1967. Στα γραφεία της Warner στο Λονδίνο φτάνει μια πρόταση παραγωγής από κάποιον Ντόναλντ Κάμελ, χωρίς προηγούμενη σκηνοθετική δουλειά. Οι executives δεν πολυασχολούνται με το σενάριο (λάθος τους), ούτε με το όνομα του σκηνοθέτη, όμως τους κάνει κλικ η επιβεβαιωμένη συμμετοχή στο καστ του Μικ Τζάγκερ.
Με τη United Artists να γράφει τρελά νούμερα στο box office με τις ταινίες των Beatles, το «Performance» (αυτός ήταν ο τίτλος της προτεινόμενης παραγωγής) φαινόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ρελάνς της Warner στο νεανικό κοινό. Χωρίς πολλά-πολλά, εκταμιεύουν 2 εκατομμύρια δολάρια για τα γυρίσματα.
1968. O Ντόναλντ Κάμελ και ο Νίκολας Ρεγκ έρχονται στο screening room της Warner με την κόπια ζερό του ολοκληρωμένου πλέον φιλμ που σκηνοθέτησαν από κοινού. Από τα πρώτα καρέ της ταινίας οι γραφιάδες της Warner μένουν εμβρόντητοι, οι ελάχιστοι που παρέμειναν ως το τέλος της δοκιμαστικής προβολής γίνονται έξαλλοι.
Το φιλμ περιέχει σε αφθονία σκηνές ακραίας, ωμής βίας εξαιρετικά ρεαλιστικών σεξουαλικών συνευρέσεων κάθε τύπου, αμέτρητα γυμνά, απροκάλυπτη αμφιφυλία, κατά βούληση κατανάλωση κάθε λογής παραισθησιογόνων. Τα επαναλαμβανόμενα flash forward και το παράλληλο μοντάζ, σε συνδυασμό με την παντελώς παρανοϊκή κορύφωση στο δεύτερο μέρος, τους αφήνουν σε πλήρη σύγχυση. Και, το χειρότερο: ο Τζάγκερ, το ατού της παραγωγής, εμφανίζεται στην οθόνη 50 ολόκληρα λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας. Η λέξη «βρομιά» ακούγεται σε όλη την αίθουσα, ο Ρεγκ θυμάται κάποια κεφαλή της Warner να μονολογεί: «Ακόμα και τα νερά της μπανιέρας βρόμικα ήταν».
Τη δεκαετία του '80 το «Performance» θεωρείται πια ένα από τα θεμελιώδη έργα του βρετανικού κινηματογραφικού μοντερνισμού, ένα κλασικό μεταιχμιακό φιλμ που σφραγίζει μια ολόκληρη εποχή.
Η πρώτη σκέψη των επικεφαλής ήταν απλώς να καταστρέψουν την ταινία και να καταγράψουν τη λογιστική ζημία. Τελικά, τη βάζουν στο ράφι μέχρι να αποφασίσουν. Λίγο καιρό αργότερα, μετά την επιτυχία κάποιων «φιλμ αντικουλτούρας», όπως ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης», σκέφτονται να την κυκλοφορήσουν σε περιορισμένο κύκλωμα. Ο Κάμελ αποσύρεται στο Χόλιγουντ για νέο μοντάζ και το φιλμ τελικά κυκλοφορεί το 1970, χωρίς καμιά προώθηση, με χαρακτηρισμό καταλληλότητας «X rated». Φυσικά, ούτε λόγος για συμμετοχή σε κάποιο μεγάλο φεστιβάλ.
Γύρω από το φιλμ αρχίζει να αναπτύσσεται ένα θηριώδες cult – καθόλου δύσκολο αν συγκεντρώσει κανείς όλα τα «στοιχεία»: το «ακριβότερο home movie που έγινε ποτέ» (καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν μια παρέα, σωστότερα ένα κρεβάτι). Η αληθοφάνεια των σκηνών με σεξ και ναρκωτικά. Ο πρωταγωνιστής Τζέιμς Φοξ, που αμέσως μετά τα γυρίσματα αποσύρεται για μια δεκαετία σε ευαγγελικό μοναστήρι. Η Ανίτα Πάλενμπεργκ και η Μισέλ Μπρετόν, που έπεσαν στην ηρωίνη. Ο Μάρλον Μπράντο, που ήταν να ερμηνεύσει τον ρόλο του Φοξ, και έκανε πίσω τελευταία στιγμή. Η οργή του Κιθ Ρίτσαρντς (συντρόφου τότε της Πάλενμπεργκ) για τις ερωτικές σκηνές της με τον Τζάγκερ, τον Φοξ και την Μπρετόν. Ο παραγωγός που μάζεψε όλες τις σκηνές σεξ και τις πρόβαλε στο φεστιβάλ πορνό του Άμστερνταμ «Υγρά Όνειρα», κερδίζοντας το βραβείο «One night stand». Η Ρολς Ρόις του Τζον Λένον που «παίζει» στο φινάλε του φιλμ.
Ε, όλα αυτά συντέλεσαν στη φήμη του – με τα χρόνια το «Performance» ανεβαίνει θέσεις στις λίστες με τα καλύτερα βρετανικά φιλμ όλων των εποχών. Τη δεκαετία του '80 θεωρείται πια ένα από τα θεμελιώδη έργα του βρετανικού κινηματογραφικού μοντερνισμού, ένα κλασικό μεταιχμιακό φιλμ που σφραγίζει μια ολόκληρη εποχή.
Ο άνθρωπος πίσω από το «Performance»
Εδιμβούργο, δεκαετίες '40-'50. Ο πιτσιρικάς (γεννημένος το 1928) Ντόναλντ Κάμελ μεγαλώνει σε μια μποέμικη οικογένεια, με τον διαβόητο Άλιστερ Κράουλι να είναι κολλητός φίλος του πατέρα του και μόνιμος επισκέπτης της οικίας Κάμελ (αργότερα, ο Κάμελ διέδιδε ψευδώς ότι ήταν βαφτισιμιός του Κράουλι). Η καλλιτεχνική τάση του νεαρού Κάμελ αναδεικνύεται πολύ νωρίς: στα 16 του γίνεται δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου και σύντομα αρχίζει να εκθέτει τους πίνακές του, κυρίως πορτρέτα.
Η δεκαετία του '50 τον βρίσκει καταξιωμένο νέο ζωγράφο, μεταξύ Λονδίνου, Παρισιού και Νέας Υόρκης. Το 1958 παντρεύεται την Ελληνίδα κοσμοπολίτισσα ηθοποιό Μαρία Αντύπα (πρωταγωνίστρια, μεταξύ άλλων, στο «Με λένε Στέλιο», το 1985 δε εμφανίστηκε ως σκηνοθέτις στο Φεστιβάλ Δράμας με την ταινία μικρού μήκους «Ηλεκτρονική επαφή») και αποκτά μαζί της έναν γιο. Βαθμιαία, το ενδιαφέρον του για τα εικαστικά υποχωρεί υπέρ του σινεμά.
Από το 1961 κιόλας γράφει σενάρια, τα οποία δεν βρίσκουν χρηματοδότη, πλην ενός, που τελικά υλοποιήθηκε σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Πάρις, μια αποτυχημένη εμπορικά περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φοξ. Παράλληλα, ενσωματώνεται στον «κύκλο» του Ουίλιαμ Μπάροουζ, ο οποίος έχει μετακομίσει πλέον στο Λονδίνο. Στην ίδια παρέα ανήκουν οι Stones (κυρίως ο Μπράιαν Τζόουνς), η Πάλενμπεργκ και η Μπρετόν, η Φέιθφουλ, συγγραφείς όπως ο Τομ Γουλφ, ο Ρόμπερτ Πάλμερ και πολλοί άλλοι.
Ο Κάμελ εξοικειώνεται με την τεχνική του cut-up του Μπάροουζ και τις θεωρίες του Καστανιέδα. Είναι ήδη εμμονικός με τον αποκρυφισμό (απότοκο του Κράουλι φυσικά) και τους αρχαίους πολιτισμούς. Εξυπακούεται ότι η παρέα κινείται μεταξύ Λονδίνου και Ταγγέρης, με τα παραισθησιογόνα να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Ο καλειδοσκοπικός κόσμος του Μπόρχες τον επηρεάζει βαθιά (η Πάλενμπεργκ αφηγείται ότι την τρέλανε με τον Μπόρχες, ειδικά με τον «Νότο» – στο «Performance» υπάρχουν τέσσερις ευθείες αναφορές στον Μπόρχες). Κινηματογραφικά συνδέεται με τον Κένεθ Άνγκερ, μέντορα και βασικό του πρότυπο (ο Κάμελ, άλλωστε, πρωταγωνίστησε στο «Lucifer Rising» του Άνγκερ). Γύρω του, το Λονδίνο σουινγκάρει και ζει τη χρυσή του εποχή.
Η ιστορία
Όλα τα παραπάνω συνοψίζονται και συγχωνεύονται στο «Performance», μια ταινία που κατά την Πάλενμπεργκ σχεδίαζε για χρόνια. O Κάμελ έχει σκαρώσει την ιστορία του Τσαζ, ενός performer του υποκόσμου: έτσι έλεγαν τους σκληρούς που υποχρέωναν τους επιχειρηματίες οφειλέτες να πληρώσουν τα χρέη τους στους Βρετανούς γκάνγκστερ «προστάτες» τους. Ο υπερ-μάτσο δανδής Τσαζ είναι το αγαπημένο τσιράκι του αρχιγκάνγκστερ, φανερά ομοφυλόφιλου Χάρι Φλάουερς – χαρακτήρας εμπνευσμένος από τους αδελφούς Κρέι, σταρ του λονδρέζικου υποκόσμου.
Ο Τσαζ, εθισμένος στη βία, σκοτώνει έναν άλλο υπάλληλο του Φλάουερς και γίνεται στόχος της συμμορίας. Για να γλιτώσει, καταφεύγει ως ενοικιαστής στο σπίτι του ανδρόγυνου Τέρνερ (Τζάγκερ), φαλιρισμένου ροκ αστέρα που ζει μια κλειστή ζωή μαζί με τις δυο ερωμένες του (Πάλενμπεργκ και Μπρετόν – ο ρόλος της τελευταίας αρχικά προοριζόταν για τη Μαριάν Φέιθφουλ, αλλά αυτή έμεινε έγκυος λίγο πριν από τα γυρίσματα) και τόνους παραισθησιογόνα, αναζητώντας τον χαμένο δαίμονα της καλλιτεχνικής του έμπνευσης.
Εκεί, και ενώ ο Φλάουερς τον αναζητεί, θα εμπλακεί σε ένα παρανοϊκό mindfuck με τον Τέρνερ και τις συγκατοίκους του, που, σε συνδυασμό με το σεξ και τα ναρκωτικά, θα ανατρέψουν την ίδια του την εικόνα και την ταυτότητα. Εν τέλει, ο «απλός» γκάνγκστερ, μια μηχανή βίας και απόλαυσης, θα μεταλλαχθεί και θα μεταμορφωθεί (ακόμα και στα χαρακτηριστικά) σε ένα άλλο, αμφίφυλο πλάσμα που θα ταυτιστεί με τον Τέρνερ, ο οποίος από μια άποψη κινεί τα νήματα της ιστορίας και οδηγεί στο οριστικό(;) τέλος.
Η ταυτότητα (ιδίως η έμφυλη) βρίσκεται διαρκώς σε αμφισβήτηση, ένας τόπος ισορροπίας (ο «κήπος») είναι πάντα το ζητούμενο. Πάντως, αυτός ο τόπος δεν είναι το Λονδίνο. Ο Κάμελ αποδίδει το τέλος του swinging London, καμιά ανεμελιά, χαρά ή ικανοποίηση. Οι γκάνγκστερ κινούν την οικονομία και τα νήματα, η βία είναι το κοινό υπόβαθρο όλων των δράσεων, τα '60s τέλειωσαν, το Άλταμοντ διαδέχεται το Γούντστοκ, καμιά λάμψη, μόνο μουντάδα, καμιά ελευθεριότητα, μόνο «επιχειρείν», καμιά διαφυγή, εκτός από την εναλλαγή ταυτότητας.
Με τα χρόνια η ταινία καταξιώθηκε ως ο ορισμός του τέλους εποχής μέσα σε τόνους παραισθησιογόνων, άνευ ορίων σεξ και σκέτης και καθαρής βίας. Τα κυνικά '70s πλησίαζαν γοργά με μια πάλλευκη Ρολς, στο πρόσωπο του Χάρι Φλάουερς. Οι δανδήδες σαν τον «Τσαζ» και τον «Τέρνερ» δεν είχαν πια καμιά θέση στο καινούργιο σκηνικό. Τη θέση τους είχαν πάρει οι λογιστές.
Το παρασκήνιο
Ο Κάμελ επέλεξε για διευθυντή φωτογραφίας τον Νίκολας Ρεγκ, που ερχόταν από την «Πετούλια» του Ρίτσαρντ Λέστερ και το «Φαρενάιτ 451» του Τριφό (έχοντας συμμετάσχει ως βοηθός και στον «Λόρενς της Αραβίας» του Λιν). Ο Ρεγκ του ζήτησε να συνυπογράψει τη σκηνοθεσία, καθώς είχε βαρεθεί πια τον αποκλειστικό ρόλο του DoP. Ο Κάμελ δέχτηκε. Ο Ρεγκ, πέρα από τη διεύθυνση φωτογραφίας και τους φωτισμούς, ασχολήθηκε και με το στήσιμο των κάδρων και την κίνηση των ηθοποιών μέσα σε αυτά. Όλα τα υπόλοιπα ήταν αρμοδιότητα του Κάμελ, ο οποίος επιμελήθηκε και το μοντάζ.
Η μουσική ανατέθηκε στον συνθέτη και παραγωγό Τζακ Νίτσε, εμβληματική μορφή της δεκαετίας του '60, σταθερό συνεργάτη των Stones και του Νιλ Γιανγκ, κι εκείνος όχι μόνο έγραψε κάποια βασικά θέματα αλλά έφερε και τον Ράι Κούντερ για μερικά ακόμη (οι πολύ προσεκτικοί θα ακούσουν μια πρώτη εκδοχή του θέματος του «Παρίσι, Τέξας»). Ο Ράντι Νιούμαν ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις, ενώ ακούγεται κι ένα κομμάτι των ακτιβιστών μαύρων Last Poets.
Εύλογα, ο Τζάγκερ συνεισέφερε στο σάουντρακ με το «Memo from Turner», ένα παλιότερο κομμάτι, συνεργασία των Stones με μέλη των Traffic, που εδώ συνοδεύεται από την κιθάρα του Ράι Κούντερ και τους υπόλοιπους σέσιον μουσικούς της ταινίας. Το κομμάτι παρουσιάζεται «σφήνα» μέσα στην αφήγηση της ταινίας (διατηρώντας, πάντως, μια υπόγεια οργανική σχέση με την πλοκή) και αποτελεί μια άτυπη «πρώτη» του Κάμελ, όντας το πρώτο «μουσικό κλιπ» που «επενδύει» τη μουσική με μια ιστορία και χαρακτήρες (φυσικά, η απόλυτη πρωτιά ανήκει στον Πενενμπέικερ με το «Subterannean Homesick Blues» του Ντίλαν). Αξίζει να σημειωθεί και μια αναφορά στους πίνακες του Φράνσις Μπέικον εντός του «κλιπ».
Mick Jagger - Memo From Turner [HD]
«Ως τις μέρες μας»
Ο Κάμελ πήγε στο Χόλιγουντ για το τελικό μοντάζ της ταινίας και έμεινε εκεί ως το τέλος. Ζευγάρι πλέον με την Τσάινα Κονγκ, μόνιμη συνεργάτιδά του στο εξής, επανήλθε με λιγοστά φιλμ, τα οποία δυστυχώς «έφευγαν» από τα χέρια του: οι παραγωγοί κατά κανόνα άλλαζαν τα πάντα στο μοντάζ. Το «Demon Seed», sci-fi χαμηλού προϋπολογισμού με την Τζούλι Κρίστι, το «The white of the eye», ένα υπέροχο σχιζοφρενικό νουάρ στην αφηγηματική γραμμή του «Performance», το «Wild Side» με την Anne Heche και τον Κρίστοφερ Ουόκεν. Χάρη στον μόνιμο μοντέρ του Φρανκ Ματσόλα, επανεκδόθηκε και το «Argument», ένα πειραματικό φιλμ του Κάμελ σε φωτογραφία Βίλμος Ζίγκμοντ που είχε γυριστεί το '68 και είχε μείνει στα ράφια.
Το 1996 ο Κάμελ τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μπροστά στη σύζυγό του, μάλλον όχι εξαιτίας των περιπετειών του στην παραγωγή αλλά λόγω της διπολικής διαταραχής που τον ταλαιπωρούσε. Το «Performance» παραμένει ο θρίαμβός του, αν και κατά βάση έχει πιστωθεί στον Ρεγκ. Ο Μικ Τζάγκερ το θεωρεί ακόμα την κορυφαία κινηματογραφική στιγμή της καριέρας του, χωρίς ποτέ να μπαίνει σε συζήτηση για τα γυρίσματα και την αληθοφάνειά τους. «Ήταν έντιμο, ευθύ και αληθινό. Βάλαμε τα δυνατά μας. Είμαι υπερήφανος για το αποτέλεσμα. Νομίζω ότι στέκει ως τις μέρες μας».
Το «Performance» προβάλλεται αυτό το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου στη Ριβιέρα, στις 00:15 μετά τα μεσάνυχτα, από το «Midnight Express». Θα το προλογίσει ο Βασίλης Κωνσταντόπουλος.