"Πλησιάζοντας τη σειρά από παράθυρα του ισογείου, είδα ότι πίσω από τα βαριά λευκά κάγκελα που τα προστάτευαν υπήρχε ένα δεύτερο πλέγμα από διχτυωτό σύρμα, σαν αυτό που χρησιμοποιείται για κλουβιά μικρών ζώων. Μέσα ήταν πολύ σκοτεινά για να διακρίνω οτιδήποτε. Στην πλαϊνή πλευρά του κτιρίου οι συνθήκες ήταν ακόμα πιο ακραίες: Τα προεξέχοντα παράθυρα, που είχαν φτιαχτεί για να δημιουργούν κάποιου είδους λιακωτό, ήταν αποκρουστικά φυλακισμένα πίσω από σκουριασμένα κάγκελα και άθλιο κοτετσόσυρμα, μπαλωμένο ή ενισχυμένο στις γωνίες με την ακάματη επαγρύπνηση που γεννιέται από την παράνοια. 'Η μήπως, αναρωτήθηκα, δεν επρόκειτο τόσο για την αντανάκλαση ενός αρρωστημένου μυαλού που είχε χάσει επαφή με την πραγματικότητα όσο για την αντανάκλαση της παράλογης πραγματικότητας αυτών που, κόντρα σε κάθε πιθανότητα, περιέχονταν εντός: τόσο σπάνιων και πολύτιμων, ώστε να υπάρχουν κάποιοι που δεν θα σταματούσαν πουθενά προκειμένου να τα βάλουν στο χέρι; Λεγόταν ότι κάποιος είχε διαρρήξει το διαμέρισμα κάνα δυό χρόνια πριν, αν και οι αναφορές σχετικά με το περιστατικό στις ισραηλινές εφημερίδες έκαναν νύξη για την πιθανότητα μιας δουλειάς εκ των έσω."
Nicole Krauss, Δάσος σκοτεινό, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Μία τελική σημείωση για τον Κάφκα, ένας θησαυρός χειρογράφων και μία δίκη που καταδίκασε στην "ένδεια" μία Ισραηλινή κληρονόμο
Η Εύα Χόφε, σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση, αναφέρεται στην απόφαση που την ανάγκασε να μεταβιβάσει την κληρονομιά του συγγραφέα Μαξ Μπροντ - που περιείχε τμήμα του αρχείου του Franz Kafka - στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ, στην ειδική σχέση των γονιών της με τον Μπροντ και στη ζωή της μέσα στη φτώχεια.
Hilo Glazer
Haaretz, 18.02.2017
*
'Οταν τον περασμένο Δεκέμβρη, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε, τελικά, ότι τα χειρόγραφα που φύλαγε η Εύα Χόφε στο χρηματοκιβώτιό της έπρεπε να μεταφερθούν χωρίς καθυστέρηση στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ, η Χόφε πήγε την ίδια μέρα στον κομμωτή της και του ζήτησε να της ξυρίσει το κεφάλι.
"Επειδή αυτό για μένα είναι σαν ένα πένθος που ήθελα να αισθανθώ μέσα μου, και να εξωτερικεύσω με κάποιο σημάδι", μου εξήγησε στην αρχή μιας συνέντευξης στο Τελ Αβίβ πριν από αρκετές εβδομάδες. Ο κομμωτής ήταν απρόθυμος. "Είπε ότι δεν μπορούσε να το κάνει, ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί μετά το βράδυ", ανέφερε. Περίμενε εκεί από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Σε τελική ανάλυση, τι είναι μερικές ώρες στο κομμωτήριο συγκριτικά με τα εννέα χρόνια της δίκης που, όπως λέει, "μου έκλεψε τη ζωή";
Το σχεδόν φανατικό πείσμα που επεδείκνυε στις δικαστικές αίθουσες, όταν της έκλειναν κατάμουτρα όλες τις πόρτες - ύστερα από μία έφεση, μία άλλη έφεση και ένα αίτημα για δεύτερη ακρόαση που όλα απορρίπτονταν- τελεσφόρησε μόνο σε αυτήν την περίπτωση. Τα κοντοκουρεμένα κόκκινα μαλλιά της είναι τώρα ένα χτυπητό χαρακτηριστικό, αν και όχι το μόνο, της ασυνήθιστης εμφάνισης της 82χρονης Χόφε.
Μπήκε στο καφενείο όπου είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε, ντυμένη με ξεθωριασμένα ρούχα το ένα πάνω στο άλλο ("Δεν έχω άλλη επιλογή, δεν έχω θέρμανση στο σπίτι") και κρατώντας μια πλαστική σακούλα από μια αλυσίδα καφέ-μπαρ, από την οποία εξείχε ένα πακέτο Bamba snacks ("Ζω με ψωμί και κονσέρβες"). Λείπουν επίσης και κάποια δόντια, τα οποία είναι γι 'αυτήν μία οριστική, προκλητική απόδειξη της άθλιας φτώχειας της: "Ξέρω ότι οι άνθρωποι με κοιτάζουν, αλλά δεν έχω τα χρήματα για να τα φτιάξω, γι' αυτό περπατώ έτσι, χωρίς να νιώθω ντροπή."
Παρόμοιες παρατηρήσεις από το στόμα της Χόφε - της κόρης της Έστερ Χόφε, της προσωπικής γραμματέα του συγγραφέα Μαξ Μπροντ και κληρονόμου της περιουσίας του, η οποία είχε εμπλουτιστεί με σπάνια χειρόγραφα του στενού φίλου του Μπροντ, του Φραντς Κάφκα - δεν μπορεί παρά να μας φανούν αμέσως εξωφρενικές. Εξάλλου, την εποχή που η 'Εστερ Χόφε κατείχε αυτόν τον λογοτεχνικό θησαυρό, είχε πουλήσει κάποια κομμάτια του για μεγάλα ποσά. Για παράδειγμα, το 1988, η 'Εστερ πούλησε το πρωτότυπο χειρόγραφο των 316 σελίδων της Δίκης του Κάφκα έναντι τουλάχιστον 1 εκατομμυρίου λιρών (2 εκατομμύρια δολάρια τότε). Ωστόσο, η κόρη της ισχυρίζεται ότι λιμοκτονεί.
Η Εύα Χόφε εξηγεί ότι όλα τα χρήματα διατέθηκαν για την υπεράσπισή της στις δίκες που διεξήγε εναντίον της το κράτος του Ισραήλ από το 2009, καθως απαιτούσε να της αφαιρεθεί η περιουσία του Μπροντ και να μεταφερθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ. Το δικαστήριο αποφάσισε πως αυτή ήταν η επιθυμία του Μπροντ. Εκτός από μία δαπανηρή νομική υπεράσπιση - η Χόφε προσέλαβε κορυφαίους δικηγόρους όπως ο Άβιγκντορ Φέλντμαν και ο Ελί Ζοχάρ - διατάχθηκε επίσης στο τέλος να πληρώσει την αμοιβή των διορισμένων από το δικαστήριο διαχειριστών της λογοτεχνικής περιουσίας, ύψους ενός εκατομμυρίου σέκελ (περίπου 250.000 $).
"Η δίκη με κατέστρεψε, τίποτα δεν έμεινε. Ζω, αλλά μόνο κατ' επίφαση", λέει.
Καθ 'όλη τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας - που διεξήχθη σε τρία δικαστικά επίπεδα και αναφέρθηκε σε αυτές τις σελίδες από τον Ofer Aderet σε μια σειρά λεπτομερών άρθρων και δημοσιογραφικών ερευνών - η Χόφε επέλεξε να μην μιλήσει με αυτήν την εφημερίδα, όντας πεπεισμένη ότι δεν θα αντιμετωπιζόταν δίκαια. Μόνο τώρα, καθώς ξεκίνησε η διαδικασία φυσικής μεταφοράς των χειρογράφων, συμφώνησε να διηγηθεί την ιστορία της, ως ένα είδος ύστατης πράξης απελπισίας. Μέσα από τη διήγηση αυτή, προτίθεται να διαψεύσει την δημόσια εικόνα που της αποδίδουν.
"Με είπαν ψεύτρα, εκατομμυριούχο, άπληστη, ανώμαλη, άχρηστη", δηλώνει. "Έζησα μια ήσυχη ζωή, και μετά πιάστηκα μέσα σε φρικτές δαγκάνες. Έχουν περάσει εννέα χρόνια και ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που έχει συμβεί."
Ο λογοτεχνικός κόσμος άνω κάτω
Όλη αυτή η ιστορία, την οποία η Χόφε αντιλαμβάνεται ως προσωπική της καταστροφή, έχει από καιρό ξεπεράσει τη φορμαλιστική σφαίρα των νόμων περί κληρονομιάς. Η υπόθεση ξεκίνησε μια ηθική συζήτηση γύρω από ζητήματα διατήρησης των εβραϊκών πολιτιστικών και πνευματικών περιουσιακών στοιχείων, και στην πορεία παρέσυρε τον λογοτεχνικό κόσμο και αποκάλυψε εντάσεις στις βαθιές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Γερμανίας.
Η αρχή έγινε πριν από σχεδόν 93 χρόνια, όταν ο Κάφκα, ο Εβραίος, ο γεννημένος στην Τσεχία συγγραφέας που σήμερα είναι μία εμβληματική λογοτεχνική μορφή, πέθανε σε ένα αυστριακό σανατόριο σε ηλικία 40 ετών από φυματίωση. Στο γραφείο του βρέθηκε ένα σημείωμα που απευθυνόταν στον στενό του φίλο Δρ. Μαξ Μπροντ, τον οποίο γνώριζε από τα κοινά φοιτητικά τους χρόνια στο Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας. Το σημείωμα ζητούσε από τον Μπροντ να καταστρέψει ολόκληρο το αρχείο του Κάφκα - χειρόγραφα, ημερολόγια, γράμματα, σκίτσα και πίνακες - χωρίς να μείνουν ίχνη. "Αγαπητέ Μαξ", έγραφε. "Η τελευταία μου επιθυμία: Ό, τι αφήνω πίσω μου πρέπει να καεί χωρίς να διαβαστεί."
'Οσο ζούσε, ο Κάφκα δημοσίευσε μερικά έργα, όλα στα γερμανικά, τα οποία είχαν προκαλέσει μόνο ένα μικρό ενδιαφέρον. Εάν ο Μπροντ είχε υπακούσει στην επιθυμία του φίλου του, ο κόσμος δεν θα είχε γνωρίσει ποτέ τα μεγάλα μυθιστορήματα του Κάφκα - την Δίκη, το Κάστρο και την Αμερική - όπως και τα περισσότερα διηγήματά του. Ωστόσο, αντί να καταστρέψει τα έργα, ο Μπροντ, πιστεύοντας βαθιά στο ταλέντο του Κάφκα, αφιέρωσε τη ζωή του στην επιμέλεια και τη δημοσίευσή τους.
Το 1924, όταν πέθανε η Κάφκα, ο Μπροντ, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και συνθέτης, ήταν πιο γνωστός και καταξιωμένος ως καλλιτέχνης από τον φίλο του. Αλλά καθώς το έργο του Κάφκα κέρδιζε σε δυναμική, η κατάσταση αντιστράφηκε: ο Κάφκα έγινε μία μεγάλη μορφή της λογοτεχνίας, ενώ τον Μπροντ σήμερα τον θυμούνται κυρίως ως το πρόσωπο χάρη στο οποίο έγινε γνωστό το έργο του Κάφκα.
Το 1939, λίγο πριν την τελική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας από τους Ναζί, ο Μπροντ και η σύζυγός του, η Έλσα Τάουσιγκ, κατέφυγαν στην Παλαιστίνη, παίρνοντας μαζί τους όλα τα χαρτιά του Κάφκα. Εγκαταστάθηκαν στο Τελ Αβίβ, όπου ο Μπροντ δημοσίευσε μουσικές κριτικές σε μία τοπική γερμανόφωνη εφημερίδα και ορίστηκε δραματουργός του θεάτρου Habima της πόλης. Συνέχισε να εργάζεται πάνω στα χειρόγραφα του Κάφκα, γράφοντας επίσης πολλά άρθρα και μία βιογραφία για τον συγγραφέα.
Μετά το θάνατο της συζύγου του, το 1942, ο Μπροντ συνάντησε την Έστερ (Ίλσε) Χόφε σε ένα μάθημα εβραϊκών. Η Χόφε, 22 χρόνια νεότερη από τον Μπροντ, ήταν επίσης από την Πράγα απ' όπου την είχε διώξει ο πόλεμος. Ήταν παντρεμένη και μητέρα δύο κοριτσιών. Έγινε αμέσως η προσωπική γραμματέας του Μπροντ, αλλά οι σχέσεις τους υπερέβαιναν τις σχέσεις μεταξύ εργοδότη και υπαλλήλου: με τη συμφωνία και του συζύγου της, η Χόφε έκανε τον Μπροντ, που πρόσφατα είχε χηρέψει, μέλος της οικογένειάς της.
Μετά τον θάνατο του Μπροντ, το 1968, βρέθηκαν τρεις δικές του επιστολές που έκαναν λόγο για "δώρα" προς την Χόφε, στην οποία κληροδοτούσε, όσο ακόμα ζούσε, τα χειρόγραφα του Κάφκα που είχε στην κατοχή του. Είναι λογικό ο Μπροντ - που αναγνώρισε στην Χόφε, τόσο στην αυτοβιογραφία του όσο και στο βιβλίο του για τον Κάφκα, τη σημασία της βοήθειά της στο απαιτητικό έργο της επεξεργασίας των κειμένων - να γνώριζε την οικονομική τους αξία. Θεώρησε, λοιπόν, ότι η μεταβίβαση αυτή στην Χόφε θα ήταν μία κατάλληλη αποζημίωση για το έργο που είχε αφιερώσει όλα αυτά τα 30 χρόνια, και για το οποίο προφανώς δεν είχε λάβει πάρα μόνο μία μέτρια και ακανόνιστη ανταμοιβή.
Το 1970, η Χόφε μεταβίβασε τα χειρόγραφα ως δωρεά στις κόρες της, την Ρουθ Βίσλερ και την Εύα Χόφε, σε ίσα μέρη, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρούσε, όσο ζούσε, το δικαίωμα να αποφασίζει τι θα δημοσιεύεται και τι θα πωλείται.
Στην επίσημη διαθήκη του, ο Μπροντ άφηνε στην 'Εστερ Χόφε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του και όρισε ότι αυτή μόνη είχε το δικαίωμα να ασχοληθεί με τη δημοσίευση των γραπτών του Κάφκα. Ταυτόχρονα, ο Μπροντ την συμβούλευε να "καταβάλλει προσπάθειες" ώστε να είναι προσιτά στο κοινό. Έγραψε: "Πρέπει [τα γραπτά] να μεταφερθούν για φύλαξη στη βιβλιοθήκη του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ ή στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Τελ Αβίβ ή σε άλλο δημόσιο αρχείο στο Ισραήλ ή στο εξωτερικό, σε περίπτωση που δεν έχουν ήδη περιέλθει στην δικαιοδοσία του ενός ή των περισσότερων από τα εν λόγω ιδρύματα, ή σε περίπτωση που η κα 'Εστερ Χόφε δεν προέβη σε διαφορετική ρύθμιση κατά τη διάρκεια της ζωής της."
Η σύντομη αυτή παράγραφος θα βρεθεί στο επίκεντρο της δικαστικής διαμάχης γύρω από την τύχη της λογοτεχνικής περιουσίας και θα αποτελέσει αφορμή για μια σειρά από σχολαστικές ερμηνείες.
Η πρώτη μάχη σχετικά με τα δικαιώματα που απορρέουν από την κληρονομιά που άφησε ο Μαξ Μπροντ στην 'Εστερ Χόφε σημειώθηκε το 1973, όταν ο γενικός θεματοφύλακας του Ισραήλ ζήτησε από το πρωτοδικείο του Τελ Αβίβ να αποτρέψει την Χόφε από το να πωλήσει χειρόγραφα του Κάφκα. Τα έγγραφα, υποστήριξε, ήταν μέρος της περιουσίας του Μπροντ και, ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταφερθούν στο σύνολό τους σε δημόσιο αρχείο μετά το θάνατο της Χόφε. Ο δικαστής απέρριψε το επιχείρημα της πολιτείας και αποφάσισε ότι η σχετική ρήτρα στην τελευταία επιθυμία του Μπροντ "επιτρέπει στην κυρία Χόφε να διαχειριστεί την περιουσία της όπως εκείνη το επιθυμεί κατά τη διάρκεια της ζωής της. Οι οδηγίες προς το σκοπό αυτό είναι σαφείς, δεν μου φαίνεται ότι μπορούν να επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας." Το κράτος δεν άσκησε έφεση και αυτό φάνηκε σαν να σήμανε το τέλος της υπόθεσης.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η 'Εστερ Χόφε πούλησε κάποια από τα χειρόγραφα του Kafka σε υψηλή τιμή. Το κράτος δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια για να σταματήσει αυτές τις συναλλαγές, παρόλο που γνώριζε την υπαρξή τους.
Όταν η 'Εστερ Χόφε πέθανε, το 2007, σε ηλικία 101 ετών, οι δύο κόρες της προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τη διαθήκη της. Λίγο πριν εγκριθεί η διαθήκη, η Εθνική Βιβλιοθήκη υπέβαλε μία αναφορά στο Οικογενειακό Δικαστήριο του Τελ Αβίβ για να μην περάσει η κληρονομιά στα χέρια των θυγατέρων. Είχε προηγηθεί μια σειρά από άρθρα στην Haaretz, σύμφωνα με τα οποία τα χειρόγραφα διατηρούνταν σε ακατάλληλες συνθήκες και ήταν διασκορπισμένα ανάμεσα σε διαμερίσματα στο Τελ Αβίβ και χρηματοκιβώτια στο εξωτερικό, αντί να διατίθενται στο κοινό, ως ενιαία ενότητα, για μελέτη.
Η πανωλεθρία με τα ημερολόγια
Το 2012, η Ρουθ Βίσλερ, η μεγαλύτερη από τις αδελφές, πέθανε σε ηλικία 80 ετών. Η κόρη της, η Ανάτ Βίσλερ, είναι πεπεισμένη σήμερα ότι η νομική διαμάχη υπήρξε καθοριστική για την κατάρρευση της μητέρας της. "Μια γυναίκα που ήταν υγιής σε όλη της τη ζωή ξαφνικά αρρωσταίνει από καρκίνο και πεθαίνει - όλο αυτό την είχε απόλυτα καταβάλλει", μου είπε η Βίσλερ, που ζει στο Ισραήλ, σε τηλεφωνική συνέντευξη.
Έξι μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2012, στο τέλος μιας πενταετούς περιόδου αγχωτικών δικαστικών διαδικασιών, το Πρωτοδικείο του Τελ Αβίβ έκρινε ότι τα χειρόγραφα τόσο του Μπροντ όσο και του Κάφκα θα έπρεπε να μεταφερθούν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Το κύριο μέλημα του Μπροντ, σύμφωνα με το σκεπτικό της δικαστού Talia Pardo Kopelman, ήταν να προστατευτεί το υλικό σε κατάλληλα εξοπλισμένη βιβλιοθήκη ή αρχείο. Ο κύριος λόγος για την επιλογή της Εθνικής Βιβλιοθήκης ήταν ότι αναφερόταν πρώτη στη διαθήκη. (Εκείνη την εποχή, το ίδρυμα ονομαζόταν Εβραϊκή Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη. Βρίσκεται στην πανεπιστημιούπολη Givat Ram του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ.) Ένας άλλος λόγος ήταν ότι η Εστερ Χόφε είχε πράγματι ξεκινήσει διαπραγματεύσεις, οι οποίες τελικά απέβησαν άκαρπες, για την μεταφορά του αρχείου του Μπροντ στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό της κληρονόμου ότι τα χειρόγραφα του Κάφκα είχαν αποκτηθεί ως δώρο. Οι ενάγοντες δεν πληρούσαν τις "αυστηρές απαιτήσεις της απόδειξης", έγραψε η Kopelman, εξηγώντας ότι "το δώρο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μπορεί να αποδειχθεί ότι τα χειρόγραφα του Kafka, όπως και η περιουσία του Μπροντ, δεν δόθηκαν στους ενάγοντες ως δώρα".
Για την Εύα Χόφεν, το γεγονός ότι το δικαστήριο συνέδεσε τα γραπτά του Κάφκα με το αρχείο του Μπροντ δεν είναι παρά ένα αληθινό προπατορικό αμάρτημα. "Σε τελική ανάλυση, ο Μαξ έδωσε τα γραπτά του Κάφκα στη μητέρα μου ως δώρο κατά τη διάρκεια της ζωής της, γι' αυτό και δεν υπάρχει λέξη για τον Κάφκα στη διαθήκη του", λέει η Χόφε. Αυτός είναι και ο λόγος που την ανησυχεί τόσο πολύ ο ισχυρισμός ότι η μητέρα της μετέτρεψε το αρχείο του Μπροντ σε "κότα με τα χρυσά αυγά", με σκοπό να πλουτίσει: "Ο Κάφκα είναι δώρο, δεν είναι κάτι που ήταν τόσο απαραίτητο για μάς", λέει, προσθέτοντας αμέσως ότι ποτέ δεν υπήρξε πρόθεση εκ μέρους της οικογένειας να πουλήσει αντικείμενα από το αρχείο του Μπροντ.
Αυτό δεν είναι ακριβές. Όπως ανέφερε ο Οφέρ Αντερέτ, το 1988, η 'Εστερ Χόφε υπέγραψε συμφωνία για την πώληση των ημερολογίων του Μπροντ με τον ελβετικό εκδοτικό οίκο Artemis & Winkler. Έλαβε μία γενναιόδωρη προκαταβολή, αλλά όταν έφτασε η ώρα να παραδώσει τα ημερολόγια, άλλαξε γνώμη και αρνήθηκε να εκπληρώσει το μέρος της συμφωνίας. Ο Αντερέτ ανέφερε την Εύα Κοραλνίκ, συνιδιοκτήτρια του Λογοτεχνικού Γραφείου Liepman με έδρα τη Ζυρίχη, η οποία μεσολάβησε μεταξύ της Χόφε και των εκδοτών. Η Κοραλνίκ περιέγραψε τις κωλυσιεργίες της Χόφε. "Για πολλά χρόνια προσπαθήσαμε να την πείσουμε να τηρήσει τη σύμβαση, αλλά αρνιόταν πάντα", δήλωσε η Κοραλνίκ. Αλλά η Εύα Χόφε λέει τώρα ότι η απροθυμία της να συνάψει το συμβόλαιο δεν βασίστηκε σε κακόβουλα κίνητρα, αλλά προήλθε από την απροθυμία της μητέρας της να αποκαλύψει στο κοινό προσωπικές λεπτομέρειες από τα ημερολόγια σχετικά με τις σχέσεις του Μπροντ με την οικογένειά της.
Η Χόφε: "Λάβαμε μια επιστολή που ανέφερε ότι μας είχαν ασκήσει αγωγή για παραβίαση της σύμβασης και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Έτσι πήγα προσωπικά στην Ελβετία και συναντήθηκα με τον διευθυντή του εκδοτικού οίκου. Του εξήγησα ότι το μόνο αίτημά μας ήταν να μην δημοσιευτούν τα σημεία που σχετίζονται με την οικογένεια Χόφε. Συμφώνησε και μας επέτρεψε να εξετάσουμε τα ημερολόγια και να τα στείλουμε πίσω τμηματικά. Η αγωγή εναντίον μας αποσύρθηκε και σχεδιάζαμε να στείλουμε το υλικό όπως συμφωνήθηκε. Εν τω μεταξύ, όμως, η όραση της μητέρας μου επιδεινώθηκε, δεν μπορούσε να διαβάσει και όλα καθυστέρησαν."
Στη συνέχεια, η Artemis & Winkler έκλεισε, αφού πούλησε τα περιουσιακά της στοιχεία, και οι νέοι ιδιοκτήτες δεν ενδιαφέρθηκαν για τα χαρτιά του Brod. Αυτή η εξέλιξη ήταν προς όφελος της οικογένειας Χόφε, όπως εξηγεί η Εύα: "Όταν ακούσαμε ότι ο εκδοτικός οίκος είχε χρεοκοπήσει, συμβουλευτήκαμε τον δικηγόρο Mibi Moser για το τι έπρεπε να κάνουμε και σε ποιον να επιστρέψουμε την προκαταβολή. Είπε ότι εφόσον δεν υπήρχε εκδοτικός οίκος, δεν υπήρχε και κανείς για να την παραλάβει."
Ο Moser, του οποίου η εταιρεία παρέχει επίσης νομικές υπηρεσίες στην Haaretz, επιβεβαίωσε πριν από λίγες εβδομάδες ότι είχε ενημερώσει την οικογένεια Χόφε για το θέμα, αλλά πρόσθεσε, "Οι παρατηρήσεις που μου αποδόθηκαν σχετικά με την πτώχευση δεν μου λένε τίποτα."
'Οπως και νάχει, τα ημερολόγια του Μπροντ περιλαμβάνουν μόνο ένα μέρος των προσωπικών του γραπτών, μαζί με μία πυκνή αλληλογραφία με την 'Εστερ Χόφε, την οποία η κόρη της πρέπει τώρα να παραδώσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη. "Δεν το πληροφορήθηκα - μου την άρπαξαν", με διορθώνει, "και το αισθάνομαι σαν μια βάναυση εισβολή στην ιδιωτική ζωή της οικογένειάς μου."
Σύμφωνα με την Εθνική Βιβλιοθήκη, "ο ισχυρισμός της Χόφε περί μιας υποτιθέμενης εισβολής στην ιδιωτική ζωή απορρίφθηκε από τέσσερα νομικά δικαστήρια, που αποφάνθηκαν ότι η βιβλιοθήκη δεν έχει λόγο να επιδείξει οποιοδήποτε ενδιαφέρον - λογοτεχνικό, ακαδημαϊκό ή άλλο - για την οικογένεια Χόφε. Το δικαστήριο έκρινε ότι "Είναι ευθύνη του εκτελεστή του κράτους να εξετάσει τα αντικείμενα και να αφαιρέσει ό,τι δεν ανήκει στην λογοτεχνική κληρονομιά του Μπροντ."
Εκτός από την εισβολή στην ιδιωτική ζωή, η Χόφε είπε ότι εξοργίστηκε και με την εισβολή στον τραπεζικό της λογαριασμό. Με το που άρχισαν οι δικαστικές διαδικασίες, σχεδόν πριν από μια δεκαετία, η ίδια και η αδερφή της στερήθηκαν και την πρόσβαση σε μέρος της κληρονομιάς τους που δεν σχετίζεται με τα λογοτεχνικά έγγραφα - συγκεκριμένα, τις μηνιαίες πληρωμές αποζημίωσης που έλαβε η μητέρα της από τη Γερμανία και οι οποίες ανέρχονταν περίπου σε 4 εκατομμύρια σέκελ (1 εκατομμύριο $). Επιπλέον, το δικαστήριο διόρισε εκτελεστές της κληρονομιάς τόσο του Μπροντ όσο και της 'Εστερ Χόφε, χωριστά, των οποίων οι αμοιβές πληρώθηκαν από τον τραπεζικό λογαριασμό. Άλλα έξοδα σχετικά με τη δίκη, όπως η αποστολή αντιπροσωπείας στην Ελβετία για το άνοιγμα και την καταγραφή του περιεχομένου των εκεί θυρίδων ασφαλείας, χρεώθηκαν επίσης στην κληρονομιά.
Το 2011, οι κληρονόμοι ζήτησαν από το Πρωτοδικείο του Τελ Αβίβ να τους επιτρέψει την πρόσβαση στα χρήματα του λογαριασμού, με την αιτιολογία ότι ήταν ιδιωτική τους ιδιοκτησία. Το δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα και διέταξε να αποδωθεί σε κάθε γυναίκα ένα αρχικό ποσό ίσο με 1 εκατομμυρίο σέκελ. "Το εκατομμύριό μου χρησιμοποιήθηκε εδώ και καιρό για να καλυφθούν τα χρέη προς τους δικηγόρους", λέει η Εύα Χόφε.
Ο αγώνας της επικεντρώνεται σήμερα στην αποδέσμευση των υπόλοιπων χρημάτων από την κληρονομιά της μητέρας της. Σύμφωνα με τον δικηγόρο της, Yeshayahu Etgar, "Από τη στιγμή που αποφασίστηκε ότι η λογοτεχνική κληρονομιά θα μεταφερθεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη, το υπόλοιπο της περιουσίας θα έπρεπε να είχε αποδοθεί στους κληρονόμους. Το δικαστήριο το ξεκαθάρισε απολύτως στην απόφαση του 2012. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια αργότερα - και οκτώ χρόνια μετά την υποβολή αίτησης για έγκριση - αυτές οι γυναίκες εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στην κληρονομιά της μητέρα τους, από την οποία εξαιρέθηκαν τα λογοτεχνικά στοιχεία."
Τριμερείς δεσμοί
Η Εύα (Chava στα εβραϊκά) Χόφε είναι η δεύτερη κόρη του 'Οτο Χόφε, διευθυντή εργοστασίου στην Πράγα και της 'Εστερ ('Ιλσε) Ράϊχ, που τον συνάντησε όταν εργάστηκε στο εργοστάσιο ως γραμματέας. Μετά τη γερμανική προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας, το 1938, η οικογένεια κατέφυγε στην Παλαιστίνη. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες της, που έμειναν στην Πράγα ("Νόμιζαν ότι τίποτα δεν θα τους συνέβαινε επειδή ήταν γέροι, και δεν ήθελαν να μας επιβαρύνουν"), χάθηκαν στα στρατόπεδα.
Η Εύα ήταν έξι χρονών όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο κέντρο του Τελ Αβίβ, σε ένα ετοιμοπαράδοτο διαμέρισμα της οδού Σπινόζα. Αμέσως μετά, αυτή και η αδερφή της η Ρουθ στάλθηκαν στο κιμπούτς Gan Shmuel, στα βόρεια της χώρας. Αργότερα, ως έφηβες, έζησαν στο χωριό της Νεολαίας Ben Shemen. Η Εύα απέρριψε την προστασία μιας θετής οικογένειας ("ανακοίνωσα ότι δεν το είχα ανάγκη, επειδή είχα ήδη γονείς") και βρήκε στα ζώα της φάρμας τους κύριους συμμάχους της. "Υπήρχε μία κατσίκα με την οποία ήμουν πολύ δεμένη", θυμάται, και μου δείχνει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία όπου η κατσίκα μοιάζει σαν να σκύβει για να την φιλήσει.
Στις επισκέψεις που έκανε στους γονείς της στο Τελ Αβίβ, προτιμούσε τη συντροφιά του Μπροντ, του εργοδότη και φίλου της μητέρας της, από εκείνη των συνομηλίκων της, περνώντας ώρες ολόκληρες στο διαμέρισμά του, που ήταν κοντά στην παραλία. "Θα μου διάβαζε ιστορίες στα γερμανικά ή θα με πήγαινε σε πρόβες στο Habima" [το εθνικό θέατρο του Τελ Αβίβ -σ.σ.], θυμάται τώρα. "Δεν τον είδα ποτέ ως συγγραφέα ή θεατρικό συγγραφέα - για μένα ήταν ένας δεύτερος πατέρας." Όταν ήταν 15 ετών, η παραθαλάσσια πόλη έγινε το σπίτι της και παρακολούθησε το γυμνάσιο εκεί, σμίγοντας με τους γονείς της όταν εκείνοι συναντιόνταν με τον Μπροντ ("Οι τρεις τους ήταν πιο χαρούμενοι όταν ήταν μαζί και τους ακολουθούσα παντού σαν τέταρτος τροχός"). Η Χόφε προσπαθεί να τονίσει τις αρμονικές σχέσεις που υπήρχαν κατά την ίδια μεταξύ του Μπροντ και των γονιών της, όπως και να αντικρούσει τις φήμες που έλεγαν ότι η μητέρα της και ο Μπροντ είχαν μια μακρά ερωτική σχέση.
"Υπήρχε αγάπη μεταξύ της μητέρας μου και του Μαξ, μεταξύ της μητέρας μου και του πατέρα μου, και μεταξύ του πατέρα μου και του Μαξ, λέει. "'Εβγαιναν μαζί, ταξίδευαν μαζί στο εξωτερικό και πραγματικά υποστήριζαν ο ένας τον άλλον. Ήταν ένα τρίο. Υπάρχουν τέτοια πράγματα".
Παρότι ο σχολιασμός των τριμερών σχέσεων δεν απέχει πολύ από το κουτσομπολιό, το θέμα έφτασε και στις ακροάσεις για την λογοτεχνική κληρονομιά του Μπροντ. Ο λόγος: η διατύπωση στη διαθήκη του Μπροντ ότι οποιαδήποτε προσωπική αλληλογραφία μεταξύ του ίδιου και της 'Εστερ Χόφε δεν θα μπορούσε να δημοσιοποιηθεί πριν κλείσουν 25 χρόνια από το θάνατο του τελευταίου από τους δύο - μία περαιτέρω απόδειξη του μυστικού που περιβάλλει τη σχέση.
"Με αρρωσταίνουν οι άνθρωποι που βλέπουν τον κόσμο ανάμεσα στον ομφαλό και τα γόνατα", εξανίσταται η Χόφε. "Μιλάμε για ενήλικες. Ο πατέρας μου και ο Μαξ ήταν 60 ετών όταν έφτασαν σε αυτήν τη χώρα. Και ακόμα κι αν υπήρχε κάτι - και λοιπόν; Δεν με απασχολούν τα ρομαντικά τρίο. Όλοι ζούσαν ειρηνικά μεταξύ τους."
Μετά την θητεία της στην ταξιαρχία Nahal του ισραηλινού στρατού, η Χόφε σπούδασε μουσικολογία στο Τελ Αβίβ και συνέχισε τις σπουδές της στη Ζυρίχη ("Ήθελα να γίνω κριτικός μουσικής όπως ο Μαξ, και γι' αυτό χρειαζόταν ένα διδακτορικό). Αλλά επέστρεψε στο Ισραήλ για να είναι με την οικογένειά της όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1967 ("Η ένταση τους κατέστρεψε - ειδικά τον Μαξ, ο οποίος φοβόταν κάθε πόλεμο"). Ο Μπροντ πέθανε το 1968 και τον ακολούθησε πέντε μήνες αργότερα ο 'Οτο Χόφε ("Δεν μπορούσε να αντέξει τον θάνατο του Μαξ"). Η Εύα εγκατέλειψε τη μουσική ("δεν ήμουν πλέον ικανή να παίζω όργανο ή να τραγουδάω") και έπιασε δουλειά ως αεροσυνοδός στην El Al. Αποσύρθηκε το 1999, σε ηλικία 65 ετών.
Η Χόφε τονίζει ότι πριν η μητέρα της πουλήσει το χειρόγραφο της Δίκης σε δημοπρασία των Sotheby's στο Λονδίνο, επέτρεψε σε έναν κορυφαίο μελετητή του Κάφκα από την Αγγλία, τον αείμνηστο καθηγητή Malcolm Pasley, να έχει άμεση πρόσβαση στο χειρόγραφο για την κριτική του έκδοση του κειμένου.
"Η μητέρα έδειξε τόση υπευθυνότητα για αυτό", αναστενάζει. "Επί δύο μήνες καθόμασταν δίπλα του σε μια τράπεζα της Ζυρίχης, με δικά μας έξοδα, και μόνο αφού ολοκλήρωσε τη δουλειά, η μητέρα πούλησε το χειρόγραφο."
Με ποιο δικαίωμα αποφάσισε η μητέρα σου να έχει πρόσβαση ένας συγκεκριμένος μελετητής; Δεν θα έπρεπε το χειρόγραφο να είναι προσβάσιμο και σε άλλους;
Χόφε: "Ήταν αυτός που σήκωσε το γάντι. Λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο, και σε κάθε περίπτωση δεν θα γινόταν αυτό δύο φορές. 'Ούτως ή άλλως, όμως, στο τέλος το χειρόγραφο πήγε στο Αρχείο [Γερμανικής Λογοτεχνίας] στο Marbach."
Η οικογένεια Χόφε έζησε αρκετά καλά στην δεκαετία του '80 και του '90. Η Εύα και η μητέρα της μοιράστηκαν ένα διαμέρισμα και ένα άλλο αγοράστηκε για την Ρουθ, κάπου κοντά.
"Ζούσαμε απλά", θυμάται η Χόφε. "Η μητέρα μου πήγαινε με τα πόδια σε συναυλίες, ή το πολύ να έπαιρνε λεωφορείο, και ποτέ δεν κάλεσε ταξί. Τα περισσότερα από τα χρήματα επενδύθηκαν για τη διαχείριση του αρχείου του Μπροντ." Η ίδια είχε για πολλά χρόνια μία γεμάτη κοινωνική ζωή, και έλεγε ότι δεν ένιωθε ποτέ ότι έχασε μία ευκαιρία για να φτιάξει μία δική της οικογένεια: "Δεν είμαι κάποια στην οποία τα πράγματα συμβαίνουν τυχαία - δεν είναι ότι ξύπνησα μια μέρα και ανακάλυψα ότι έχασα το πλοίο. Ήξερα από την ηλικία των 15 ότι δεν θα παντρευόμουν ποτέ. Μου άρεσε ο ατομικισμός μου."
"Θάφτηκε ως συγγραφέας"
Κάθε 20 Δεκεμβρίου, στην επέτειο του θανάτου του Μπροντ, η Χόφε επισκέπτεται τον τάφο του στο εμβληματικό νεκροταφείο Trumpeldor στο Τελ Αβίβ. Το 2016, καθώς η ημερομηνία συνέπεσε πέντε ημέρες μετά την τελική δικαστική απόφαση για την περιουσία του, η Χόφε πρόσθεσε μία επιπλέον χειρονομία στο ετήσιο τελετουργικό: Κάλυψε το πλαίσιο της ταφόπλακάς του με μαύρες κορδέλες. "Επειδή από την άποψή μου, αυτή είναι η ημέρα κατά την οποία θάφτηκε ξανά - θάφτηκε ως συγγραφέας", εξήγησε στη συνέχεια.
Για πιό πράγμα θρηνείτε; Για τις αναμνήσεις στις θυρίδες ασφαλείας ή για την οικονομική απώλεια που συνεπάγεται η παράδοση των γραπτών;
"Για τίποτα απ' όλα αυτά. Μόνο ένα πράγμα με ενδιέφερε. Ο Μαξ πάντα ένα πράγμα ζητούσε," Βεβαιωθείτε ότι δεν θα ξεχαστώ σαν συγγραφέας από τον κόσμο." Γι' αυτό πολέμησα όλα αυτά τα χρόνια. "
Γιατί το γεγονός ότι χάσατε την υπόθεσή σας σημαίνει ότι μοιραία θα ξεχαστεί;
"Ο Μαξ έγραφε στα Γερμανικά. Στο Ισραήλ χλευάσθηκε, δεν αναγνωρίστηκε. Ξεχάστηκε και απαξιώθηκε. Και τώρα που τον βάζουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τι θα τον κάνουν εκεί; Η πρόθεσή μου ήταν να μεταφέρω το αρχείο σε ένα μέρος όπου ομιλείται η γερμανική γλώσσα, έτσι ώστε οι μαθητές και οι ερευνητές να μπορούν να μελετούν τα γραπτά του στο πρωτότυπο."
Τότε γιατί, μετά τον θάνατό του, δεν πήρατε μέτρα για να διασφαλίσετε ότι ο Max θα έμενε στις μνήμες σαν συγγραφέας;
"Κάνετε λάθος. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που απασχολούσε τη μητέρα μου - η διαχείριση του αρχείου του Μαξ Μπροντ. Η κύρια δουλειά της ήταν με εκδότες του εξωτερικού. Και γεγονός είναι ότι ο Μαξ Μπροντ είναι σήμερα πολύ αποδεκτός σε διεθνές επίπεδο. Έχει μεταφραστεί στην Ιαπωνία, την Κίνα, την Τουρκία και την Κορέα, και μια σειρά από 12 βιβλία του πρόκειται να κυκλοφορήσει στη Γερμανία. Στα εβραϊκά, κάτι λίγα παλιά βιβλία δημοσιεύθηκαν σε μία έκδοση, και αυτό ήταν όλο. Στο Ισραήλ ξεχάστηκε ακόμη κι όταν ζούσε. Είχε απογοητευτεί τότο πολύ απ' αυτή τη χώρα· είναι αδύνατο να περιγράψεις το μέγεθος της ρήξης. Είχε τεράστιες προσδοκίες όταν έφτασε εδώ, και έφαγε μεγάλο χαστούκι. Έγινε ένα μηδενικό."
Γιατί επιμένετε ότι ο αγώνας σας υπαγορεύεται μόνο από μία ηρωική επιθυμία για λογοτεχνική εξιλέωση και δεν είστε έτοιμη να παραδεχτείτε ότι θεωρήσατε επίσης την περιουσία αυτή σαν μία δυνατότητα να εξασφαλιστεί και το δικό σας οικονομικό μέλλον;
"Επειδή αυτό είναι πέρα για πέρα αναληθές. Δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο εδώ. Μου λέτε: Πώς είναι δυνατόν να λέμε για μία 82χρονη ανύπαντρη χωρίς παιδιά ή εγγόνια ότι το μόνο που θέλει είναι να γίνει πλούσια; Γιατί; Για να αγοράσει ένα πολυτελές διαμέρισμα με κήπο και να ζήσει εκεί για δύο ημέρες; Έτσι λειτουργεί το μυαλό σας, όχι το δικό μου."
Η Χόφε, που ζει σε ένα διαμέρισμα στην οδό Σπινόζα, στο κέντρο του Τελ Αβίβ, απέρριψε κατηγορηματικά όλα μου τα αιτήματα να την επισκεφτώ εκεί. "Το σπίτι μου είναι ένα ερείπιο, κανείς δεν μπαίνει σε αυτό, είναι ένα σκυλόσπιτο", αναφώνησε. Πράγματι, κρίνοντας από την αρμονία των νιαουρισμάτων και των γαβγισμάτων που άκουγα στην άλλη άκρη της γραμμής στις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, το διαμέρισμα φαίνεται να χρησιμεύει ως ένα ανεπίσημο παράρτημα της Εταιρείας Προστασίας Ζώων. Η Χόφε δεν αρνείται ότι έχει κάνει ένα σπίτι για τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς, αλλά αρνείται να δώσει ακόμη και το παραμικρό στοιχείο για τον αριθμό των τετράποδων κατοίκων που φιλοξενούνται.
Αυτό όμως δεν αποτελεί πλέον προσωπική υπόθεση της Χόφε, δεδομένου ότι οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης - που άρχισαν να εμφανίζονται στις τελευταίες μέρες της ζωής της μητέρας της - έκαναν λόγο για "γάτες που έκαναν βόλτες πάνω στα χειρόγραφα του Κάφκα". Η παρουσία των κατοικίδιων έδωσε και πρόσθετα επιχειρήματα στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να προβάλει την δικαιολογία ότι τα έγγραφα φυλάσσονταν σε ακατάλληλες συνθήκες. Η Margot Cohen, πρώην υπάλληλος των αρχείων της βιβλιοθήκης, κατέθεσε στη δίκη ότι όταν επισκέφθηκε το σπίτι της Χόφε το 1982, βρήκε "στοίβες χαρτιών και εγγράφων. Πάνω σχεδόν σε κάθε στοίβα καθόταν μια γάτα, μία από τις πολλές που κυκλοφορούσαν στο διαμέρισμα." Κατά την Χόφε, πρόκειται για μία κακοήθη διαστρέβλωση και επιμένει ότι "το υλικό φυλασσόταν μέσα σε χρηματοκιβώτια και δεν κινδύνευε".
Στα μέσα Δεκεμβρίου, η πρώτη από τις 10 θυρίδες ασφαλείας παραλήφθηκε από την Εθνική Βιβλιοθήκη, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο ανακάλεσε διάφορες διαταγές που καθυστερούσαν τη διαδικασία μεταφοράς. Οι θυρίδες περιέχουν τα γραπτά του Μπροντ και τα απομεινάρια της λογοτεχνικής κληρονομιάς του Κάφκα.
Για πολλά χρόνια, τα έγγραφα αυτά είχαν εξάψει τη φαντασία των ερευνητών σε όλο τον κόσμο. Το 2011, η περιέργειά τους ικανοποιήθηκε στο μέτρο που οι εκτελεστές της περιουσίας υπέβαλαν στο δικαστήριο μία απογραφή των αντικειμένων που υπήρχαν στην κατοχή της Χόφε. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα του Κάφκα περιελάμβαναν τις Γαμήλιες Προετοιμασίες στη Χώρα (ένα ατελές διήγημα), τέσσερις σελίδες από τη Δίκη και το Κάστρο, αποδείξεις για το σύντομο διήγημα A Hunger Artist και τρία ημερολόγια από το Παρίσι. Υπήρχαν επίσης πίνακες του Kafka, ένα σημειωματάριο του 1916 με χειρόγραφες σελίδες στα εβραϊκά, και φακέλους επιστολών που είχε στείλει στον Μπροντ και που κάλυπταν μία περίοδο περίπου δύο δεκαετιών.
Το υλικό είναι ανεκτίμητο: Υπό το πρίσμα του κύρους που δαθέτει ο Κάφκα στη δυτική κουλτούρα, ακόμη και θραύσματα από μη δημοσιευμένο υλικό θα δημιουργούσαν αναταραχή. Ταυτόχρονα, μπορεί να ειπωθεί με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα ότι, από καθαρά λογοτεχνική απόψη, το αρχείο δεν περιέχει πραγματικό θησαυρό - ένα άγνωστο έργο του Kafka λόγου χάρη - όπως φαντασίωναν οι θαυμαστές και οι μελετητές του Κάφκα.
Τα προσωπικά χαρτιά του Μπροντ καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του αρχείου. Εκτός από τα διηγήματα και τα θεατρικά έργα που έγραψε, υπάρχει και η αλληλογραφία του Μπροντ με ορισμένους από τους πνευματικούς γίγαντες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, όπως ο Τόμας Μαν, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο 'Αλμπερτ Αϊνστάιν και ο Μάρτιν Μπούμπερ. Με τον Μπούμπερ είχε μία μακρά αλληλογραφία που περιστρεφόταν, μεταξύ άλλων, και γύρω από το έργο του Κάφκα.
Υπάρχουν επίσης και κάποια λιγότερο συναρπαστικά αντικείμενα στο αρχείο, λέει η Itta Shedletzky, ειδικός στη γερμανική γλώσσα και τον πολιτισμό, η οποία διορίστηκε από το δικαστήριο για να επιβλέψει το άνοιγμα των θυρίδων ασφαλείας και την προετοιμασία της γενικής αναφοράς. Για παράδειγμα, όπως σημειώνει, υπάρχει η αλληλογραφία της 'Εστερ Χόφε με διάφορους εμπειρογνώμονες σχετικά με την προετοιμασία και τη δημοσίευση κριτικών εκδόσεων των γραπτών του Κάφκα και των επιστολών του. Σε μια ένορκη δήλωση που υποβλήθηκε στο δικαστήριο, η Shedletzky, ομότιμη καθηγήτρια στο τμήμα γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, δήλωσε ότι αυτή η αλληλογραφία "αποδεικνύει αναμφίβολα, σε αντίθεση με εσφαλμένες παρουσιάσεις που έγιναν στα δικαστήρια του Ισραήλ, ότι τα γραπτά και οι συλλογές στα χρηματοκιβώτια της Χόφε δεν είχαν περιέλθει σε αχρηστία, και ότι ήταν προσβάσιμα σε ερευνητές για [αυτούς] τους σκοπούς όλα αυτά τα χρόνια."
Η Shedletzky δεν είχε την ευκαιρία να καταθέσει, παρά την ιδιότητά της ως ανεξάρτητη εμπειρογνώμονα. "Είναι μια πολύ περίεργη ιστορία", είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξη. "Είμαι έκπληκτη που κανείς δεν έχει ενδιαφερθεί ακόμη για τα αποτελέσματα της δουλειάς μου, επειδή τα ευρήματά μου θα μπορούσαν να ρίξουν φως στο πως έχουν ακριβώς τα πράγματα σε αυτό το θέμα."
Η κάλυψη της υπόθεσης από την Haaretz έγειρε το ερώτημα κάτα πόσο είχε δικαίωμα η 'Εστερ Χόφε να πουλήσει τα χειρόγραφα του Κάφκα από τη στιγμή που ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τη γυναίκα που έμελλε να γίνει η ιδιωτική γραμματέας του Μπροντ. Είναι και το ερώτημα που θέτει το Πρωτοδικείο στην απόφασή του. "Από την άποψη του Κάφκα", έγραψε ο δικαστής Hagai Brenner, "συνάδει με την δικαιοσύνη η δημοπρασία των προσωπικών του γραπτών - που διέταξε να καταστραφούν - και η πώλησή τους στον υψηλότερο πλειοδότη από την γραμματέα του φίλου του και τις κόρες της;"
Το επιχείρημα αυτό που θεωρήθηκε αυτονόητο εξοργίζει την Χόφε. "Απαγορεύεται σε κάποιον που κληρονομεί έναν Πικάσο να το πουλήσει, επειδή δεν γνώριζε τον Πικάσο; Τι σχέση έχει αυτό;"
"Ψυχή, όχι τσέπη"
Τη δεκαετία του '70, ο διευθυντής των Κρατικών Αρχείων του Ισραήλ, ο καθηγητής Paul Alsberg, επισκέφθηκε το σπίτι των Χόφε για να λάβει πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα αντικείμενα που είχε στην κατοχή της η 'Εστερ. Έφυγε με ένα αίσθημα απογοήτευσης και έγραψε στην έκθεσή του, "Μου φαίνεται ότι υπάρχει εδώ μια ξεκάθαρη προσπάθεια εξαπάτησης. Πιο πολύ κι από την κυρία 'Εστερ Χόφε, μου έκανε αρνητική εντύπωση η κόρη της, η Εύα Χόφε, της οποίας το ενδιαφέρον είναι σίγουρα αποκλειστικά και μόνο οικονομικό. "
Την ακριβώς αντίθετη εντύπωση είχε αποκομίσει μία φίλη της οικογένειας, η δικηγόρος Yoela Har Shefi. "Η 'Εστερ Χόφε δεν ήθελε να αποχωριστεί το αρχείο, γιατί συμβόλιζε γι' αυτήν τη σύνδεση με τον Μπροντ", λέει η Har Shefi, η οποία δεν είχε επαγγελματική ανάμειξη στην υπόθεση. "'Ενας αληθινός δεσμός που έχει να κάνει με την ψυχή, όχι με την ιδιοκτησία. Αυτό πέρασε στην Εύα ακόμη πιο έντονα. Ο Μπροντ ήταν ο μέντοράς της, ήταν το άτομο που ερμήνευσε τον κόσμο γι' αυτήν. Η ταύτισή της μαζί του είναι απόλυτη. Οι ενέργειές της με την πάροδο των ετών απορρέουν από την αντίληψή που είχε ως κληρονόμος της εξουσίας της μητέρας της. Είναι μία εντελώς καθαρή καρδιά σε αυτό το θέμα. Τα κάνει όλα για την ψυχή της, όχι για την τσέπη της. "
Η ίδια η Χόφε προσθέτει, "Για δύο χρόνια, από την ηλικία των 100 ετών έως το θάνατό της [η 'Εστερ Χόφε πέθανε το 2007 στο Τελ Αβίβ σε ηλικία 101 ετών -σ.σ.], η μητέρα μου ήταν αναίσθητη, και η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν οι κηδεμόνες της. Αν μας είχαν ενδιαφέρει τα χρήματα, θα μπορούσαμε να είχαμε πουλήσει τα γραπτά του Κάφκα εκείνη την περίοδο και κανείς δεν θα μπορούσε να είχε παρέμβει. Ποιος σκεφτόταν τότε τα χρήματα;"
Όπως το βλέπει η Χόφε, το να βασίζεσαι σε μια αφήγηση που εστιάζει στο οικονομικό κέρδος για να εξηγήσεις τον αγώνα της είναι εντελώς λάθος. "Δεν πρόκειται για μία ιστορία με κλέφτες ή ληστές, αλλά για μια συμμαχία αξιολύπητη όσο και όμορφη μεταξύ τριών ανθρώπων που δεν βρήκαν τη θέση τους σε αυτήν τη χώρα", λέει για τους γονείς της και τον Μπροντ. "Είναι μια ιστορία για την αγάπη και τη δημιουργικότητα, φτιαγμένη από τον πιο ευαίσθητο προσωπικό και πολιτιστικό δεσμό."
Μπορεί κανείς να έχει αμφιβολίες, και πρέπει να έχει, σχετικά με τα κίνητρα της Χόφε, και μπορεί επίσης να επικρίνει και τον αμβλύ τρόπο με τον οποίο εκφράζεται μερικές φορές. Όταν τη ρώτησα γιατί, αν δεν έχει τίποτα να κρύψει, αρνήθηκε κατηγορηματικά να ψάξουν το διαμέρισμά της για να είναι σίγουρο ότι δεν περιέχει αντικείμενα από την κληρονομιά, απάντησε χωρίς δισταγμό, "Γιατί να το επιτρέψω; Οι Γερμανοί έψαξαν το σπίτι μας."
Αλλά την ίδια στιγμή, ένας πιο "εκλεπτυσμένος" τόνος μπορεί να εντοπιστεί στις παρατηρήσεις της, με τη μορφή εύστοχων λογοτεχνικών αναφορών που μαρτυρούν μια βαθιά γνώση του σώματος των έργων τόσο του Kafka όσο και του Μπροντ, όπως σε ορισμένες περιπτώσεις και σε ποιητικές και πρωτότυπες περιγραφές της. Για παράδειγμα, όταν περιγράφει πως περπατούσε ο Μπροντ ("Δεν περπατούσε, αλλά ωθούσε το βάρος του προς τα εμπρός και συγκρατούσε την πτώση του, βάζοντας το σώμα του μπροστά με το πόδι τεντωμένο") ή όταν είπε, εξηγώντας γιατί δεν είχε αγγίξει το τσάι που είχε παραγγείλει ("ήθελα να μιλήσει πρώτα η μέντα"). Πράγματι, σε όλες τις συναντήσεις μας, αρνήθηκε να παραγγείλει κάτι άλλο εκτός από τσάι.
Ισχύει, πιθανόν, ότι η ομοιότητα μεταξύ της Χόφε και της μητέρας της δεν πρέπει να εξεταστεί μόνο με υλικούς όρους - έχει πιο βαθιές ρίζες. Η 'Εστερ Χόφε, η οποία συνόδευε τον Μπροντ σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, προφανώς γνώριζε τις περιφρονητικές, υποτιμητικές παρατηρήσεις που έκανε εκείνος πίσω από την πλάτη της, και έκανε τα πάντα για να αποδείξει στον κόσμο ότι ήταν κάτι περισσότερο από μία γραμματέας. 'Ισως ο σφιχτός της έλεγχος πάνω στο αρχείο του Μπροντ ήταν ο τρόπος της να δείξει ότι ανήκε σε αυτό το περιβάλλον. Με αυτήν την έννοια, η μαχητικότητα που επέδειξε η κόρη της - η οποία ήταν στο προσκεφάλι της μητέρας της τα τελευταία χρόνια της ζωής της, διατηρώντας έτσι μια στενή και συμβιωτική σχέση μαζί της - μπορεί να θεωρηθεί ως μία ακόμη προσπάθεια να κερδίσει για λογαριασμό της την λογοτεχνική αναγνώριση.
Γι' αυτό και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στην τελευταία μας συνάντηση η Χόφεν μου έδωσε ένα μικρό κόκκινο βιβλιόδετο τόμο με ποιήματα στα γερμανικά γραμμένα από τη μητέρα της. Είναι αποφασισμένη να δημοσιεύσει το βιβλίο σε εβραϊκή μετάφραση, αν και έχει ήδη λάβει πολλές αρνητικές απαντήσεις. "Δεν είναι εύκολο να βρεις έναν εκδότη που θα δεχτεί να το κάνει", ισχυρίστηκε, "αλλά στο τέλος θα πετύχω".
Hilo Glazer
* Η Εύα Χόφε πέθανε τον Αύγουστο του 2008, ένα χρόνο μετά τη συνέντευξη στον δημοσιογράφο της Haaretz.
Μτφ. Σ.Σ.