…) Ξέρω ότι είναι ουτοπιστικό να σας καλέσω να στέλνετε πίσω κάθε έντυπο και πρόσκληση που λαβαίνετε από ξενοκίνητα Ιδρύματα, Συμβούλια, Υπηρεσίες Πληροφοριών, Πρεσβείες και Ινστιτούτα που δρουν στην Αθήνα σε βάρος της ελλιπούς ντόπιας δραστηριότητας. Στέλνοντας πίσω το έντυπο ή την πρόσκληση που έχετε λάβει τους δίνεται να καταλάβουν πως ο ελληνικός χώρος δεν είναι ένα ξέφραγο αμπέλι, χωρίς προσωπικότητα, αλλά οι κάτοικοι αυτού του κομματιού της γης, έχουν ακόμη αντιστάσεις…».
Τι είχε συμβεί; O Χρηστάκης είχε μηνύσει(!) το γραφείο τύπου της Αμερικανικής Πρεσβείας επειδή του έστελνε τζάμπα έντυπο, προπαγανδιστικό υλικό (βασικά το περιοδικό «Διάλογος»), χωρίς να το έχει ζητήσει ο ίδιος! Το πράγμα είχε πάρει κάποια δημοσιότητα και η εφημερίδα «Βραδυνή» (12 Μαΐου 1972) είχε γράψει:
«Μήνυση εναντίον δύο υπαλλήλων του γραφείου Τύπου της αμερικανικής πρεσβείας κατέθεσε ο γνωστός ζωγράφος και εκδότης κ. Λεων. Χρηστάκης. Ως αιτιολογικό της μηνύσεως αναφέρεται η κατ’ εξακολούθησιν αποστολή διαφόρων εντύπων της αμερικανικής πρεσβείας με παραλήπτη τον κ. Χρηστάκην, ο οποίος και επανειλημμένως εξέφρασε εις τους αρμοδίους ότι δεν επιθυμεί να τα παραλαμβάνη. Δια της αποστολής αυτής, ισχυρίζεται ο κ. Χρηστάκης, “διαταράσσεται σφόδρα η οικιακή του ειρήνη, αφού συνεχώς είναι ηναγκασμένος να παραλaμβάνη τα έντυπα και να τα μεταφέρη εις το ταχυδρομείον δια να τα επαναστείλη εις τους εκδότας των”. Επίσης, ο κ. Χρηστάκης μηνύει τους υπευθύνους των εκδόσεων αυτών δια παραβάσεις του περί Τύπου νόμου, διότι δεν αναγράφεται εις τα έντυπα το ονοματεπώνυμον και η διεύθυνσις κατοικίας του ιδιοκτήτου, εκδότου, του διευθυντού συντάξεως και του προϊσταμένου του τυπογραφείου, η ημερομηνία εκτυπώσεως, η τιμή πωλήσεως κλπ.».
Επί της ουσίας πολύ κακό για το τίποτα, καθώς όπως είχε γράψει και η «Εστία» (12 Μαΐου 1972): «Είναι, πράγματι, βάσανο η συνεχής λήψις ανεπιθύμητων εντύπων. Εις το κάτω-κάτω, όμως, ουδεμία υποχρέωσις επιστροφής υπάρχει, ο δε κάλαθος των αχρήστων είναι, πάντοτε, πρόθυμος να τα καταβροχθίση!...».
Να πούμε λοιπόν πως το δικαστήριο είχε αθωώσει τους κατηγορουμένους και πως ο Χρηστάκης επιφυλασσόταν να ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης!
Ο «Διάλογος», τώρα, δεν ήταν ένα πρωτότυπο ελληνικό περιοδικό. Ήταν μία μεταφορά στη γλώσσα μας του αμερικανικού “Dialogue” (επί της ουσίας άρθρα από τα διάφορα τεύχη του “Dialogue” απάρτιζαν τον ελληνικό «Διάλογο»), που αν και τυπωνόταν από την U.S. Information Agency (με έδρα την Washington, D.C.) διέθετε editor, associate editor, assistant editor, art director και editorial assistant.
Στην ελληνική έκδοση, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, αναγραφόταν μόνον το «Έκδοση Αμερικανικής Πρεσβείας». Στα χρόνια του ’80, όμως, θα αναγράφονταν στην ατζέντα τού περιοδικού τα ονόματα των αμερικανών εκδοτών, του επιμελητή της ελληνικής έκδοσης, του ελληνικού τυπογραφείου κ.λπ., δίχως να αναφέρονταν (και) τα ονόματα των μεταφραστών.
Σε μια σφόδρα αντιαμερικανική περίοδο μία κίνηση, όπως εκείνη του Χρηστάκη (επί δικτατορίας κιόλας), είχε μία συμβολική, οπωσδήποτε, σημασία. Συμβολική όμως, γιατί επί της ουσίας o «Διάλογος» δεν ήταν για πέταμα. Ήταν ένα σοβαρό περιοδικό, με φιλελεύθερη γενικώς κατεύθυνση, που άξιζε κανείς να το διαβάσει. Για παράδειγμα, τα κείμενα για τη μουσική, που δημοσιεύονταν εκεί, ήταν πολύ καλά – η μέρα με τη νύχτα, εννοώ, σε σχέση με τις ασυναρτησίες περί τα μουσικά, που γράφονταν στο «Ιδεοδρόμιο».
Οι λόγοι του Χρηστάκη δεν ήταν καθαρά αντιαμερικανικοί. Ούτε αθροιζόταν ο Χρηστάκης στις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς, που εμάχοντο τις παρεμβάσεις του υπερατλαντικού παράγοντα – εξάλλου, όπως είχε αναφέρει και ο ίδιος στο βιογραφικό του... «αν και ως νέος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ, λίγο μεγαλύτερος (1947-49) εργάστηκε στο κλιμάκιο της βασίλισσας Φρειδερίκης, που συγκέντρωνε παιδιά για να γλιτώσουν από το παιδομάζωμα (σ.σ. έτσι τα έλεγε αυτά ή του ξεφεύγανε;).
Αφήνω το γεγονός πως οι περισσότεροι από τους έλληνες συνεργάτες τού «Διαλόγου» παρουσιάζονταν συχνά και μέσα από τα περιοδικά του Χρηστάκη, τον «Κούρο» και το “Panderma”! Για παράδειγμα η «ποιήτρια της αμφισβήτησης» Νανά Ησαΐα, που συνεργαζόταν με τον «Διάλογο», είχε εμφανισθεί στο πρώτο τεύχος του «Κούρου», τον Απρίλιο του ’71. Στο τεύχος #11 του “Panderma”, όμως, τον Μάρτιο του ’75, ο Χρηστάκης θα την αποκαλούσε «αμερικανόπληχτη ποιήτρια» (γέλιο).
Σ’ αυτή την εκατοντάδα σελίδων υπάρχουν, επίσης, πολλά και διάφορα για την σεξουαλικότητα και τον οργασμό (Ανν Κεντ «Ο μύθος του κολπικού οργασμού»), για τα περιοδικά «Αμφί» (γίνεται κριτική) και «Κράξιμο» –γράφει κάπου ο Χρηστάκης πως «οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες είναι μια κάστα “εξεγερμένων” ανθρώπων που αντιστέκονται στη μιζέρια τής κάθε μορφής τακτοποιημένης σεξουαλικότητας»– για την Μπέττυ, την Σόνια, το Νυχτολούλουδο και τα στέκια των τρανς της εποχής και ακόμη για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και τον Μήτσο Παπανικολάου.
Οι τελευταίες 100 σελίδες του βιβλίου
Αν το βιβλίο ξεκινά με το Κολωνάκι είναι σωστό να ολοκληρωθεί με τα Εξάρχεια. Υπάρχουν σελίδες για την συνοικία εδώ, τους ανθρώπους της, τις σκέψεις τους, τις ιδέες τους, και βεβαίως για τα έντυπά τους – αφού ο τυπωμένος λόγος είναι η πιο σταθερή ενασχόληση του Χρηστάκη, μέσα στα χρόνια. Δίνει σημασία, δηλαδή, στα έντυπα ο Λεό Κρηστ και καλά κάνει.
Εδώ διαβάζουμε για την «Τρύπα» του Τέου Ρόμβου, ξανά για το «Αμφί», για την «Σκούπα», μα ακόμη και για τα μουσικά plus περιοδικά όπως ήταν το «ΤΖΑΖ», η «Μουσική», το «Ντέφι» και το «συν και πλην».
Εδώ λέει και κάποιες αλήθειες ο Χρηστάκης πως ακόμη και τα mainstream έντυπα, όπως ήταν το “Max” ή το «ΚΛΙΚ», πολλές φορές περιείχαν τολμηρότερα θέματα από «τα δικά μας». Αυτό είναι σωστό και ίσχυε πάντα, αφού ακόμη και στα early seventies τα «Επίκαιρα» π.χ. είχαν απείρως πιο underground θεματολογία, από τον «Κούρο».
Κι άλλα περιοδικά στην πορεία («Σήμα», «Φωνήεν», «Φάσμα», «Σύμπτωμα») και ακόμη Κατερίνα Γώγου, Θωμάς Γκόρπας («Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα»), Νίκος Βέλμος, Άγγελος Σικελιανός, Βασίλης Τσιρώνης (ο γιατρός-αεροπειρατής), Γιώργος Μακρής, Νικόλας Κάλας, Ζαν Ζενέ, Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος και Hartmut Geerken (o γερμανός μουσικός, δημοσιογράφος, προμότερ και συλλέκτης, που είχε μεγάλη δράση και στα καθ’ ημάς, μέσω του Goethe-Institut).
Τέλος υπάρχουν αναφορές και σε δύο μουσικούς, τον Ηρακλή Τριανταφυλλίδη (DNA, Λερναία Ύδρα, Σοφίτα, ΜουΣυνΚΑ, ΑΕΤα) και τον Διονύση Σαββόπουλο. Οι παλιοί ξέρουν πως ο Χρηστάκης είχε «αποκαθηλώσει» τον Σαββόπουλο από το δεύτερο κιόλας τεύχος του «Ιδεοδρόμιου» (3 Φεβ. 1978), σ’ ένα κείμενό του υπό τον τίτλο «άρχισε κι αυτός να τρώει καλά» καταλήγοντας: «Σε λίγο θα ’σαι (Σαββόπουλε) ένας μάγειρας του Ρισελιέ σ’ έναν επαναστατικό στρατό. Δηλαδή θα ’σαι άχρηστος, γιατί δε θα μπορείς να μας μαγειρέψεις κάτι τι πιο απλό, κάτι πιο κοντινό σ’ εμάς». Οπότε αντιλαμβάνεστε σε ποιο ακριβώς «μήκος κύματος» κινούνται τα λεγόμενα εδώ...
Επίλογος
Το βιβλίο «Ο Κύριος Αθήναι» του Λεωνίδα Χρηστάκη άξιζε και έπρεπε να επανεκδοθεί 30+ χρόνια αργότερα, γιατί είναι χρήσιμο. Και τα χρήσιμα βιβλία πρέπει να υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία και όχι να τα ψάχνεις με το πυροφάνι.
Θα πρέπει, όμως, να ξέρουν οι φίλοι του Χρηστάκη, οι παλιοί και οι νέοι «Εξαρχειώτες», πως δεν θα βρουν τα πάντα εδώ μέσα. Δεν θα μάθουν πολλά πράγματα για τα περιοδικά του Χρηστάκη, τον «Κούρο» και των δύο εποχών, το “Panderma”, το «Άλλο στην Τέχνη», και βεβαίως δεν θα μάθουν τίποτα για ορισμένα περιοδικά και εφημερίδες του, που δεν μνημονεύονται καν εδώ, όπως το «Διάλειμα» (έτσι ήταν γραμμένο, με ένα «μ»), το «Τέχνη στην Αθήνα», την «Κρεβατίνα», το «Διάβασε για να Διαβάσεις» και άλλα διάφορα. (Μπορεί να τα είχε ξεχάσει ακόμη και ο ίδιος ο Χρηστάκης αυτά, όταν έγραφε / μάζευε τα κείμενα για το «Ο Κύριος Αθήναι»).
Δεν θα μάθει, περαιτέρω, ο αναγνώστης τίποτα για τη σχέση του Χρηστάκη με το μιούζικαλ “Hair” (έχω γράψει σχετικά εδώ στο LiFO.gr), δεν θα δει πουθενά το όνομα της Μαρίας Μήτσορα (που πρωτοεμφανίστηκε σε «Κούρο») και του κομικογράφου Ηλία Πολίτη, δεν θα πληροφορηθεί για το «Κέντρο Πειραματικών Κειμένων & Ανακοινώσεων», δεν θα πληροφορηθεί για το νόημα της στήλης «Τελευταίες Ειδήσεις που μοιάζουν με διαφήμιση (άλλως Αφυπνηστάριουμ)» από το «Ιδεοδρόμιο» δεν θα μάθει σχεδόν τίποτα και για τις Εκδόσεις της μη Άμεσης Επανάστασης, ενώ ανάμεσα σε πολλά άλλα δεν θα μάθει και από πού προέκυψε ο τίτλος και το λογότυπο του περιοδικού “Panderma”.
Η λέξη, έλεγε ο Χρηστάκης, σήμαινε «παντός τέρμα ή παντός δέρμα» –τρέχα γύρευε δηλαδή–, αλλά στην πράξη ήταν «δάνειο» από ένα ελβετικό καλλιτεχνικό περιοδικό (με το ίδιο λογότυπο και τίτλο), που τύπωνε στη Βασιλεία της Ελβετίας ο ουγγροελβετός έμπορος έργων τέχνης, συλλέκτης και συγγραφέας Carl Laszlo, ήδη από τα τέλη του ’50. Θα τυπώνονταν 13 νούμερα (ελβετικού “Panderma”) ανάμεσα στα χρόνια 1958-1977.
Επίσης ο αναγνώστης θα πρέπει να ξέρει πως το βιβλίο δεν είναι Αγία Γραφή και πως έχει πολλά λάθη. Πάρα πολλά. Άρα απαιτεί πολύ προσεκτικό διάβασμα, που θα είναι αποδοτικό (το διάβασμα) αναλόγως της εμπειρίας που θα διαθέτει ή όχι ο αναγνώστης σε σχέση μ’ αυτά τα θέματα. Υπάρχουν λάθη λοιπόν, εδώ, όλων των ειδών, από σοβαρά δηλαδή έως λιγότερο σοβαρά, αλλά πάντως λάθη. Μερικά δε είναι και χαζά...
Δεν γίνεται, ας πούμε, να γράφεις για δίσκους 75 στροφών(!) και όχι για 78 στροφών. Δεν γίνεται τον Μήτσο Παπανικολάου να τον γράφεις αλλού «Μήτσο» και αλλού «Ν. Παπανικολάου». Εντάξει, το να μην ξέρεις πως ο Boris Vian έπαιζε τρομπέτα και όχι σαξόφωνο δεν είναι... εγκληματικό, αλλά είναι λάθος. Όπως λάθος είναι να χρεώνεις στον Ροβήρο Μανθούλη «Το Ξυπόλητο Τάγμα», ενώ αυτό ανήκει στον Γκρεγκ Τάλλας, όπως είναι λάθος να λες πως «ποιήματα του Φερλιγκέττι πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα στο έβδομο τεύχος του περιοδικού Panderma το 1973», όταν το ποίημα του Lawrence Ferlinghetti «Αυτός» είχε δημοσιευθεί στον «Διάλογο», τον Φλεβάρη του 1971, σε μετάφραση Ιουλίας Ραλλίδη. (Αλλά αφού ο Χρηστάκης επέστρεφε τους «Διαλόγους» στην αμερικανική πρεσβεία, χωρίς να τους ανοίξει, ήταν λογικό να μην το ξέρει...).
Τα λάθη είναι πολύ περισσότερα, φυσικά και δεν είναι μόνον αυτά. Είναι κάποιες δεκάδες... Σιτσιλιάνος αντί του σωστού Σισιλιάνος (ο συνθέτης), Δημήτρης Λευκαδίτης αντί του σωστού Δημήτρης Λευκορείτης (ο ποιητής), το υπερλεξιστικό σονέτο «ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ!» του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη αποδίδεται στον Κώστα Καρυωτάκη κ.λπ.
Τα λάθη στα βιβλία του Χρηστάκη ήταν βασικό συστατικό της αντίληψής του για το γράψιμο. Ένα γράψιμο κάπως αυτόματο, με την αίσθηση του προφορικού λόγου, ανεπιτήδευτο, πηγαίο, με πολλά στοιχεία προχειρότητας, χωρίς αρχείο, ή με λίαν περιορισμένη χρήση του (καθότι ο άνθρωπος άλλαζε σπίτια συνέχεια και πράγματα χάνονταν από μετακόμιση σε μετακόμιση, ενώ για λόγους βιοποριστικούς πουλούσε, κατά καιρούς, και υλικό). Είχε χάρισμα στη γραφή ο Χρηστάκης, δεν ήταν τυχαίος, αλλά επέμενε, εκ των πραγμάτων, στον δικό του τρόπο, στη δική του «μέθοδο».
Ο ίδιος έλεγε ότι είναι «ντοκουμενταρίστας, δηλαδή κάποιος που ξέρει και κολλάει ορισμένα πράγματα και βγάζει ένα βιβλίο». Επίσης ο ίδιος έλεγε πως «στα βιβλία μου δεν υπάρχει ποιότητα. Υπάρχει ένας τσελεμεντές, παίρνω δηλαδή λίγα ψήγματα από εδώ κι εκεί και φτιάχνω χρυσό. Η πολλή χρήση της γραφής μού έδωσε ένα ύφος, αλλά δεν υπάρχει ποιότητα στη γραφή (μου)» (από συνέντευξη του Χρηστάκη, στην Λίλυ Εξαρχοπούλου, στο περιοδικό «Ε», το 1996).
Δεν ξέρω τι νόημα έδινε στη λέξη «ποιότητα», σε σχέση με τη γραφή, ο Χρηστάκης. Αλλά η λογοτεχνική «ποιότητα» ποτέ δεν ήταν, ούτε είναι, απαραίτητη γι’ αυτό το είδος της δημοσιογραφίας και της συγγραφής που ασκούσε. Τα μόνα απαραίτητα είναι τα «καλά ελληνικά» (ο Χρηστάκης έγραφε πολύ καλά) και το να ξέρεις για τι ακριβώς μιλάς (ο Χρηστάκης ήξερε πολύ καλά, όπως είπαμε, το χώρο των εκδόσεων και των εικαστικών), αντιλαμβανόμενος, συγχρόνως, τα όρια εκείνων που γράφεις. Σ’ αυτό το τελευταίο υπήρχε συχνά ένα θέμα με τα γραφόμενά του, αλλά ok…
Το βιβλίο «Ο Κύριος Αθήναι» του Λεωνίδα Χρηστάκη, στις εκδόσεις Opportuna κρίνεται ως σημαντικό. Εγώ έμαθα πράγματα. Τώρα. Με την παρούσα ανάγνωση. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβής πρόσεξα πράγματα, που δεν τα είχα προσέξει όταν το είχα διαβάσει, παλιότερα, στις εκδόσεις Δελφίνι. Δεν τους είχα δώσει την πρέπουσα σημασία, γιατί τότε δεν μπορούσα να εκτιμήσω την αξία τους. Τώρα εκτιμώ την αναφορά του Χρηστάκη στην Μαρίκα Παλαίστη ας πούμε (και όχι... Παλαιστή, όπως την γράφει), γιατί, στο μεσοδιάστημα, έτυχε να διαβάσω για την περίπτωσή της.
Η γνώμη μου είναι πως δεν θα υπάρξει αναγνώστης, όποιου επιπέδου και όποιας οικειότητας με τα θέματα που πραγματεύεται εδώ ο Λεωνίδας Χρηστάκης, που δεν θα μάθει κάτι, διαβάζοντας το «Ο Κύριος Αθήναι» (αν και σχεδόν όλοι θα μάθουν πολλά). Και αυτό είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορώ να πω για τούτο το βιβλίο.