Δεν ακούστηκε πολύ, αλλά ο Μαξ Φον Σίντοφ, ο μεγάλος πρωταγωνιστής των περισσότερων κλασικών αριστουργημάτων του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, βρέθηκε στην Ελλάδα για λίγες μέρες, πρώτα στην Αθήνα και μετέπειτα στα Καλάβρυτα, για τις ανάγκες μιας διεθνούς συμπαραγωγής.
Και μάλιστα όχι μόνος του – τον συντρόφευε (μπροστά από τις κάμερες, τουλάχιστον) ο Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν, πασίγνωστος εδώ από τη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας» (αν και εμείς, τα αγοράκια, τον «χορτάσαμε» μάλλον περισσότερο στο «Σογκούν»!).
Η ταινία φέρει τον τίτλο «Echoes of the past», με σκηνοθέτη τον Νικόλα Δημητρόπουλο («Alter Ego») και ξεκινά από ένα γεγονός που σημάδεψε τα χρόνια της γερμανικής κατοχής: Τη σφαγή των Καλαβρύτων το 1943.
«Είναι στιγμές που του δίνω οδηγίες και ξαφνικά μου σκάει ένα "τι του λες του ανθρώπου, τον έχει σκηνοθετήσει ο Μπέργκμαν, ο Φρίντκιν, ο Σκορσέζε..."» μου εκμυστηρεύεται ο σκηνοθέτης, εμφανώς ενθουσιασμένος με το «εργατικό δυναμικό» του.
Ο Μπέργκμαν εκπλήρωσε την υπόσχεση του, αφού πέθανε. Είμαστε σε επικοινωνία, ναι, αλλά δεν θα ήθελα να πω πολλά.
«Κάθε ταινία αποτελεί ομαδική δουλειά. Και εδώ πρέπει να πω πως αναζητώ έναν ρεαλισμό. Δεν μπορώ, ας πούμε, να γυρίσω πλάνα εποχής με γερανούς και drones, κάτι κλοτσάει μέσα μου. Ανατρίχιασα στα Καλάβρυτα μπροστά στο μνημείο των πεσόντων. Πέρασα κάποιες μέρες πλάι στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, στην Ειδομένη. Δε μπορούσα να μην κάνω μέσα μου την επαγωγή».
Το φιλμ αποτελεί συμπαραγωγή της ελληνικής εταιρίας Foss Productions και βρίσκομαι στα στούντιο της στον Γέρακα, όπου γυρίζεται μια από τις πιο κρίσιμες σκηνές του σεναρίου. Ένα green-screen, ένα παγκάκι, και σ' αυτό, ο Σίντοφ και ο Τσάμπερλεϊν, έτοιμοι για δουλειά, μαζί με το ελληνικό συνεργείο.
Πετυχαίνω πολλές γνωστές φάτσες στο σετ, ανάμεσά τους και τη βραβευμένη σκηνοθέτιδα Φαίδρα Τσολίνα. Χαιρετιόμαστε σιωπηλά, δουλεύουν ήδη ώρες, και θα ακολουθήσουν πολλές ακόμα.
«Scars? It left much more than scars!» έλεγε και ξανάλεγε ο Σίντοφ στον Τσάμπερλεϊν, για πολλές απανωτές λήψεις. Ηλικιωμένος πια, θα μπορούσε κανείς να πει πως ο καταβεβλημένος από τον χρόνο ηθοποιός θα μπορούσε να αποχαιρετήσει, πλήρης, τη μεγάλη οθόνη. Κι όμως, κάθε φορά που η σκηνή ξαναγυριζόταν, έδινε μια διαφορετική ερμηνεία. Κάθε φορά έβλεπα μια διαφορετική πτυχή του ίδιου χαρακτήρα.
Πόσο παράξενο, ο Σίντοφ ποτέ δεν θεώρησε «τέχνη» την υποκριτική: «Είμαστε εργαλεία, εμείς οι ηθοποιοί. Τέχνη είναι το θέατρο, τέχνη είναι ο κινηματογράφος. Ευθύνη μας είναι να είμαστε καλά εργαλεία. Γι' αυτό μικρός πήγαινα στο θέατρο όσο περισσότερο μπορούσα, και όταν δεν πήγαινα θέατρο, εργαζόμουν σε αυτό. Μια παιδική παράσταση το πρωί, μια δραματική το βράδυ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να προπονηθείς».
Όσο παρακολουθώ τα γυρίσματα, τόσο σκέφτομαι τι να ρωτήσω τον Σίντοφ. Ξεψαχνίζοντας το διαδίκτυο, μου σκάει μια φοβερή συγκυρία. Είναι 30 Ιουλίου. Πρόκειται να μιλήσω στον Σουηδό ηθοποιό πάνω στην επέτειο του θανάτου του Μπέργκμαν. Δεν μπορούσα να μη του το επισημάνω.
«Ο Μπέργκμαν σήμαινε τόσα πολλά για την επαγγελματική μου ζωή», μου λέει, εμφανώς ταλαιπωρημένος από τα εξαντλητικά γυρίσματα – μην ξεχνάτε πως είναι 89 ετών. «Δεν αναφέρομαι φυσικά μόνο στον κινηματογράφο», τονίζει, «αλλά και το θέατρο. Δεν λέω πως δεν είχα την τύχη να δουλέψω με πολλούς σπουδαίους κινηματογραφιστές, και στα δυο πεδία. Αλλά κανείς τους δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Ίνγκμαρ! Υπήρχε αυτή η απόλαυση του να δουλεύουμε μαζί, σε μια παραγωγή, από την αρχή μέχρι το τέλος, μια συνεργασία που με γέμιζε ολοκληρωτικά. Είναι μονάχα ένας από τους λόγους που μου λείπει τόσο πολύ».
Σημειώστε εδώ πως τους δυο άνδρες «χώριζε» μια βαθιά υπαρξιστική διαφωνία: Ο Μπέργκμαν πίστευε στη μεταθανάτια ζωή, ο Σίντοφ όχι. Ο πρώτος μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, είπε στον αγαπημένο του ηθοποιό πως θα φροντίσει να του στείλει κάποιο «σημάδι» για να τον διαβεβαιώσει πως είχε δίκιο.
«Ο Μπέργκμαν εκπλήρωσε την υπόσχεση του, αφού πέθανε. Είμαστε σε επικοινωνία, ναι, αλλά δεν θα ήθελα να πω πολλά», θα πει αργότερα.
«Αυτό που σίγουρα δεν φανταζόσασταν», μου λέει, κοιτάζοντάς με στα μάτια, περιμένοντας, θαρρείς, ένα έκπληκτο βλέμμα, «είναι πως ο Μπέργκμαν είχε μια φοβερή αίσθηση του χιούμορ και ένα εξίσου χαρακτηριστικό γέλιο».
Για κάποιο λόγο, ενώ είχα την πληροφορία από μια παλαιότερη συνέντευξη του ηθοποιού («πήγαινες στο σινεμά ή στο θέατρο, άκουγες το γέλιο και έλεγες "α, είναι και ο Μπέργκμαν εδώ σήμερα!"», είχε πει σε κάποια συνέντευξή του), κάνω πως εκπλήσσομαι στ' αλήθεια, ίσως από σεβασμό απέναντι του.
Στο μεταξύ, σ'αυτή τη δουλειά, όσο προετοιμασμένος και να είσαι, πάντα θα σου «σκάσει» από το πουθενά μια ερώτηση που δεν είχες σημειώσει. Και εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι τον Μαξ Φον Σίντοφ ως Χριστό (στην «Ωραιότερη Ιστορία του Κόσμου» το 1965) και ως Εωσφόρο (στο «Χρήσιμα αντικείμενα» του 1993).
Κάνω εντελώς αυθόρμητα την ερώτησή μου: Πώς ένας ηθοποιός εντοπίζει μέσα του –και μάλιστα, μπορεί να διαχωρίσει– το Καλό από το Κακό; «Το θέμα είναι να έχεις μια όμορφη ιστορία να αφηγηθείς – και αυτό είναι ανεξάρτητο από το αν ο χαρακτήρας που ενσαρκώνεις είναι καλός ή κακός. Ήμουν πολύ τυχερός, ξέρετε. Είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω και τα δυο αυτά άκρα μου μέσα από τη δουλειά. Υπάρχουν ηθοποιοί της μεθόδου και υπάρχουν ηθοποιοί της τεχνικής. Δεν ήμουν ποτέ το ένα, ή το άλλο. Είναι πάντα ένας συνδυασμός».
Υπάρχουν ηθοποιοί της μεθόδου και υπάρχουν ηθοποιοί της τεχνικής. Δεν ήμουν ποτέ το ένα, ή το άλλο. Είναι πάντα ένας συνδυασμός.
Ο Σίντοφ βέβαια πότε «έμπαινε» ολοκληρωτικά σε έναν ρόλο και πότε παρακολουθούσε τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε από μια κάποια απόσταση («Εργαζόμουν μικρός σε μια θεατρική παράσταση και ο συμπρωταγωνιστής μου, που ενσάρκωνε τον Αχιλλέα, ήταν τόσο "μέσα" στο ρόλο του, που έκοψε με το σπαθί του το δάχτυλο ενός ηθοποιού. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα "πολύ καλή ερμηνεία, αλλά θα τον έκοψε τον άνθρωπο!"»).
Φυσικά, ο Σίντοφ έχει υπάρχει και αντιπρόσωπος του Καλού ενάντια στον Διάβολο, στον «Εξορκιστή» («Ποτέ δεν τρόμαξα με αυτή την ταινία, ως άθεος, αλλά το παράδοξο είναι πως το παρουσιαστικό και η ερμηνεία μου τρόμαξαν τον κόσμο – και ήμουν με τους καλούς!») και η κουβέντα στο δωμάτιο πάει, αναπόφευκτα στον Γουίλιαμ Φρίντκιν («ήμουν απολύτως πεπεισμένος πως γυρίζαμε κάτι σπουδαίο ακριβώς επειδή ο Φρίντκιν, αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε»).
Εγώ όμως θα επιστρέψω λίγο στον Μπέργκμαν. Τον ρωτώ τι ήταν αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο στη δουλειά του. «Οι συγκρούσεις, φυσικά. Όταν ενδιαφέρεσαι για τους ανθρώπους –και ο Μπέργκμαν ενδιαφερόταν πραγματικά για τους ανθρώπους– σε ενδιαφέρουν οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο που χρησιμοποιούσε τους ίδιους ηθοποιούς –και όχι μόνο– σε όλες του σχεδόν τις παραγωγές...».
Μιλάμε για «καταξιωμένους» δημιουργούς φυσικά, αλλά σκέφτομαι πως ο Σίντοφ έχει εμφανιστεί και σε ταινίες που ίσως ο Μπέργκμαν να περιφρονούσε. Θυμάμαι τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο «Nonhosonno» του Ντάριο Αρτζέντο. «Α, αυτή ήταν μια υπέροχη ταινία!» μου λέει με θαυμασμό (σ.σ.: ο ίδιος ο Αρτζέντο μου είχε πει πως ο Σίντοφ –που, όπως και οι περισσότεροι ηθοποιοί στις ταινίες του Ιταλού άρχοντα του τρόμου... πεθαίνει– παρακάλεσε τον σκηνοθέτη να αλλάξει το σενάριο, ούτως ώστε να πρωταγωνιστήσει σε ένα ενδεχόμενο σίκουελ!).
«Δεν ήσασταν ποτέ ελιτιστής», λέω στον ηθοποιό. «Κοιτάξτε, υπάρχουν ταινίες στη φιλμογραφία μου για τις οποίες έχω μετανιώσει. Ευτυχώς, όχι πολλές» (γέλια). «Ο ρόλος μου εδώ, για παράδειγμα, είναι υπέροχος. Πρόκειται για ένα εξαίσιο δράμα. Πολλοί άνθρωποι εκεί έξω θα μπορούσαν να επωφεληθούν αν το δουν. Άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται τι θα πει ζωή. Είναι, πιστεύω, ένα σημαντικό φιλμ και μια σημαντική ιστορία. Δεν ξέρω κατά πόσο εδώ στην Ελλάδα θυμούνται ακόμα αυτά τα γεγονότα...».
Εδώ και οι δυο δημοσιογράφοι στο δωμάτιο σπεύδουμε να τον διαβεβαιώσουμε πως οι μνήμες δεν έχουν χαθεί. «Έτσι πρέπει», τον ακούω να λέει ψιθυριστά, για να συνεχίσει: «Τι τραγωδία... Ελπίζω πως η ταινία μας θα έχει την ανάλογη επιτυχία. Θα δούμε, θα δούμε... Πάντως είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι εδώ!».
Σηκωνόμαστε να αποχαιρετήσουμε τον σπουδαίο ηθοποιό. Η χειραψία του είναι αδύναμη, αλλά το βλέμμα του ζεστό, και γεμάτο ζωή. Φεύγοντας, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η σκηνή που είδα να στήνεται και να γυρίζεται μπροστά στα μάτια μου. Και εκείνα τα λόγια: «Scars? It left much more than scars».
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 17.8.2018
σχόλια