Η ΦΕΤΙΝΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας βρίσκει την Ελλάδα στη δίνη του #metoo, με τον ασκό του Αιόλου που άνοιξε πρώτη με τις πρόσφατες αποκαλύψεις της για σεξουαλική κακοποίηση η Ολυμπιονίκης ιστιοπλόος Σοφία Μπεκατώρου να έχει γίνει το έναυσμα για έναν χείμαρρο αποκαλύψεων όχι μόνο στον χώρο του αθλητισμού αλλά και σε αυτούς της τέχνης, της εκπαίδευσης, των ΜΜΕ και αλλού, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το ζήτημα του εργασιακού μπούλινγκ που συχνά σχετίζεται επίσης με την έμφυλη βία.
Δεν είναι μόνο τα στόματα που ανοίγουν αλλά και τα αφτιά που προθυμοποιούνται πλέον να ακούσουν, με το βλέμμα να μην τρομάζει πια στη θέα των δεκάδων σκελετών που έχουν ήδη βγει από την ντουλάπα αλλά να αντικρίζει θαρραλέα ό,τι μέχρι χτες αποστρεφόταν ή παράβλεπε.
Η «πανδημία» του #metoo επισκίασε μέχρι και αυτήν του κορωνοϊού σε μια ιστορική συγκυρία που βρίσκει τις γυναίκες σε πολλές χώρες να ξεσηκώνονται όχι μόνο κατά της βίας, έμφυλης ή/και ενδοοικογενειακής, και της σεξουαλικής παρενόχλησης –βίας που μπορεί να φτάσει ως τη γυναικοκτονία– αλλά και για τη διεκδίκηση θεμελιωδών γυναικείων δικαιωμάτων όπως αυτό της άμβλωσης (Πολωνία, Αργεντινή, Χιλή), την ανάδειξη έμφυλων διακρίσεων και ανισοτήτων που ενίσχυσαν τα απανωτά λοκντάουν, καθώς επίσης τον οξυμένο με πρόσχημα την υγειονομική κρίση κρατικό αυταρχισμό.
Για την Ελλάδα ειδικά, μια χώρα κατά βάση συντηρητική όπου ευδοκιμούν οι πατριαρχικές αντιλήψεις, η έμφυλη βία και οι ανισότητες, αυτό που συμβαίνει είναι πράγματι ένα σημείο καμπής. Οι στιγμές που ζούμε είναι ιστορικές, όπως συμφωνούν και οι τρεις συνομιλήτριές μου, και αν εκτιμηθούν σωστά μπορούν πράγματι να γίνουν αφετηρία μεγάλων και ουσιαστικών κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών. Ποιες όμως οφείλουν να είναι αυτές και πώς μπορούν να δρομολογηθούν στην πράξη;
Υπάρχουν βελτιώσεις που μπορούν να εισαχθούν, όπως η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, οι πιο ρητές τυποποιήσεις για εγκλήματα όπως η σεξουαλική παρενόχληση και η σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας, καθώς επίσης να συζητηθούν τα χρονικά όρια των παραγραφών. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η εφαρμογή του. Οι αστυνομικές αρχές δεν ανταποκρίνονται πάντα στις καταγγελίες έμφυλης βίας και η δικαστική διαδικασία είναι ακραία τραυματική για τις επιζώσες.
Οφείλουμε, λένε, κατ' αρχάς να συνειδητοποιήσουμε ως άτομα και κοινωνία ότι η σεξουαλική κακοποίηση και η έμφυλη βία δεν είναι κάτι εξωπραγματικό αλλά «συμβαίνει καθημερινά, αόρατα, σιωπηλά, στο σπίτι, στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια και κάποιες φορές «εμείς οι ίδιες που βιώνουμε αυτήν τη βία, την προσπερνάμε και συνεχίζουμε προσπαθώντας να επιβιώσουμε και να προχωρήσουμε». Ότι είναι οι μη προνομιούχες γυναίκες και θηλυκότητες που πλήττονται κυρίως από τη βία, τις ανισότητες και τις διακρίσεις. Ότι οφείλουμε όχι απλώς να ακούσουμε αυτές τις φωνές αλλά και να μιλήσουμε τη δική τους γλώσσα.
Ότι δεν είναι τόσο θέμα αυστηροποίησης της υφιστάμενης νομοθεσίας –μολονότι υπάρχει έδαφος για βελτιώσεις– όσο εφαρμογής της, ότι εκείνα που προέχουν είναι η άρση των προκαταλήψεων, η εκπαίδευση, η σεξουαλική αγωγή, η δημιουργία δομών στήριξης και φιλοξενίας σε εργασιακούς και εκπαιδευτικούς χώρους, δήμους κ.λπ., η ενίσχυση του δικτύου υποστήριξης επιζωσών έμφυλης βίας γενικότερα και φυσικά η πολιτική βούληση να υλοποιηθούν όλα αυτά.
Ότι η συνθήκη της υγειονομικής κρίσης είναι επιτακτική. Ότι ριζική αλλαγή νοοτροπίας και πρακτικών χρειάζονται επίσης θεσμοί και υπηρεσίες όπως η αστυνομία, την οποία κατηγορούν για «εγκληματική αδιαφορία» σε πολλές καταγγελίες κακοποιημένων γυναικών και «παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης». Ότι είναι οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας στην ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα που βρίσκονται στον πυρήνα κάθε μορφής έμφυλης βίας, σεξουαλικών παρενοχλήσεων και παραβιάσεων.
Ότι είναι, εν κατακλείδει, αναγκαίο να μάθουν και οι ίδιοι οι άνδρες να λειτουργούν διαφορετικά, να αποδέχονται τις έννοιες της ισότητας και της συναίνεσης «όχι θεωρητικά και γενικόλογα αλλά με την ενσώματη καθημερινή τους συμπεριφορά που σημαίνει να δώσουν χώρο, να ακούσουν, να αναλάβουν τη ευθύνη για ό,τι έχουν τυχόν πράξει, να επανορθώσουν, να αλλάξουν, να γίνουν λιγότερο “σωστοί άνδρες”».
Όπως υπογραμμίζει η Κατερίνα Σεργίδου, μέλος της Συνέλευσης 8 Μάρτη, «είναι ελπιδοφόρο ότι όλο αυτό το πολιτικό και κοινωνικό άνοιγμα εκφράζεται στον δρόμο, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Νέες γενιές γυναικών, ολοένα περισσότερες, δηλώνουν και νιώθουν φεμινίστριες. Οι δρόμοι γίνονται πεδία έκφρασης, χαράς και συνάντησης των διαφορετικών γυναικών».
Η Συνέλευση 8 Μάρτη στο πλαίσιο της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας καλεί σε φεμινιστική απεργία και αποχή από κάθε είδους εργασία. Εστιάζοντας στην πανδημία της φτώχειας, της έμφυλης βίας και του σεξισμού, καλεί κάθε γυναίκα –εργαζόμενη, άνεργη, φοιτήτρια, πρόσφυγα, σεξεργάτρια, τρανς κ.ά.– «να απεργήσει από την εργασία, την κατανάλωση, την οικιακή φροντίδα και όποιο άλλο καθήκον τής έχει ανατεθεί, υλοποιώντας το σύνθημα των Ισπανίδων αδελφών μας που λέει «όταν σταματήσουν οι γυναίκες να εργάζονται, σταματάει ο κόσμος». Καλεί επίσης στην σημερινή απεργιακή συγκέντρωση στη 1:00 μ.μ. στην Πλατεία Κλαυθμώνος, μαζί με συνδικάτα, πρωτοβάθμια σωματεία και συλλογικότητες, και το απόγευμα, στις 17:30, στο Σύνταγμα, μαζί με άλλες με φεμινιστικές συλλογικότητες και οργανώσεις.
Κατερίνα Σεργίδου
Υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας & Σπουδών Φύλου και Φεμινισμού, μέλος της Συνέλευσης 8 Μάρτη
«Να μιλήσουμε τη γλώσσα των μη προνομιούχων γυναικών και θηλυκοτήτων»
Η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου και όλες όσες ακολούθησαν συνιστούν ένα μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό άνοιγμα. Σε συνθήκες πανδημίας και περιορισμού, σε μια εποχή καταστολής των δικαιωμάτων μας, οι γυναίκες σπάζοντας τη σιωπή, ανοίγουμε δρόμους. Δρόμους επούλωσης του τραύματος, δρόμους χειραφέτησης και αλληλεγγύης. Το ίδιο το σύνθημα #metoo άλλωστε, αυτό ακριβώς φανερώνει. Λέγοντας «και εγώ» κάνουμε ένα βήμα πιο κοντά στις άλλες και δηλώνουμε τη διάθεσή μας να μοιραστούμε το τραύμα της μαρτυρίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Πρώτα από όλα να αναζητήσουμε εκείνες τις γυναίκες που δεν μπορούν να μιλήσουν ή δεν ξέρουν που να απευθυνθούν για να καταγγείλουν την κακοποίηση και εκμετάλλευσή τους. Οι προσφύγισσες, οι μετανάστριες εργαζόμενες σε σπίτια, οι φοιτήτριες, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα. Με λίγα λόγια, να αναζητήσουμε τις μη προνομιούχες. Να αναζητήσουμε σημαίνει να πάμε προς αυτές, να αναρωτηθούμε αν οι λέξεις και τα αιτήματά μας τις εκφράζουν. Αν έχουν μεταφραστεί στη δική τους γλώσσα. Να αναζητήσουμε σημαίνει να σιωπήσουμε λίγο για να μιλήσουν αυτές. Σημαίνει να εξασφαλίσουμε ότι θα έχουν πρόσβαση σε δημόσιες δωρεάν κοινωνικές υποστηρικτικές δομές.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι να κατανοήσουμε ότι η σεξουαλική κακοποίηση και η έμφυλη βία δεν σπανίζουν. Συμβαίνουν καθημερινά, αόρατα, σιωπηλά, στο σπίτι, στους χώρους εργασίας, στα πανεπιστήμια και κάποιες φορές εμείς οι ίδιες που βιώνουμε αυτή τη βία, την προσπερνάμε και συνεχίζουμε προσπαθώντας να επιβιώσουμε και να προχωρήσουμε. Είναι μια βία απόλυτα συνδεδεμένη με τον κεντρικό ρόλο που έχουμε ως γυναίκες στις λειτουργίες τις φροντίδας και της αναπαραγωγής. Ιδιαίτερα τώρα, στη συνθήκη της πανδημίας, το σπίτι αναδεικνύεται σε κατεξοχήν χώρο καταπίεσης, ανασφάλειας και εκμετάλλευσης.
Να αναζητήσουμε τις μη προνομιούχες. Να αναζητήσουμε σημαίνει να πάμε προς αυτές, να αναρωτηθούμε αν οι λέξεις και τα αιτήματά μας τις εκφράζουν. Αν έχουν μεταφραστεί στη δική τους γλώσσα. Να αναζητήσουμε σημαίνει να σιωπήσουμε λίγο για να μιλήσουν αυτές. Σημαίνει να εξασφαλίσουμε ότι θα έχουν πρόσβαση σε δημόσιες δωρεάν κοινωνικές υποστηρικτικές δομές.
Επείγει να δημιουργήσουμε ασφαλείς χώρους και συνθήκες για τις επιβιώσασες, ανεξάρτητα από το αν επιλέγουν να μιλήσουν ή όχι. Το άνοιγμα του #metoo αποκάλυψε την απουσία αυτής της συνθήκης. Αυτό το επείγον μεταφράζεται αρχικά σε δομές ενημέρωσης, στήριξης, φιλοξενίας και εκπαίδευσης σε κοινωνικούς, εργασιακούς και εκπαιδευτικούς χώρους, σε δήμους. Είναι σημαντικό να νιώθουν οι γυναίκες που έχουν υποστεί έμφυλη βία και κακοποίηση ότι η ιστορία τους μπορεί να ακουστεί. Χρειάζονται επομένως γενναίες πρωτοβουλίες αλλά και οικονομική ενίσχυση τέτοιων προσπαθειών από την Πολιτεία.
Οι κοινωνικές οργανώσεις, οι φοιτητικοί σύλλογοι και τα σωματεία πρέπει να δημιουργήσουν τις δικές τους επιτροπές και πειθαρχικά όργανα, τους δικούς τους χώρους εκπαίδευσης και ενημέρωσης, κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ΣΕΗ. Και βεβαίως χρειαζόμαστε –χρόνια το φωνάζουμε– μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και ισότητας σε σχολεία, πανεπιστήμια και εργασιακούς χώρους. Να αμφισβητήσουμε τον πατριαρχικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και της καθημερινότητας, να διεκδικήσουμε χώρους και τρόπους ανατροπής του.
Θα επιμείνω ιδιαίτερα στον εγκληματικό τρόπο με τον οποίο η αστυνομία αντιμετωπίζει τις καταγγελίες περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης και στην παντελή απουσία ενσυναίσθησης των αστυνομικών. Οι καταγγελίες που φτάνουν στα αυτιά μας είναι εξοργιστικές. Δεν είναι δυνατό να καταφεύγει μια γυναίκα σε ένα αστυνομικό τμήμα και οι αστυνομικοί να αδιαφορούν, να τη στέλνουν σπίτι της και να την αποτρέπουν να κινηθεί νομικά.
Υπάρχουν δυστυχώς κοινωνικά στρώματα που όχι μόνο δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει έμφυλη βία και κακοποίηση αλλά δεν είναι καν διατεθειμένα να ακούσουν, να βοηθήσουν, να λύσουν. Η αστυνομία είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως επιβεβαιώνουν τα μηνύματα που έχουμε λάβει ως Συνέλευση 8 Μάρτη από γυναίκες θύματα ή φίλες τους στα οποία περιγράφονται τέτοια περιστατικά. Πρόκειται για μια απαράδεκτη πρακτική. Μάλιστα αυτή τη βία τη βιώσαμε κάποιες από πρώτο χέρι όταν συλληφθήκαμε στις 25η Νοεμβρίου, Παγκόσμια Μέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών στο Σύνταγμα. Φαίνεται πως η ΕΛΑΣ πέρα από το να δυσκολεύει τις γυναίκες που καταγγέλλουν την κακοποίησή τους, ενίοτε τις συλλαμβάνει κιόλας όταν διαμαρτύρονται ενάντια στην έμφυλη βία.
Το ελπιδοφόρο είναι πως αυτό το πολιτικό και κοινωνικό άνοιγμα εκφράζεται στο δρόμο, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Νέες γενιές γυναικών, ολοένα περισσότερες, δηλώνουν και νιώθουν φεμινίστριες. Οι δρόμοι γίνονται πεδία έκφρασης, χαράς και συνάντησης των διαφορετικών γυναικών.
Για τη φεμινιστική συλλογικότητα στην οποία συμμετέχω, τη Συνέλευση 8 Μάρτη, το ζήτημα της έμφυλης βίας δεν είναι ένα επετειακό σημείο στον φεμινιστικό χάρτη. Γι’ αυτό μιλάμε για τη διαδρομή της φεμινιστικής απεργίας η οποία αφενός αναδεικνύει το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι σκληρά εργαζόμενες σε κάθε σφαίρα της ζωής και αφετέρου υπενθυμίζει ότι η έμφυλη βία –μια βία που μπορεί να φτάσει μέχρι τη γυναικοκτονία– συνδέεται με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Ένας άλλος τρόπος να μάθουμε πώς μπορούμε να εξαλείψουμε την έμφυλη βία είναι η δικτύωσή μας με φεμινίστριες και συλλογικότητες από όλο τον κόσμο που αγωνίζονται και κατακτούν. Τελευταίο ελπιδοφόρο παράδειγμα η Αργεντινή όπου πρόσφατα θεσμοθετήθηκε το δικαίωμα στη δωρεάν και ασφαλή άμβλωση. Η σιωπή, το πένθος, η ντροπή, η ανακούφιση μετά το σπάσιμο της σιωπής, η κραυγή στον δρόμο, το σύνθημα «εγώ σε πιστεύω, αδερφή», όλα αυτά είναι σημεία σε έναν χάρτη που φτιάχνουμε για να αναγνωρίσουμε η μία την άλλη. Το πρώτο βήμα είναι να αποδεχτούμε αυτές τις διαφορετικές θέσεις και να πούμε η μια στην άλλη «δεν είσαι μόνη».
Μαρία Λιάπη
Κοινωνιολόγος – ερευνήτρια, επιστημονική υπεύθυνη του Κέντρου Διοτίμα
«Παραμένουμε ανυποχώρητα παρούσες!»
Η φετινή 8η Μάρτη μάς βρίσκει μέσα σε ένα κύμα αποκαλύψεων σεξουαλικής παρενόχλησης και έμφυλης βίας και έναν ζωηρό δημόσιο διάλογο με συμμετοχές από όλο το φάσμα θεσμικών φορέων, ΜΜΕ, μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πληθώρα γυναικείων και φεμινιστικών οργανώσεων, δικτύων και συλλογικοτήτων, την κοινωνία των πολιτών και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, τον χώρο των τεχνών και μεμονωμένους συνδικαλιστικούς φορείς.
Ένας δημόσιος διάλογος με διαφορετικές κατανοήσεις, πολιτικούς λόγους και κινηματικές αναφορές, προηγούμενη δέσμευση και ενεργή δράση στο θέμα της έμφυλης ισότητας και των έμφυλων δικαιωμάτων.
Η αποκάλυψη της προσωπικής εμπειρίας της Σοφίας Μπεκατώρου –ορόσημο της νέας αυτής περιόδου– και όσες ακολούθησαν έχουν εκβιάσει την απόκριση (με το Παρατηρητήριο κ.ά. πρόσφατες εξαγγελίες που μένει να κριθούν επί της ουσίας) της ολιγωρίας της συντεταγμένης Πολιτείας στην εφαρμογή και αναθεώρηση της νομοθεσίας και των πρακτικών των θεσμικών εκπροσώπων της που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση του φαινομένου της έμφυλης βίας.
Παράλληλα μοιάζει να αφυπνίζεται ένα μέρος της ευρύτερης κοινωνίας που με διαφοροποιημένα κοινωνικά και πολιτικά ανακλαστικά παροτρύνεται ή καθοδηγείται να διερωτηθεί γύρω από ποικίλα ερωτήματα, που συχνά δεν ξεπερνούν το δίπολο θύτη-θύματος συγκριμένων περιστατικών. Παραμένουν έτσι αποσιωπημένες οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας –στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα– που βρίσκονται στον πυρήνα κάθε μορφής έμφυλης βίας και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων και παραβιάσεων.
Mε αφορμή την πανδημία ήρθαν στο προσκήνιο κρίσιμες και παραγνωρισμένες όψεις έμφυλων διακρίσεων στην εργασία, τη φροντίδα, την κοινωνική ευαλωτότητα, τα δικαιώματα και την κοινωνική σχεσιακότητα.
Επιπλέον, με αφορμή την πανδημία ήρθαν στο προσκήνιο κρίσιμες και παραγνωρισμένες όψεις έμφυλων διακρίσεων στην εργασία, τη φροντίδα, την κοινωνική ευαλωτότητα, τα δικαιώματα και την κοινωνική σχεσιακότητα. Ιδέες και διεκδικήσεις του σύγχρονου φεμινισμού στην Ελλάδα και διεθνώς βρήκαν δημόσιο χώρο, αναζωπύρωσαν τις συζητήσεις και ενέπνευσαν και κινητοποίησαν διαθεσιμότητες για συλλογική δράση, σε μια νεόδμητη διαθεματικότητα και διαγενεακή σύμπτωση κοινωνικών εμπειριών.
Αυτό είναι ένα πλαίσιο που μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε ως προς την ορατότητα των έμφυλων ανισοτήτων και να ευελπιστούμε στην ευαισθητοποίηση και συμμετοχικότητα ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, αλλά και να γρηγορούμε, ως προς την απαλλοτρίωση των αγωνιστικών μας διεκδικήσεων και την πολιτική απονεύρωση των αιτημάτων μας.
Ταυτόχρονα όμως, η διαχείριση της πανδημίας ως ευκαιρία για αντεπίθεση στα δικαιώματα και την ουσία της ιδιότητας των πολιτών έχει αναδείξει τη βιοπολιτική της διαχείριση, σύμφωνα με την οποία η συνθήκη της έκτακτης ανάγκης χρησιμοποιείται ως άλλοθι ώστε μέσω της πειθαρχικής διαχείρισης του φόβου, της ανασφάλειας, της πραγματικής αγωνίας για το μέλλον, να ελεγχθούν κοινωνικές και φεμινιστικές διεκδικήσεις, όπως πρόσφατα με τη σύλληψη φεμινιστριών που διαδήλωναν με αφορμή την 25η Νοέμβρη, Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.
Καθώς οι φεμινιστικές διεκδικήσεις των τελευταίων χρόνων, που λάμβαναν χώρα στις παρυφές του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, έρχονται ορμητικά στο προσκήνιο, οφείλουμε να αναπτύξουμε την ετοιμότητα μας να ακουστούμε, να συνεγείρουμε συνειδήσεις, να εμπνεύσουμε τη συμμετοχή και να δημιουργήσουμε ρωγμές σε κατεστημένες τοποθετήσεις και δεδομένες κοσμοθεωρήσεις προς μια μετασχηματιστική κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κατεύθυνση. Τέτοια που αξιώνει την ουσιαστική δημοκρατία, την ισονομία, την κοινωνική αναγνώριση, την έμφυλη αξιοδότηση και την κριτική αποδόμηση/απονομιμοποίηση του πλέγματος εξουσιών που αναπαράγουν τις έμφυλες, ταξικές, φυλετικές ανισότητες.
Συμμαχίες, συμπορεύσεις και κοινή δράση που δημιουργούν νέες ιδέες και μεθοδολογίες, που προάγουν πρακτικές συλλογικής ενδυνάμωσης και αλληλεγγύης, διευρύνουν την πολιτική επιδραστικότητα του φεμινισμού στον συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό και αναδεικνύουν την οικουμενική διάστασή του.
Μαρία Λούκα
Δημοσιογράφος, σεναριογράφος
«Να ξεριζώσουμε το ηγεμονικό πρότυπο της τοξικής αρρενωπότητας»
Σκέφτομαι ότι αυτό που συμβαίνει είναι σπουδαίο, μια ιστορική τομή που ακριβώς επειδή είμαστε ακόμα μέσα της, δεν μπορούμε να την αποτιμήσουμε αλλά μπορούμε να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε την επόμενη μέρα. Η έμφυλη βία είναι διάχυτη. Συνιστά ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων και καταστάσεων που επιδρά σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή της απαιτεί βάθος και πολυπρισματικότητα.
Τρία σημεία βρίσκω σημαντικά σ’ αυτή τη διαδρομή:
Το πρώτο είναι το θεσμικό πλαίσιο. Θεωρώ ότι η Ελλάδα έχει ένα σχετικά ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο για την έμφυλη βία. Υπάρχουν βελτιώσεις που μπορούν να εισαχθούν, όπως η νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας, οι πιο ρητές τυποποιήσεις για εγκλήματα όπως η σεξουαλική παρενόχληση και η σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας, καθώς επίσης να συζητηθούν τα χρονικά όρια των παραγραφών.
Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η εφαρμογή του. Οι αστυνομικές αρχές δεν ανταποκρίνονται πάντα στις καταγγελίες έμφυλης βίας και η δικαστική διαδικασία είναι ακραία τραυματική για τις επιζώσες. Όσες δίκες έμφυλης βίας έχω παρακολουθήσει βασίζονταν στο victim blaming. Αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα, ώστε η διαδικασία να γίνει πιο φροντιστική για τα θύματα και να τεθούν δεοντολογικές γραμμές στους συνηγόρους υπεράσπισης βιαστών και κακοποιητών. Η περίπτωση Κούγια είναι ένα αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα εκβιασμού και συκοφάντησης των θυμάτων.
Το δεύτερο είναι η ανάγκη ενίσχυσης του δικτύου υποστήριξης επιζωσών έμφυλης βίας. Οι δομές που υπάρχουν σήμερα (φορείς, συμβουλευτικά κέντρα, ξενώνες) δεν επαρκούν. Είναι ευκολότερο για μια γυναίκα ή ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, που έχουν εγκλωβιστεί σε κακοποιητικά περιβάλλοντα, να φύγουν, αν έχουν κάπου να απευθυνθούν. Μια κακοποιημένη θηλυκότητα χρειάζεται νομική εκπροσώπηση, ψυχική υποστήριξη, κοινωνική ενδυνάμωση, ασφαλή στέγαση. Πολλές γυναίκες, φτωχές, άνεργες, χαμηλόμισθες ή γυναίκες με ευαλωτότητες, όπως προσφύγισσες, χρήστριες κ.ά. δεν έχουν τη δυνατότητα οικονομικής ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό χρειάζονται συμβουλευτικά κέντρα και ξενώνες φιλοξενίας σε κάθε δήμο.
Υπενθυμίζω ότι η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη που δεν διαθέτει ΛΟΑΤΚΙ+ καταφύγιο, δηλαδή μια τρανς έφηβη που κακοποιείται ή εκδιώχνεται από την οικογένεια της δεν έχει πού να πάει για να είναι ασφαλής.
Το τρίτο είναι να δρομολογηθούν σε κοινωνικό επίπεδο διαδικασίες επανεκπαίδευσης και συνεκπαίδευσης με φεμινιστική οπτική και εργαλεία. Πηγή της έμφυλης καταπίεσης και κακοποίησης είναι η τοξική αρρενωπότητα ως ηγεμονική εκδοχή αρρενωπότητας. Η τοξική αρρενωπότητα καλλιεργήθηκε για δεκαετίες ως πρότυπο που πρέπει να ενσαρκώνεται από τους άνδρες, με αποτέλεσμα να κατασκευαστούν στρατιές ανδρών που παραβιάζουν, παρενοχλούν, βιάζουν, κακοποιούν.
Αυτό το πρότυπο πρέπει να ξεριζωθεί και οι άνδρες να μάθουν να λειτουργούν διαφορετικά, να αποδέχονται τις έννοιες της ισότητας και της συναίνεσης, όχι θεωρητικά και γενικόλογα αλλά με την ενσώματη καθημερινή τους συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει να δώσουν χώρο, να ακούσουν, να αναλάβουν τη ευθύνη για ό,τι έχουν τυχόν πράξει, να επανορθώσουν, να αλλάξουν, να γίνουν λιγότερο «σωστοί άνδρες».