Οργανώνω, καταγράφω και αριθμώ. Λέω: Υπήρξαν τρεις αγάπες. Είμαι τώρα στην ηλικία που ήταν ο πατέρας μου όταν γεννήθηκα. Σαράντα οκτώ. Η μητέρα μου ήταν είκοσι επτά, έδειχνε πολύ νεότερη και πολύ μεγαλύτερη συγχρόνως από τα χρόνια της, εκείνη την εποχή.
Δεν ξέρω ποια από τις τρεις αγάπες ήρθε πρώτη. Αλλά θα ξεκινήσω από κείνη που γεννήθηκε ανάμεσα στη μητέρα μου και τον πατέρα το 1965 και τέλειωσε πριν μεγαλώσω αρκετά ώστε να θυμάμαι οτιδήποτε γι’ αυτήν.
Θα μπορούσε να έχει γράψει αυτά τα λόγια οποιαδήποτε γυναίκα στον κόσμο. Ίσως. Αυτά τα λόγια όμως ανήκουν στη Λιν Ούλμαν, την κόρη του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν, της μόνης γυναίκας που δεν παντρεύτηκε, που υπήρξε μούσα του και έζησε μαζί της ένα θυελλώδη έρωτα και μια ταραγμένη σχέση. Ο καρπός αυτού του έρωτα, η συγγραφέας Λιν Ούλμαν, έγραψε ένα βιβλίο για μια σχέση που τη σφράγισε, όπως είναι αναμενόμενο, με μαεστρία και μεγάλη φροντίδα για την ανεξιχνίαστη πατρική φιγούρα.
Για την «Ανησυχία» της Λιν Ούλμαν, το βιβλίο αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύει το LIFO.gr και θα κυκλοφορήσει στις 22 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, συζητήσαμε με τη συγγραφέα και μεταφράστρια Χίλντα Παπαδημητρίου: για τον Μπέργκμαν και τη Λιβ Ούλμαν, τις περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις, τον σκηνοθέτη Μπέργκμαν που η ίδια θεωρεί ως κορυφαίο του 20ού αιώνα και την έννοια της συμφιλίωσης ενός πατέρα μύθου με την ενήλικη πια κόρη του. Η Χίλντα Παπαδημητρίου μας αφήνει να ακουμπήσουμε το ανάγλυφο αυτής της λυτρωτικής εξομολόγησης και τα σημάδια της Λιν Ούλμαν.
— Η εικόνα που είχατε για τη σχέση του Μπέργκμαν με τα παιδιά του μέσα από τα πολλά διαβάσματά σας ποια ήταν;
Για να είμαι ειλικρινής, παρότι είχα διαβάσει ήδη τα τρία-τέσσερα βιβλία του Μπέργκμαν που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ο μετρ είχε παιδιά. Χρειάστηκε να διαβάσω τα δύο αυτοβιογραφικά βιβλία της Λιβ Ούλμαν, στα οποία ανέφερε την κόρη τους, τη Λιν, για να συνειδητοποιήσω πόσα παιδιά έκανε και με πόσες γυναίκες. Παντρεύτηκε πέντε φορές και έκανε εννέα παιδιά.
Το βιβλίο δεν περιέχει ηδονοβλεπτικές λεπτομέρειες, δεν βγάζει στη φόρα βρόμικα μυστικά – όπως συμβαίνει συχνά με τα βιβλία γόνων διάσημων γονέων. Θα το διαβάσουν με μεγάλη απόλαυση οι κινηματογραφόφιλοι, φυσικά. Συγχρόνως όμως είναι καλή λογοτεχνία, η Λιν Ούλμαν ως έμπειρη συγγραφέας που είναι ξέρει πώς να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
— Τα παιδιά του –ήταν και πολλά– τι ρόλο έπαιζαν στη ζωή του και αυτός στη δική τους;
Νομίζω ότι τα παιδιά για τον Μπέργκμαν ήταν μια απλή ενόχληση, τα απέφευγε όσο ήταν δυνατόν, εκτός από τα καλοκαίρια. Τότε φιλοξενούσε τα τρία μικρότερα στο σπίτι του, στο νησί Φόρε, προσπαθώντας να τα κρατάει όσο πιο μακριά του και όσο πιο φρόνιμα γινόταν. Η ουσιαστική επαφή του με τα παιδιά του ήταν όταν έβλεπαν μαζί κλασικές κινηματογραφικές ταινίες, κάθε μέρα, μία συγκεκριμένη ώρα.
Εκτός της Λιν Ούλμαν, δεν γνωρίζω αν έχει μιλήσει κάποιο από τα υπόλοιπα παιδιά του για τη σχέση τους. Όσο ζούσε ο Μπέργκμαν, δεν θα τολμούσαν, απλώς. Άλλωστε, οι Σουηδοί δεν φημίζονται για την εξωστρέφειά τους και δεν επικροτούν ως λαός τα κίτρινα, ροζ ή δεν ξέρω τι χρώματος σκάνδαλα.
— Η σχέση της Λιν, της Λιβ και του Μπέργκμαν ποια ήταν; Εννοώ όχι μόνο του ζευγαριού αλλά όλης της οικογένειας.
Οικογένεια δεν έγιναν ποτέ. Η Λιν αναφέρει ότι δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία στην οποία να εμφανίζονται και οι τρεις μαζί. Ακόμα και στο βιβλίο της, η Λιν δεν αναφέρει τα ονόματά τους, λέει απλώς: ο πατέρας, η μητέρα, το παιδί.
Ο Μπέργκμαν αναζήτησε την κόρη του μετά τον θάνατο της τελευταίας συζύγου του, της Ίνγκριντ φον Ρόζεν, η οποία πέθανε από καρκίνο του στομάχου δώδεκα χρόνια νωρίτερα από εκείνον. Αν δεχτούμε ως αληθινά όσα γράφει η Λιν (το λέω αυτό επειδή το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί autofiction), καθώς ο θάνατος της Ίνγκριντ συνέπεσε χρονικά με τον προσωρινό δικό της χωρισμό, ο απόμακρος πατέρας αναζήτησε την αποξενωμένη κόρη του και ο ένας παρηγόρησε την άλλη. Χάρη σ’ αυτή την καθυστερημένη αμοιβαία εκδήλωση συναισθημάτων, έχουμε και τις αναμνήσεις του Μπέργκμαν που αποτελούν τον κορμό του βιβλίου.
— Από το βιβλίο αυτό τι καταλαβαίνουμε για τα αισθήματα αυτού του παιδιού για τον πατέρα του; Υπήρχαν;
Η Λιν θαύμαζε απεριόριστα τον πατέρα της. Παρότι θα περίμενε κανείς ότι δεν θα τολμούσε να ενοχλήσει, αφού εκείνος διεκδικούσε ως αυτονόητη την απομόνωσή του στο γραφείο του, η Λιν διηγείται σκηνές της εποχής που ήταν 4-5 χρόνων, από τα καλοκαίρια στο Φόρε, όταν διέκοπτε την αυστηρή ησυχία του για να του ζητήσει να σκοτώσει μια αράχνη στο δωμάτιό της.
Αργότερα, όταν παντρεύτηκε, ο σύζυγός της χρειαζόταν να παλεύει σχεδόν καθημερινά με το είδωλο του πατέρα της, που ήταν θρονιασμένο στην καθημερινότητά τους. Η Λιν παραδέχεται ανοιχτά ότι μετά τον θάνατό του σχεδόν έχασε τα λογικά της, και η συγγραφή αυτού του βιβλίου τη βοήθησε, ίσως, να απαλλαγεί απ’ αυτόν (όσο είναι δυνατόν) και να επανέρθει στη δική της οικογενειακή ζωή.
— Πώς μιλάει για τα τραύματα από αυτήν τη σχέση; Πώς τα παρουσιάζει;
Δεν μιλάει για τα τραύματά της. Περιγράφει τη ζωή της και αφήνει τον αναγνώστη να ανακαλύψει τα τραύματα που φαντάζομαι ότι κουβαλάει ακόμα. Και νομίζω ότι μιλάει με περισσότερη ευκολία για τα παράπονα που έχει με τη μητέρα της, τη Λιβ Ούλμαν, την οποία παρουσιάζει σαν μια θεοπάλαβη νάρκισσο ανεμοδούρα, παρά από τον πατέρα της. Ο πατέρας ήταν εκεί, ήταν αυτός που ήταν, και όπως δεν αμφισβητεί κανείς την ύπαρξη ενός βουνού και τις χαράδρες του, έτσι η Λιν δεν αμφισβητεί τον χαρακτήρα του πατέρα της.
— Με την πατρική αυτή φιγούρα μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί;
Συμφιλιώθηκε μαζί του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, βλέποντάς τον να γερνάει, να ξεχνάει, να υποφέρει από τον θάνατο της τελευταίας συζύγου του, να κοιτάζει το τέλος να πλησιάζει. Τότε άλλαξαν οι ισορροπίες τους, συμφιλιώθηκε με τη φυσική αδυναμία του και με τον χαρακτήρα του. Ίσως.
— Έχετε σκύψει πολύ σε αυτή την ιστορία και σε αυτό το βιβλίο. Πώς μας προτείνετε να το διαβάσουμε, έξω από τον βαρύ ίσκιο του Μπέργκμαν;
Θα έχει ενδιαφέρον να το διαβάσει κανείς βλέποντας ή ξαναβλέποντας τις ταινίες που γύρισε ο Μπέργκμαν με τη Λιβ Ούλμαν. Το ζευγάρι γνωρίστηκε το 1964 και έζησε μαζί για μια πενταετία, αλλά η Λιβ υπήρξε έκτοτε η μούσα του (παρά την ύπαρξη και άλλων μουσών). Πρόκειται για 9 ταινίες, και άλλες τρεις στις οποίες συνεργάστηκαν χωρίς να πρωταγωνιστεί η Ούλμαν. Αλλά επειδή αντιλαμβάνομαι ότι τόσος πολύς Μπέργκμαν μπορεί να είναι δύσκολος, θα διάλεγα την Περσόνα (1966), την Ώρα του Λύκου (1968), που είναι ψυχολογική ταινία τρόμου, το Κραυγές και Ψίθυροι (1972), το Σκηνές από έναν Γάμο (1973) και τη Φθινοπωρινή Σονάτα (1978). Αν θέλει να διαλέξει μία ταινία μόνο, θα πρότεινα την Περσόνα, ένα αριστούργημα ασπρόμαυρου μινιμαλισμού και ρεσιτάλ ηθοποιίας δύο εκ των σπουδαιότερων πρωταγωνιστριών του: της Λιβ Ούλμαν και της Μπίμπι Άντερσον.
— Θα κάνω μια τελευταία ερώτηση: Μπορούμε να δούμε τέτοιου βεληνεκούς καλλιτέχνες, που σφράγισαν τον χρόνο με τη δημιουργία τους, έξω από αυτό το πλαίσιο, το καλλιτεχνικό, της δημιουργίας και του έργου; Είναι δίκαιο να τους απογυμνώνουμε;
Ξέρω ότι η απάντηση είναι πολύ δύσκολη, ειδικά στην εποχή μας που αναζητούμε πάθη, λάθη και ελαττώματα στα «ιερά τέρατα» του σινεμά, της μουσικής, της ζωγραφικής. Εγώ προσωπικά επιλέγω να αγνοήσω την προσωπική ζωή του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και να εστιάσω στο έργο του. Δεν έχω σπουδάσει σινεμά αλλά έχω ξοδέψει σχεδόν το ένα τρίτο της ζωής μου στις κινηματογραφικές αίθουσες, όση σημασία μπορεί να έχει αυτό. Θεωρώ τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ως κορυφαίο σκηνοθέτη του 20ού αιώνα, γιατί εκτός της αισθητικής απόλαυσης που προσφέρουν τα έργα του, ο ίδιος ως δημιουργός εστίασε στο κενό της ανθρώπινης ύπαρξης που επιτείνει η απουσία του Θεού, η αμφισβήτησή του ακόμα και από τους εκπροσώπους του.
— Ως αναγνώστρια και μεταφράστρια του βιβλίου, αλλά και ως συγγραφέας, τι θα λέγατε σε έναν αναγνώστη γι' αυτό; Γιατί θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει;
Το βιβλίο δεν περιέχει ηδονοβλεπτικές λεπτομέρειες, δεν βγάζει στη φόρα βρόμικα μυστικά – όπως συμβαίνει συχνά με τα βιβλία γόνων διάσημων γονέων. Θα το διαβάσουν με μεγάλη απόλαυση οι κινηματογραφόφιλοι, φυσικά. Συγχρόνως όμως είναι καλή λογοτεχνία, η Λιν Ούλμαν ως έμπειρη συγγραφέας που είναι ξέρει πώς να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αφηγούμενη τη συναρπαστική ιστορία ενός παιδιού που γεννήθηκε στο Όσλο, πηγαινοερχόταν στη Σουηδία, έζησε στις ΗΠΑ για πολλά χρόνια, ήθελε να γίνει μπαλαρίνα, φλερτάρισε με το μόντελινγκ και την υποκριτική, κι έγινε τελικά από τις πιο σημαντικές συγγραφείς και κριτικούς της Νορβηγίας.
Τέλος, ρίχνει φως στη σχέση των γυναικών με τους πατεράδες τους, ακολουθώντας μια ψυχαναλυτική διαδικασία, κατά κάποιο τρόπο. Δηλαδή πώς από την αγάπη περνάμε στην αμφισβήτηση, στην απόρριψη, στον θυμό, στη συγχώρεση και τέλος στην αποδοχή της απώλειας.
Αποσπάσματα
Έχω δει φωτογραφίες και έχω διαβάσει γράμματα και τους άκουσα να μιλούν για την εποχή που ήταν μαζί και έχω ακούσει άλλους ανθρώπους να μιλούν γι’ αυτήν, αλλά η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να μάθεις αρκετά για τη ζωή των άλλων ανθρώπων, πόσο μάλλον για τη ζωή των γονιών σου, και σίγουρα όχι όταν οι γονείς σου συνειδητά έχουν προσπαθήσει να μετατρέψουν τη ζωή τους σε ιστορίες, τις οποίες στη συνέχεια διηγούνται ασταμάτητα με μια έμφυτη ικανότητα να αδιαφορούν παντελώς για το τι είναι αλήθεια και τι δεν είναι.
-----
Όταν η μαμά και ο μπαμπάς ήταν ζευγάρι τη δεκαετία του ’60, το πρόσωπο της μαμάς ήταν τόσο απροστάτευτο ώστε σχεδόν δεν ήταν πρόσωπο. Κατέρρεε διαρκώς και ανακτούσε πάλι την ακεραιότητά του. Πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί για το πρόσωπο της μαμάς, τα μάτια της, τα χείλη της, τα μαλλιά της, το πόσο ανησυχητικά ευάλωτη έμοιαζε και πώς, όπως όλες οι μεγάλες ηθοποιοί, διοχέτευε κάθε συναίσθημα στην περιοχή μέσα και γύρω από το στόμα της, αλλά κανείς δεν έχει πει τίποτα για τα αυτιά της. Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να ξαπλώνω κοντά της και να χαϊδεύω τα μαλλιά της, δεν ήξερα ακόμα λέξεις για να περιγράψω την ομορφιά ή την αγάπη˙ όπως τα περισσότερα παιδιά, με ενδιέφερε περισσότερο το μέγεθος των πραγμάτων, αν ήταν μεγάλα ή μικρά, και η μαμά είχε μεγάλες πατούσες και μεγάλα αυτιά. Ξαπλώναμε στο διπλό κρεβάτι της με τις χρυσές κολώνες και τα ρόδινα φλοράλ σεντόνια, κι εκείνη με άφηνε να της χαϊδεύω τα μαλλιά ενώ διάβαζε ένα βιβλίο ή μιλούσε στο τηλέφωνο. Συχνά τέλειωνε μια τηλεφωνική συνομιλία με τις λέξεις Άντρες — ως εδώ και μη παρέκει. Το έλεγε με το πρόσωπο στραμμένο προς την άλλη μεριά, σαν να απευθυνόταν στους τοίχους. Άντρες — ως εδώ και μη παρέκει. Η γιαγιά έλεγε επίσης Άντρες — ως εδώ και μη παρέκει. Μια φορά άκουσα τη θεία Μπίλι να λέει Άντρες — ως εδώ και μη παρέκει, και πάντοτε πρόσεχα πολύ ό,τι έλεγε η θεία Μπίλι. Η θεία Μπίλι είχε κόκκινες μπούκλες, ένα μακρύ γούνινο παλτό (το οποίο κρεμόταν στο πίσω μέρος της ντουλάπας για τα παλτά στο σπίτι στο Τροντχάιμ και δεν το φορούσε σχεδόν ποτέ), πέντε παιδιά, ένα σύζυγο και μια δουλειά με πλήρες ωράριο σαν διευθύντρια ενός καταστήματος, κάπνιζε δύο πακέτα τσιγάρα τη μέρα και διάβαζε ένα καινούργιο βιβλίο κάθε βδομάδα. Η μαμά είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά δεν νομίζω ότι της άρεσε κανείς απ’ όλους. Σαν την Πηνελόπη, περίμενε τον κατάλληλο να έρθει σπίτι. Στο κομοδίνο της είχε ένα λευκό τηλέφωνο Cobra. Αυτό χρησιμοποιούσε πάντοτε. Της άρεσε να περνάει χρόνο στην κρεβατοκάμαρά της, να χουζουρεύει φορώντας μεταξωτά νεγκλιζέ. Όταν ξάπλωνα κοντά της και της χάιδευα τα μαλλιά παραμερίζοντάς τα από το πρόσωπό της, τα αυτιά της ξεχώριζαν πραγματικά. Τα αυτιά της μαμάς ήταν μεγάλα σαν αχιβάδες, και αν ακουμπούσα το αυτί μου στο αυτί της, θα άκουγα τον ωκεανό. Είχε μια τηλεφωνική συσκευή και στο καθιστικό. Ένα κόκκινο Cobra. Χτυπούσε ασταμάτητα. Όταν η μαμά δεν άντεχε άλλο να τα ακούει να κουδουνίζουν, τα έβγαζε από την πρίζα, το κόκκινο και το άσπρο, και τα έχωνε στον καταψύκτη.
----------------------
Βγάζει το δίσκο του Μπετόβεν από το πλατό και τον βάζει στη θήκη του. Κάθε φορά που απλώνει το χέρι του από το αμαξίδιο για να διαλέξει άλλο δίσκο ή να βάλει στη θέση του τον προηγούμενο, μου θυμίζει τους οδηγούς που τεντώνουν το χέρι τους από το παράθυρο του αυτοκινήτου τους για να ρίξουν κέρματα μέσα στην υποδοχή των διοδίων.
Βάζει το Winterriese του Σούμπερτ. Ακούμε το τελευταίο από τα είκοσι τέσσερα τραγούδια. Μετά απλώνει πάλι το χέρι του από το αμαξίδιο, σηκώνει τη βελόνα και στο δωμάτιο πέφτει σιωπή.
ΑΥΤΟΣ Η φωνή είναι απόλυτα διαυγής — γι’ αυτό μιλάω. Από τις πρώτες νότες…
Σταματάει. Κοιτάζει το πικάπ.
ΑΥΤΗ (διστακτικά) Μήπως μπορείς να επεκταθείς λιγάκι επ’ αυτού;
ΑΥΤΟΣ Είναι η ζωή. Όταν ακούς αυτή τη μουσική, είναι σαν να σου κάνουν ένεση ζωής. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν είμαι μόνος εδώ στο γραφείο μου, αρχίζω να κλαίω. Δεν είμαι κλαψιάρης τύπος. Το ξέρεις αυτό. Δεν είμαι. Αλλά όταν κάθομαι εδώ μόνος, ακούγοντας τους δίσκους μου, τα δάκρυα έρχονται. Έχω αυτή την οξυμένη αίσθηση ότι είμαι ζωντανός. Καταλαβαίνεις τι λέω;
Ο μπαμπάς είπε: «Μήπως θα μπορούσες να το γράψεις εσύ;»
«Το βιβλίο;»
«Ναι».
«Για το πώς είναι να γερνάς;»
«Ναι».
«Δεν πιστεύεις ότι πρέπει να είναι ένα είδος… βιβλίου με συνεντεύξεις;»
«Αν πρέπει οπωσδήποτε να το ονομάσουμε κάπως, τότε ναι».
«Δεν χρειάζεται να του ονομάσουμε κάπως».
«Ναι αλλά ίσως πρέπει να το ονομάσουμε κάπως».
«Καλά, άλλωστε μπορούμε να επανέρθουμε σ’ αυτό όποτε θέλουμε».
«Έχω έναν καλό τίτλο».
«Τι τίτλο;»
«Σωριασμένος Νεκρός στην Κοιλάδα του Ελντοράντο».
«Ε;»
«Πάντοτε ήθελα να ονομάσω μια ταινία μου Σωριασμένος Νεκρός στην Κοιλάδα του Ελντοράντο αλλά ποτέ δεν γύρισα μία ταινία που της ταιριάζει αυτός ο τίτλος».
------------------------------------
Όταν ήμουν σχεδόν δύο ετών και ετοιμάζονταν να με βαφτίσουν, ο πατέρας μου έγραψε ένα γράμμα: Σου εύχομαι να νιώθεις διαρκή λαχτάρα κι ελπίδα, γιατί χωρίς λαχτάρα δεν μπορούμε να ζήσουμε.
Τι εννοούσε μ’ αυτό; Χωρίς λαχτάρα δεν μπορούμε να ζήσουμε; Δεν μπορεί να εννοούσε αυτή την τρέλα. Αυτή την πείνα. Αυτό τον φόβο. Μου λείπει η μαμά όλη την ώρα. Και τώρα έφυγε πάλι. Για την Αμερική αυτή τη φορά. Την επόμενη φορά θα πρέπει να πάω μαζί της, λέει, αλλά τώρα θέλει να μείνω στο Όσλο και να πηγαίνω σχολείο. Η γιαγιά Νάνα θα με φροντίζει. Η μαμά θα λείψει αρκετούς μήνες. Φοβάμαι ότι θα την χάσω, φοβάμαι ότι δεν θα ξαναγυρίσει, φοβάμαι ότι θα εξαφανιστεί. Αλλά όταν αναφέρει μια διαρκή λαχτάρα, ο μπαμπάς δεν εννοεί τον φόβο. Με τη μαμά μιλάμε στο τηλέφωνο και πριν κλείσουμε, συμφωνούμε πάντοτε την ώρα του επόμενου τηλεφωνήματος. Που είναι σήμερα. Που είναι τώρα, σύντομα. Μισή ώρα πριν τη συμφωνημένη νιώθω χάλια, στέκομαι επιφυλακή δίπλα στο τηλέφωνο. Χτυπάει, είναι τρία λεπτά πριν τη συμφωνημένη ώρα — αλλά δεν είναι η μαμά. Είναι μια πρόσχαρη κυρία που θέλει να μιλήσει στη γιαγιά. Γιατί δεν είναι η μαμά; Γιατί η μαμά δεν τηλεφωνεί τρία λεπτά πριν τη συμφωνημένη ώρα για να με σώσει απ’ αυτό τον φόβο; Διαρκής λαχτάρα. Και γιατί η κυρία που ζητάει τη γιαγιά έχει τόσο πρόσχαρη φωνή; Δεν ξέρει ότι η μαμά μου είναι νεκρή; Η γιαγιά παίρνει το ακουστικό, ανταλλάσσει μερικά λόγια, αλλά τελειώνει την κλήση γρήγορα. Λέει στην κυρία ότι περιμένουμε υπεραστικό τηλεφώνημα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθομαι στην καρέκλα με την ίσια πλάτη σαν να κάθομαι σε ηλεκτρική καρέκλα. Η γιαγιά ακουμπάει το ακουστικό στη συσκευή και με κοιτάζει.
Το να γερνάς είναι δουλειά. Να πείθεις το σώμα σου να υπακούει στον εγκέφαλό σου, και αργότερα να πείθεις τον εγκέφαλό σου να υπακούει στον ίδιο, να ζητάς έλεος από τον Θεό. Σε ολόκληρη τη ζωή του, ο μπαμπάς εναλλασσόταν μεταξύ πίστης, αμφιβολίας και σκεπτικισμού. Μια φορά είπε: «Από τη μια μεριά πιστεύω ότι θα δω ξανά την Ίνγκριντ, από την άλλη πιστεύω ότι ο θάνατος είναι σαν να σβήνεις ένα κερί».
------------
Έλεγε: «Σήκω από το κρεβάτι, κάνε μπάνιο, βάλε κάλτσες και παπούτσια, καθαρά ρούχα, φάε πρωινό, ανέβα στο ποδήλατό σου, πήγαινε στη δουλειά».
Για παράδειγμα: Σκέψου πόση δουλειά απαιτεί το δέσιμο των κορδονιών σου. Απαιτεί σωματική προσπάθεια, επιδεξιότητα, και εξυπνάδα, κάθε παιδί μεταξύ έξι και εννέα ετών το ξέρει, σε πιο μικρή ηλικία είναι σοβαρό ζήτημα, ο κόμπος αποτελεί το μεγαλύτερο μυστήριο, τα δάχτυλα, τα χέρια, τα κορδόνια, όλα μαζί ένας φαινομενικά άλυτος γρίφος. Αλλά άπαξ και το τελειοποιήσεις, ξεχνάς πόσο σύνθετο είναι, τα χρόνια περνούν μέχρι που φτάνει μια μέρα —αφού έχεις φορέσει τις κάλτσες σου— κι εσύ κοιτάς χαμηλά τα πόδια σου, αβέβαιος για το τι πρέπει να κάνεις στη συνέχεια.