Το να ’σαι εισαγγελέας
Σώσε με, δωσ' μου να πιώ το δηλητήριο...
Ξέρεις τι είναι να είσαι εισαγγελέας; Βάζεις τους αδένες σου να χτυπάνε προσοχή. Κάθε πρωί σφουγγαρίζεις γύρω από το κρεβάτι σου τις ανομίες των ονείρων.
Είσαι το υπερθετικό του σαπουνιού, μια δίποδη αρετή, ένας βιοδιασπώμενος Σολομών. Μαθαίνεις να βλέπεις τον κόσμο, μέσα από την λευκαντική σου δύναμη. Εξολοθρεύεις τους λεκέδες, και στείβεις με αυτοθυσία τη ζωή σου — για να ’χεις μάπα στο καθάρισμα.
Kι η γλώσσα σου! Α, η γλώσσα σου… Ήδη άκαμπτη από τη δικανική νηστεία κλείνεται σε ρητορικούς νάρθηκες — να ’χει το κόρδωμα της τιμωρού, την ακρίβεια του καράτε.
Το να ’σαι εισαγγελέας δεν είναι απλώς λειτούργημα — είναι μια ψυχική κατάσταση που υπόγεια συγκοινωνεί με τις μεγαλομανείς αυταπάτες των δικτατόρων: αργά ή γρήγορα πάσχεις από ηθική μανία καταδίωξης κι οραματίζεσαι μια κοινωνία μονόχνωτη που ασφαλώς σού μοιάζει. Όλα απειλούν το σεπτό καλυβάκι σου, μόνο εσύ (ναι, Εσύ, κλώνε Άριε της Ορθής κρίσης και της ολόρθης ηθικής) μπορείς να καθαρίσεις και τους πιο δύσκολους λεκέδες.
Στο τέλος πολεμάς με ίσκιους, ακούς φωνές, όλα σου ζητάνε να τα σώσεις, εξαρτώνται από την κλίση του φρυδιού σου, από το φλογώδες στάτους που θα αναρτήσεις σήμερα — η κοινωνία συστρέφεται γύρω από τις τρίχες σου. Για να γλιτώσεις από τα stealth που κατευθύνονται αλύπητα στης λογικής σου την ολόμαυρη ράχη, βουτάς το νύχι στη μύξα των κλισέ και γράφεις ακόμα ένα θούριο, από αυτούς που το τηλεοπτικό κοινό των σόσιαλ γουστάρει.
Καίγεσαι ακόμη μια φορά (ναι, Εσύ, Ζαν ντ’ Αρκ των Γύψων) στην ίδια την πυρά σου.
Και ποιο είναι το αλύπητο ερώτημα, που προσπαθείς να αποφύγεις;
Ένα. Το ίδιο πάντα: «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;»
Αλλά δεν ρωτάνε τέτοια πράγματα έναν εισαγγελέα… Ο εισαγγελέας δεν πεινά ούτε διψά. Είναι ένας ιδαλγός, ένας ήρωας, ένα περίπολο της αρετής που βγαίνει νύχτα μέρα παγανιά, άτεγκτος, άδοξος και αφιλοκερδής, για να σε σώσει από το βούρκο.
Ελευθεροτυπία, παλιά, remix