ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΣΗ των πραγμάτων, από τις αμφιβολίες που σκιάζουν την καθαρότητα της ιστορίας, ο Χαβιέρ Θέρκας αρέσκεται να ανασκαλεύει το μη προφανές και σαν τον Δον Κιχώτη να αναποδογυρίζει τις αλήθειες για να δείξει τη ραφή που χαράζει την ύπαρξη από μέσα.
Στην περίπτωση του νέου βιβλίου του, Ο μονάρχης των σκιών, που εμπνέεται από έναν αρνητικό ήρωα, μέλος της οικογένειας θέρκας, φαλαγγίτη και φρανκιστή, τον Μανουέλ Μένα, ο Ισπανός συγγραφέας αποφασίζει να ακολουθήσει όχι μόνο τα παράδοξα βήματα του θερβαντικού του ήρωα αλλά έναν ομότεχνό του, όπως ο Ντανίλο Κις, ο οποίος στην Εγκυκλοπαίδεια των Νεκρών γράφει πως «την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, τους θρύλους τους δημιουργεί ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Βέβαιος είναι μονάχα ο θάνατος».
Τη φράση αυτή θυμίζει στον συγγραφέα στο αυτοβιογραφικό, καθώς φαίνεται, βιβλίο ο καλός του φίλος Νταβίδ Τρουέμπα μαζί με μια υπενθύμιση για τον ρόλο των ηττημένων και των νικητών στην υψηλή ζωγραφική του Γκόγια και του Βελάσκεθ, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Θέρκας να θυμίσει, με τη σειρά του, στον αγαπητό του αναγνώστη –υποκριτή μου, αδελφέ μου!– ότι τον πραγματικό ήρωα του πολέμου δεν τον καθορίζει τόσο η πραγματικότητα ή η Ιστορία όσο η αφήγηση, την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να δώσει το επιστέγασμα ενός μεγαλοπρεπούς ή άθλιου βίου.
Οι σκηνές της μάχης περιγράφονται με αξιοθαύμαστη ενάργεια από τον Θέρκας, όπως και όλα τα προσωπικά δεδομένα, που κάνουν τον συγγραφέα να καταλήξει στο ότι ο Μένα «όχι μόνο πέθανε για έναν άδικο σκοπό αλλά και ότι πέθανε παλεύοντας για συμφέροντα που δεν ήταν δικά του. Ούτε δικά του ούτε της οικογένειάς του. Και σκέφτηκα: ότι πέθανε για το τίποτα»
Απόδειξη ότι ήταν η ερμηνευτική ματιά της μητέρας του Θέρκας, η οποία πέθανε με την ψευδαίσθηση της πρώην μεγαλοαστής από την Εστρεμαδούρα και ταυτίστηκε με το υποτιθέμενο μεγαλείο του θείου της, που ανάγκασε τον ίδιο τον Θέρκας να ασχοληθεί με την υπόθεση. Μπορεί για τον συγγραφέα ο Μένα να ήταν το όνειδος της οικογένειας, αλλά για τη μητέρα του θα ήταν πάντα ο ευθυτενής λευκοντυμένος νέος με τη στολή των Τυφεκιοφόρων, το σακάκι με τις μαύρες επωμίδες και τα λευκά κουμπιά, όπου πάνω θα δέσποζε το χρυσό αστέρι.
«Για τη μητέρα μου ο Μανουέλ Μένα ήταν ο Αχιλλέας» λέει με ειλικρίνεια ο Θέρκας, αποφασίζοντας, για τον λόγο αυτόν, να εντρυφήσει στο τι είναι αυτό που μετατρέπει έναν εχθρό σε ηρωική φιγούρα. «Αυτό που κατάλαβα τότε ήταν ότι ο θάνατος του Μανουέλ Μένα είχε μείνει βαθιά χαραγμένος στην παιδική φαντασία της μητέρας μου ως ένας όμορφος θάνατος, αυτό που οι Έλληνες αποκαλούσαν καλό θάνατο, που για εκείνους ήταν ο τέλειος θάνατος, ο θάνατος ενός ευγενούς και αγνού νέου σαν τον Αχιλλέα της Ιλιάδας, που αποδεικνύει την ευγένεια και την αγνότητά του αψηφώντας παντελώς τον κίνδυνο και παίζει τη ζωή του πολεμώντας στην πρώτη γραμμή της μάχης για αξίες σημαντικότερες από τον ίδιο ή που τις θεωρεί σημαντικότερες και πεθαίνει στη μάχη και εγκαταλείπει τον κόσμο των ζωντανών στο αποκορύφωμα της ομορφιάς και του σφρίγους του και ξεφεύγει από τη φθορά του χρόνου και δεν γνωρίζει την ανημπόρια που εξουθενώνει τους ανθρώπους».
Ποιος όμως ήταν ο Μανουέλ Μένα, που είχε στοιχειώσει τα όνειρα και τους εφιάλτες της μητέρας του, η οποία προτιμούσε να αφήνεται σε ατέλειωτες σιωπές, αυτές που μοιραζόταν με τον συγγραφέα παρακολουθώντας μαζί του «Big Brother» και ταινίες του Αντονιόνι; Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δυο φώλιαζε προφανώς και η εικόνα του φρανκιστή θείου –ανάμεσα στη λαϊκή δοξασία και την καλλιτεχνική εφεύρεση– που έκανε τον συγγραφέα να ξεπεράσει τις προσωπικές του προκαταλήψεις και «διαβάζοντας» παλιές φωτογραφίες, μιλώντας με τον τελευταίο επιζήσαντα μάρτυρα της παιδικής του ηλικίας, ανακατεύοντας αρχεία, δοξασίες και προσωπικά κειμήλια, να ξαναστήσει την ιστορία του αρνητικού ήρωα των παιδικών του χρόνων.
Αν ο Μένα παρασύρθηκε από το ρομαντικό κλέος ενός ψευδεπίγραφου ιδεαλισμού, αυτό οφείλει προφανώς να κάνει και ο συγγραφέας: να παραμερίσει τις ιδεαλιστικές εμμονές και πεποιθήσεις του και ως γνήσιος Ισπανός, που πάντοτε είχε άλλη σχέση με το χθόνιο στοιχείο, την αλήθεια και το αίμα, να ψάξει τι είναι αυτό που οδήγησε τον συγγενή του στην ανάποδη πλευρά της Ιστορίας. Εξού και βρίσκεται να παρακολουθεί με περίσσεια προσοχή τις περιπέτειες του Μανόλο Μένα, από τις πρώτες μέρες, που τον ήθελαν να είναι ένα αγριεμένο εχθρικό σχολιαρόπαιδο, έως τις φιλόδοξες εφηβικές εποχές, που ονειρευόταν να γίνει επιφανής νομικός, αλλά και τις μάχες όπου έλαβε μέρος – τι ακριβώς βίωσε ως τραυματίας πολέμου και τι είναι αυτό που έκανε τη 13η Μεραρχία του στρατηγού Μπαρρόν, στην οποία ανήκε, να ακολουθήσει έναν άκρως επικίνδυνο ελιγμό απέναντι στην 26η Φάλαγγα των δημοκρατικών δυνάμεων, γνωστή ως πρώην Φάλαγγα Ντουρρούτι.
Οι σκηνές της μάχης περιγράφονται με αξιοθαύμαστη ενάργεια από τον Θέρκας, όπως και όλα τα προσωπικά δεδομένα, που κάνουν τον συγγραφέα να καταλήξει στο ότι ο Μένα «όχι μόνο πέθανε για έναν άδικο σκοπό αλλά και ότι πέθανε παλεύοντας για συμφέροντα που δεν ήταν δικά του. Ούτε δικά του ούτε της οικογένειάς του. Και σκέφτηκα: ότι πέθανε για το τίποτα». Όχι όμως για το τίποτα, αλλά για να δώσει τροφή στον συγγραφέα, όπως κάποτε ο Αχιλλέας στον Όμηρο, να γράψει ένα βιβλίο-μοναδική φωτεινή κληρονομιά στο διάβα της Ιστορίας, όπως το Βόρειο Σέλας, που οι Ισπανοί θεωρούσαν ότι είναι οι ψυχές των νεκρών που ανεβαίνουν ψηλά στον ουρανό, ορατοί για τους ανθρώπους της γης ως φωτεινό πυροτέχνημα. Ωραία μετάφραση από τη Γεωργία Ζακοπούλου.
ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΡΑ που έχουν πάψει να γράφονται σύγχρονα βιβλία ταυτότητας ή τέλος πάντων βιβλία που με αφορμή ένα οικείο προσωπικό γεγονός αποπειρώνται να δουν πέρα από το υπάρχον, προσεγγίζοντας την καθολική διάσταση των πραγμάτων και την κρυφή τους ποίηση, αφού η ποίηση, όπως επέμενε ο Γκαίτε, δεν ανήκει σε κανέναν, ούτε καν σε αυτόν που τη γράφει. Ως ουσιαστικός ποιητής, ο Μανουέλ Βίλας καταθέτει ένα αξιοθαύμαστο εσωτερικό πανόραμα των αξιών που μας διαμόρφωσαν με την πρόφαση της προσωπικής εξομολόγησης που πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε καθολικό μανιφέστο για όλα όσα αβασάνιστα μετατράπηκαν σε κίβδηλες επιφάσεις, για μια Ισπανία που ποτέ δεν κατάφερε να πενθήσει –όπως ούτε ο ίδιος για τους γονείς του–και έμεινε να συνομιλεί για πάντα με τα δικά της αμλετικά φαντάσματα.
Η εκδρομή του συγγραφέα στη δική του Ορδέσα –απ' όπου και ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος σε εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη– είναι η αφορμή για να ξεδιπλωθεί ο πραγματικός τόπος κάτω από αυτό το κίτρινο χρώμα, σαν εκείνο που έδερνε σαν ομίχλη τα παραθυρόφυλλα στον Προύφροκ του Έλιοτ, και να αποκαλυφθεί το υπάρχον: ένα χαμένο βουνό και μια terra incognita στην καρδιά των Πυρηναίων, που καλεί τον συγγραφέα στην αγκαλιά της, πέρα και μακριά από τις σκιές. Κυρίως, πέρα από το έρεβος –ιδού πάλι ο Έλιοτ–, αφού «οι εξέχοντες άνθρωποι χάνονται μες στο σκοτάδι του κενού», όχι τόσο του πραγματικού όσο αυτού των κούφιων λέξεων, των ψευδεπίγραφων μύθων που μας ταΐζει το σύστημα της εκπαίδευσης, των σαρωτικών κύκλων ενός ομοιόμορφου συστήματος.
Οι αξίες, όπως υποστηρίζει και ο συγγραφέας, μπορεί να είναι οι ίδιες από τη δεκαετία του '80 μέχρι το 2015, αλλά «κάτω από τη μοναξιά του πλήθους των νεκρών» υπάρχει πάντα η αφορμή για εξιστόρηση και για δημιουργία.
Για τον συγγραφέα, που στα μέσα της ζωής του ομολογεί πως μετράει έναν κατεστραμμένο γάμο και μετά από 27 χρόνια καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και μια φαινομενικά πετυχημένη συγγραφική καριέρα –που τον οδήγησε στο ισπανικό Παλάτι, ανάμεσα σε άλλους βραβευμένους και δαφνοστεφείς ανθρώπους του πνεύματος–, χρέος του είναι να επανασυστήσει το χαμένο νόημα μέσα από ένα έργο που θα πάψει πια να είναι αφηρημένο, αλλά θα είναι γραμμένο με τη σάρκα και το βίωμα.
«Η ζωή ενός ανθρώπου είναι η κατασκευή αναγλύφων που, στο τέλος, θα τα λειάνουν ο θάνατος και ο χρόνος. Ένα απ' αυτά τα ανάγλυφα έγκειται στην ανακάλυψη ότι δεν υπάρχουν δύο ίδια ανθρώπινα όντα. Εξού και η λαγνεία. Όλες οι γυναίκες είναι διαφορετικές. Και αυτό αποτελεί πλήγμα για τον πλατωνικό έρωτα» γράφει ο Βίλας, για να θυμίσει πως οι ξεχωριστές εικόνες και τα φραγκμέντα ενός χαοτικού βίου είναι αυτά που μας θυμίζουν ότι είμαστε άνθρωποι.
Αφορμή για το ταξίδι της μνήμης, όπως αντίστοιχα η μαντλέν του Προυστ, είναι για τον συγγραφέα μια κακοδεμένη γραβάτα, την οποία δεν είχε μάθει ποτέ να δένει ως παντρεμένος, καθώς και η φευγαλέα εικόνα ενός παλιού του μαθητή ο οποίος βρέθηκε κολλημένος σε έναν τοίχο προτού καν προλάβει να δει τη ζωή. Ματωμένες χτυπημένες λαμαρίνες, οι οδοντόβουρτσες των γονιών του στο μπάνιο, ένα παλιό Seat 600 και η εικόνα ενός λεβέντη εργένη πατέρα προτού τον καταλάβει η οικογενειακή μοίρα είναι τα δικά του αντικείμενα-οδηγοί σε ένα αντικειμενικό, καθολικό rosebud – γιατί ποιος μπορεί να δει το παρελθόν ή το μέλλον της Ισπανίας αν όχι μέσα από αυτά της οικογένειας;
Νιώθοντας βαθύ χρέος, όπως οι παλιοί ζωγράφοι που κατέγραφαν σε πίνακες όλους τους βασιλιάδες, να ξαναφτιάξει τη σάγκα των απελπισμένων και των φτωχών ώστε να μη μείνουν αόρατοι παράγοντες της Ιστορίας, ο συγγραφέας συστήνει ένα παράδοξο χρονικό, με ένταση αλλά χωρίς δράμα, με μελαγχολία αλλά όχι χωρίς ανάταση. Γιατί, όπως εξομολογείται, οι δικοί του μπορεί να ήταν μελαγχολικοί, πρώην ωραίοι και άκρως έντονοι Μεσογειακοί, αλλά ήταν φτωχοί με στυλ, δημιουργοί ενός κόσμου γεμάτου ένταση αλλά και γεμάτου πόνο.
Και όμως, ο πόνος δίνει νόημα στα πράγματα, ειδικά στον ίδιο, που έχει αφήσει προ πολλού πίσω του το νοηματοδικό του μέσο του αλκοόλ, που έχει απαρνηθεί την ασφάλεια των παντρεμένων και έχει απομυθοποιήσει το λουστραρισμένο του επάγγελμα – αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει έτσι τη συγγραφή. Η μοναξιά του, απογυμνωμένη απ' όλες τις προφάσεις, μπορεί και αποκαλύπτει όλο το εύρος των τραυμάτων, δικαιολογεί τις λάθος κινήσεις και τραβάει τον αναγνώστη στο πιο παρακινδυνευμένο μέρος της δικής του νωχέλειας, στην άκρη της δικής του Ορδέσας, απ' όπου μπορεί να αγναντέψει το άπειρο.
Γιατί οι αξίες, όπως υποστηρίζει και ο συγγραφέας, μπορεί να είναι οι ίδιες από τη δεκαετία του '80 μέχρι το 2015, αλλά «κάτω από τη μοναξιά του πλήθους των νεκρών» υπάρχει πάντα η αφορμή για εξιστόρηση και για δημιουργία, για ένα διαφορετικό βάδισμα κάτω από τον ολοφάνερο ήλιο, αυτόν τον θεό της Μεσογείου, μακριά από την ανθρώπινη ματαιοδοξία και γεμάτο κατάφαση για ζωή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.