Η Μαρίλη Μαργωμένου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε master στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Έχει εργαστεί είκοσι πέντε χρόνια ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και στην τηλεόραση.
Τη συναντώ διαδικτυακά με αφορμή το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Το θηρίο βγήκε βόλτα», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στις πεντακόσιες σελίδες του μυθιστορήματος ο αναγνώστης παρακολουθεί τον σκοτεινό κόσμο της φυλακής, του εγκλεισμού και των κρατουμένων. Η πλοκή της ιστορίας ξετυλίγεται με συναρπαστικό τρόπο και ο πυρήνας του εστιάζει στους λόγους που ένας πράος και καθημερινός άνθρωπος μετατρέπεται σε θηρίο.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα η ίδια βρίσκεται στην όμορφη Μάνη. Έχει αποσυρθεί από την ενεργό δημοσιογραφία και η συγγραφή του βιβλίου λειτούργησε για εκείνη ως διέξοδος.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την πανδημία, τη δημοσιογραφία, τις εφημερίδες, το θέμα που δεν θα ξεχάσει ποτέ, τη λογοτεχνία, το γράψιμο, το ελληνικό MeΤoo αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι τίτλο θα δίνατε στην εποχή μας και γιατί;
«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή», του Σαββόπουλου. Δεν είμαι σίγουρη αν είναι τίτλος για την εποχή μας ή για το πώς τη ζω εγώ. Άλλωστε, δεν μπορώ να τα διαχωρίσω αυτά τα δύο πολύ καλά, αλλά ώρες-ώρες βλέπω κάτι που με στέλνει μια πενταετία πίσω, ένα τυχαίο δημοσίευμα, ας πούμε, που 'χα γράψει εκείνο το διάστημα, ή το κολάρο του σκύλου μου, του Λούπινου, κλεισμένο σ’ ένα ντουλάπι, και είναι σαν να τα ζούσε άλλος άνθρωπος αυτά. Ήρθε και ο Covid, και γίναμε ξαφνικά κομπάρσοι σε ταινία καταστροφής. Όλοι μαζί καλεσμένοι σε ένα μαύρο πάρτι. «Θλιμμένοι στη γιορτή μας», που λένε οι Τρύπες. Άλλος ωραίος τίτλος για την εποχή μας.
Το ανθρώπινο μυαλό έχει μια υπέροχη ιδιότητα: μπορεί να επεξεργάζεται μόνο μία σκέψη τη φορά. Υπ’ αυτή την έννοια, το διάβασμα είναι σαν τον διαλογισμό. Όσο διαβάζεις, ανοίγει ένας χώρος μέσα σου και απαλύνονται όλα τα άλλα που σου συμβαίνουν, τα επεξεργάζεσαι σιωπηλά, χωρίς να σε πνίγει η έντασή τους.
— Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το αποτύπωμα της πανδημίας;
Νομίζω ότι έχουμε στοκάρει όλοι ένα απόθεμα θλίψης μέσα μας – άλλοι τσαλαβούτησαν στη φρίκη, έχασαν τους ανθρώπους τους, άλλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους, που κι αυτή μια φρίκη είναι, αν δεν έχεις πάρει νωρίτερα τα μέτρα σου. Δεν νομίζω πως θα την ξεχάσουμε ποτέ την εποχή αυτή, αλλά έχω μια αίσθηση πως θα την αποσιωπήσουμε γρήγορα, όπως όλα αυτά που μας τρομάζουν, επειδή μας σέρνουν πιο κοντά στο «ναι, αλλά κάποια στιγμή θα 'μαι εγώ αυτός ο τύπος στο κρεβάτι που τον κοιτάζουν οι άλλοι σαν να 'χει τεζάρει ήδη».
— Πώς είναι η καθημερινότητά σας στη Μάνη;
Είναι σκληρό μέρος η Μάνη, δεν μπορείς να τη φέρεις στα μέτρα σου, μπορείς μόνο να την αφήσεις να σε φέρει εκείνη στα δικά της – ειδικά αν είσαι απ’ τα καλομαθημένα παιδιά της Αθήνας, σαν κι εμένα. Έρχονται οι κάθετοι βράχοι του Ταϋγέτου και κόβουν τη θάλασσα και ορίζουν το τοπίο και τους ανθρώπους μαζί.
Εγώ, απ’ την αρχή, δεκαπέντε χρόνια πριν, που την ανακάλυψα, την έβλεπα λιγάκι σαν την αυλή του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Τότε κάναμε διακοπές στο Καλαμίτσι, αυτό το φοβερό ξενοδοχείο μεσ’ στις ελιές, όπου έμενε κάποτε ο Μπρους Τσάτουιν. Όταν ο Φέρμορ έλειπε στην Αγγλία, πολλές φορές, τα απογεύματα πηδάγαμε τη μάντρα του σπιτιού του και καθόμασταν εκεί, στην αυλή του, στα μωσαϊκά του κήπου με τις καμάρες και τις ελιές. Ίσως φταίνε οι μύθοι στο κεφάλι μου, δεν ξέρω, αλλά έχει έναν ηλεκτρισμό αυτό το μέρος.
Κάπου εκεί, λοιπόν, ήταν που ξεκίνησα να γράφω. Τώρα, απ’ την αρχή της καραντίνας, έχω χτίσει μια καθημερινότητα γύρω απ’ το γράψιμο. Μονοπάτια, βόλτες με τη Σπίθα, τον σκύλο μου, και στο μυαλό μου κάτι τύποι που ψάχνουν μια κάποια λύση στη χάρτινη ζωή τους, κι αν δεν τη βρω εγώ, δεν θα τη βρει κανείς. Είναι μια ευχάριστη αλλαγή απ’ τη δημοσιογραφία – εκεί τη δυστυχία των ανθρώπων μπορείς μόνο να την περιγράψεις, ποτέ να την απαλύνεις.
— Τι σας γοητεύει και τι δεν σας αρέσει σήμερα στη δημοσιογραφία;
Τώρα θα πρέπει να σκεφτείτε τον άνθρωπο που αγαπήσατε περισσότερο στη ζωή σας και να μου πείτε τι θα απαντούσατε στην ίδια ερώτηση λίγο καιρό αφότου σας πρόδωσε και σας απάτησε με κάποιον κρετίνο.
Υπό αυτό το πρίσμα, γιατί εγώ έτσι τον βίωσα τον χωρισμό με τη δουλειά που αγάπησα, θα σας πω πως στη δημοσιογραφία, όπως είναι σήμερα, δεν μου αρέσει ούτε που ψάχνει ξεπέτες για να γεμίσει κουτάκια, ούτε που δεν τη νοιάζει ποιος γράφει γι’ αυτήν, αρκεί να της γεμίζει τις σελίδες και να ζει με ψίχουλα, ούτε που ευτέλισε το κοινό της, δωρίζοντάς του σκουπίδια στο σελοφάν του κυριακάτικου, ούτε που εκμαύλισε τους αναγνώστες της, χαϊδεύοντας τρυφερά τα μισόκουφα, πλέον, αυτιά τους. Αυτό που μου αρέσει είναι που από καθαρή τύχη και λόγω της υποστήριξης της οικογένειάς μου δεν είμαι αναγκασμένη να τα ζω όλ’ αυτά από κοντά. Αυτό, αληθινά, μου αρέσει πάρα πολύ.
— Μπορούν οι εφημερίδες να έχουν μέλλον; Πόσο μας έχουν επηρεάσει τα social media;
Δηλαδή εσείς βλέπετε οι εφημερίδες να έχουν παρόν; Δυο-τρεις τίτλοι αντέχουν ακόμα ή έτσι νομίζουμε, γιατί αν πάρετε μια εφημερίδα του 1995 και την ανοίξετε, θα βρείτε μέσα θησαυρούς. Τα άρθρα του Πλωρίτη, τη «Σίβυλλα» του Λαμπίδη, τον «Άνεμο» του Αναστασιάδη, τη στήλη του Σουρούνη, το «Σάββατο βράδυ - Κυριακή πρωί» του Τσαγκαρουσιάνου… Τι να λέμε τώρα; Είναι εύκολο να ρίχνουμε το ανάθεμα στα social media, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως οι εφημερίδες φτήνυναν. Καλά κείμενα μόνο σε μερικά portals βρίσκει πια κανείς, σε κάτι κιβωτούς γραφιάδων σαν τη LiFO, επανδρωμένες με τους τελευταίους της ράτσας μας, που αρνούνται να κατεβάσουν τα μολύβια.
Τα social media, αν τα δει κανείς δημοσιογραφικά, είναι ένα διαρκές χάσιμο, ένας χυλός που σε μπουχτίζει, και πάντως δεν σου μαθαίνει τίποτα. Αυτή η περίφημη «δημοσιογραφία των πολιτών» είναι ευτελισμός της δουλειάς μας. Ένα πληκτρολόγιο και μια κάμερα στο κινητό δεν σε κάνουν δημοσιογράφο, θαμώνα καφενείου σε κάνει. Η είδηση μια αφορμή είναι, πρέπει να βρεθεί ένας άνθρωπος να ρίξει πάνω της φως, να την κάνει καθρέφτη για να δεις τον εαυτό σου μέσα απ’ το κείμενό του. Αλλά αυτό θέλει φωτισμένους γραφιάδες, όχι ανθρώπους που ακόμα και το ελάχιστο κέφι που τους έχει απομείνει το ακρωτηριάζουν κάθε απόγευμα τα κουτάκια του κασέ.
— Μετά από πολλά χρόνια στη δημοσιογραφία, είστε πλέον εκτός επαγγέλματος. Γιατί συνέβη αυτό; Ήταν περισσότερα τα «ναι» ή τα «όχι» που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαδρομή σας;
Πάντα ένα «όχι» είναι που φέρνει την καταστροφή. Το «όχι», βέβαια, είναι πολυτέλεια – μην κάνουμε τους μάγκες, αν είχα παιδιά, δάνεια και υποθήκες, πιθανότατα θα 'λεγα «ναι» σε όλα, τι να 'κανα; Ξέρω φοβερά ταλαντούχους ανθρώπους που αναγκάζονται να λένε ακόμα «ναι», κι ας το μισούν το επάγγελμα όπως έχει γίνει. Εγώ από καθαρή τύχη ξέφυγα. Επειδή είχα φοβερή περιέργεια για τα πράγματα και τους ανθρώπους σε βαθμό ψύχωσης, τη δουλειά την έβλεπα κυρίως ως μηχανισμό εκπλήρωσης ονείρων.
Όταν πήρα τον πρώτο μου μισθό απ’ το «Βήμα» το 1995 σκεφτόμουν: «Αυτοί είναι τρελοί, με πληρώνουν για να γράφω!». Έβαζα στο μυαλό μου κάτι απίθανο και πήγαινα και το 'κανα. Ήταν σαν να ζεις πολλές ζωές σε μία: σαν να μπαίνεις σε ένα ορυχείο χρυσού στα έγκατα της γης, να γνωρίζεις τον Ρίτσαρντ Μπράνσον, να τρέχεις σε αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας στα Λιμανάκια, να σου δείχνει ο Καρλ Λιούις πώς τινάζει το πόδι του στον βατήρα της εκκίνησης, να νιώθεις τη γη να τρέμει, ενώ εκτοξεύεται μπροστά σου ένας δορυφόρος στο Διάστημα, να παίρνεις τηλέφωνο τον Γούντι Άλεν και να σε βρίζει, να κοιμάσαι σε ένα ιγκλού στον Όλυμπο ανάμεσα σε επτά καταδρομείς. Μια σουρεαλιστική bucket list, χωρίς καν να χρειαστεί να πεθάνεις στο τέλος.
Και το καλύτερο: για να τα κάνεις όλ’ αυτά δεν χρειαζόταν να λες «όχι», αρκεί να είχες μια υπερβατική ιδέα να προτείνεις. Δεν υπάρχει αρχισυντάκτης στο σύμπαν που να του πεις πως θα βρεις Έλληνες που γλίτωσαν από πλοία που βυθίστηκαν και αεροπλάνα που έπεσαν και θα σου εξηγήσουν τι είναι αυτό στον χαρακτήρα τους που τους έσωσε την κρίσιμη στιγμή κι αυτός να σου απαντήσει: «Μπα, κάνε μου καλύτερα τα αποθέματα νερού της ΕΥΔΑΠ». Ή, τέλος πάντων, τότε δεν υπήρχε.
Έτσι πέρασαν είκοσι υπέροχα χρόνια. Κι ύστερα κάτι χάλασε και τελείωσε η μαγική εποχή. Στην πραγματικότητα, δεν χρειάστηκε καν να πω «όχι». Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. «Ήταν νύχτα, και τώρα είναι πρωί» που λέει ο Μαργαρίτης. Πήρα το δημοσιογραφικό μου καπελάκι και πάμε γι’ άλλες πολιτείες.
— Πείτε μου ένα από τα θέματα που έχετε κάνει και δεν θα ξεχάσετε ποτέ.
Λοιπόν, δεν ήταν ακριβώς θέμα, γιατί δεν γράφτηκε ποτέ στην εφημερίδα, αλλά ήταν το μόνιμο απωθημένο μου: να μπω στον Κορυδαλλό. Μετά από άπειρες αρνήσεις, το 2015 ένας φίλος μου κατάφερε να εξασφαλίσει μια άδεια: μας έδωσαν μία ολόκληρη μέρα να γυρίσουμε τη φυλακή, να δούμε ό,τι θέλουμε, να μιλήσουμε με όποιον θέλουμε, αλλά με έναν όρο: να μη γράψουμε ούτε λέξη.
Με το που μπήκαμε στο Διοικητήριο, που λέτε, ήρθε ένας νεαρός με ποδιά σερβιτόρου – «τι θα πάρετε;» μου κάνει. Πριν απαντήσω, πετιέται ο δεσμοφύλακας: «Πες της, ρε μεγάλε, γιατί είσαι εδώ». «Ε, μωρέ», λέει ο νεαρός, «με καμάκωσε ένας καραγκιόζης και του τσάκισα το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι, γιατί εγώ είμαι άντρας». Και χαμογέλασε. «Λοιπόν, τι θα πάρετε;»
Μετά, προχωρούσαμε σε έναν διάδρομο και σε ένα δωμάτιο στο πλάι του βρήκαμε τον Βασίλη Στεφανάκο, τον απόλυτο άρχοντα των φυλακών τότε. Είχε τα πόδια πάνω σ’ ένα γραφείο, τον καφέ του δίπλα και γύρω-γύρω τους πιο γνωστούς ποινικούς της χώρας να τον ακούνε, όπως οι μαθητές τον Χριστό. Ο δε Στεφανάκος έκανε μια εξαιρετική ανάλυση για τον κυνισμό του καπιταλισμού που εξοντώνει την ανθρώπινη ευαισθησία – ποιος να το 'λεγε;
Ήταν σουρεαλιστική εμπειρία ο Κορυδαλλός, σαν ταινία του Ταραντίνο που κάπως τρύπωσε μέσα και ο Γιάννης Δαλιανίδης. Θυμάμαι μια αίσθηση κρύου στο ψυχιατρείο των φυλακών και να σηκώνονται οι τρίχες στο σβέρκο μου όταν συνειδητοποίησα πως ο τύπος δίπλα μου με κοιτάζει. Οι βολβοί των ματιών του έχουν πεταχτεί έξω απ’ τα ψυχοφάρμακα κι εγώ του ρίχνω μια ματιά και σκέφτομαι: «Πω, πω, αυτός είναι ίδιος ο Θεόφιλος Σεχίδης!». Κι αμέσως μετά θυμάμαι πού βρίσκομαι και συνειδητοποιώ πως είναι ο Σεχίδης και με κοιτάζει με τον πολύ συγκεκριμένο τρόπο που κοιτούν τα λιοντάρια τις αντιλόπες και οι γάτες τα τζιτζίκια.
— Με το μυθιστόρημα «Το θηρίο βγήκε βόλτα» κάνετε την πρώτη της απόπειρα στη λογοτεχνία. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Εντάξει, εκεί με τον Κορυδαλλό άρχισα να το σκέφτομαι, κυρίως γιατί είχα πολύ δυνατό υλικό σε σημειώσεις και μ’ έτρωγε να το κάνω κάτι. Αλλά το αποφάσισα όταν έγινε η ζωή μου σαν του πρωταγωνιστή του βιβλίου: εκτός δημοσιογραφίας, στην πίεση της κρίσης, με πολύ δικούς μου ανθρώπους να αρρωσταίνουν ο ένας μετά τον άλλον και χωρίς καμία προοπτική επιστροφής σε αυτό που ήξερα ως κανονική κατάσταση.
Είχα ξεκινήσει ήδη ένα μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου τότε κι αυτό επέσπευσε τα πράγματα: έπρεπε να βρω ένα θέμα για τη διπλωματική μου. Σκέφτηκα μια φυλακή ως μαύρη φάρσα – στην πραγματικότητα δεν ήθελα να γράψω βιβλίο. Να αποφορτίσω την κατάσταση ήθελα και η καταφυγή στην κωμική πλευρά της ζωής ήταν πάντα ο αγαπημένος μου τρόπος.
— Το βιβλίο εξελίσσεται στις φυλακές του Βόθωνα. Τι κρατάτε από τις συνεντεύξεις που έχετε κάνει στο παρελθόν με φυλακισμένους;
Τη βαθιά πίστη όλων ανεξαιρέτως των κρατούμενων πως είναι αθώα θύματα κάποιας καλοστημένης πλεκτάνης. Επίσης, αυτήν τη μυστήρια τάση που έχουν να ξεκινάνε τις ιστορίες τους απ’ τη μέση. Λες, ας πούμε, σ’ έναν τύπο που σκότωσε τον αδελφό του πως είσαι δημοσιογράφος κι αυτός αυτομάτως ξεκινάει: «Κι εμένα, δημοσιογράφε, πώς με κόβεις; Βλάκας νομίζεις πως είμαι, να βουτήξω τη βαλίτσα; Αφού θα μ’ έπαιρναν γραμμή τα καλόπαιδα, το 'πιασες;». Κι εσύ του γνέφεις «ναι» και από μέσα σου σκέφτεσαι: «Τι λέει; Ποια βαλίτσα; Ποια καλόπαιδα;». Δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα σού μιλάει.
— Μέσα από τη συγγραφή ανακαλύψατε πράγματα που δεν γνωρίζατε για τον εαυτό σας;
Περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα. Κάπου στη μέση του βιβλίου ξεκλειδώνουν οι χαρακτήρες και βλέπεις τις αναλογίες, ποιος είναι ποιος στη ζωή σου και πόσο θάλασσα τα έχεις κάνει μαζί τους για να ‘στε όλοι μαζί μέσα σε κάτι που μοιάζει με φυλακή. Το καλό είναι πως αποκεί και πέρα έχεις την αίσθηση πως ξαναγράφεις την ιστορία, αυτήν τη φορά με τρόπο που να την αντέχεις καλύτερα. Είναι σαν ατομική ψυχοθεραπεία. Ώρες-ώρες δυσάρεστη, αλλά εκ των υστέρων πολύ απελευθερωτική.
— Όταν κάποιος διαβάσει το βιβλίο σας θα αντιληφθεί ότι ο πρωταγωνιστής είναι ένας άνθρωπος που μεταλλάσσεται από καθημερινός άνθρωπος σε θηρίο. Πώς μπορεί ένα άτομο να οδηγηθεί από το ένα άκρο στο άλλο;
Ε, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Ένα θηρίο εν υπνώσει υπάρχει μέσα στον καθένα μας. Λίγη πίεση στα σωστά σημεία θέλει ο άνθρωπος για να απασφαλίσει. Αυτοί οι τύποι που μες στην πανδημία κάνουν πάρτι δεν είναι λιγότερο θηρία απ’ τον Βύρωνα στο βιβλίο. Φοβούνται την αλλαγή, νιώθουν την απειλή και αποφασίζουν να αγνοήσουν τα πάντα, εκτός απ’ την επιθυμία τους να περάσουν καλά. Άρση αναστολών: αποκεί ξεκινάνε όλα. Ο άλλος πεθαίνει στο νοσοκομείο κι εσύ χοροπηδάς στα τραπέζια: το θηρίο βολτάρει ελεύθερο. Ή σκεφτείτε το ελληνικό MeToo. Θηρία δεν είναι όλοι αυτοί που τους χειροκροτούσαμε κιόλας τόσα χρόνια;
— Τελικά, ζούμε σε έναν κόσμο ανδρών; Πώς κρίνετε το ελληνικό MeΤoo; Όσο ήσασταν στη δημοσιογραφία είχατε δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση;
Δεν νομίζω να υπάρχει γυναίκα στην Ελλάδα που να μην έχει δεχτεί κάποιου τύπου σεξουαλική παρενόχληση, αλλά δεν είναι όλα τα περιστατικά του ίδιου βάρους. Εμένα, ευτυχώς, δεν μου συνέβη τίποτε ακραία τραυματικό, όμως είδα φίλες μου να συντρίβονται: αυτοί οι τύποι μπορούν να σημαδέψουν ένα αθώο πλάσμα για μια ζωή.
Υπάρχουν πολλά που μένουν να ακουστούν, οι πιο πολλοί σκελετοί είναι ακόμα στο ντουλάπι και γι’ αυτό θεωρώ πως δεν προσφέρουμε καλές υπηρεσίες όταν παράγουμε θόρυβο με ασήμαντες ιστορίες. Αυτοί οι άνθρωποι που πέρασαν διά πυρός και σιδήρου μακάρι να βρουν το θάρρος να ανοίξουν το στόμα τους, να σώσουν τουλάχιστον τους επόμενους. Δεν είναι κόσμος ανδρών αυτός που αποκαλύπτεται. Κόσμος αρσενικών τεράτων είναι. Και οι άνδρες δεινοπαθούν όταν τους βρουν αδύναμους.
— Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί στην ελληνική πραγματικότητα;
Να σας πω την αλήθεια, πέρασα είκοσι χρόνια γράφοντας στις εφημερίδες όλα αυτά που με ενοχλούσαν. Δεν ήμουν ποτέ της σχολής «σφάζω με το βαμβάκι», προτιμούσα το μαχαίρι, και έγραφα κείμενα που ίσως και να ήταν πιο σκληρά απ’ όσο θα έπρεπε. Παρά ταύτα, δεν θυμάμαι ούτε μία φορά που να κατάφερα να αλλάξω κάτι που μ’ ενοχλούσε. Πλέον έχω ασπαστεί το δόγμα του Σνούπι. Ο σοφός αυτός σκύλος σε ένα καρέ έλεγε: «Κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω τους ανθρώπους. Τώρα θ’ αφήσω τους ανθρώπους να καταλάβουν εμένα».
— Τι είναι αυτό που αγαπάτε στη λογοτεχνία; Τι διαβάζετε αυτήν την περίοδο;
Το ανθρώπινο μυαλό έχει μια υπέροχη ιδιότητα: μπορεί να επεξεργάζεται μόνο μία σκέψη τη φορά. Υπ’ αυτή την έννοια, το διάβασμα είναι σαν τον διαλογισμό. Όσο διαβάζεις, ανοίγει ένας χώρος μέσα σου και απαλύνονται όλα τ’ άλλα που σου συμβαίνουν, τα επεξεργάζεσαι σιωπηλά, χωρίς να σε πνίγει η έντασή τους. Είναι περίπου αυτό που έλεγε η Σκάρλετ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος»: «Θα το σκεφτώ αύριο. Αύριο είναι μια άλλη μέρα. Δεν θα πονάει τόσο πολύ».
Είναι μια σανίδα σωτηρίας η λογοτεχνία. Ζεις τις ζωές των άλλων, κλέβεις τη γνώση τους, αλλά δεν φορτώνεσαι τις πληγές τους. Αυτές τις μέρες διαβάζω μια νουβέλα, τον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς» του Τολστόι. Αν, όπως λέει ένας φίλος μου, όλα τα βιβλία γράφουν για τον έρωτα, ή για τον θάνατο, ή για την επανάσταση, νομίζω πως μ’ αυτήν τη νουβέλα ο θάνατος ως θέμα έχει κλείσει – είναι σαν να πέθανε ο Τολστόι, να γύρισε πίσω και να ‘γραψε το κείμενο.
— Ποιους ξένους συγγραφείς ξεχωρίζετε; Ποιο βιβλίο σάς καθόρισε;
Ξεχωρίζω βιβλία, όχι συγγραφείς, γιατί οι άνθρωποι σε απογοητεύουν, ενώ τα βιβλία είναι πάντα εκεί για σένα. Το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, τη «Φωλιά του κούκου» του Ken Kesey, το «Περί τυφλότητος» του Σαραμάγκου. Το βιβλίο που με καθόρισε ήταν ο «Λύκος της Στέπας» του Χέρμαν Έσε. Στα δεκαπέντε μου το πήρα απ’ τη βιβλιοθήκη του αδελφού μου και ήταν σαν να τραντάχτηκε ο κόσμος. Το διάβαζα και δεν το πίστευα – υπήρχαν κομμάτια που ήταν σαν να είχαν γραφτεί για μένα. Καλύτερα: ήταν σαν να ήμουν εγώ. Για πολύ καιρό έψαχνα να βρω πώς είναι δυνατό να νιώθεις μια τόσο δυνατή συγγένεια με ένα φανταστικό πλάσμα, πώς γίνεται ο ήρωας ενός βιβλίου να ζει τη δική σου εσωτερική ζωή και να έρχεται μέσα απ’ το χαρτί να ολοκληρώσει τις δικές σου ατελείς σκέψεις.
Πριν από δύο χρόνια, που ξαναδιάβασα τον «Λύκο», όχι μόνο θυμόμουν ακόμα συγκεκριμένες φράσεις αλλά μπορούσα να ανακαλέσω και πώς με είχαν κάνει τότε να νιώσω. Σαν να άνοιξε ένα παράθυρο στον χρόνο και να μπορούσα ξαφνικά να επισκεφτώ τον νεαρό εαυτό μου. Επιτέλους, κατάλαβα το τέλος του βιβλίου, που παλιά ήταν αδύνατον να το κατανοήσω – ο Λύκος ο ίδιος δημιουργεί και διαλύει τους άλλους χαρακτήρες και τελικά διαλύεται ο ίδιος μέσα τους. Ήρθε η ώρα που έφτασε κι αυτό κάτι να μου θυμίζει.
— Τι σας λείπει σήμερα πιο πολύ;
Εκείνη η ωραία αυταπάτη της νεότητας πως όλα θα πάνε καλά.
— Ποιος είναι ο μεγαλύτερος σας φόβος;
Οι αράχνες, μέχρι που έζησα τον θάνατο από πολύ κοντά. Οι καημένες οι αράχνες, τελικά, δεν είναι και τόσο τρομακτικές.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να τρέφεις τον ενθουσιασμό σου, να προστατεύεις τους ανθρώπους σου, να παλεύεις σαν σκυλί γι’ αυτά που θες και να φεύγεις όσο ακόμα είναι καιρός.