Ο ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ (1915-2004) ήταν μία εντελώς ξεχωριστή και μοναδική περίπτωση διανοουμένου. Μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους του εικοστού αιώνα (σκέφτομαι και τον Άγγελο Τερζάκη, ως έναν άλλο σημαντικότατο δοκιμιογράφο), ο Λορεντζάτος ήταν μάλλον ένας ακατάτακτος διανοούμενος.
Το καλλιεργούσε και ο ίδιος αυτό, ίσως ως μια στάση ζωής. «Ο μόνος επαγγελματισμός που διαθέτω είναι ένας επαγγελματισμός ανεπάγγελτος» έγραφε σ' ένα από τα σημειώματά του που περιλαμβάνονται στη συλλογή Collectanea. Στο ίδιο σημείωμα αποδεικνύεται πολύ αποκαλυπτικός σε σχέση με το «φτάσιμο».
Γράφει: «Συλλογίζομαι πολλές φορές πως δεν είμαι παρά σκυλί στη δουλειά και κοπρόσκυλο στη σκόλη. Συμβιβάζονται τα δύο; Νομίζω, ναι. Εσωτερικά αναθρεμμένος μακριά από τα πανεπιστήμια –αν και φοίτησα (δεν αποφοίτησα)– και εξωτερικά όχι εξαρτημένος από αυτά ή διαθέτοντας οποιοδήποτε πιστοποιητικό της σοφίας μου, τη σοφία όση μάζεψα δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ για άλλο κανένα λόγο, επαγγελματικό (ας υποθέσομε), παρεχτός για να βρω κάποιο νόημα στη ζωή μου ή να γίνω καλύτερος άνθρωπος».
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει στον πρόλογο του τομιδίου Ζήσιμος Λορεντζάτος που επιμελήθηκε για λογαριασμό του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, σαν να ερμηνεύει το παραπάνω σημείωμα: «Τράβηξε έναν δρόμο ασύχναστο και πήρε, στα νεοελληνικά γράμματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, μια θέση εντελώς δική του». Το τομίδιο αυτό μας ξαναδίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τον Λορεντζάτο, αυτόν τον «γερό και ωραίο άντρα που έζησε λιτά, αποτραβηγμένος στην Κηφισιά, χωρίς βιοποριστικές μέριμνες, μοναχικός αλλά όχι ακοινώτητος».
Το τομίδιο του Ιδρύματος της Βουλής θα άρεσε σίγουρα στον Λορεντζάτο, καθώς ο ίδιος τύπωνε τη δουλειά του σε τομίδια, με μεγάλη τυπογραφική φροντίδα, στις εκδόσεις Ίκαρος, Δόμος αλλά και Το Ροδακιό.
Ακολουθώντας τα γραπτά του Λορεντζάτου ή, καλύτερα, την οδηγία του «η λογοτεχνία είναι τα κείμενα. Αυτά κρύβουν τη ζωή», ο Σταύρος Ζουμπουλάκης εντοπίζει τις «τέσσερεις μορφές» που αξεχώριστα και ενωμένες, όπως γράφει, παίρνει η Ελλάδα στα κείμενά του. Είναι ο τόπος, οι άνθρωποι, η γλώσσα και η παράδοση.
Ολιγογράφος, αλλά πολύ επιδραστικός, ο Λορεντζάτος άνοιξε δρόμους σε πολλά πεδία, τόσο στην κριτική όσο και στη γλώσσα, τη μετάφραση, την έκδοση κειμένων, την ιδεολογία, την ερμηνεία της παράδοσης. Η διαδρομή του ξεκίνησε με ένα δοκίμιό του για τον Έντγκαρ Άλαν Πόου, που εκδόθηκε το 1936, αλλά η τομή γίνεται με το Δοκίμιο Ι. Το εκφράζεσθαι, που κυκλοφόρησε το 1947. Πρόκειται για μια πολυπρισματική προσέγγιση του έργου του Διονυσίου Σολωμού, μια ανάγνωση ανοιχτού ορίζοντα, πολύ διαφορετική από τις στενά φιλολογικές αναγνώσεις της σολωμικής ποίησης.
Και δεν είναι μόνο ο Σολωμός. Στον Λορεντζάτο οφείλουμε νέους δρόμους προσέγγισης του Κ.Π. Καβάφη, του Σικελιανού, του Κάλβου, του Σεφέρη, του Παπαδιαμάντη, του Πικιώνη αλλά και του Έζρα Πάουντ, του Ουίλιαμ Μπλέικ, του Αντρέ Ζίντ, του Χέλντερλιν, του Έλιοτ. Το ισχυρό αποτύπωμά του στη λογοτεχνική κριτική και στις ιδέες, αλλά και το κύρος που είχε σε ομοτέχνους του, φαίνεται και στους δύο τόμους με την αλληλογραφία του, στο Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, 1948-1968, που εκδόθηκε το 1990, σε επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, και στο Στυλιανός Αλεξίου - Ζήσιμος Λορεντζάτος, Αλληλογραφία, 1967-2003, που εκδόθηκε το 2010, σε επιμέλεια του Κώστα Μπουρναζάκη.
Το τομίδιο του Ιδρύματος της Βουλής περιλαμβάνει τρία κείμενα που στηρίζονται σε ισάριθμες ομιλίες, οι οποίες είχαν εκφωνηθεί σε εκδήλωση του ιδρύματος προς τιμήν του Λορεντζάτου τον Ιανουάριο του 2020. Πρόκειται για το κείμενο «Σεφέρης και Λορεντζάτος: Ο αγνοημένος δρόμος και ο μακρύτερος δρόμος» που υπογράφει ο Μανόλης Παπουτσάκης, διευθυντής του Δελτίου Βιβλικών Μελετών, το κείμενο «Η κριτική της Ιστορίας στη Μικρά Σύρτι του Ζήσιμου Λορεντζάτου», που υπογράφει ο επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Γιάννης Δημητρακάκης, και το κείμενο «Η Ελλάδα του Λορεντζάτου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη.
Ακολουθώντας τα γραπτά του Λορεντζάτου ή, καλύτερα, την οδηγία του «η λογοτεχνία είναι τα κείμενα. Αυτά κρύβουν τη ζωή», ο Σταύρος Ζουμπουλάκης εντοπίζει τις «τέσσερεις μορφές» που αξεχώριστα και ενωμένες, όπως γράφει, παίρνει η Ελλάδα στα κείμενά του. Είναι ο τόπος, οι άνθρωποι, η γλώσσα και η παράδοση.
«Ο τόπος του ήταν συγκεκριμένος» γράφει ο Ζουμπουλάκης. «Είχε όνομα, ήταν στεριές και θάλασσες της Ελλάδας, συγκεκριμένες στεριές και θάλασσες, με τον καιρό τους, τα δέντρα, τους καρπούς, το φως τους». Πρόκειται για μια βαθύτερη σχέση, σχεδόν μυστική, με το πνεύμα του τόπου, που μόνο αν το ψυχανεμιστείς και γίνει οδηγός στη ζωή σου το έργο σου μπορεί να είναι αληθινό και αυθεντικό.
Οι άνθρωποι του Λορεντζάτου είναι «οι σιωπηλοί, ανώνυμοι και αναλφάβητοι, που παραδίδουν από γενιά σε γενιά μια αρχαία σοφία, μέσα από τα έργα τους και τα λόγια τους, τη χειρωναξία τους, τις καθημερινές χειρονομίες». Ο Λορεντζάτος ήταν αστός, γιος του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγή Λορεντζάτου (1871-1941), που ήταν δημοτικιστής και έλεγε «μάτι» αντί για «οφθαλμό» και «μπράτσο» αντί για «βραχίονα». Ο Ζουμπουλάκης υποβάλλει σε δοκιμασία αυτήν τη θέση του Λορεντζάτου. Και θεωρεί ότι η πηγή της είναι φιλοσοφική και όχι πολιτική ή κοινωνιολογική. Αν ίσχυε η δεύτερη περίπτωση, η θέση αυτή θα ήταν αφελής, καθώς οι λαοί έχουν στηρίξει φασισμούς, ρατσισμούς κ.λπ.
Η γλώσσα είναι η ενότητα και η συνέχεια της «ελληνικής λαλιάς», που είναι και το μόνο στοιχείο της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας και των Ελλήνων. Και τέλος, η παράδοση, που είναι η γλώσσα και η ορθοδοξία. Σε αυτό το πολύ διεισδυτικό κείμενό του ο Ζουμπουλάκης υποδεικνύει τις γενικεύσεις και τις υπερβολές του Λορεντζάτου, που ενισχύουν όμως ακόμη περισσότερο την αυθεντικότητα αλλά και την επικαιρότητα του έργου του. Εδώ βάζει και το κρίσιμο θέμα σε σχέση με τον Λορεντζάτο, δηλαδή κατά πόσο η κυρίαρχη θέση της Ελλάδας στα κείμενά του τον οδηγεί σε ελληνοκεντρισμό ή ακόμη και εθνικισμό.
Ο Ζουμπουλάκης μάς λέει ότι η κριτική του Λορεντζάτου δεν είναι εθνική αλλά πνευματική, και ειδικότερα μεταφυσική. Το «χαμένο κέντρο» του, το περίφημο κείμενο του Λορεντζάτου για τον Σεφέρη, με τις τόσες αναγνώσεις και παραναγνώσεις, δεν είναι μια χαμένη Ανατολή που αντιπαρατάσσεται χωρίς ελπίδα στην κυρίαρχη Δύση αλλά ένα μεταφυσικό κέντρο, από το οποίο αποστάτησε ο δυτικός πολιτισμός.
Στο τομίδιο του Ιδρύματος της Βουλής ο Γιάννης Δημητρακάκης διαβάζει το ποιητικό έργο του Λορεντζάτου, Μικρά Σύρτις, που εκδόθηκε το 1955, για να βρει εδώ ποια ακριβώς ήταν η αίσθησή του για την Ιστορία. Είναι μια αίσθηση μεταφυσική που απαξιώνει τον ιστορικό χρόνο, κάτι που είχε προκαλέσει την αρνητική κριτική του Σεφέρη. Τέλος, ο Μανόλης Παπουτσάκης προσπαθεί να ερμηνεύσει και να συγκρίνει τον «αγνοημένο δρόμο» του Σεφέρη, που τον βρίσκουμε στα «Τρία Κρυφά Ποιήματα», με τον «μακρύτερο δρόμο» του Λορεντζάτου, που τον βρίσκουμε σε διάφορα κείμενά του. Ποιος είναι ο ένας και ποιος άλλος. Έχουν σχέση με τη γνώση ή με μια εσωτερική αναζήτηση; Δρόμος ο ένας και δρόμος ο άλλος. Αλλά πόσο διαφορετικοί.
Το τομίδιο του Ιδρύματος της Βουλής δείχνει ότι ο δρόμος μας για τον Λορεντζάτο είναι μακρύς και ανοιχτός (σε ερμηνείες, αντιπαραθέσεις κ.λπ.). Γιατί, όπως γράφει ο Παπουτσάκης, «έθεσε ζητήματα που δοκίμασαν το μικρομάγαζο των Νεοελληνικών Σπουδών, ζητήματα που οι νεοελληνιστές ήταν και παραμένουν εντελώς απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν».
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κλειδί για το έργο του Λορεντζάτου είναι η συλλογή Collectanea με 1.210 σημειώματά του, που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Δόμος, σε επιμέλεια Σταύρου Ζουμπουλάκη. Τα σημειώματα καλύπτουν μια περίοδο εξήντα και πλέον χρόνων, από το 1941 μέχρι τις αρχές του 2000. Τη συλλογή είχε ετοιμάσει προς έκδοση ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά με όρο να κυκλοφορήσει μετά τον θάνατό του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια