Όταν το 2009, στις 30 Ιουνίου, πέθανε η Πίνα Μπάους, μια από τις μεγαλύτερες –για πολλούς η μεγαλύτερη– χορογράφους και αναμορφώτρια του σύγχρονου χορού του 20ού αιώνα, ο κόσμος της τέχνης την αποχαιρέτησε συντετριμμένος.
Αποχαιρέτησε το τέλος μιας εποχής και μια σπουδαία δημιουργό που γέννησε αντιφατικά συναισθήματα, έμπνευση, συγκίνηση, τον άνθρωπο που δημιούργησε ένα λεξιλόγιο που όμοιό του δεν υπήρχε, όταν γέμισε τη σκηνή κάμπους με γαρύφαλλα και μοναχικά πλάσματα και χώμα που κινείται, ανθρώπους που διστάζουν και νερά που τους λούζουν καθαρτικά, αισθήματα, αμφιβολίες και αντιφάσεις, γυναίκες διστακτικές με εμπριμέ φορέματα και σώματα που ερωτεύονται σε πετσέτες θάλασσας.
Αν συμφωνεί ο κόσμος του χορού και τα εκατομμύρια των θεατών σε κάτι, αυτό είναι ότι η Πίνα Μπάους ήταν ο πιο εύθραυστος και ο πιο δυνατός, επινοητικός, συγκινητικός άνθρωπος του χορού που γνώρισαν ποτέ. Δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατό της, εξακολουθούν να είναι περίεργοι να ανακαλύψουν την τέχνη της.
Αυτή την τέχνη που ήταν βαθιά προσωπική και μεγαλειώδης και τα κομμάτια της τα βρίσκουμε ακόμα και σαν υπαινιγμό στις δουλειές της Αν Τερέζα ντε Κεερσμάακερ, της Σάσα Βαλτς, του Γιαν Φαμπρ, του Αλέν Πλατέλ, της Μεγκ Στιούαρτ, και αυτήν τη νέα αισθητική δεν την παρέβλεψε κανένας.
Η Πίνα Μπάους πρόλαβε και μίλησε για όλα. Μέσα από το άναμμα ενός τσιγάρου επί σκηνής δημιούργησε μια ποιότητα αισθημάτων που μόνο οι μεγάλες εικόνες της τέχνης έχουν κατορθώσει. Μέσα από το μοναδικό κύμα κίνησης μίλησε για τις γυναίκες, τη χειραφέτηση, την κοινωνία, τις ιδιομορφίες και τις αλλαγές της.
Οι θαυμαστές της ήταν οι μεγάλες προσωπικότητες και αυτό δεν είχε ίχνος κοσμικότητας: ο Ουίλιαμ Φόρσαϊθ και η Μαγκί Μαρέν υποκλίνονταν στο μεγαλείο της, η Σούζαν Σόνταγκ τη θαύμαζε απεριόριστα, ο Μπομπ Ουίλσον, ο Πίτερ Μπρουκ, ο Ρομπέρ Λεπάζ, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δεν έχαναν δουλειά της, οι μεγάλοι ανανεωτές του γερμανικού θεάτρου, ο Κριστόφ Μαρτάλερ, ο Φρανκ Κάστορφ, επηρεάστηκαν σκηνοθετικά και υφολογικά και είναι μόνο ένα παράδειγμα από τον ατελείωτο κατάλογο των ανθρώπων που επηρέασε. Γιατί η Πίνα Μπάους δεν άλλαξε το χορό, αλλά τον τρόπο που εμείς βλέπουμε το χορό.
«Μου άρεσε να χορεύω, γιατί φοβόμουν να μιλήσω» είχε πει σε μια συνέντευξή της, σε μια από τις πολλές, όπου με τη μακριά αλογοουρά και το τσιγάρο στο χέρι, με το αιωνίως σχεδόν μελαγχολικό βλέμμα, που ταξίδευε διαρκώς σε έναν τόπο φαντασίας και δημιουργικότητας, προσπαθούσε να ερμηνεύσει το ιδιοφυές της σύμπαν με λέξεις. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα κατάφερε, ότι έκανε κάτι απίθανο που χωράει σε τρεις λέξεις. Άλλαξε τον χορό. Μετά την Πίνα Μπάους τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε το 1940, στο Σόλινγκεν, μια βιομηχανική περιοχή με τον ναζισμό να επικρατεί και τον πόλεμο να μαίνεται. Οι γονείς της είχαν εστιατόριο, το μικρό μοναχικό κορίτσι καθόταν κάτω από τα τραπέζια και χάζευε με τις ώρες τα πόδια των πελατών ή χόρευε ως παιδί ανάμεσα στα τραπέζια. Το επανέλαβε σε μια από τις πιο εμβληματικές δουλειές της, το Καφέ Μίλερ, που ήταν και η πρώτη αλλά και η τελευταία δουλειά στην οποία χόρεψε στην Ελλάδα, το 1987 και το 2006, στη σκηνή της Πειραιώς 260, με την άυλη λιπόσαρκη φιγούρα της, με τα χέρια να ανοίγουν σαν φτερά, σαν οπτασία και υπνοβάτης, να συγκρούεται και να στηρίζεται στον τοίχο ξανά και ξανά, σε ένα σκηνικό γεμάτο από καρέκλες ενός εστιατορίου.
Ήταν ένα μοναχικό, εσωστρεφές κορίτσι που αποφάσισε να γίνει χορεύτρια και ως έφηβη συνάντησε μια σπουδαία προσωπικότητα, τον μοναδικό εξπρεσιονιστή, ειρηνιστή και φιλελεύθερο Κουρτ Γιος, έναν διάσημο χορευτή και χορογράφο που σήμερα θεωρείται ο ιδρυτής της έννοιας του χοροθεάτρου, για να την εμψυχώσει να συνεχίσει και να αφήσει πίσω της τα τραύματα του πολέμου. Η επιρροή του ήταν καταλυτική και είναι αυτός που την έπεισε να περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να φτάσει για να σπουδάσει με υποτροφία στη Νέα Υόρκη, στη Σχολή Τζούλιαρντ.
Η Πίνα Μπάους εκεί, στις αρχές του '60, έζησε αυτό που ένιωσαν όλοι οι Ευρωπαίοι που έφταναν σε μια πόλη που μπορούσε να υποδεχθεί οτιδήποτε νέο γεννιόταν: ελευθερία. Ήταν μόνη, ανεξάρτητη, σε μια πόλη που τη διαμόρφωσε, την άφησε να εκφράσει ελεύθερα τις ιδέες της και να ανακαλύψει τον εαυτό της.
Χόρεψε στο Μπαλέτο της Μετροπόλιταν, που ήταν νέο και καινοτόμο στη σκηνή του χορού, και επέστρεψε το 1962 στη Γερμανία. Τότε δούλεψε ξανά με τον Γιος στο Μπαλέτο Φόλκβανγκ και το 1968 χορογράφησε το πρώτο της κομμάτι, το Fragmente, στη μουσική του Μπέλα Μπάρτοκ.
Έναν χρόνο αργότερα διαδέχτηκε τον δάσκαλό της στην καλλιτεχνική διεύθυνση της εταιρείας. Οι συμμαθητές της θυμούνταν αργότερα ότι η Πίνα Μπάους ήταν «πάρα πολύ δειλή και ντροπαλή. Έκλαιγε συνεχώς». Αλλά ήταν πιο δυνατή από όσο μπορούσαν να φανταστούν.
Όταν, το 1973, πήρε την απόφαση να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, είχε στον νου της μόνο ένα πράγμα: να τη μεταμορφώσει. Αυτό που έκανε, και που σήμερα μοιάζει αυτονόητο, τότε ήταν αδιανόητο. Πού ακούστηκε οι χορευτές να χειρονομούν, να αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα και τις ανησυχίες τους, να καπνίζουν; Ποιος τους είχε πει ότι μπορούν να δακρύζουν και να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τους κανόνες του μπαλέτου;
Εκτός του ότι άλλαξε το όνομα των μπαλέτων και βάφτισε το θέατρο «χοροθέατρο», άρχισε να προκαλεί αφόρητα με τις επιλογές της. Έπαιξε κυριολεκτικά με την τύχη της όταν ανέβασε τε έργα «Φριτς», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα». Κανένας στο επαρχιακό Βούπερταλ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η χορογράφος που έκανε τελικά την πόλη τους διάσημη σε όλο τον κόσμο, θα τους ενοχλούσε τόσο.
Οι Γερμανοί πολίτες την κατηγορούσαν ότι τα έργα της ήταν σκουπίδια που γινόντουσαν με τα λεφτά τους, την έφτυναν, την απειλούσαν, την έβριζαν και της τραβούσαν τα μαλλιά. Το Βούπερταλ είναι τυχερό που η Πίνα Μπάους δεν εγκατέλειψε την πόλη για να πάει στο Παρίσι και έμεινε εκεί να ζήσει τον θρίαμβό της, με το ιλιγγιώδες ταλέντο της τελικά να τους κατακτά όλους. Τους τάραξε, τους συγκλόνισε και τελικά όταν την αποδέχθηκε όλος ο κόσμος, οι συμπολίτες της έσκυψαν το κεφάλι και της παρέδωσαν όχι μόνο την καρδιά τους αλλά και το χρυσό κλειδί της πόλης το 2003.
Η Πίνα Μπάους έγινε η πιο ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη χορογράφος του κόσμου. Έγραψε ιστορία γιατί έβαλε το δάχτυλό της στο τραύμα της ανθρώπινης ύπαρξης και το έκανε έργο, γι' αυτό το έργο της σήμερα έχει παγκόσμια αξία. Η Πίνα Μπάους κοίταξε το κοινό κατάματα αλλά κοίταξε και τη σκηνή σαν να είναι το κοινό που την παρακολουθούσε. Και ένα κομμάτι από αυτό το κοινό το ανέβασε στη σκηνή. Τους λούμπεν, τους γραφικούς, τους καταθλιπτικούς, τους μοναχικούς.
Τα έργα της ήταν η κολυμπήθρα του Σιλωάμ, εκεί αναβαφτίστηκαν, απεκδύθηκαν από τη σιωπή, την ενοχή, τη μοναξιά, την απόγνωση. Εκεί που η Πίνα Μπάους μεγαλούργησε είναι γιατί έκανε το τραύμα της συλλογικό αίσθημα, έφερε στη σκηνή εκτός από τα πρόσωπα και τα αισθήματα, την αγάπη, το χιούμορ, τη θλίψη, τον σαρκασμό και τα έδειξε με έναν τρόπο που ξεπερνούσε την κίνηση και ταξίδευε σε διανοητικούς κόσμους, σε τοπία πνευματικά και οικεία.
Η Πίνα Μπάους πρόλαβε και μίλησε για όλα. Μέσα από το άναμμα ενός τσιγάρου επί σκηνής δημιούργησε μια ποιότητα αισθημάτων που μόνο οι μεγάλες εικόνες της τέχνης έχουν κατορθώσει. Μέσα από το μοναδικό κύμα κίνησης μίλησε για τις γυναίκες, τη χειραφέτηση, την κοινωνία, τις ιδιομορφίες και τις αλλαγές της.
Ο χορός χωρίζεται, και δικαίως, στη προ και μετά την Πίνα Μπάους εποχή. Κανένας, ποτέ και πιο κομψά, με τόση ενσυναίσθηση και φινέτσα, δεν έριξε φως στη ζωή μας, σατιρίζοντας, σχολιάζοντας και χλευάζοντας το στερεότυπο. Κανένα και καμία δεν δημιούργησε ένα τόσο πλήρες τοπίο ενός μικρόκοσμου ματαιώσεων, αναμνήσεων, επιθυμιών, ονείρων και ταπεινώσεων.
Η Πίνα Μπάους κατάφερε και παρουσίασε τις πιο ακραίες καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια σκηνή χορού και εκεί που όλα ήταν άψογα μέχρι τότε, τα ξεγύμνωσε από τον κανόνα, ανατέμνοντας την ανθρώπινη αδυναμία, αγαπώντας αυτή την αδυναμία. Ο κόσμος δεν θα ξεχάσει ποτέ την Πίνα Μπάους για τη γνήσια συγκίνηση που έχει νιώσει στα έργα της, αλλά και για τη γνήσια συγγένεια που έχει δημιουργήσει με την ίδια και τις παραστάσεις της.
Η γυναίκα που μας έδωσε το πιο τέλειο δείγμα χοροθεάτρου με μια σιωπή και λέξεις και ήχους και μουσικές που ξεχείλιζαν ιδέες και συναισθήματα, ανέτρεψε την ιδέα για τους διαχωρισμούς του θεάτρου και του χορού για πάντα.
Καθένας μας, αν, ακόμα και σήμερα, έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο της, θα νιώσει ότι η Πίνα Μπάους ανήκει σε όλους, ότι μέσα μας έχουμε ένα μικρό κομμάτι της και πως εκείνη μέσα στα έργα της έχει κάτι πολύτιμο και εντελώς δικό μας, ένα κομμάτι μας, αυτό το βαθιά κρυμμένο, το ανομολόγητο.