Το 2013, τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του Τζον Τσίβερ, ο «Καστανιώτης» παρουσίασε σ' έναν τόμο εννιά από τα πιο αντιπροσωπευτικά διηγήματά του, επιλέγοντας για τίτλο το διασημότερο όλων, τον «Κολυμβητή». Ήταν η πρώτη φορά που μεταφραζόταν στα ελληνικά ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, αυτός ο μεγάλος άγνωστος που η κριτική τοποθέτησε πλάι στον Φιτζέραλντ και τον Απντάικ, αναγνωρίζοντάς τον ως ανατόμο της λευκής, προνομιούχου Αμερικής.
Τη μετάφραση υπογράφει ο Κωστής Καλογρούλης, στον οποίο χρωστάμε και τη μεστή εισαγωγή στο έργο τού «Δάντη των κοκτέιλ πάρτι», όπως αποκαλούνταν ο Τσίβερ, καθώς οι ιστορίες του διαποτίζονται από ένα μεταφυσικό στοχασμό, στα όρια του μυστικισμού. Ιστορίες που ζωντανεύουν έναν λαμπερό, φαινομενικά υποδειγματικό κόσμο, κάτω από τον οποίο όμως σαλεύουν διαψευσμένα όνειρα και κρυφά πάθη, ικανά να ραγίσουν τη βιτρίνα της ευμάρειας και της ευπρέπειας.
Στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Τσίβερ οι άντρες πηγαινοέρχονται καθημερινά με το τρένο στη Νέα Υόρκη για τη δουλειά τους, οι γυναίκες διοχετεύουν την ενέργειά τους σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, τα παιδιά πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, τα πάρτι δίνονται σε καλοδιατηρημένους κήπους, αλλά μέσα στις υπέροχες μονοκατοικίες παραμονεύουν εντάσεις και πίκρες που λερώνουν το παρκέ.
Η πρώτη εικόνα που δίνει ο Τσίβερ για τον «Κολυμβητή», στο ομώνυμο διήγημα, είναι ενός λυγερόκορμου οικογενειάρχη, πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δίνει «σαφώς την εντύπωση νιότης, σπορ και ήπιου καιρού». Ο Νέντι Μέριλ, όπως είναι τ' όνομά του, καλεσμένος σε φιλικό πάρτι, κάθεται στην άκρη της πισίνας ρουφώντας τη στιγμή με όλες του τις αισθήσεις, με μοναδική συντροφιά ένα ποτήρι τζιν. Το σπίτι του βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, κι έτσι όπως χαρτογραφεί την απόσταση με το νου του, είναι σαν οι πισίνες των σπιτιών που μεσολαβούν να σχηματίζουν ένα κρυφό ποταμάκι που διασχίζει όλη την περιοχή. «Η μέρα ήταν υπέροχη», διαβάζουμε, «και μ' ένα γερό κολύμπι θα παρέτεινε και θα γιόρταζε την ομορφιά της».
Βγάζει λοιπόν το φούτερ του, βουτάει και με το που φτάνει στο τέρμα συνεχίζει ποδαράτο ώς την ιδιοκτησία των γειτόνων, δέχεται το ποτό που τον φιλεύουν, κάνει στην πισίνα τους τις απλωτές του και βάζει πλώρη για την επόμενη...
Σε κάθε στάση, κι ενώ φροντίζει ώστε ο ήρωάς του να μη μείνει ποτέ στεγνός από αλκοόλ, ο Τζον Τσίβερ μυεί κι εμάς στις «συνήθειες και τις παραδόσεις των ιθαγενών». Κολυμπώντας στο ποτάμι της φαντασίας του, ο Νέντι Μέριλ θα βρεθεί αντιμέτωπος με παλιούς φίλους αλλά και με όψιμους εχθρούς, θ' απολαύσει νερά ζαφειρένια αλλά και νερά που θυμίζουν βούρκο, σαν κι αυτά της δημοτικής πισίνας στα οποία συνωστίζονται οι πληβείοι, θ' ανακαλέσει περιστατικά που είχε απωθήσει και αμαρτίες που δεν είχε παραδεχτεί, κι όσο θα πλησιάζει προς το τέλος της διαδρομής του, ο ουρανός από πάνω του θα σκοτεινιάζει και τα τύμπανα των κεραυνών θα φτάνουν στ' αυτιά του όλο και απειλητικότερα.
Η τελευταία εικόνα του κολυμβητή θα 'ναι ενός άντρα καταπονημένου, μπροστά στην εξώπορτα ενός εγκαταλειμμένου και υπό κατάρρευση σπιτιού, του δικού του σπιτιού, ενός Οδυσσέα που έχει μόλις ολοκληρώσει ένα ταξίδι αυτογνωσίας, εξουθενωτικό αλλά και λυτρωτικό μαζί.
Γιος ενός επίσης χρεοκοπημένου επιχειρηματία, ο Τζον Τσίβερ γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη το 1912 και από μαθητής ακόμα είχε διακριθεί για το λογοτεχνικό ταλέντο του. Τα πρώτα του διηγήματα, αυτά που έγραψε τις δεκαετίες του '30 και του '40, χαρακτηρίζονται από μια σκοτεινή κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, κι εκτυλίσσονται στη Νέα Υόρκη όπου ζούσε τότε κι ίδιος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους.
Καρπός της παραπάνω περιόδου είναι και το «Καψουροτράγουδο», με το οποίο ανοίγει η συλλογή του «Καστανιώτη». Εδώ ο Τσίβερ συμπυκνώνει την ιστορία μιας γυναίκας η οποία καταφέρνει ν' αναδύεται αλώβητη από τα στραβοπατήματά της. Μιας γυναίκας πάντα δοτικής, ερωμένης τυχάρπαστων ηδονιστών ή ανδρών που ζουν στη μεγαλούπολη ως ξένο σώμα, και η οποία, ως άλλη Εκάτη, μοιάζει ν' αντλεί φρεσκάδα και δύναμη από την αρρώστια και το θάνατο που την περιτριγυρίζουν.
Τα διηγήματα ωστόσο που τον έκαναν διάσημο είναι εκείνα που έγραψε αργότερα, αφού μετακόμισε στο πλούσιο προάστιο του Γουέστσεστερ, το οποίο ο ίδιος ανέφερε στις ιστορίες του ως «Σέιντι Χιλ». Στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Τσίβερ οι άντρες πηγαινοέρχονται καθημερινά με το τρένο στη Νέα Υόρκη για τη δουλειά τους, οι γυναίκες διοχετεύουν την ενέργειά τους σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, τα παιδιά πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, τα πάρτι δίνονται σε καλοδιατηρημένους κήπους, αλλά μέσα στις υπέροχες μονοκατοικίες παραμονεύουν εντάσεις και πίκρες που λερώνουν το παρκέ.
Μόνιμος σύντροφος του Ρέιμοντ Κάρβερ στο πιοτό προς το τέλος της ζωής του, ο Τζον Τσίβερ υπήρξε λιγότερο ζοφερός από το διάσημο ομότεχνό του. Όσο κι αν υπονόμευσε την εξωραϊσμένη εικόνα των προαστίων, μέσα σ' αυτό το περιβάλλον αναζήτησε ένα μίνιμουμ ασφάλειας και ο ίδιος, τόσο υλικής όσο και συναισθηματικής. Γι' αυτό και στα γραπτά του το πάνω χέρι έχει η συμπόνια, παρά ο σαρκασμός ή ο κυνισμός.