Η Νέα Υόρκη έχει «ανακαλύψει» ξανά τη ζωγράφο Άλις Νιλ και συρρέει στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης για να θαυμάσει τα έργα της. Όπως έγραψε η κριτικός Ρομπέρτα Σμιθ στους ΝΥΤ «είναι η ώρα να μπει στη θέση που της ανήκει στο πάνθεον».
Η Νιλ που γεννήθηκε το 1900 δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για το ρεύμα των ιμπρεσιονιστών που διδασκόταν τότε στις σχολές. Αγαπούσε πολύ η Αμερική και εστίασε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της το ενδιαφέρον της σε ένα θέμα: τους ανθρώπους. «People Come First» είναι ο τίτλος της έκθεσής της και δίνει το στίγμα σε όποιον δεν τη γνωρίζει.
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της η Νιλ όχι μόνο αγωνίστηκε ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις, αλλά προσπάθησε να εκπροσωπήσει τις γυναίκες μέσω του έργου της, υποστήριξε τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και μίλησε κατά της φυλετικής και κοινωνικής καταπίεσης.
Η Νιλ ζωγράφιζε έγχρωμους, φτωχούς, ηλικιωμένους, παιδιά, μετανάστες, γκέι και τρανς, εργαζόμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς ακτιβιστές. Το έκανε εμφατικά σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, τους ζωγράφισε γυμνούς και ντυμένους, άρρωστους και υγιείς στο Γκρίνουιτς Βίλατζ τη δεκαετία του 1930, αργότερα στο Ισπανικό Χάρλεμ και, από το 1962, στο Δυτικό Χάρλεμ. Τους πρόσεξε, και αυτή η προσοχή που τους έδωσε, η αγάπη, έχει την πιο ισχυρή αντανάκλαση στα έργα της ακόμα και σήμερα.
Ζωγράφισε τις γυναίκες δίνοντάς τους δύναμη και κυρίως ταυτότητα. Η ψυχολογική ένταση με την οποία απεικονίζεται το γυναικείο γυμνό είναι κάτι που ο κόσμος είδε δεκαετίες αργότερα και το αναγνώρισε σαν μεγάλη χειρονομία στα έργα του Λούσιαν Φρόιντ.
Παρόλο που η δεκαετία του '30 ήταν η πιο παραγωγική της, η Νιλ έγινε πολύ γνωστή σαράντα χρόνια αργότερα. Όμως τότε ζωγράφισε τα πρώτα γυναικεία γυμνά της, άφησε τα πορτρέτα της οικογένειας, των φίλων, των ξένων και γνωστών της και αφού επέζησε από το πένθος της –την εγκατάλειψή της από τον άντρα της, που πήρε μαζί την κόρη της και επέστρεψαν στην Κούβα–, μετά τη νοσηλεία της για έναν χρόνο σε ψυχιατρική κλινική, άρχισε να ζωγραφίζει τις γυναίκες με άλλο τρόπο, όπως κανείς δεν είχε κάνει μέχρι τότε.
Ήταν η εποχή που η ευάλωτη Νιλ αναγνώρισε τη δύναμη της γυναίκας πίσω από τα πορτρετα που απλώς τις «απεικόνιζαν». Τις απελευθέρωσε από τα ρούχα τους, τον ρόλο τους, την παθητική στάση με την οποία τις αντιμετώπιζε και η ίδια η ιστορία της τέχνης.
Ζωγράφισε τις γυναίκες δίνοντάς τους δύναμη και κυρίως ταυτότητα. Η ψυχολογική ένταση με την οποία απεικονίζεται το γυναικείο γυμνό είναι κάτι που ο κόσμος είδε δεκαετίες αργότερα και το αναγνώρισε σαν μεγάλη χειρονομία στα έργα του Λούσιαν Φρόιντ. Στα έργα της ο ιδεαλισμός της απεικόνισης καταργείται, τα σώματα είναι πάσχοντα, φθαρτά, από τον χρόνο και τις συνθήκες. Δεν υπάρχει τίποτα παθητικό, συνέλαβε και αξιοποίησε την εσωτερική στάση των γυναικών παραδίδοντάς μας ένα έργο αληθινό και ειλικρινές.
Ήταν πριν από την εποχή της. Τα έργα της αμφισβητήθηκαν επειδή η ίδια αμφισβήτησε τον στερεοτυπικό τρόπο που απεικονίζονταν η γυναίκα και τον ίδιο της τον παραδοσιακό ρόλο.
Σήμερα, που μπορούμε να δούμε τα έργα από άλλη θέση, δεν μας απασχολεί το βάρος του μοντέλου, τα πεσμένα στήθη, τα χαλαρά μέλη. Αντιθέτως η ένταση του βλέμματος μπορεί και σημαίνει δύναμη. Αν η Νιλ «άκουγε» τους κριτικούς τέχνης της εποχής της θα είχε σταματήσει να ζωγραφίζει. Η παραμόρφωση στα πορτρέτα της δεν άρεσε καθόλου, ούτε το βλέμμα των μοντέλων, ούτε το περιβάλλον, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τους κανόνες που υποτίθεται ότι απεικονίζονται τα γυναικεία γυμνά.
Το 2010 θρυλικός επιμελητής μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης Μπάρι Γουόκερ, που οικοδόμησε τη φήμη του Μουσείου Καλών Τεχνών του Χιούστον και εστίασε σε έργα των Jasper Johns, Jackson Pollock, Pablo Picasso και Arshile Gorky, έκανε μια αναδρομική έκθεση της Άλις Νιλ με τίτλο «Alice Neel: Painted Truths», μια έκθεση ορόσημο και έναν κατάλογο αναφοράς ανοίγοντας ξανά τη συζήτηση για το έργο της, καθώς τη θεωρούσε μια από τις μεγαλύτερες καλλιτέχνιδες πορτρέτων του εικοστού αιώνα.
«Η ζωή μου θα ήταν άδεια χωρίς τη ζωγραφική» λέει σε ένα βίντεο η Άλις Νιλ. «Αν δε ζωγράφιζα, ίσως δεν θα ζούσα, ήθελα να πιάσω τη ζωή όπως περνά, δεν σκέφτηκα ότι η ζωγραφική μου είναι φεμινιστική» και εννοεί σε μια μετάφραση στο σήμερα ότι τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους είναι πέρα από το φύλο, την ηλικία και τη φυλή, είναι γεμάτα ανθρωπιά και αξιοπρέπεια.
Ανάμεσα στα 100 έργα υπάρχει το πιο αποκαλυπτικό πορτρέτο του Άντι Γουόρχολ. Το έργο ζωγραφίστηκε το 1970, δυο χρόνια αφότου η Βαλερί Σολάνας τον πυροβόλησε τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ο Γουόρχολ θεωρήθηκε κλινικά νεκρός και μετά από τιτάνια μάχη οι γιατροί τον επανέφεραν στη ζωή. Οι σφαίρες έσκισαν τους πνεύμονες, τη σπλήνα, το στομάχι και το συκώτι του και σε όλη τη ζωή του ήταν υποχρεωμένος να φορά έναν χειρουργικό κορσέ, ο οποίος κρατούσε τα όργανα του στη θέση τους.
Ο Γουόρχολ ο μάγος της διαχείρισής της εικόνας –και της δικής του πρωτίστως– στο έργο της Νιλ είναι με τα μάτια κλειστά, παραδομένος σχεδόν, ευάλωτος, καθόλου ανήσυχος. Είναι μια στιγμή ηρεμίας στην ταραγμένη ζωή του, μια παύση στην κατασκευή του εαυτού του. Οι ουλές διαγράφονται πάνω από τον κορσέ που φοράει, γυμνός από τη μέση και πάνω, καθισμένος σαν μαθητής με τα χέρια του σταυρωμένα πάνω στα γόνατά του και τα γυαλισμένα καφέ παπούτσια του.
Η Νιλ δημιούργησε μια μοναδική εικόνα, που δεν έχει καμία σχέση με τον θρύλο που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά ούτε με την εικόνα του τη δεκαετία του ‘70. Η Νιλ αποκαλύπτοντας η ίδια τον εαυτό της «πείθει» τα μοντέλα της να νιώσουν εγγύτητα, εμπιστοσύνη. Δεν είναι το μοντέλο και ο καλλιτέχνης είναι οι άνθρωποι που στέκουν απέναντι και δεν τους χωρίζει τίποτα. Είναι ωμά και οικεία, όπως το πορτρέτο που ανοίγει την έκθεση, το «Margaret Evans Pregnant». Είναι το πορτρέτο μια εγκύου που κοιτάζει με ένταση, στο φόντο δεν υπάρχει παρά ένας καθρέφτης με μια πιο λεπτή απεικόνισή της: το πριν και το μετά της εγκυμοσύνης. Είναι ένα έργο με διάφορα επίπεδα ρεαλισμού, ένα έργο που συνδυάζει τα στοιχεία του εξπρεσιονισμού με αυτά της ποπ αρτ και του μινιμαλισμού.
Η Νιλ δημιούργησε τα πιο μεγαλειώδη πορτρέτα εγκύων γυναικών, κατάφερε να απεικονίσει την πολύπλοκη, διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάσταση των γυναικών σε μια μοναδική στιγμή της ζωής τους, απογυμνωμένη από κάθε πλασματική ευαισθησία.
Η Άλις Νιλ έγινε γνωστή όταν τον Αύγουστο του 1970 ζωγράφισε για λογαριασμό του περιοδικού TIME, σε ένα τεύχος-αφιέρωμα, το The politics of sex, την Κέιτ Μίλετ. Τότε ανακάλυψαν όλοι, μια μποέμ γυναίκα, μια ακτιβίστρια, τότε την ανακάλυψε και το Μουσείο Αμερικανικής τέχνης Whitney. Μετά από χρόνια στο περιθώριο, η Νιλ αναγνωρίστηκε για την περίπλοκη πραγματικότητα που κατέγραψαν τα έργα της είτε πολιτικά, είτε φεμινιστικά, είτε εντελώς προσωπικά, την κατάρρευση του ανθρώπινου σώματος, τα γηρατειά.
Το πιο μεγαλειώδες πορτρέτο της, όχι σε αξία, ούτε σε τεχνική, αλλά σε πάθος, θάρρος και ειλικρίνεια, είναι η απεικόνιση του εαυτού της, αυτό που δείχνει την ακόρεστη, αδιάκοπη περιέργειά της για την ανθρώπινη φύση. Τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό της, το 1980, ζωγράφισε τον εαυτό της γυμνό, καθισμένο σε μια ριγέ μπλε και άσπρη πολυθρόνα, να κρατάει ένα πινέλο και ένα πανάκι στο άλλο χέρι. Κοιτάζει σοβαρά, ολόγυμνη τον φακό, μέσα από τον οποίο εμείς οι θεατές κοιτάζουμε τα πρόσωπα, δίνοντας ένα μήνυμα σε μια σεξιστική κοινωνία που βλέπει με σιχασιά τα γερασμένα κορμιά.
Δίνει ένα μήνυμα, όπως σε όλο της το έργο, ότι η ζωή είναι βαθιά αντιφατική και εφήμερη, απρόβλεπτη, πολύ σκληρή και άλλο τόσο αστεία.
Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης διάλεξε την καλύτερη στιγμή μετά από το κλείσιμο και την καραντίνα, λόγω της πανδημίας, να παρουσιάσει μια ζωγράφο που επανεξέτασε την έννοια της ταυτότητας, της προσωπικής ιστορίας, και ανέδειξε όσο λίγοι ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τάξεις, ενώ αφηγήθηκε μια και μοναδική ιστορία, αυτή του μεγαλείου και του πάθους των ανθρώπων να υπάρχουν.