Παρίσι, φθινόπωρο του 1993. Ένας άντρας μόνος, χωρίς τη γυναίκα και το παιδί του, τριγυρισμένος από γάτες σ' ένα διαμέρισμα υπό μετακόμιση, προσπαθεί να γεμίσει το χρόνο του ως τη στιγμή που θα επιστρέψει με τη σειρά του στην Ελλάδα. Είναι 59 χρόνων, επαγγέλλεται τον συγγραφέα, έχει μια μεγάλη διεθνή επιτυχία κι άπειρες σελίδες πίσω του, αλλά το άστρο του έχει ξεθωριάσει κι η όψιμη εμπειρία της πατρότητας, μολονότι συναρπαστική, του οξύνει το άγχος για τα οικονομικά του. Σαν «παλιά καραβάνα», βέβαια, το ξέρει: «Η πράξη της γραφής είναι τελικά η μόνη ανακούφιση». Γαντζώνεται λοιπόν απ' τη γραφομηχανή του, έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Τι είδους εκμυστηρεύσεις θα προκύψουν;
Θα μπορούσε να είναι ο ήρωας μιας νουβέλας. Πρόκειται όμως για τον Βασίλη Βασιλικό και για τις «Γάτες της Rue d'Hauteville» (Πατάκης, 2008), μικρό δείγμα του Ημερολογίου που ο συγγραφέας του «Ζ» κρατά συστηματικά εδώ και δεκαετίες, το οποίο αναφέρεται στην περίοδο που μοιράστηκε ο ίδιος στο Παρίσι με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου, προτού εκπληρωθεί η παλιά του επιθυμία ν' αναλάβει πρέσβης στην UNESCO, προτού ξεκινήσει τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις με το «΄Αξιον εστί», πολύ πριν βρεθεί τιμητικά χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ στις τάξεις του ελληνικού κοινοβουλίου.
Τις ημέρες που ο Βασιλικός επιβλέπει το άδειασμα του διαμερίσματος της Rue d'Hauteville, η Συνθήκη του Μάαστριχτ μπαίνει σε εφαρμογή, το Σεράγεβο βομβαρδίζεται, και στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται και πάλι στην εξουσία. Οι δικές του σχέσεις όμως με το Καστρί έχουν διαταραχθεί (το «Κ» είχε ενοχλήσει την οικογένεια, τόσο τη νέα όσο και την παλιά: «Ε, όχι και να λέει τον πατέρα μας Περονέσκου»...). Κι ενώ ο οίκος Seuil ετοιμάζεται να εκδώσει, αρκούντως συντομευμένο, το βιβλίο του για το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο πιο διάσημος Vassilis στη χώρα «που παλιά και με τίμησε και με αγάπησε», είναι ο Βασίλης Αλεξάκης πλέον…
Εκείνο ωστόσο που κυριαρχεί στο ημερολόγιο είναι η αίσθηση του τέλους, κι ας γράφεται παραμονές μιας νέας αρχής. «Ας το παραδεχτούμε επιτέλους κι ας ησυχάσουμε: έπεσαν οι μπαταρίες, όπως τα φύλλα που εγκαταλείπουν τα κλαδιά κάτω στο κατάστρωμα του πολυσύχναστου δρόμου... Είναι φυσικό οι δημιουργικές δυνάμεις να κάμπτονται με τα χρόνια, όπως και οι σεξουαλικές».
«Βέβαια η Σούζαν Σόνταγκ είχε το κουράγιο να πάει στο Σεράγεβο και να ανεβάσει εκεί το "Περιμένοντας τον Γκοντό"», διαβάζουμε. «Εγώ δεν πήγα, γιατί έγινα μπαμπάς και γιατί βολεύτηκα σε μια άνιση αγωνία επιβίωσης που δεν μου επιτρέπει, όχι στο Σεράγεβο να πάω, αλλά ούτε στην πλατεία Ομονοίας στο Παρίσι. Οι άλλοι είναι τακτοποιημένοι στην ηλικία μου, έχουν περάσει και τις αρρώστιες τους, έχουν νικήσει, τι άλλο θέλουν, έχουν και χώρες που τους ζητούν ένα κείμενο, εμένα κανείς στη χώρα μου δεν μου ζητάει, αν δεν ήταν να γράφω εγώ, κανείς δεν θα μου έλεγε γιατί δεν γράφεις -όχι προφάσεις εν αμαρτίαις και άλλα τέτοια, αλλά κατακάθισα είναι η αλήθεια, η ζωή δεν με καλεί με τα χίλια στόματά της του μαρτυρίου όπως άλλοτε».
Στο παρισινό του ημερολόγιο, ο Βασιλικός υποκλίνεται στους ανθρώπους που τον συντρόφευσαν και τον στήριξαν -από το ζεύγος Γαβρά και το ζεύγος Κόκκου ως τον Μαξ Γκαλό, τον Ρεζίς Ντεμπρέ και τον Ζακ Λακαριέρ. Σχολιάζει όσα βλέπει και διαβάζει όταν αφήνει τα πλήκτρα σε ησυχία - ντοκιμαντέρ του ARTE, τη μιντιακή κάλυψη του θανάτου του Φελίνι, σελίδες του Περέκ, την αυτοβιογραφία του Τένεσι Ουίλιαμς. Φέρνει στο νου του εικόνες της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης που έχουν πια χαθεί, σκέφτεται πόσο τσιγκούνα στάθηκε στον «οικουμενικό» Ιάνη Ξενάκη η «πατρίδα», και αναρωτιέται ως πότε η Μελίνα θ' αναζητά στους κόλπους ξενιτεμένων δημιουργών «πνευματικούς θωρακιστές του Αιγαίου» - «η γλυκιά Μελίνα, που συνθλίφτηκε μέσα στις μυλόπετρες του πιο αντιπνευματικού κόμματος από συστάσεως του ελληνικού κοινοβουλίου»...
Εκείνο ωστόσο που κυριαρχεί στο ημερολόγιο είναι η αίσθηση του τέλους, κι ας γράφεται παραμονές μιας νέας αρχής. «Ας το παραδεχτούμε επιτέλους κι ας ησυχάσουμε: έπεσαν οι μπαταρίες, όπως τα φύλλα που εγκαταλείπουν τα κλαδιά κάτω στο κατάστρωμα του πολυσύχναστου δρόμου... Είναι φυσικό οι δημιουργικές δυνάμεις να κάμπτονται με τα χρόνια, όπως και οι σεξουαλικές». Άλλωστε, τίποτε στον ορίζοντα δεν προμηνύει μια δεύτερη άνοιξη: «Εγώ, καλά, τελείωσα. Μυθιστόρημα δεν πρόκειται να ξαναγράψω στον αιώνα τον άπαντα. Πού να βρεις το θέμα και την αφέλεια της αφήγησης;»
Γαλουχημένος με τα Ημερολόγια του Ζιντ, ο Βασιλικός έγραψε και τα δικά του δίχως καμιά διάθεση ν' αυτολογοκριθεί, αδιαφορώντας για τους μελλοντικούς τους αποδέκτες. Μοναδικό του κίνητρο ήταν να διατηρήσει την επαφή με τη γραφή. Κατά τ' άλλα, όπως ομολογεί, «τρεις κατηγορίες βιβλίων μου αλώσαν τους αναγνώστες: Η πρώτη είναι η "Τριλογία", που θεωρείται στην Ελλάδα μια ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το γιατί δεν το καταλαβαίνω. Το δεύτερο είναι το "Ζ" που θεωρείται βιβλίο πολιτικής αυτοσυνείδησης. Αυτό μπορώ να το καταλάβω καλύτερα. Και η τρίτη είναι τα "γυναικεία", "Φόκο ντ' αμόρ", "Τελευταίο Αντίο" κ.λπ., που άλωσαν τις ευαίσθητες γυναικείες καρδιές. Πέραν τούτων ουδέν. Ό,τι άλλο έγραψα... Ξέχασα τον "Θρασάκη" που άλωσε την ιντελιγκέντσια. Όλα τ' άλλα πήγαν στον βρόντο. Μερικά, όπως τα "Καμάκια", διασκέδασαν το κοινό και τελειώσαμε. Φτωχός απολογισμός για μια ζωή δεμένη στο άρμα του λόγου»... Κι όμως, την ακτινοβολία του, άλλοι δεν την καρπώθηκαν ούτε στ' όνειρό τους.