ΤΕΛΗ ΙΟΥΛΙΟΥ 2021, μια μεγάλη πυρκαγιά έκαψε τα δάση στην περιοχή της Μαρμαρίδας. Έμαθα για τη φωτιά σε μια συνομιλία WhatsApp στο αεροδρόμιο: είχα επιστρέψει, για πρώτη φορά μετά την πανδημία, στην Κωνσταντινούπολη, όπου έχω μεγαλώσει, από την Αθήνα, όπου είχα μετακομίσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Πριν από την προσγείωση, από το παραθυράκι του αεροπλάνου προσπαθούσα να δω τη «θαλάσσια βλέννα» που λέγανε ότι καταβρόχθιζε τη Θάλασσα του Μαρμαρά. Ήταν το περίεργο και άγνωστο φαινόμενο της χρονιάς που αποδείκνυε πως η Θάλασσα του Μαρμαρά είχε πια μετατραπεί σε μια τοξική μάζα νερού ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης των οικισμών και της βιομηχανίας γύρω της και της έλλειψης γενικότερης φροντίδας.
Εκείνο το απόγευμα, όμως, δυο φρέσκες ειδήσεις ξεπέρασαν τη δυστοπική εικόνα της θαλάσσιας βλέννας, με τρομακτικές εικόνες που έτρεχαν στα σόσιαλ μίντια. Η μία ήταν για τη φωτιά που τύλιγε τα πανέμορφα και αγαπημένα δάση της Μαρμαρίδας, τα ζώα που έτρεχαν να σωθούν και τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να προλάβουν τις φωτιές. Η άλλη έδειχνε έναν οικισμό στα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράν, όπου άνδρες έτρεχαν σε εμφανώς εγκαταλελειμμένους δρόμους. Η ανακοίνωση για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν εκείνο το καλοκαίρι είχε προκαλέσει μια καινούργια ροή μεταναστών. Εικόνες από ομάδες νεαρών ανδρών που διέσχιζαν τη χώρα για να πάνε όσο το δυνατό δυτικότερα ολοένα ενίσχυαν την εχθρική ατμόσφαιρα που ήδη υπήρχε στην Τουρκία για τους πρόσφυγες. «Είμαστε σε πόλεμο», έγραφαν στο Twitter, «καίγονται τα δάση μας κι αυτοί θέλουν να εισβάλουν στη χώρα μας».
Μου προκαλούσαν φόβο οι εικόνες ξένων κορμιών που, σαν στις ταινίες με ζόμπι, έφευγαν τρέχοντας από άδειους οικισμούς για να έρθουν στα μέρη όπου ζω; Ή μήπως με φόβιζε πως πια η πλειονότητα της τουρκικής κοινωνίας θεωρούσε τους πρόσφυγες απειλή με το που τους έβλεπε;
Καθώς προχωρούσα ανάμεσα από τα τεράστια κτίρια της Πόλης, σκρολάροντας στο κινητό και βλέποντας εικόνες φωτιάς και προσφύγων που προσπαθούσαν να ξεφύγουν, ένιωσα φόβο, πόνο και μια αδυναμία που μου προκαλούσε αγανάκτηση. Μπορούσα να καταλάβω την προέλευση του πόνου μου ‒ καίγονταν πεύκα, ελιές και αμυγδαλιές, χωριά και ζωές, ένα όμορφο και ζωντανό μέρος που το γνώριζα και το αγαπούσα. Ο φόβος δεν μπορούσα να διευκρινίσω από πού ερχόταν ‒ δεν ήταν μόνο για την επέκταση της φωτιάς αλλά για κάτι περισσότερο που όμως συνδεόταν και με τη φωτιά. Μου προκαλούσαν φόβο οι εικόνες ξένων κορμιών που, σαν στις ταινίες με ζόμπι, έφευγαν τρέχοντας από άδειους οικισμούς για να έρθουν στα μέρη όπου ζω; Ή μήπως με φόβιζε πως πια η πλειονότητα της τουρκικής κοινωνίας θεωρούσε τους πρόσφυγες απειλή με το που τους έβλεπε;
Τις επόμενες μέρες και νύχτες η φωτιά στη Μαρμαρίδα συνέχισε. Χάνονταν κατσίκια, πουλιά, χελώνες, άνθρωποι. Η εστίες ξανάπαιρναν φωτιά που κατάκαιγε ό,τι ήταν μπροστά της. Όσοι ήταν σε εκείνο το μέρος φώναζαν πως δεν γινόταν επέμβαση από αέρος ‒ πού ήταν τα περίφημα πυροσβεστικά αεροσκάφη της χώρας; Δεν υπήρχαν, το επιβεβαίωσε πρώτα ο υπουργός Γεωργίας και Δασών και μετέπειτα ο Πρόεδρος Ερντογάν. Κινητοποιήθηκε η κοινωνία πολιτών ‒ήταν επιτέλους κάτι που μπορούσαν να κάνουν από το σπίτι!‒ για να μαζέψει χρήματα και να νοικιάσει πυροσβεστικά αεροπλάνα από ιδιώτες. «Μα γιατί», ρώτησαν κάποιοι, «ο Πρόεδρος έχει 13 αεροπλάνα στον στόλο του, ενώ δεν υπάρχει ούτε ένα για δασοπυρόσβεση;»
Περιέργως, περίπου την ίδια στιγμή εμφανίστηκε το παράξενο φαινόμενο του κυνηγιού κεφάλων, του πογκρόμ. Στα παραδοσιακά και νεότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης ακουγόταν ότι αυτές οι φωτιές δεν ήταν φυσιολογικές, ότι οι τρομοκράτες έβαζαν φωτιά στα δάση. Ένα αγαπημένο πρόσωπο της προκυβερνητικής τουρκικής ‒όπως και της ελληνικής‒ τηλεόρασης, ο Τζιχάτ Γιαΐτζί, δήλωνε ότι το PΚΚ μαζί με την Ελλάδα έβαζαν φωτιές στα δάση της Τουρκίας, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε απόδειξης γι’ αυτόν τον ισχυρισμό. Μέσα στη φωτιά εμφανίστηκαν αυτοοργανωμένες ομάδες αυτοδικίας, οι οποίες κατέβηκαν στους δρόμους της ευρύτερης περιοχής για να ελέγξουν ταυτότητες, να δείρουν και να απαγάγουν όποιο άτομο τούς έμοιαζε με τρομοκράτη. Στο Αϊδίνι, μια περιοχή αρκετά μακριά από τη ζώνη του πυρός, αλλά με παρόμοιες κλιματικές και πολιτισμικές συνθήκες, ολόκληρος ο πληθυσμός ενός χωριού πανικοβλήθηκε και βγήκε στους δρόμους τα μεσάνυχτα για κυνήγι, όταν ακούστηκε ότι ύποπτοι τρομοκράτες είχαν αφήσει το αμάξι τους εκεί κοντά και είχαν μπει στο δάσος. Συχνά, αυτό που έκανε κάποιον ύποπτο τρομοκράτη ήταν ο αριθμός πινακίδας του αυτοκινήτου του, που έδειχνε ότι το αυτοκίνητο προερχόταν από μία από τις επαρχίες της κουρδικής περιοχής. Η ερώτηση «γιατί η Τουρκία δεν παρείχε πυροσβεστικά αεροσκάφη» ακουγόταν όλο και λιγότερο μέσα σε μια ατμόσφαιρα βίας και αυτοδικίας που διήρκεσε λίγες νύχτες.
Όταν καίγεται ένας τόπος, όλοι νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάτι. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι αυτό που έχουμε μάθει να κάνουμε σε συνθήκες με τις οποίες είμαστε εξοικειωμένοι.
Εκείνες τις μέρες που παρατηρούσα το δημόσιο αίσθημα και τις κοινωνικές αντιδράσεις στην Τουρκία, όσο κι αν με τρόμαζε το κυνήγι κεφαλών, όσο κι αν απεχθανόμουν τον λόγο και τη δράση των πολλών ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτό και το στήριζαν, δεν μπορούσα παρά να συναισθάνομαι την έντονη ανάγκη που τους κατέβαζε στους δρόμους για να κυνηγήσουν τους εχθρούς που, όπως τους είχαν πει, στρέφονται εναντίον της χώρας για να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους στα χέρια τους.
Σίγουρα, αυτό που έκαναν ήταν παράλογο ‒ πώς μπορούσε το PKK να βάλει μια τόσο μεγάλη φωτιά σε μια περιοχή πυκνοκατοικημένη, γεμάτη Τούρκους με ισχυρές εθνικιστικές απόψεις, και αν μπόρεσε τελικά, αυτό δεν έδειχνε κάποιο είδος ανικανότητας των υπευθύνων; Αλλά ήταν παράλογη και η πραγματικότητα γύρω τους, όπου έβρεχε φωτιά στα κεφάλια τους, χωρίς καμιά σωτηρία, και όπου ακουγόταν από παντού ότι ο εχθρός είναι ισχυρός και βρίσκεται ολόγυρά μας, έχοντας τελικό σκοπό να μας αποτελειώσει.
Τέλη Αυγούστου 2023, στο πιο θανατηφόρο μεσογειακό καλοκαίρι, όταν ακούστηκε πως είχαν βρεθεί καρβουνιασμένες σοροί μέσα στα δάση του Έβρου που ακόμα καίγονταν, όλοι νιώσαμε τον βαρύ αντίκτυπο της πραγματικότητας, σε όλους μας προκλήθηκαν διάφορα συναισθήματα.
Η είδηση των νεκρών ανθρώπων μέσα στο καμένο δάσος, οι οποίοι προφανώς ήταν πρόσφυγες που μόλις είχαν περάσει τα σύνορα, χτύπησε όλους όσοι αισθανόμαστε μέρος αυτής της κοινωνίας, και της κοινωνίας των ανθρώπων γενικότερα. Απλώς δεν έχουμε όλοι τα ίδια βιώματα, και η συνείδηση αυτού του βάρους αποκρυσταλλώθηκε με διαφορετικό τρόπο, άγγιξε διαφορετικά σημεία. Κάποιοι ξαναζήσαμε τον πόνο του ναυαγίου στην Πύλο, ενώ κάποιοι εξοργίστηκαν που στα δάση τους κρύβονταν εχθρικά στοιχεία που μπόρεσαν να εντοπιστούν μόνο εξαιτίας της φωτιάς.
Μπορεί η δεύτερη αντίδραση να μη μας φαίνεται ανθρώπινη, αλλά μήπως ξεχνάμε ότι είμαστε ίσως οι χειρότεροι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου; Ποιο άλλο ζώο σπαταλάει τόσο πολλή ενέργεια και πόρους για να κατασκευάζει θανατηφόρα όπλα ώστε να μπορέσει να κατεδαφίσει τις υποδομές της γειτονικής χώρας με λίγα μόνο χτυπήματα; Ποιο άλλο ζώο δεν διστάζει να αλλάξει το κλίμα της Γης τόσο δραστικά στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος που συσσωρεύει πλούτη μόνο για λίγους;
Ο κοινωνικός πανικός πυροδοτείται από τη συντριπτική πραγματικότητα της καταστροφής και την ανάγκη να κάνουμε κάτι, να ανακτήσουμε τον έλεγχο. Πώς όμως το κάνουμε αυτό; Τι είναι αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και μας πνίγει; Στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, οι άνθρωποι βλέπουν ότι η ζωή τους όπως την ήξεραν δεν είναι πια του χεριού τους. Ζούμε σε μια εποχή πολλαπλών κρίσεων. Το να ρίχνουμε την ευθύνη στους «λάθρο» ή στους τρομοκράτες, οι οποίοι απλώς είναι συγκυριακοί αποδιοπομπαίοı τράγοι, είναι εύκολο και καταπραϋντικό. Τι θα κάναμε αν έπρεπε να ρίξουμε την ευθύνη σε αυτούς που ορίζουν πώς πρέπει να προστατευόμαστε, πού βρίσκεται ο αληθινός κίνδυνος; Θα ήταν δύσκολο κάποια στιγμή να αποφασίσουμε να βρούμε και να τιμωρήσουμε τους υπαίτιους αυτών των καταστροφικών πυρκαγιών, οι οποίες συμβαίνουν όλο και πιο συχνά στην περιοχή μας και δεν μπορούν να ελεγχθούν; Ποιος είναι υπεύθυνος για τις καταστροφές, εν τέλει, ποιος φταίει και πού τον ψάχνουμε;
Σε ένα από τα ανέκδοτα του Νασρεντίν Χότζα, ο Χότζας χάνει την πολύτιμη μοναδική βελόνα του, ενώ ράβει το σαμάρι του γαϊδάρου του, μέσα στον στάβλο. Επειδή εκεί είναι σκοτεινά, βγαίνει έξω στον κήπο και αρχίζει να ψάχνει τη βελόνα, αλλά δεν μπορεί να τη βρει. Οι γείτονες που τον βλέπουν να ψάχνει και να μην τη βρίσκει έρχονται να τον βοηθήσουν. Ψάχνουν όλοι μαζί σε όλο τον κήπο για να βρουν τη βελόνα. Μα πού μπορεί να βρίσκεται τελικά μια βελόνα; Μετά από λίγο, ένας από τους γείτονες επιτέλους τον ρωτά: «Βρε Χότζα, πού χρησιμοποίησες τη βελόνα τελευταία φορά;» «Μέσα στον στάβλο», απαντά ο Χότζας, «αλλά είναι σκοτεινά εκεί, οπότε την ψάχνω εδώ έξω, που έχει φως». Έτσι κι εμείς, ψάχνουμε τον ένοχο εκεί που μπορούμε να ψάξουμε και όχι εκεί που θα έπρεπε.