Προσγειώθηκα στη Συρία Μεγάλη Παρασκευή του 2005 με πτήση της Syrian Air από το Βουκουρέστι για τη Δαμασκό, με stop-over στην Αθήνα. Το αεροπλάνο ήταν γεμάτο με μαντιλοφόρες γυναίκες και άντρες με παραδοσιακά ρούχα ‒ όπως έμαθα αργότερα, εκείνα τα χρόνια εργάζονταν στη Ρουμανία πολλοί Σύροι.
Αποφάσισα να κάνω το ταξίδι, έχοντας διαβάσει το «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου» του Νταλρίμπλ και έχοντας γνωρίσει έναν χρόνο πριν, στην Αλεξάνδρεια, τον Μοχάμεντ από τη Λατάκια και τον Ραΐντ από τη Δαμασκό. Ο πρώτος δεν ζει πια, θύμα του δεκαετούς πολέμου, και ο δεύτερος είναι παντρεμένος με Ελληνίδα στην Αθήνα. Αν και το ετοίμαζα καιρό στο μυαλό μου, δεν είχα κάνει ιδιαίτερες προετοιμασίες. Ήταν ένα ταξίδι στο άγνωστο, αποφασισμένο χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, αλλά με σκοπό να διασχίσω ολόκληρη τη χώρα, πράγμα σπάνιο για μένα.
Διέθετα μια επαφή, που ήταν ο φίλος Ντίνος Π., αρχαιολόγος που δραστηριοποιείται στη Μέση Ανατολή, δουλεύοντας σε ανασκαφές μεταξύ Αμάν και Δαμασκού. Δωμάτιο έκλεισα στο Al Majed Hotel της οδού 29ης Μαΐου, που μάλλον εντόπισα από το «Lonely Planet». Budget hotel, με οικογένειες Αράβων να μπαινοβγαίνουν. Ήσυχο και καθαρό και κυρίως με πρόσβαση στην Παλιά Πόλη.
Αν και μουσουλμανική χώρα, τόσο το επίσημο κράτος όσο και η πλειονότητα των κατοίκων σεβόταν το 20% Σύρων Χριστιανών, οι οποίοι, κάτω από τη διακυβέρνηση των αλαουιτών, μιας μουσουλμανικής αίρεσης, του Άσαντ και του κόμματος Μπάαθ, έχαιραν ισότιμης μεταχείρισης, συμβιώνοντας ειρηνικά με τους υπόλοιπους. Αυτό το επιβεβαίωσα αμέσως όταν άνοιξα την τηλεόραση στο δωμάτιό μου και είδα να προβάλλουν ευχές για το Πάσχα!
Ξέφραγα μνημεία με κοπάδια να βόσκουν ανάμεσά τους, χωριατόπαιδα να σκαρφαλώνουν στα ερείπιά τους, στη Σερζίλα, στη Αλ Μπάρα, στη Μαχαρντίγια, ανάμεσα στις ελιές, μέσα στο μεσογειακό τοπίο. Ιδανικά χωρίς τουρίστες, ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν.
Η πρώτη διερευνητική έξοδος ήταν κάπως απογοητευτική, καθώς η γύρω περιοχή ήταν μουντή, γκρίζα και καθόλου όμορφη. Μέσα σε λίγες ώρες, με το «Lonely Planet» ανά χείρας, άρχισα να προσανατολίζομαι και έφτασα με σχετική ευκολία στη στοά Αλ-Χαμεντία, που μου φάνηκε πολύ φτωχική σε σχέση με ό,τι ήξερα από άλλες αραβικές χώρες, αν μπορούμε να πούμε ότι όλες αυτές οι χώρες έχουν κάποια κοινή παράδοση. Πρόσφατα ανακαινισμένη εκείνα τα χρόνια, είχε μια αμυδρή αλλά εμφανή αναφορά σε γαλλικού τύπου passage.
Ένα από τα πρώτα μαγαζιά που «ανακάλυψα» ήταν το Bakdash, από τα πιο παραδοσιακά και ίσως το διασημότερο παγωτατζίδικο της πόλης. Από τη βιτρίνα έβλεπες τους παρασκευαστές, νέα παιδιά, να πλάθουν με τα χέρια τους το λευκό μείγμα σε χιονόμπαλες, να το ανακατεύουν σε μεγάλα καζάνια, στο τέλος να τραβάνε με τους αναδευτήρες το μαστιχωτό παγωτό σαν να είναι ένα μεγάλο μαντζούνι και ο τελευταίος στη σειρά να μοιράζει μερίδες σε μπολάκια, τα οποία πασπάλιζε με φιστίκι.
Η σάλα με τον παμπάλαιο διάκοσμο, με ανεμιστήρες στο ταβάνι και πολλά ενωμένα τραπέζια, με ταξίδεψε στην Ανατολή του ’40 και του ’50, όπως την είχα στο μυαλό μου από φωτογραφίες, αλλά κυρίως από κατασκοπευτικές ταινίες της αποικιοκρατικής Αγγλίας ‒ δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε. Αγόρασα ένα μπολάκι και κάθισα ανάμεσα σε οικογένειες, με τις γυναίκες να συνοδεύονται πάντα από τους άντρες τους και μερικές, όχι όλες, να φορούν μαντίλες.
Καταγοητευμένος από την πρώτη μου επαφή με την παλιομοδίτικη σάλα, βγήκα και προχώρησα μέχρι το τέρμα της Χαμεντία, η οποία οδηγούσε στα απομεινάρια μιας ρωμαϊκής πύλης ναού του τρίτου αιώνα, αφιερωμένου στον Δία, απέναντι ακριβώς από την είσοδο του τεμένους Ουμαγιάντ, ενός από τα πιο εντυπωσιακά τζαμιά της Μέσης Ανατολής. Εκείνο το απόγευμα προείχε να ψάξω το πατριαρχείο Αντιοχείας, για να παρακολουθήσω τον Επιτάφιο. Το πατριαρχείο Αντιοχείας έχει τη βάση του ήδη από τον δέκατο τέταρτο αιώνα στη Δαμασκό και αποτελεί το σημείο αναφοράς των αραβόφωνων ορθόδοξων χριστιανών.
Μπήκα στην Παλιά Πόλη, προσπαθώντας να εντοπίσω την περιοχή Μπαμπ Τούμα (Πύλη του Θωμά), που βρίσκεται εκατέρωθεν της Ευθείας Οδού ‒αρχαίος ελληνορωμαϊκος δρόμος, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε έναν από τους εμπορικότερους και τουριστικότερους‒, και έφτασα στο πατριαρχείο, πιστεύοντας ότι θα ακολουθήσω έναν επιτάφιο, όπως στην Ελλάδα. Αντ’ αυτού, βίωσα τον πιο παράξενο εορτασμό που μου έχει τύχει! Στο προαύλιο του ναού τέσσερα προσκοπάκια πηγαινόφερναν ένα λιτό έπιπλο υπό τους ήχους εμβατηρίων μιας μπάντας επίσης προσκόπων, συνοδεύοντας τους ιερωμένους. Κάθε τόσο η μουσική σταματούσε και σε έναν τοίχο απέναντι προβάλλονταν τμηματικά τα «Πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον, τα οποία είναι γυρισμένα στα αραμαϊκά, με αγγλικούς και αραβικούς υπότιτλους. Μάλιστα, όσο έπαιζε η μπάντα η εικόνα πάγωνε κι έτσι, μια η Μόνικα Μπελούτσι και μια η Μάγια Μόντερσεν μετατρέπονταν σε γιγάντιες αγιογραφίες.
Κάθισα και παρακολούθησα την ταινία, αφού δεν την είχα δει στον κινηματογράφο και δεν έβλεπα να γίνεται περιφορά του Επιταφίου. Όταν τέλειωσε όλο αυτό, άρχισα να ρωτάω νέα κυρίως παιδιά στα αγγλικά τι ώρα θα έπρεπε να πάω την επομένη για την Ανάσταση. Κανένας δεν ήξερε τι ώρα γινόταν η Ανάσταση, και κυρίως αν θα γινόταν καν αναστάσιμη λειτουργία! Σε όσους έλεγα ότι είμαι Έλληνας με κοιτούσαν με δέος.
Διέσχισα την περιοχή Μπαμπ Τούμα, η οποία θεωρείται χριστιανική, συναντώντας κάθε λογής ναούς αλλά και μοντέρνα καφέ-μπαρ και εστιατόρια. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μου, η πόλη έδειχνε ερημωμένη. Εντελώς τυχαία έφτασα σε μια μικρή πλατεία κατάφωτη, με μαγαζιά ανοιχτά και στο κέντρο ένα παρκάκι με μια υποτυπώδη γεφυρούλα, κάτω από την οποία περνούσε, υποτίθεται, ο ποταμός Μπαράντα! Αυτό είναι το ποτάμι της Δαμασκού, που δεν είναι μεγαλύτερο από ένα ρυάκι, αλλά κάποιοι καθόντουσαν στα γύρω παγκάκια και δροσίζονταν. Ο καιρός ήταν καλός.
Κάθισα να φάω σε ένα λιλιπούτειο μαγειρειό. Ζήτησα κεμπέ, σαλάτα και αριάν. Μου ήρθαν συνοδευτικά άλλα τρία πιάτα. Οι σερβιτόροι, ευγενικοί και χαμογελαστοί, σκίστηκαν να με περιποιηθούν. Ο λογαριασμός ήταν απίστευτα μικρός και όταν τον μετέτρεψα στο δικό μας νόμισμα, διαπίστωσα ότι είχα πληρώσει μόλις 3 ευρώ.
Το επόμενο πρωινό, Μεγάλο Σάββατο, την πόλη έλουζε καυτός ήλιος. Βγήκα στους δρόμους και, επιστρατεύοντας το ένστικτό μου, σύντομα βρέθηκα σε μια λαϊκή αγορά που με οδήγησε σε ένα σουκ, όπου έβρισκες από καρυκεύματα μέχρι καφέδες, φρουί γλασέ, που αποτελούν το αγαπημένο τους γλύκισμα, φούρνους που έφτιαχναν υπέροχα πιτάκια και υφάσματα, χαλιά, σαπούνια, σκεύη μαγειρέματος, είδη σπιτιού. Αλλά και τεχνίτες κάθε λογής, από απλούς τσαγκάρηδες μέχρι σαμαράδες. Πραγματικό ανατολίτικο παζάρι με αφθονία, μια πανδαισία χρωμάτων και μυρουδιών. Ο κόσμος παζάρευε και ψώνιζε και το πιο ευχάριστο ήταν ότι δεν συναντούσες ούτε έναν ξένο!
Διέσχισα μια πόλη που ζούσε με τους ρυθμούς και τις συνήθειες δεκαετιών, αν όχι αιώνων, ενώ οι άνθρωποι με αντιμετώπιζαν με αξιοθαύμαστη ευγένεια και φιλική διάθεση και ό,τι αγόραζα ή έτρωγα κόστιζε ελάχιστα. Ήταν τρομερά συγκινητικό, μου έφερνε μνήμες από την Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων, τη μακρινή δεκαετία του ’70 με τα μπακάλικα, τα μανάβικα, τα οικογενειακά ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, όπου οι νοικοκυραίοι έδιναν να ψηθεί το φαγητό, γιατί δεν είχαν ηλεκτρικό φούρνο σπίτι τους, και όλα μοσχομύριζαν.
Τα βήματά μου με έφεραν πάλι στη Χαμεντία και αποκεί στο τζαμί Ουμαγιάντ. Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στον ιερό χώρο. Χτισμένο επάνω σε βυζαντινό ναό ‒στις πλαϊνές πύλες, μάλιστα, υπάρχουν ακόμα ελληνικές επιγραφές‒, αποτελεί πια το κυρίαρχο τέμενος της Δαμασκού. Η αυλή διέθετε ένα απαστράπτον μαρμάρινο δάπεδο, στο οποίο καθόντουσαν κατάχαμα διάφορες παρέες και οικογένειες, ενώ παιδάκια έπαιζαν, γλιστρώντας επάνω του. Αλλά και το μεγάλο εσωτερικό, καλυμμένο πέρα για πέρα από χαλιά, θύμιζε πάρκο, όπου οι οικογένειες άνοιγαν τους ντορβάδες τους και κολάτσιζαν, την ίδια στιγμή που γύρω τους τα παιδιά έτρεχαν. Προφανώς, δεν ήταν ώρα προσευχής.
Το βραδινό μου ραντεβού με τον Ντίνο ήταν νωρίς, για να πάμε στην Ανάσταση, αλλά, μη ξέροντας ποια εκκλησία θα έκανε, έπρεπε να ψάξουμε. Ξεκινήσαμε από το πατριαρχείο, όπου μας βεβαίωσαν ότι Ανάσταση δεν θα γινόταν εκεί, τουλάχιστον όχι εκείνο το βράδυ! Έτσι αρχίσαμε έναν μαραθώνιο να βρούμε πού θα κάναμε Ανάσταση. Μπήκαμε και βγήκαμε σε ελληνορθόδοξους, σε αραβόφωνους, σε αρμένικους, σε ελληνο-καθολικούς και συρο-καθολικούς ναούς, τίποτα!
Τέλος, βρεθήκαμε σε έναν μικρό ναό συρο-ορθόδοξων, όπου η λειτουργία γινόταν στα αραμαϊκά. Σιγά-σιγά γέμιζε από κόσμο, μεγάλους αλλά και νεότερους, όλοι τους καθαροί και νοικοκυρεμένοι. Σε βαθιά κατάνυξη, παρακολουθούσαν με ευλάβεια τη λειτουργία και, όποτε χρειαζόταν, γονάτιζαν ή σηκώνονταν όρθιοι. Το καλοσυνάτο τους χαμόγελο έδειχνε συστολή και ταπεινότητα. Ήμουν βέβαιος ότι οι άνθρωποι αυτοί, καταδιωγμένοι στο παρελθόν από αλλόθρησκους και καθεστωτικές πολιτικές, έβρισκαν στη θρησκευτική τους πίστη το μόνο καταφύγιο ελευθερίας και ουσιαστικής απόδρασης από τη φτώχεια τους. Η Ανάσταση δεν είχε ούτε λαμπάδες αναμμένες, ούτε σπάσιμο κόκκινων αυγών, ούτε βεγγαλικά. Ολοκληρώθηκε ήσυχα.
Φυσικά, δεν φάγαμε μαγειρίτσα εκείνο το βράδυ. Καταλήξαμε σε ένα υπέροχο εστιατόριο απέναντι από το πολυτελές κατάστημα της γνωστής φίρμας σοκολάτας Ghraoui, όπου και πάλι ήρθαν τετραπλάσια πιάτα απ’ όσα παραγγείλαμε, πληρώνοντας μηδαμινά.
Τις επόμενες μέρες όργωσα την πόλη με τα πόδια, ανακαλύπτοντας πανέμορφες γειτονιές, μικροαστικές, μεσοαστικές, πλούσιες αλλά και ξεπεσμένες, με συγκλονιστικά αρχοντικά και πολυκατοικίες εποχής γαλλικής «μαντά» (mandate), παλάτια και μνημεία, μουσεία εγκαταλελειμμένα και παμπάλαια τζαμιά και νεκροταφεία, αυλές, σιντριβάνια, πάρκα. Και πάντα τα καθάρια βλέμματα των ανθρώπων με την ανιδιοτελή καλοσύνη και την αγνή, λαϊκή τους αφέλεια. Συχνά ένας κρυφός ασφαλίτης σε παρακολουθούσε και, πλησιάζοντάς σε δήθεν τυχαία, ήθελε να μάθει γιατί βρίσκεσαι εκεί και τι ψάχνεις…
Το ταξίδι στην υπόλοιπη χώρα ήταν μια μαγική διαδρομή και τώρα που η Συρία έχει καταστραφεί ολοσχερώς είμαι βέβαιος ότι οποιοσδήποτε είχε την τύχη να την επισκεφτεί σε εποχές ειρήνης θα του σπαράζει η καρδιά. Η Συρία αποτελεί έναν ζωντανό σύνδεσμο με το Βυζάντιο και την ιστορία του. Οι νεκρές πόλεις στον Βορρά, κοντά στο Χαλέπι, το αποδεικνύουν περίτρανα. Τις επισκέφτηκα με Γάλλους συνταξιδιώτες που γνώρισα στην Παλμύρα (με τους οποίους διέσχισα όλη την έρημο μέχρι τον Ευφράτη με αυτοκίνητο) και νιώθαμε σαν περιηγητές του δέκατου όγδοου αιώνα.
Ξέφραγα μνημεία με κοπάδια να βόσκουν ανάμεσά τους, χωριατόπαιδα να σκαρφαλώνουν στα ερείπιά τους, στη Σερζίλα, στη Αλ Μπάρα, στη Μαχαρντίγια, ανάμεσα στις ελιές, μέσα στο μεσογειακό τοπίο. Ιδανικά χωρίς τουρίστες, ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν. Όπως και η επίσκεψη στον καθεδρικό ναό του Αγίου Συμεών του Στυλίτη ή, για να ακριβολογώ, σε ό,τι έχει απομείνει από αυτόν. Αλλά και στην πανάρχαια πόλη του Χαλεπίου, με τις αμέτρητες χριστιανικές εκκλησίες της αρχαίας και άκρως τουριστικής τότε περιοχής Ζντάιντε (σήμερα, πια, μεγάλο μέρος της είναι χαλάσματα και ρημαδιό), με το συγκλονιστικό της φρούριο και το συναρπαστικό της σουκ, το επίκεντρο της κοινωνικής και εμπορικής ζωής από τον δέκατο τρίτο αιώνα, που έκαψαν πριν από μερικά χρόνια οι ισλαμιστές, τα εκπληκτικά παλιά ξενοδοχεία, όπως το περίφημο Baron, απ’ όπου έχουν περάσει από την Άγκαθα Κρίστι μέχρι τον Λόρενς της Αραβίας και από τον Ρούσβελτ μέχρι τον Ατατούρκ και το οποίο παραμένει με τη διακόσμηση του 1920, με αφίσες της παλιάς βρετανικής αεροπορικής εταιρείας BOAC και του Orient Express, παροπλισμένο πια αγαπημένο στέκι εναλλακτικών ταξιδιωτών που έκανε κι εμένα να ξαναγυρίσω μία ακόμα φορά μερικά χρόνια αργότερα, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, για να μείνω στο αγαπημένο μου δωμάτιο 302!
Η Παλμύρα είναι μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία! Δεν θα ξεχάσω όσο ζω την είσοδό μου σε αυτήν μέσα στο σκοτάδι, με το αεράκι να φυσάει και να φέρνει πάνω μου όλη την αύρα ιστορίας αιώνων. Πόσο μάλλον τη στιγμή που αντίκρισα με το φως της μέρας τον Ναό του Μπάαλ, το αμφιθέατρο, τους δρόμους της αρχαίας πόλης, τους τάφους ή το Zenobia Cham Palace Hotel, απομεινάρι κι αυτό της αγγλικής αποικιοκρατίας, όπου παίρνεις το πρωινό σου ανάμεσα σε ερείπια.
Η Λατάκια, η αρχαία Λαοδικεία που ίδρυσε ο Σέλευκος Α’ και της έδωσε το όνομα της μητέρας του, αποτέλεσε, την εποχή των Σταυροφοριών, μέρος του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Γενέτειρα της οικογένειας του Άσαντ και πρώην κρατίδιο των αλαουιτών, δεν είχε πολλά να δείξει όταν την επισκέφτηκα στο πρώτο μου εκείνο ταξίδι. Την επισκέφτηκα μόνο για χάρη του φίλου Μοχάμεντ Σεκούρ. Λιμάνι το οποίο κάλυπτε ολόκληρη την κορνίς, την παραλιακή βόλτα, φράζοντας τη θέα της Μεσογείου, είναι διάσημη και ως καλοκαιρινό θέρετρο.
Ο Μοχάμεντ με υποδέχτηκε μαζί με τα αδέλφια του, τον Γιούνις και τον Φιράς, και με φίλεψαν στο πατρικό τους. Γέλασα πολύ με αυτά τα παιδιά και τους φίλους τους, ο Μοχάμεντ ήλπιζε ότι θα μπορούσα να του βρω δουλειά στην Ελλάδα. Για αρκετά χρόνια μιλούσαμε στο τηλέφωνο και στο Skype. Την τελευταία φορά ήταν όλη του η παρέα στην κάμερα και σιωπούσαν. Σαν να μην τολμούσαν να μου εκμυστηρευτούν όλα όσα ήθελαν. Με την ντροπή και τη συστολή που διαθέτουν οι ηττημένοι και οι φοβισμένοι άνθρωποι. Δεν γελούσαν όπως παλιά, μόνο ο Μοχάμεντ μου είπε: «Δεν ξέρετε στην Ευρώπη τι είναι σωστό για τη Συρία». Ήταν η τελευταία φορά που τον άκουσα.
Μερικούς μήνες αργότερα είδα στο Facebook του φωτογραφία του τάφου του. Αλλά τάφος έγινε σύντομα και η υπόλοιπη Συρία. Δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναδώ τον τόπο αυτό, που αποτέλεσε για μένα ένα εσωτερικό, σχεδόν μυστηριακό ταξίδι στην παιδική μου ηλικία. Γιατί η Συρία που έζησα, κυρίως εκείνη την πρώτη φορά ‒γιατί ακολούθησαν άλλες δύο, που δυστυχώς μου την απομυθοποίησαν‒, ήταν ένας τόπος αρχέγονος, με υπέροχους ανθρώπους. Όπως ήταν κάποτε και οι Έλληνες, προτού γίνουν επικριτές των ηττημένων και των φοβισμένων.