Φτάναμε στο νησί με το καραβάκι: καφετιοί, επικλινείς, βραχώδεις όγκοι με παχιά, κοκκιώδη υφή· γωνιώδεις ακμές· λευκές γραμμές κλιμάκωσης και προοπτικής· χαμηλές τούφες διάσπαρτου πράσινου και πολύχρωμες τέντες που φούσκωναν και άδειαζαν σαν από πόνο ή περηφάνια στο περιοδικό αεράκι που δρόσιζε· ένα φως δύστροπο, επίμονο, αδυσώπητο να καθαρίζει τα μάτια και μια ευκίνητη, στιλπνή θαλασσιά επιφάνεια με «νερά» πράσινου σε περίγραμμα κυρτού χαμόγελου· σκόρπια, ευμεγέθη, πλέοντα αντικείμενα με μυτερές γωνίες, άλλα λευκά, άλλα λερωμένου ξύλου, λικνίζονταν δεμένα στην άκρη της αποβάθρας· το νησί ένα εύρωστο ζώο, στα χείλη χαραγμένη η ειρωνεία της απειλής, μα γερασμένο, ξεδοντιασμένο, ακίνδυνο, όσο πλησιάζαμε η απειλή μετατράπηκε σε ενόχληση, σαν από το δάγκωμα να είχαν μείνει ξένα σώματα στο σώμα μας, σαν παράσιτα σε ξενιστές ή σαν έμμονη ιδέα.
Φόρεσα τα γυαλιά μου: ξένες σημαίες ανέμιζαν στα ιστία των σκαφών με τα μεγαλοπρεπή ονόματα, πάσχιζα να ξεχωρίσω σύμβολα και να αποκρυπτογραφήσω προελεύσεις, στα λιγοστά μαγαζιά του λιμανιού ταμπέλες εστιατορίων και καφέ και μενού αναλυτικά, διάβαζα, με το στομάχι μου να στριφογυρνά ανήσυχο, καθώς παίρναμε τον ανηφορικό δρόμο προς τη Χώρα.
Και πάλι κατηφόρα, αντιστεκόμουν σθεναρά με το ένα μου χέρι στον άνεμο που πεισματικά διεκδικούσε το καπέλο μου –τι το ήθελε; τι να το κάνει;–, άνανδρος και ανίκανος να θεριέψει τα πελώρια, άχρηστα χέρια –ίσαμε δύο λεύγες– του μοναχικού γίγαντα που στεκόταν στον λοφίσκο απέναντί μας –πώς να παλέψεις; ποια η νίκη;–, ένας πρώην ερειπωμένος, νυν καλοσυντηρημένος καρτ-ποσταλικός ανεμόμυλος· το άλλο μου χέρι όριζε το βήμα, προσπέρασα υποτιμητικά και αδιάφορα τον εχθρό, πατώντας αποφασιστικά στα λευκομπογιατισμένα λουλούδια του πλακόστρωτου.
Ένας σκύλος κοντόσωμος κατευθύνθηκε περίεργος προς το μέρος μας, μύριζε τα πέλματά μας κι έγλειφε λαίμαργα τις σαγιονάρες μας, κουνώντας πέρα-δώθε ανέμελα την ουρά του, Μάγκα έλα δω, του φωνάξανε κι εκείνος απρόθυμος υπάκουσε –στους μάγκες δεν χαλάνε το παιχνίδι, είναι νόμος–, κοίταξα διερευνητικά προς το μέρος τους, μια εξάδα πολύβουη, δύο παιδιά με φουσκωμένα γιλέκα-σωσίβια –πάντα κομψοί, παντού, από πάντα– δύο Φιλιππινέζοι-φύλακες άγγελοι, εκείνη με μεγάλα γυαλιά ηλίου και πολύχρωμο καφτάνι, χαρισμένα, εκείνος με χαβανέζικο, λουλουδιαστό μαγιό, δύο γυναίκες –όχι όμορφες, ούτε άσχημες– άχρωμες, και ένας βαριεστημένος Μάγκας που δεχόταν ανόρεχτα λίγα ακόμα κατευναστικά χάδια.
Προσπέρασα τα αθλητικά τους κανό που άραζαν στην παραλία, η θάλασσα του χρόνου σαν να τα ξέβρασε ως επίκληση τύψης, σαν σύμπτωμα, μετατρέποντας παραπλανητικά τον φλοιό σημύδας σε πολυαιθυλένιο –τίποτα δεν καταλαβαίνουν, έτσι κι αλλιώς– με απλωτές έφτασα ως μέσα, βαθιά, να απομακρυνθώ, να ξεφύγω, γύρισα προς το μέρος της παραλίας κι έβλεπα πια πανοραμικά, στα αριστερά μου ένα σκάφος προσαραγμένο, χτύπησα τα πόδια στο νερό, στράφηκα δεξιότερα, στο κέντρο εμείς, χτύπησα κι άλλο, οι μητριάρχες και η φυλή τους, κι άλλο, κι άλλο, εργάτες πάνω στην ξύλινη πλατφόρμα που χτιζόταν ειδικά για την περίσταση, κομπρεσέρ και βαριοπούλες, όλοι με το ίδιο μπλουζάκι της εταιρείας παραγωγής, μαύροι από ήλιο ή εθνικότητα ή και τα δύο, δεν ξεχώριζες –μετά τους συναντήσαμε να πίνουν λεμονάδα στο εστιατόριο κατάκοποι, παντού στο νησί περιφερόμενα λογότυπα–, ένας ήχος εκκωφαντικός, ένιωθα τη ζέστη τους στους ώμους μου που ξεπρόβαλλαν από το νερό –δεν ήταν ίδια, εγώ βουτούσα, εγώ κολύμπαγα–, μια μητριάρχης συνομιλούσε τώρα, στηριζόμενη με τους αγκώνες στην άκρη του σκάφους, με τον ιδιοκτήτη του, σκέφτηκα, αφού δεν μπορώ με ένα γέλιο να σας θάψω για να φτύσω πάνω στους τάφους σας, θα κατουρήσω εκεί που κολυμπάνε τα παιδιά σας, κι έσφιξα τους μυς της λεκάνης, σκέφτηκα: ωραία φράση, να τη θυμηθώ, να σου την πω όταν βγω, σκέφτηκα: θα έκανε ωραίο διακείμενο, να τη γράψω κάπου, σκέφτηκα, κι όπως σκεφτόμουν αφηρημένη, το νερό ζεστάθηκε, άδειαζα τον πρωινό καφέ, τα νερά, τις πορτοκαλάδες· άδειασα από αυτάρεσκο μίσος, γέμισα κείμενα, λέξεις, παραστάσεις, μπήκα στο σκηνικό και γύρισα προς την ακτή.
Καθώς στέγνωνα στην άμμο, έβλεπα ακόμα πανοραμικά: δεξιά το σκάφος, στη μέση εμείς, λίγο πιο αριστερά η εξάδα –η μητριάρχης είχε επιστρέψει–, τέρμα αριστερά η πλατφόρμα με τους εργάτες, όπως πριν. Ένιωθα μόνο λίγη κούραση.
Θα σου πάρω παγωτό, σου είπα, διάλεξα γεύσεις να σ' αρέσουν, γέλαγες, με το παγωτό πάντα χαιρόσουν, ετοιμάστηκα να πληρώσω με δισταγμό, το παγωτό ήταν Kayak, μάρκα ακριβή· είναι δωρεάν, είναι για τον γάμο του Σαββάτου, ο παγωτατζής με την ποδιά του δεν κοίταξε καν τα κέρματά μου, τα αγνόησε, από τα σκάφη κατέβαιναν κορίτσια με τα μακριά, μπαλετικά θρεμμένα πόδια τους και στήνονταν στην ουρά, πίσω τους εργάτες με τα λερωμένα μπλουζάκια, με τις στάμπες ιδρώτα και λαδιού στα λογότυπα. Περιμένοντας το καραβάκι της επιστροφής, μας είδα: τρώγαμε όλοι μαζί εύθυμα παγωτό, ο καθένας στη γεύση του, στη γωνιά του. Είχε να διαλέξεις μέχρι και σορμπέ.
σχόλια