Η συζήτηση γύρω από το ζήτημα των γλυπτών της Ακρόπολης των Αθηνών που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο και το ενδεχόμενο να επιστραφούν στην Ελλάδα συνοδεύονται συχνά από υψηλούς τόνους και δικαιολογημένη οπωσδήποτε συναισθηματική φόρτιση, που όμως συσκοτίζουν ή παραμορφώνουν ορισμένες από τις κρίσιμες παραμέτρους τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η εξεύρεση μιας λύσης που να μπορεί να γίνει αποδεκτή απ’ όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Πιστεύω πως θα πρέπει εξαρχής να αναγνωριστεί το ότι η παρουσία των γλυπτών αυτών σε ένα μεγάλο μουσείο όπως είναι το Βρετανικό έχει συμβάλει ουσιαστικά στην προβολή τους στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινότητας και στην αναγνώρισή τους ως κεφαλαιώδους σημασίας συστατικού του δυτικού πολιτισμού γενικότερα, ως κορυφαίας εκδήλωσης των καλλιτεχνικών, αλλά και γενικότερα πολιτιστικών, ιδεωδών που χαρακτήριζαν τη λεγόμενη κλασική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας.
Η καθοριστική επίδραση την οποία άσκησαν στις αντιλήψεις των Ευρωπαίων, κυρίως, θαυμαστών τους όσον αφορά το κάλλος και την αποτύπωσή του αισθητά μέσα σε μορφές με απαράμιλλη αίσθηση αρμονίας, χάρης και εκφραστικότητας, διαμόρφωσε και κατηύθυνε την ευαισθησία αναρίθμητων εκπροσώπων που υπηρετούσαν τις πιο προηγμένες και τις πιο πολύτιμες πτυχές του πολιτισμού μας.
H επανένωση όλων των σχετικών ευρημάτων αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να ανακτήσουν τα έργα αυτά κάτι από την αρχική τους λάμψη και σημασία, μέσα από τη συνύπαρξή τους στον ίδιο χώρο με το μνημείο του οποίου αποτελούσαν ανέκαθεν συστατικά στοιχεία, από κοινού με τα υπόλοιπα τμήματα του γλυπτού του διάκοσμου και με τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού της Αθηνάς με τα οποία συναποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο καλλιτεχνικό και νοηματικό σύνολο.
Οι απηχήσεις τους ‒συχνά έμμεσες και διαμεσολαβημένες, όπως συμβαίνει με όλα τα σπουδαία πνευματικά επιτεύγματα‒ είναι παντοειδείς και διαχρονικά αναγνωρίσιμες σε όλη την πορεία της τέχνης του δυτικού πολιτισμού, από τα μωσαϊκά της Μονής Δαφνίου ως την Καπέλα Σιστίνα και την Γκερνίκα, και είναι προφανείς ακόμη και σε εκείνους που δεν τα αντίκρισαν ποτέ αυτούσια, αλλά βίωσαν την επίδρασή τους μέσα από τις ποικίλες παραδόσεις στις οποίες οι ίδιοι ήταν ενταγμένοι, αντλώντας όμως πάντα την έμπνευσή τους από την ακατάλυτη ρίζα των αριστουργημάτων της τέχνης της κλασικής αρχαιότητας.
Είναι, πάντως, αμφίβολο κατά πόσον η παραμονή των έργων αυτών στην Ελλάδα τα τελευταία διακόσια τόσα χρόνια θα είχε συμβάλει εξίσου στην ανάδειξη τηw σημασίας τους κατά τη διαμόρφωση των ιδεών και των τάσεων εκείνων που καθόρισαν τις αισθητικές, και όχι μόνο, αντιλήψεις και εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο το διάστημα αυτό.
Παράλληλα, η διεύθυνση του μουσείου, ευθύς μετά την απόκτηση της συλλογής κατέβαλε μεγάλες, αν και όχι πάντοτε επιτυχείς, προσπάθειες για την προβολή, τη συντήρηση και τη γενικότερη αξιοποίηση των έργων που την απαρτίζουν, τοποθετώντας τα σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα που βρίσκεται στην καρδιά των εγκαταστάσεών του, σε έναν χώρο με εντελώς ιδιαίτερη προβολή και προσβασιμότητα, ως ένα από τα κεντρικότερα και πολυτιμότερα εκθέματά του, κάνοντάς τα έτσι γνωστά και επιτρέποντας να τα μελετήσουν και να τα απολαύσουν εκατομμύρια επισκέπτες απ’ όλον τον κόσμο, ακόμη και σε εποχές που πολλοί από αυτούς δεν θα είχαν, όπως συμβαίνει σήμερα, την ευκαιρία να τα επισκεφθούν και να τα γνωρίσουν στον τόπο της προέλευσής τους.
Οι οποιεσδήποτε αδυναμίες ή αστοχίες κατά την παρουσίαση, τη μέριμνα και τη συντήρηση των συγκεκριμένων μνημείων δεν αρκούν, κατά την εκτίμησή μου, για να αμαυρώσουν τη σημαντική συμβολή του συγκεκριμένου οργανισμού στην εμπέδωσή τους στη συνείδηση των Ευρωπαίων, και όχι μόνο, επισκεπτών του, ως συστατικού μέρους και της δικής τους πολιτιστικής κληρονομιάς.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ, δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος κατά πόσον η παραμονή τους στον τόπο τους για όλο αυτό το διάστημα θα είχε αποβεί περισσότερο επωφελής για τη διατήρησή τους, κάτω από τις αντίξοες και τοξικές περιβαλλοντολογικές συνθήκες που γνωρίζουμε ότι επικράτησαν εξαιτίας της άναρχης και ανεξέλεγκτης, ορισμένες φορές, ανάπτυξης του οικιστικού ιστού της πόλης των Αθηνών, αλλά και αν θα είχε δώσει την ευκαιρία σε τόσους επισκέπτες να θαυμάσουν από κοντά τα ύψιστα αυτά επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μια απλή σύγκριση ορισμένων από τα πιο γνωστά από τα εκτιθέμενα εκεί έργα με αντίστοιχα που παρέμειναν επί τόπου στο έλεος των καιρικών συνθηκών και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αρκεί για να μας βάλει σε σκέψεις ως προς αυτό το σημείο.
Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν θα ήταν υπερβολικό ‒μολονότι είμαι σίγουρος ότι ορισμένοι θα το θεωρήσουν ως ακόμη και «προδοτικό»‒ η ελληνική πολιτεία να αναγνωρίσει την προσφορά αυτή του Βρετανικού Μουσείου και να τη λάβει σοβαρά υπόψη της κατά τη διευθέτηση του μέλλοντος της συγκεκριμένης συλλογής, που, λογικά, θα πρέπει να αποτελεί και το κύριο μέλημά της, υπό τις συνθήκες οι οποίες έχουν διαμορφωθεί με την ανέγερση του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την ευχέρεια που παρέχουν τα νέα τεχνικά μέσα για την εύκολη και απρόσκοπτη επίσκεψη του χώρου. Διότι, αναμφίβολα, τα γλυπτά της Ακρόπολης θα πρέπει να επιστραφούν στον τόπο της προέλευσής τους, όχι όμως λόγω ιδιοκτησιακής διεκδίκησης αλλά για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια.
Οπωσδήποτε, δεν θα ήταν καθόλου άκαιρο η επιστροφή τους να συνοδευτεί από την έκφραση ειλικρινούς ευγνωμοσύνης εκ μέρους της χώρας μας, με την αποστολή μιας πλήρους σειράς αυθεντικών αντιγράφων τους, ώστε να εκτεθούν στη θέση όπου βρίσκονται σήμερα τα πρωτότυπα ευρήματα, και με την ανάρτηση ειδικής επιγραφής, μέσω της οποίας η Ελλάδα θα κοινοποιεί στους επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου την εκτίμησή της για τη συμβολή του στη διαφύλαξη, τη συντήρηση και την ανάδειξη του μοναδικού αυτού θησαυρού της πολιτιστικής της κληρονομιάς, καθιστώντας τον για χρόνια γνωστό και προσβάσιμο στο διεθνές κοινό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μουσείο θα έχει την ευκαιρία να δικαιωθεί για την κατοχή και τη φροντίδα των γλυπτών όλο αυτό το διάστημα και να προβάλει τον ρόλο του ως φορέα που πράγματι υπηρετεί την προώθηση και την ανάδειξη πολιτιστικών αξιών, όπως άλλωστε δηλώνει ότι αποτελεί καταστατική υποχρέωσή του.
Γιατί, όμως, θεωρώ πως είναι απαραίτητο, και εν τέλει αναπόφευκτο, τα συγκεκριμένα έργα να επανέλθουν στον τόπο όπου δημιουργήθηκαν; Χρειάζεται να διευκρινιστεί εξαρχής ότι ο λόγος δεν σχετίζεται, ούτε θα πρέπει να συγχέεται, με θέματα που έχουν σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την οικονομική αξιοποίησή τους ή με τη νόμιμη ή μη απόκτηση και διακράτησή τους από το μουσείο κατά το παρελθόν. Αυτά είναι ζητήματα που έχουν εξεταστεί και συζητηθεί διά μακρών και η αναμόχλευσή τους δεν φαίνεται να οδηγήσει σε μια λύση αποδεκτή από όλα τα μέρη.
Επίσης, όπως είναι προφανές, το παρακάτω εκτιθέμενο σκεπτικό αφορά αποκλειστικά και μόνο τη συγκεκριμένη συλλογή εκθεμάτων και όχι οποιαδήποτε άλλα αρχαιοελληνικά ευρήματα που εκτίθενται στο ίδιο ή σε άλλα μουσεία, προβάλλοντας και καταξιώνοντας σε όλον τον κόσμο τις αξίες της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Αντιθέτως, πιστεύω ότι ο βασικός λόγος, τον οποίο θεωρώ ότι δεν μπορεί τελικά παρά να συμμερίζεται και το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο, είναι ότι η επανένωση όλων των σχετικών ευρημάτων αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να ανακτήσουν τα έργα αυτά κάτι από την αρχική τους λάμψη και σημασία, μέσα από τη συνύπαρξή τους στον ίδιο χώρο με το μνημείο του οποίου αποτελούσαν ανέκαθεν συστατικά στοιχεία, από κοινού με τα υπόλοιπα τμήματα του γλυπτού του διάκοσμου και με τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού της Αθηνάς με τα οποία συναποτελούν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο καλλιτεχνικό και νοηματικό σύνολο. Διότι ιδιαίτερα οι γλυπτικές αναπαραστάσεις που περιέβαλλαν τον Παρθενώνα δεν συνιστούσαν απλώς εξωραϊστικά, «διακοσμητικά» του στοιχεία.
Πρόκειται για μια, ίσως μοναδική στην παγκόσμια ιστορία, προσεκτικά μελετημένη κατάθεση μιας ολοκληρωμένης πολιτισμικής παρέμβασης, σχεδιασμένης και εκτελεσμένης από καλλιτέχνες με όραμα και βλέψεις απαράμιλλης διορατικότητας και πνευματικής δύναμης, η οποία διατηρεί ως σήμερα το νόημα και την επικαιρότητά της.
Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, θεμελιώδη παρανόηση και διαστρέβλωση του χαρακτήρα του μνημείου το να θεωρείται απλώς αξιοθέατο καλλιτεχνικό ή και τεχνικό επίτευγμα, ανάλογο με άλλα αξιολογότατα και, ενδεχομένως, εξίσου αξιοθαύμαστα για την τεχνική τους αρτιότητα έργα της αρχαιότητας, όπως είναι, λ.χ., το Κολοσσαίο της Ρώμης ή οι πυραμίδες της Γκίζας. Διότι αυτό που ξεχωρίζει τον Παρθενώνα ως σύνολο από όλα τα υπόλοιπα μνημεία με τα οποία ενίοτε, και για τουριστικούς κυρίως λόγους, συγκρίνεται είναι ότι έχει σχεδιαστεί ώστε να αντιπροσωπεύει μια ολοκληρωμένη και απόλυτα συνειδητή πρόταση πολιτισμού: το ουσιαστικό επίκεντρο του γλυπτού του «διάκοσμου», η ανεπανάληπτη ζωοφόρος, σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα συστατικά του μέρη αλλά και με τη συνολική αρχιτεκτονική σύλληψη που τον διαπνέει, αποτυπώνει με ασύγκριτη δύναμη και πληρότητα μια θεώρηση, η οποία θέτει στο επίκεντρό της το άτομο ως πολίτη ενταγμένο στον συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο της αθηναϊκής δημοκρατίας της εποχής, μέσα από τον οποίο όμως νοηματοδοτείται και εμπλουτίζεται η ύπαρξή του και η δράση του ως συντελεστή και συνδιαμορφωτή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αυτοσυνείδησης και θεσμικής οργάνωσης.
Αυτό το πλαίσιο, έκδηλα συνυφασμένο με τα ιερά και τα όσια που διέπουν και διαμορφώνουν την κοινή συνείδηση των κατοίκων της πόλης, διέπνεαν και ενοποιούσαν τις εορταστικές και τις κοινωνικές της εκδηλώσεις και παρουσιάζονται εκεί ενσαρκωμένα στα σώματα των πολιτών της, με τον καθένα τους να υπηρετεί, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, ένα συνολικό όραμα συνύπαρξης και συναντίληψης ελεύθερων ανθρώπων.
Η KATAΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΝΑΝΘΩΠΙΝΗ ΙΣΧΥ αυτού του μηνύματος δύσκολα μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο όποιον έχει τη διάθεση και την υπομονή να ανασυνθέσει με τη φαντασία του όλα τα διάσπαρτα τεκμήρια που μας έχουν περισωθεί από αυτό το μεγαλούργημα της διάνοιας των κατασκευαστών του μνημείου, αλλά αναπόφευκτα διαθλάται και συγχέεται εξαιτίας του κατακερματισμού των μελών του και της ασυνέχειας που του έχει επιβληθεί εξαιτίας των ιστορικών συγκυριών, οι οποίες το έχουν αφήσει στην κατάσταση όπου βρίσκεται σήμερα.
Ωστόσο, μόνον ως σύνολο μπορεί να εκφράσει ανόθευτα, ακόμη και μετά από τόσους αιώνες, το διαχρονικό και ακατάβλητο μήνυμά του σχετικά με την ανθρώπινη υπόσταση και τη θέση της μέσα σε μια θεσπισμένη από τα ίδια τα μέλη της οργανωμένης κοινότητας, αλλά και απέναντι στις πανίσχυρες κοσμικές δυνάμεις που την υπερβαίνουν και την επικαθορίζουν. Και τούτο επειδή σχεδιάστηκε ως ενιαίο καλλιτεχνικό δημιούργημα για να υπηρετήσει ακριβώς τον συγκεκριμένο αυτόν σκοπό. Η κατάτμησή του αναιρεί επομένως το ίδιο το περιεχόμενο και τον σκοπό της δημιουργίας του με τρόπο ανάλογο, όπως η απόσπαση, λ.χ., ενός σημαντικού τμήματος των οροφογραφιών της Καπέλα Σιστίνα θα κινδύνευε να καταλύσει και να αφανίσει τη συνοχή και την οργάνωση του μεγαλειώδους οράματος του δημιουργού της.
Για να μην υπάρξουν τυχόν παρεξηγήσεις: δεν θέλω με κανέναν τρόπο να υποστηρίξω ότι τα μηνύματα που ως καλλιτεχνικό δημιούργημα πρόβαλε με τόση ενάργεια και ακρίβεια η συνολική μορφή του Παρθενώνα είναι «ανώτερα», «καλύτερα», ότι αντιπροσωπεύουν κάποιες «απόλυτες» αξίες ή ότι είναι με οποιονδήποτε άλλον τρόπο προτιμότερα από άλλα, ενδεχομένως εξίσου σημαντικά, τα οποία βρίσκουν την έκφρασή τους σε άλλα σπουδαία καλλιτεχνικά έργα ή μνημεία.
Ας μην ξεχνούμε ότι ήδη κατά την εποχή της δημιουργίας του οι ιδέες και τα ιδανικά που προβάλλονται μέσα από το συγκεκριμένο έργο ήταν αντικείμενο οξείας συζήτησης και διαμάχης: από την εξύμνησή τους, αν και όχι δίχως σημαντικές δόσεις σκεπτικισμού, που συναντούμε στις σελίδες των έργων των μεγάλων τραγικών ποιητών αλλά και σε ορισμένες από τις δημηγορίες που καταγράφει ο Θουκυδίδης, ως την οξεία και με ανείπωτη πικρία διατυπωμένη καταγγελία και καταδίκη τους εκ μέρους του Πλάτωνα, αλλά και την ανελέητη κατασυκοφάντηση και διακωμώδησή τους από τον Αριστοφάνη, βρίσκονταν πάντοτε στο επίκεντρο παθιασμένων αμφισβητήσεων και αντιπαραθέσεων. Όμως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αποτελούν έκτοτε αναπόσπαστο μέρος αυτού που αντιλαμβανόμαστε ακόμη και σήμερα ως παγκόσμια και διαχρονική ανθρώπινη πνευματική κληρονομιά.
Φρονώ ότι οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου, καθώς επίσης το σύνολο της ακαδημαϊκής και της πνευματικής κοινότητας του Ηνωμένου Βασιλείου, γαλουχημένοι όπως είναι με τη μακροχρόνια παράδοση μελέτης και πρόσληψης των ιδεών που ανάγονται στα επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής θεώρησης του κόσμου, θα ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν το θέμα της επιστροφής τους πάνω σε μια τέτοια βάση.
Μια ορθολογική και βιώσιμη αντιμετώπισή του θα μπορούσε να αναγνωριστεί παγκοσμίως ως ανεκτίμητη προσφορά στην προώθηση πανανθρώπινων αξιών με ιδιαίτερη ζωντάνια και βαρύτητα και μπορεί να αποδείξει ότι και οι σημερινοί άνθρωποι είναι σε θέση να αρθούν πάνω από τη στενόμυαλη και μυωπική θεώρηση ενός πρόσκαιρου και αμφίβολου τελικά συμφέροντος, και να επιδιώξουν την εξυπηρέτηση των πραγματικών και ουσιαστικών αγαθών που μπορεί να προσφέρει ο αληθινός πολιτισμός, όχι όταν τον περιχαρακώνουμε και επιχειρούμε να τον ιδιοποιηθούμε, αλλά όταν ακριβώς τον μοιραζόμαστε με τους άλλους.