Κυρία Στανίση, μπορείτε να μου μιλήσετε για διάφορα πράγματα, γενικά, σας παρακαλώ;
Ο κόσμος είναι θάλασσα. Κάποιοι θα σε βρίσουνε, κάποιοι άλλοι θα σε αγαπήσουνε. Μωρέ, είναι δύσκολη η νύχτα και φαίνεται πολύ εύκολη, άμα δεν την ξέρει κάποιος. Μερικές φορές σκέφτηκα μήπως να σταματoύσα. Κακία και μίσος και κόντρα (παύση) και ζήλια και φθόνος. Όλα αυτά. Όχι από κούραση. Δεν με ενοχλεί η κούραση. Τα άλλα, αυτά με κουράζουν.
Γεννήθηκα στη Νάουσα, Μακεδονία δηλαδή. Σε πολύ μικρή ηλικία, κάπου στα έξι, στα εφτά, έφυγα για τη Γερμανία. Σε διάφορες πόλεις πήγαμε. Όταν τα βρίσκαμε λίγο σκούρα σε μια πόλη, πηγαίναμε σε μια άλλη και μετά σε μια άλλη και μετά σε μια άλλη. Η πόλη που μου άρεσε πιο πολύ στη Γερμανία ήταν η Φρανκφούρτη. Είχε ωραίο κλίμα στη Φρανκφούρτη. Στα 16 ξεκίνησα το τραγούδι. Το πρώτο τραγούδι που είπα ήταν ένα της Φωτεινής Μαυράκη, αλλά μάλλον αυτή δεν την ξέρεις εσύ. Ένα τραγούδι (παύση) λυπητερό. Από μικρή τραγούδαγα. Έγραφα τη φωνή μου σε ταινίες, κρυφά, πριν γυρίσει η μαμά απ’ το εργοστάσιο, και την άκουγα. Κι άμα δεν μ’ άρεσε κάτι, το ξαναηχογραφούσα. Μια φορά χάθηκα σ’ έναν βάλτο κι όλα τα δέντρα γύρω μοιάζανε ίδια και είχα τρομοκρατηθεί και δεν ήξερα πώς θα βρω τον δρόμο να γυρίσω πίσω. Πήγαινα κάθε απόγευμα εκεί για να μπορώ να τραγουδάω δυνατά και να μη με ακούει κανένας. Δεν ήξερα τότε από φωνητική, δεν ήξερα τι θα πει καν η λέξη φωνητική. Λαϊκά μόνο, από μικρή. Αυτά άκουγα στη Νάουσα, αυτά άκουγαν οι φτωχοί άνθρωποι. Ήμασταν φτωχοί. Λίγα λεφτά. Στο σχολείο δηλαδή έπαιρνες ένα κουλούρι, αλλά δεν έπαιρνες κορνέ. Το κορνέ, Ευθύμη, μού έχει μείνει μεγάλο απωθημένο. Δεν φαντάζεσαι. Το πουλάγανε στο περίπτερο. (παύση) Πολύβιο τον λέγανε τον περιπτερά. «Κύριε Πολύβιε», τον ρωτούσα, «πόσο κάνει αυτό το κορνέ;». «Δύο δραχμές», απαντούσε ο κύριος Πολύβιος. Γύρναγα μετά από λίγο. «Κύριε Πολύβιε, πόσο κάνει το κορνέ;». «Σου είπα, δύο δραχμές» απαντούσε. Ξαναέφευγα. Το είχε μπροστά στη βιτρίνα ο πούστης, να φαίνεται. Κι έτρωγα όλο μήλα. (παύση) Η Νάουσα έβγαζε μήλα. Κάθε μέρα στο σχολείο μήλα. Μας έλεγε η δασκάλα στο σχολείο να πούμε ένα τραγούδι παιδικό και σηκωνόμουνα κι έλεγα «Όσο αξίζεις εσύ κι η καρδιά σου η χρυσή δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη» και αυτή με κοιτούσε θυμωμένη στην αρχή κι εγώ φοβόμουνα μη φάω κάνα χάρακα, αλλά ποτέ δεν με χτύπησε, μόνο γέλαγε μετά από λίγο.
Στα 18 μου γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Όλοι μαζί γυρίσαμε. Εννοώ οικογενειακώς. Φτάσαμε στην Ομόνοια με τη μάνα μου και τον μικρό μου αδερφό. Μείναμε σ’ ένα ξενοδοχείο που δεν ξέραμε τι ξενοδοχείο ήταν. Μπαίναν όλο ζευγάρια και μας φαινόταν λίγο περίεργο, αλλά δεν μας πείραζε, δεν μας ενοχλούσε κανείς. Στο Maxim, ένα μαγαζί από τα καλά που τραγουδούσα στη Γερμανία, είχα γνωρίσει τον Νίκολσον, έναν μεγάλο μάνατζερ. Ήταν ο πιο γνωστός μάνατζερ στην Αθήνα.
Μετά έγινε μοναχός νομίζω, στην Πάτμο. Μου είχε δώσει την κάρτα του. Πήγα και τον βρήκα στο γραφείο του. Στην 3ης Σεπτεμβρίου ήταν το γραφείο του. Μου έκλεισε αμέσως δουλειά. Πρώτος σταθμός, Λάρισα. Μ’ έστειλε για δεκαπέντε μέρες κι έκατσα ενάμιση χρόνο. Δεν μ’ αφήνανε. Τους είπα ένα μικρό ψέμα ότι η μάνα μου είχε ένα πρόβλημα υγείας κι ότι έπρεπε να έρθω στην Αθήνα και με αφήσανε και μετά δεν ξαναγύρισα. Ήτανε, μπορώ να πω, άγρια τότε στην επαρχία. Άνθρωποι κανονικοί που πίνανε και μεταμορφώνονταν σε άλλους ανθρώπους και γινότανε μετά χαμός. Σαν κάτι έργα καουμπόικα που βλέπεις καμιά φορά στην τηλεόραση, έτσι. Κοπέλες που κάνανε κονσομασιόν, κοπέλες που δεν τις σεβόντουσαν. Ήταν μια που δεν τραγουδούσε και της είχανε πει ν’ ανοιγοκλείνει μόνο το στόμα και μου είχε πει ο μαέστρος να την ντουμπλάρω εγώ από πίσω, κρυμμένη, και το καλώδιο απ’ το μικρόφωνό της ήταν δεμένο στη ντραμς. Διάφορα τέτοια. Πιάτα πετάγανε, ποτήρια, μπουκάλια, ό,τι βρίσκανε. Αληθινά. Σπίθα πεταγότανε και σου έκοβε τη φλέβα. Ξέρεις εγώ έχω τραυματιστεί* πολλές φορές. Άγριο, άγριο. Μετά βγήκανε τα γύψινα. Αλλά κι αυτά, μη νομίζεις, ήταν πολύ ανθυγιεινά γιατί μυρίζανε πετρέλαιο.
Αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Στην επαρχία έμαθα πολλά πράγματα. Φοβόμουν να έρθω στην Αθήνα. Νόμιζα ότι όλες οι τραγουδίστριες στην Αθήνα είναι πολύ καλύτερες από μένα. Μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Πήγα σ’ ένα μαγαζί δίπλα στον Φλοίσβο που λεγότανε Χίλια Φώτα και που μετά το κάνανε Σεραφίνο και μετά κάτι άλλο που δεν θυμάμαι. Το ’82 έκανα τον πρώτο δίσκο. Το «Μυστικέ μου Έρωτα». Μου είχε δώσει το τραγούδι ο Μουσαφίρης και φοβόμουνα μη μου το πάρει κάποιος άλλος. Έγινε ο δίσκος, αλλά δεν είναι ότι μετά φτιάξανε όλα. Ποτέ δεν φτιάχνουν όλα. Έχω πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, για χρόνια. Αλλά το ευχαριστιέμαι ακόμα πολύ. Μου αρέσει. Ξέρω λίγο μπουζούκι. Μπορώ να παίξω την «Ευδοκία» στο μπουζούκι. Έχω καιρό να το πιάσω (παύση), αλλά μπορώ. Έχω καπνίσει πολύ στη ζωή μου. Κάπνιζα τα πάντα, ό,τι θέλεις, Marlboro, Καρέλια, κάτι Gauloises μπλε. Οι Γερμανίδες κάπνιζαν πολύ, από τα 12 τους καπνίζανε. Το 1986 το έκοψα. Ούτε πίνω πια. Δεν έπινα δηλαδή και ιδιαίτερα πολύ, μόνο λίγο, όπως όλες οι κοπέλες. Τότε, παλιά, ήταν της μόδας το ουίσκι, το Ballantine's.
Η νύχτα για μια γυναίκα που κυκλοφορεί χωρίς συντροφιά είναι τρομαχτική. Η νύχτα από μόνη της είναι τρομαχτική.
Μια Κυριακή απόγευμα είχα έναν άνθρωπο κι έπιανα μπράτσο και εκείνος ερχόταν ζεστός, (παύση) κι εκείνος ερχόταν ζεστός από κρεβάτι αλληνής της διπλανής της ζωής. Πολύ μου αρέσει αυτός ο στίχος, άμα τον λέω. Πάρα πολύ. Στο σπίτι δεν ακούω πολλή μουσική, μόνο καμιά φορά το βράδυ, όταν κοιμάται η μάνα μου, έχω αυτά τα γουόκμαν και βάζω διάφορα. Δημοτικά, σόουλ, τζαζ, ντίσκο, κλασική. Μπορεί να παρεξηγηθώ που το λέω αυτό και να πούνε τι μας λέει τώρα αυτή ότι ακούει Βιβάλντι, αλλά, ναι, μπορεί και ν’ ακούσω. Εμένα η μουσική που δεν μου αρέσει είναι μόνο αυτή η techno. Κάτι παθαίνω με την techno. Δεν με χαροποιεί. Όταν νευριάζω, φωνάζω. Θα βρίσω, άμα τσακωθώ θα βρίσω. Δεν το κάνω πολύ συχνά, όμως. Άμα μαλώσω με κάποιον και μ’ έχει πειράξει πολύ, προσπαθώ να μην του μιλάω. Αυτό προσπαθώ. Καμιά φορά κλαίω κιόλας και ξέρεις, για να κλάψει κάποιος, πάντα υπάρχει λόγος. Άμα ψάξεις, θα βρεις έναν λόγο για να κλάψεις. Με τα λεφτά μετά έκανα πολλές σπατάλες, γιατί προσπαθούσα να καλύψω διάφορα απωθημένα. Απόλαυσα ρούχα, πολλά ρούχα, μου άρεσε ιδιαίτερα ο Valentino που έχει αυτό το φινετσάτο, το ωραίο, αλλά και άλλοι, και ο Ferre και ο Versace και ο Alaia και άλλοι. Ακόμα μου αρέσουν τα φορέματα. Κάποια παλιά φορέματα τα έχω ακόμα, δεν θα τα δώσω ποτέ. Ένα ειδικά. Ένα φόρεμα που το φορούσα όταν είχα βγάλει τον πρώτο δίσκο και όταν έβγαινα να τραγουδήσω, ο κόσμος, αντί να χειροκροτήσει, έκανε «Αααα». Armani είναι και είναι με παγιέτα. Η παγιέτα είναι η παγιέτα, στην πίστα πάντα εντυπωσιάζει. Με κάτι τέτοια έχω καταξοδευτεί. Τα τελευταία χρόνια έχω περιοριστεί. Να περνάω λίγο καλά, να έχω κάποιες ανέσεις (παύση), αλλά μέχρι εκεί.
Κυρία Στανίση, μου λέτε, σας παρακαλώ, ξανά τι είναι ο κόσμος;
Θάλασσα είναι.
σχόλια