«H συμμετοχή του Ιάσονα Καραΐνδρου ήταν αυτή με την οποία ολοκληρώθηκε το πρότζεκτ και πραγματικά απογείωσε την έννοια της διαδικτυακής παρουσίασής του. Εννοώ ότι απογείωσε και αυτό καθαυτό το σκεπτικό του αλλά και το επιμελητικό έργο, γιατί ο πραγματικός επιμελητής σε αυτές τις παρουσιάσεις ήταν ο εκάστοτε οικοδεσπότης που υποδεχόταν στον χώρο του έργα του Μίλτου Μανέτα για τον Ασάνζ. Εκείνος επέλεγε ποια έργα θα φιλοξενούσε, με ποια μορφή θα τα παρουσίαζε (π.χ. τυπωμένα ή ψηφιακά), πού θα τα τοποθετούσε μέσα στο σπίτι του και πώς θα ξεναγούσε τους διαδικτυακούς επισκέπτες του» λέει η επιμελήτρια της δράσης Δωροθέα Κοντελεζίδου, ιστορικός και θεωρητικός Τέχνης στο MΟΜus της Θεσσαλονίκης.
Από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 2020, στη Sala Fontana του Palazzo delle Esposizioni της Ρώμης φιλοξενήθηκε μια έκθεση 40 πορτρέτων του Ασάνζ που δημιούργησε ο Μίλτος Μανέτας στο διάστημα από τον Φεβρουάριο, οπότε, λόγω της πανδημίας, άρχισαν και στην Ευρώπη οι περιορισμοί κυκλοφορίας του πληθυσμού μέχρι τον Απρίλιο του 2020. Η έκθεση εκείνη διετίθετο μόνο διαδικτυακά, ακόμα και τις περιόδους που επιτρεπόταν η παρουσία κοινού στους εκθεσιακούς χώρους. Δεν αποτελούσε απλώς μία ακόμα αφορμή για την ανάδειξη του μείζονος ζητήματος της αδικίας εις βάρος του «Ασάνζ, ο οποίος έδρασε υπέρ της διαφάνειας και της αποκάλυψης πληροφοριών που κρατιόντουσαν μυστικές, παρότι ήταν πολύ σημαντικές για να μπορέσει να κρίνει σωστά και ελεύθερα τις περιστάσεις η κοινή γνώμη. Ούτε ήταν μια έκθεση που γινόταν για να υπογραμμιστεί ότι το πρόσωπο αυτό, ο Ασάνζ, κινδυνεύει από την επιβολή θανατικής ποινής, αν τελικά εκδοθεί στις ΗΠΑ. Όπως, επίσης, δεν έγινε για να θαυμάσουν οι θεατές τις δεξιότητες του Μίλτου Μανέτα στην προσωπογραφία, επειδή το θέμα του είναι μια τόσο "ατίθαση" προσωπικότητα περίπλοκου ψυχισμού, όσο είναι ο Ασάνζ».
Σε θεωρητικό επίπεδο, είχε ενδιαφέρον το ότι ο Ιάσονας Καραΐνδρος, με τον τρόπο που διαχειρίστηκε τα έργα του Μίλτου Μανέτα στον χώρο του δημιούργησε ένα είδος «παλίμψηστου»: έκρυψε εικόνες, έβαλε άλλες στη θέση τους, ασχολήθηκε πολύ με τη διάσταση των έργων, ώστε να τα προσαρμόσει σε προϋπάρχουσες κορνίζες του χώρου του.
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίον διοργανώθηκε εκείνη η έκθεση ήταν να τοποθετηθούν σε ένα πλαίσιο όλες οι αναλογίες μεταξύ της μακροχρόνιας φυλάκισης, της απομόνωσης και της φίμωσης εκείνου και της συνθήκης του πρωτόγνωρου εγκλεισμού όλων μας για υγειονομικές σκοπιμότητες.
«Μπήκα σε αυτό το παιχνίδι του Μίλτου χωρίς να έχω κάτι κατά νου», λέει η κ. Κοντελεζίδου, «γρήγορα όμως έφτασε η στιγμή που του είπα ότι ήθελα αυτό το πρότζεκτ στο MΟΜus. Κι εκείνος μας έστειλε στο Πειραματικό Κέντρο Τεχνών έναν ψηφιακό φάκελο με 280 πορτρέτα του Ασάνζ. Από αυτά, ο κάθε συμμετέχων στο πρότζεκτ επέλεγε τα πορτρέτα που επιθυμούσε να φιλοξενήσει. Το Κέντρο, δηλαδή, λειτούργησε μόνο ως “ταχυδρομείο”: παρέλαβε τα έργα του Μανέτα και τα διένειμε σε αυτούς που θα συμμετείχαν στο πρότζεκτ. Θα γινόταν και έκθεση των πορτρέτων στο Κέντρο μετά την ολοκλήρωση της διαδικτυακής δράσης, αλλά, λόγω της εξέλιξης της πανδημίας, αναβλήθηκε επ’ αόριστον και μάλλον διαπαντός. Στη δράση έλαβαν μέρος μόλις 13 άτομα, παρότι είχε δοθεί ένα ικανό διάστημα δύο μηνών, ώστε να εκδηλώσουν ενδιαφέρον όσοι το επιθυμούσαν. Δεν ήταν, όμως, κάτι απλό αυτό που ζητούσαμε. Περιλάμβανε μια αναστάτωση σε πρακτικό επίπεδο, απαιτούσε επίσης πολιτική τοποθέτηση και μια δημόσια έκθεση ενός ιδιωτικού, εντελώς προσωπικού χώρου, όπως είναι το σπίτι όπου ζούμε. Οπότε, για μας δεν ήταν απροσδόκητη η περιορισμένη συμμετοχή στη δράση. Ωστόσο, αποτελεί και ένα θέμα προς ανάλυση και ερμηνεία. Σε θεωρητικό επίπεδο, είχε ενδιαφέρον το ότι ο Ιάσονας Καραΐνδρος, με τον τρόπο που διαχειρίστηκε τα έργα του Μίλτου Μανέτα στον χώρο του, δημιούργησε ένα είδος “παλίμψηστου”: έκρυψε εικόνες, έβαλε άλλες στη θέση τους, ασχολήθηκε πολύ με τη διάσταση των έργων, ώστε να τα προσαρμόσει σε προϋπάρχουσες κορνίζες του χώρου του, δηλαδή σε σταθερά σημεία αναφοράς της καθημερινότητάς του. Επίσης, δούλεψε πολύ με τις έννοιες του κρυμμένου και του φανερού, του τι υπάρχει και τι βλέπουμε και του τι υπάρχει και δεν βλέπουμε».
Πράγματι, όπως θα διαπιστώσει κάποιος βλέποντας το βίντεο, ο Ιάσων Καραΐνδρος όχι μόνο έβαλε τον Ασάνζ στον προσωπικό του χώρο αλλά και τον ενέταξε με τρόπο ώστε να αφομοιώνεται ως κάτι το εξαρχής οικείο.
«Είναι πάρα πολύ ωραίο το έργο που έκανε ο Ιάσονας με το δικό μου έργο, που είναι υλικό πρόσφορο για να γίνονται άλλα έργα τέτοιου είδους. Αυτό είναι άλλωστε το πρότζεκτ: ο Ασάνζ βάζει το πρόσωπό του, εγώ βάζω το πινέλο και το έργο το βάζουν όσοι εμπλέκονται στο πρότζεκτ. Έστειλα, λοιπόν, έναν πολύ καλό φωτογράφο για να καταγράψει το έργο του Ιάσονα» λέει ο Μίλτος Μανέτας, που μένει μόνιμα στην Μπογκοτά της Κολομβίας, και συμπληρώνει, αναφερόμενος στο πώς ξεκίνησε να ασχολείται με τον Ασάνζ: «Κάποιοι φίλοι μου στο Λονδίνο ασχολούνταν με το θέμα Ασάνζ και ομολογώ ότι ζήλεψα. Θέλω να πω ότι ξεκίνησα με κάποια αυταρέσκεια. Κι ας διευκρινίσω ότι σε αυτού του είδους τις περιπτώσεις η αυταρέσκεια μεταφράζεται ως μια επιθυμία του καλλιτέχνη να συμμετέχει σε κάτι σχετικό με ζητήματα που αφορούν τους πολλούς. Αυτό μας διασώζει εμάς τους καλλιτέχνες, που είμαστε ιδιαιτέρως προνομιούχοι, από τη μομφή ότι είμαστε καθάρματα. Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν θεωρητικά, γιατί είναι πάντα θεωρητικός ο τρόπος που εμείς οι καλλιτέχνες προσεγγίζουμε τους πολλούς. Τέτοια είναι, λοιπόν, και η περίπτωση με τον Ασάνζ. Εκείνος ήταν ο πρώτος που άνοιξε μια πόρτα κι έτσι έμπλεξε τους πολλούς σε αυτό που ξεκίνησε. Ταυτόχρονα, ο Ασάνζ, που ανοίγει την πόρτα και πλησιάζει τους πολλούς, είναι σαν να ανοίγει την πόρτα της φυλακής του. Ο ίδιος όμως μένει μέσα στη φυλακή, ενώ είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος και θα μπορούσε να βγει όποια στιγμή θα ήθελε. Εμένα μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ακριβώς αυτό: μπορεί να φύγει από τη φυλακή του όποια στιγμή θέλει, αλλά παραμένει σ’ αυτήν, με τον τρόπο που κι εγώ παραμένω σε μια υποθετική πιθανή φυλακή που προδιαγράφεται ως ένα μέλλον το οποίο δεν θα ορίζω, επειδή συμβιβάζομαι με το παρόν».
Πράγματι, όπως θα διαπιστώσει κάποιος βλέποντας το βίντεο, ο Ιάσων Καραΐνδρος όχι μόνο έβαλε τον Ασάνζ στον προσωπικό του χώρο αλλά και τον ενέταξε με τρόπο ώστε να αφομοιώνεται ως κάτι το εξαρχής οικείο.