Μια Ισπανίδα καθηγήτρια τέχνης και οι μαθητές της πραγματοποίησαν μια σιωπηλή διαμαρτυρία στο Μουσείο Πικάσο για να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο σχετικά με τη μεταχείριση των γυναικών από τον καλλιτέχνη.
Η ομάδα έφτασε στις 27 Μαΐου στο μουσείο Πικάσο της Βαρκελώνης με ασπρόμαυρα μπλουζάκια που έγραφαν «Πικάσο, κακοποιητής γυναικών» και «Πικάσο, η σκιά της Ντόρα Μάαρ», αναφερόμενη στη σύντροφο του καλλιτέχνη, που πιστεύεται ότι είχε κακοποιηθεί.
Η Maria Llopis, καλλιτέχνις και δασκάλα με έδρα το Benicàssim της Ισπανίας, διοργάνωσε την εκδήλωση ως μέρος ενός μαθήματος για την τέχνη και τον φεμινισμό, που διδάσκει στη σχολή τέχνης της Βαρκελώνης Escola Massana. Ο στόχος της διαμαρτυρίας, όπως είπε ο η Llopis, ήταν να μιλήσουν για το τι πραγματικά συνέβη. «Να πούμε την αλήθεια για πολλές γυναίκες καλλιτέχνες που δεν μπορούν να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους».
«Απευθύνουμε μια ανοιχτή πρόσκληση για να ενθαρρύνουμε το Μουσείο Πικάσο να κοιτάξει κατευθείαν αυτή την πραγματικότητα και να επιμεληθεί εκθέσεις σχετικά με αυτό το θέμα στον προσωρινό χώρο εκθέσεων» συνέχισε.
Η ομάδα έφτασε στις 27 Μαΐου στο μουσείο Πικάσο της Βαρκελώνης με ασπρόμαυρα μπλουζάκια που έγραφαν «Πικάσο, κακοποιητής γυναικών» και «Πικάσο, η σκιά της Ντόρα Μάαρ», αναφερόμενη στη σύντροφο του καλλιτέχνη, που πιστεύεται ότι είχε κακοποιηθεί.
Η σιωπηλή δράση της ομάδας δεν εμποδίστηκε με τους φρουρούς του μουσείου να ακολουθούν την καθηγήτρια και τις σπουδάστριες στις αίθουσες του μουσείου.
Εν τω μεταξύ, η αντίδραση στο διαδίκτυο ήταν πιο έντονη, με την καθηγήτρια να λαμβάνει ακόμα και απειλές και να αναγκάζεται να κλείσει στο Instagram τον προσωπικό της λογαριασμό.
Desde el curso de arte feminista de la Massana queremos reivindicar el papel de las artistas que han pasado a la historia del arte como ”mujeres de” Picasso. #picassomaltratador @escolamassana @museopicassobarcelona #apesardepicasso pic.twitter.com/75wdk6DZ0j
— Maria Llopis (@LlopisMaria) June 1, 2021
Ο διευθυντής του Μουσείου Πικάσο δήλωσε ότι είναι υπέροχο που οι άνθρωποι εκφράζονται στο μουσείο και ότι αυτό ανοίγει ένα κύκλο συζητήσεων.
«Ο Πικάσο ήταν ένας άντρας του 19ου αιώνα, σίγουρα ένας "σωβινιστής"» συνέχισε. Ένας άλλος εκπρόσωπος του μουσείου εξήγησε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μια δημόσια ομιλία που εξετάζει τον «Πικάσο από την άποψη του φύλου».
Η κακοποιητική μεταχείριση του Πικάσο προς την Ντόρα Μάαρ και άλλες γυναίκες στη ζωή του είναι καλά τεκμηριωμένη από ιστορικούς και βιογράφους.
«Υπέβαλε τις γυναίκες στη ζωώδη σεξουαλικότητά του, τις μάγευε, τις κατάπινε και τις έσπαγε σε κομμάτια στον καμβά του» έγραψε η εγγονή του καλλιτέχνη Μαρίνα Πικάσο στα απομνημονεύματά της. «Αφού είχε περάσει πολλές νύχτες απομυζώντας τους χυμούς τους, εκχυλίζοντας την ουσία τους, τις αποστράγγιζε, μέχρι να τις πετάξει».
Πολλές διαμαρτυρίες εναντίον του καλλιτέχνη και των θεσμών που εκθέτουν έργα του έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2018, η περφόρμερ Emma Sulkowicz επισκέφθηκε τον πίνακα του Πικάσο Οι δεσποινίδες της Αβινιόν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, φορώντας ένα διαφανές φόρεμα με αστέρια στο γυμνό της σώμα.
Αργότερα, την ίδια χρονιά, η καλλιτέχνις και ακτιβίστρια Michelle Hartney προσέθεσε το δικό της κείμενο δίπλα σε ένα έργο του Πικάσο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, εφιστώντας την προσοχή στο διαβόητο απόσπασμα που του αποδίδεται συχνά: «Κάθε φορά που αφήνω μια γυναίκα, πρέπει να την καταστρέψω. Καταστρέφοντας τη γυναίκα, καταστρέφω το παρελθόν που αντιπροσωπεύει».
Ο Πικάσο είχε πει ότι «η Ντόρα Μάαρ για μένα είναι η γυναίκα που κλαίει», συνοψίζοντας σε μια πρόταση μια δύσκολη σχέση που ξεκίνησε με μεγάλο πάθος, ήταν πάντα ταραχώδης και έληξε άδοξα και θλιβερά για την Ντόρα, που έγινε γνωστή ως ερωμένη και μούσα του Πικάσο, όπως όλες οι σύζυγοι, ερωμένες και μούσες του που πέρασαν στην αθανασία μέσα από την εικαστική αποθέωση και μερικά από τα πιο διάσημα πορτρέτα που δημιουργήθηκαν ποτέ στην ιστορία της τέχνης.
Όπως η Όλγκα Χοχλόβα, η Μαρί Τερέζ Βαλτέρ, η Φρανσουάζ Ζιλό και η Ζακλίν Ροκ, η Ντόρα Μάαρ τον αγάπησε παράφορα και δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Η προσωπική του ζωή ήταν μπερδεμένη όσο δεν παίρνει, αλλά ο Πικάσο είχε τον τρόπο να ελέγχει τους ανθρώπους γύρω του, ειδικά τις γυναίκες του μέχρι τον θάνατό τους.
Δυο από αυτές, η Μαρί-Τερέζ και η Ζακλίν αυτοκτόνησαν, ενώ η Όλγκα και η Ντόρα έφτασαν στα όρια της τρέλας. Η Ντόρα Μάαρ μέχρι το τέλος της ζωής της, στα 89 της, το 1997, δεν μίλησε ποτέ για τον Πικάσο, παραπονιόταν μάλιστα ότι της τηλεφωνούν για να τη ρωτήσουν γι’ αυτόν, για μια προσωπική της υπόθεση, που όπως έλεγε, δεν τους αφορά. Η ιστορία τους όμως δεν ήταν και τόσο προσωπική, αφού η καλλιτεχνική αλληλεπίδραση του ενός στον άλλον ήταν μεγάλη και η καλλιτεχνική πορεία της Μάαρ χωρίζεται σαφώς σε πριν και μετά τον Πικάσο εποχή. Η ίδια στην ουσία δεν απέδρασε ποτέ από τη σχέση της με τον Πικάσο, κάτι που αποκαλύφθηκε μετά τον θάνατό της, από τους μακρινούς της κληρονόμους που έβγαλαν σε δημοπρασία τα προσωπικά της αντικείμενα που είχαν σχέση με τον ζωγράφο. Η Ντόρα Μάαρ είχε κρατήσει τα πάντα, σημειώματα ακόμα και τα ευτελή ενθύμια αυτής της τόσο καθοριστικής και τραυματικής σχέσης.
Η Ντόρα Μάαρ ήταν η πιο δημιουργική, πνευματώδης, έξυπνη και αναγνωρισμένη καλλιτέχνις, όταν τη γνώρισε ο Πικάσο, που ως γνωστόν είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας με όλες του τις γυναίκες και αυτό του έδινε ένα πλεονέκτημα σε συνδυασμό με τη διασημότητα και τη μεγαλοφυΐα του, στην οποία υποκλίθηκαν όλες.
Όμως ο τρόπος που η Μάαρ υποτάχθηκε στα αισθήματά της είναι πρωτοφανής. Η γυναίκα που είχε γίνει δεκτή στο κλαμπ των σουρεαλιστών, που λίγο ως πολύ έβλεπαν τις γυναίκες αν όχι σαν αντικείμενα, πάντως σαφώς υποτιμητικά, δέχθηκε να ζήσει με τον Πικάσο που δεν είχε πάρει διαζύγιο από την Όλγκα, ούτε είχε χωρίσει με τη Μαρί Τερέζ, την οποία δεν άφησε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της σχέσης του με την Ντόρα.
Το μεγαλύτερο έργο που μας κληροδότησε η Μάαρ από τη θυελλώδη σχέση της με τον Πικάσο είναι φυσικά το φωτογραφικό αρχείο της δημιουργίας της «Γκερνίκα», έναν θησαυρό που κατέχει σήμερα το μουσείο Ρέινα Σοφία της Μαδρίτης και αποκαλύπτει πολλά και για τον τρόπο και για την ψυχική κατάσταση του Πικάσο όταν την έφτιαχνε.
Μετά τον Πικάσο, η ίδια πειραματίστηκε με τη ζωγραφική, με εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά τα έργα της εμφανίστηκαν το 1999, μετά τον θάνατό της, σε μια δημοπρασία και ποτέ πριν δεν είχαν βγει από το στούντιό της. Ήταν σαν να είχε χάσει την τόλμη της να γίνει πάλι η εξωστρεφής, χειραφετημένη γυναίκα που έγινε φωτογράφος από τα είκοσι και με μια Rolleiflex ταξίδεψε, φαντάστηκε και μπήκε στα μεγαλύτερα περιοδικά της εποχής της. Ή ίσως ήξερε ότι κάθε δημόσια εμφάνισή της θα ανακινούσε το θέμα «Πικάσο» που της είχε κοστίσει σε νοσηλείες, ηλεκτροσόκ και την κατάθλιψη από την οποία δεν ξέφυγε ποτέ.
Όταν ξεκίνησε την καριέρα της ως ζωγράφος και φωτογράφος δημιούργησε μερικές από τις πιο εμβληματικές εικόνες του σουρεαλισμού. Εραστής της ήταν ο Ζορζ Μπατάιγ και η παράξενη ομορφιά της την έκανε μαζί με το ταλέντο της δεκτή σε έναν κύκλο, μέσα στον οποίο έπαιζε πολλούς ρόλους. Ήταν μοντέλο και η ίδια, εκκεντρική και μυστηριώδης. Δούλεψε για λίγο με τον Μαν Ρέι στο στούντιό του, με τον Ζαν Κοκτό και τον Αντρέ Μπρετόν.
Ο Ελιάρ που ήταν στενός της φίλος της αφιέρωσε το σουρεαλιστικό ποίημα Identités και πολλά από τα φωτογραφικά πορτρέτα της που έγιναν στη δεκαετία του 1930 συμπεριλήφθηκαν στο Le Temps Déborde του Ελιάρ.
Κάθε δουλειά της ήταν μια ριζοσπαστική χειρονομία. Η γνωριμία της με τον Πικάσο έχει περιγραφεί άπειρες φορές. Καθισμένη στο καφέ Les Deux Magots, φορούσε ένα ζευγάρι δαντελένια γάντια, κεντημένα με τριαντάφυλλα. Έπαιζε με έναν σουγιά καρφώνοντάς τον ανάμεσα στα δάχτυλά της. Κάποιες φορές αποτύγχανε και τα μάτωνε. Ο Πικάσο της τα ζήτησε σαν αναμνηστικό και η ιστορία τους ξεκίνησε.
Η Ντόρα Μάαρ είχε κάτι το δραματικό, μυστηριώδες που τον ενέπνεε, καθώς η εικόνα της Μαρί Τερέζ είχε ξεθωριάσει. Με τον Πικάσο συνέβαινε έτσι: Η Ντόρα Μάαρ έζησε αυτήν τη σκληρότητα της συμπεριφοράς του προς την προηγούμενη γυναίκα του και εννέα χρόνια αργότερα την υπέστη και η ίδια, όταν ο Πικάσο κουρασμένος από τις εκρήξεις ζήλιας, τον διαρκή ανταγωνισμό και την χειριστική συμπεριφορά της την άφησε για τη Φρανσουάζ Ζιλό.
Η Ντόρα δεν είχε μπορέσει να κάνει ένα παιδί μαζί του και αυτό τη διέλυε. Η ένταση που τους δημιουργούσε ο πόλεμος είχε περάσει και όταν επέστρεψαν στο Παρίσι, η πόλη ήταν τόσο καταθλιπτική όσο και η ζωή τους εκείνο το διάστημα.
Όταν την άφησε, η Ντόρα Μάαρ νοσηλεύτηκε και τίποτα, ακόμα και ο Ζακ Λακάν που την υποστήριξε ως επιστήμονας σε εκείνη τη φάση, δεν μπόρεσε να τη βοηθήσει ουσιαστικά. Η Μάαρ αποσύρθηκε και σε μια από τις πιο εσωστρεφείς της φάσεις αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και βρήκε παρηγοριά στην ποίηση, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, επιστρέφοντας στον σκοτεινό της θάλαμο μόνο στη δεκαετία του ’70.
Η άλλοτε πολιτικοποιημένη, αριστερή φεμινίστρια που είχε κάνει το αριστούργημα Portrait d’ Ubu, με τίτλο δανεισμένο από το έργο του Αλφρέντ Τζαρί, την ακατανόητη μελαγχολική εικόνα ενός αινιγματικού όντος που έγινε σήμα κατατεθέν των σουρεαλιστών, δεν έχασε ποτέ, σε μια καριέρα που διήρκεσε περισσότερα από 60 χρόνια, την καινοτόμο ματιά της που βρήκε εφαρμογή σε πολλά καλλιτεχνικά πεδία.
Η Ντόρα Μάαρ ήταν μια εξαιρετική καλλιτέχνις, πολύ και πέρα από την εποχή της. Ίσως χρειάζονται μερικά ακόμα χρόνια για να δούμε τα έργα της και να τα αναγνωρίζουμε αυτόματα, τόσο εύκολα όπως τα έργα του Πικάσο στα οποία ποζάρει: Η Ντόρα Μάαρ και ο μινώταυρος (1936), Η Ντόρα Μάαρ με πράσινα νύχια (1936), Πορτρέτο της Ντόρα με στεφάνι από λουλούδια (1937), Η Ντόρα με ψάθινο καπέλο (1938).
Ίσως είναι η μόνη γυναίκα του Πικάσο που μετά τον θάνατό της ξέφυγε από τη σκιά του και απέδρασε από τον μύθο του.