Δύο μέρες πριν από το τέλος της φετινής χρονιάς θα συμπληρωθούν οχτώ χρόνια από την ημέρα που ένα τραγικό – και ακατανόητο ακόμα – ατύχημα στις Γαλλικές Άλπεις έστειλε τον Μίκαελ Σουμάχερ σ’ ένα καθαρτήριο μεταξύ ύπαρξης και μη, όπου ακόμα βρίσκεται, μακριά από την κοινή θέα, περιχαρακωμένος στην φροντίδα της οικογένειάς του. Τα νέα για την κατάστασή του υπήρξαν αραιά, φειδωλά και μάλλον ασαφή μέσα στα χρόνια: Είναι μόνιμα σε αναπηρική; Μπορεί να επικοινωνήσει με κάποιον τρόπο; Διαθέτει συνείδηση του περιβάλλοντός του; Καμιά εικόνα δεν έχουμε στην πραγματικότητα, πέρα από κάποιες σποραδικές και μισόλογες ανακοινώσεις περί «βελτίωσης».
Και αυτό το ‘αναδρομικό’ ντοκιμαντέρ του Netflix που εμφανίζεται παράλληλα με την συμπλήρωση 30 χρόνων από την πρώτη του εμφάνιση στα σαλόνια της γκράντε μηχανοκίνητης σαπουνόπερας που ονομάζεται Formula 1 (τον Αύγουστο του 1991 στο Βελγικό Γκραν Πρι), δεν μπορεί να μας διαφωτίσει για όσα διεξάγονται σ’ αυτό το μέτωπο, το δυσκολότερο και πιο βάναυσο που είχε να αντιμετωπίσει στην ζωή του αυτός, ο πιο ατρόμητος ίσως – και μάλλον ο πιο ανταγωνιστικός και ο πιο συγκρουσιακός – οδηγός όλων των εποχών. «Ακόμα μου δείχνει κάθε μέρα πόσο δυνατός είναι», λέει η σύζυγός του Κορίνα που εμφανίζεται να φορά μαύρα στην ταινία (όπως και τα δύο παιδιά τους, η Τζίνα-Μαρία και ο Μικ, που πρόσφατα έκανε και ο ίδιος το ντεμπούτο του στις πίστες της F1). «Είναι διαφορετικός, αλλά ίδιος», συμπληρώνει με μια αδιόρατη σχεδόν λάμψη στο βλέμμα.
Εκτός από όλα τα ρεκόρ – τίτλων, ταχύτητας, αμοιβών – που κατέρριψε στην καριέρα του, ο προερχόμενος από την εργατική τάξη Μίκαελ Σουμάχερ διέλυσε και την πεποίθηση (δικαίως κεκτημένη) ότι για να βρεθεί κανείς στο VIP σύμπαν της F1 πρέπει να διαθέτει σημαντική οικονομική υποστήριξη.
Η ταινία ξεκινά με ελεγειακή μουσική υπόκρουση καθώς βλέπουμε την Κορίνα και τον Μίκαελ (η ίδια τον λέει ‘Μίσαελ’, και όλοι σχεδόν οι επώνυμοι οδηγοί και παράγοντες που εμφανίζονται, τον λένε ‘Μάικλ’) να κάνουν scuba diving, και ακολούθως ακούγεται η φωνή του σημαντικότερου ίσως οδηγού στην ιστορία της F1 καθώς μπαίνουμε μαζί του, μέσω της κάμερας του κόκκινου μονοθέσιου της Ferrari, στο τούνελ της πίστας του Μόντε Κάρλο: «Πρέπει να γίνεις ένα με το αυτοκίνητο…», λέει, ξεκαθαρίζοντας ευθύς αμέσως την αδιαπραγμάτευτη αγωνιστική του αντίληψη: «Να φτάσω το 100%, αυτός ήταν πάντα ο στόχος μου. Τέτοιου είδους άτομο είμαι. Δεν θα μπορούσα να ζήσω με οτιδήποτε λιγότερο».
Εκτός από όλα τα ρεκόρ – τίτλων, ταχύτητας, αμοιβών – που κατέρριψε στην καριέρα του, ο προερχόμενος από την εργατική τάξη Μίκαελ Σουμάχερ διέλυσε και την πεποίθηση (δικαίως κεκτημένη) ότι για να βρεθεί κανείς στο VIP σύμπαν της F1 πρέπει να διαθέτει σημαντική οικονομική υποστήριξη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας είναι ένα παλιό τηλεοπτικό στιγμιότυπο από το 1983 που τον δείχνει πιτσιρίκο να συμμετέχει σε διεθνείς αγώνες καρτ στην Γερμανία υπό την σημαία του Λουξεμβούργου, καθόσον η οικογένειά του δεν είχε να πληρώσει το ελάχιστο ποσό που απαιτείτο για την συμμετοχή στην γερμανική ομάδα.
Ένας από τους αντιπάλους του σ’ εκείνον τον αγώνα ήταν και ο Φινλανδός Μίκα Χάκινεν που θα γινόταν δύο δεκαετίες αργότερα ένας από τους επιφανείς ανταγωνιστές του Σουμάχερ. Ο Χάκινεν ήταν ο τελευταίος μιας σειράς από διάσημους αστέρες του πρωταθλήματος της F1 που είχαν συγκρουστεί, εντός και εκτός πίστας, με τον Γερμανό πιλότο, αντιδρώντας στις παράτολμες, ριψοκίνδυνες, παρορμητικές, αμφιλεγόμενες και εξόφθαλμα αντικανονικές κάποιες φορές τακτικές του.
Ο πρώτος ήταν ο Άιρτον Σένα και δεν θα μπορούσε φυσικά από αυτό το συναρπαστικό χρονικό της θεαματικής πορείας του Σουμάχερ να παραληφθεί εκείνη η αποφράδα ημέρα του Μαΐου του 1994 στην πίστα της Ίμολα όταν το μονοθέσιο του αείμνηστου Βραζιλιάνου πιλότου ξέφυγε στην στροφή Ταμπουρέλο και καρφώθηκε στις μπάρες ενώ πίσω του ακολουθούσε σε απόσταση αναπνοής η Benetton του φιλόδοξου και μονίμως αποφασισμένου για όλα νεαρού Γερμανού. Ο Σένα μεταφέρθηκε με ελικόπτερο μακριά από την πίστα σε κρίσιμη κατάσταση, ο αγώνας όμως συνεχίστηκε με θριαμβευτή τον Σουμάχερ. Η αλύπητη πραγματικότητα θα τον χτυπούσε μόνο όταν ο επικεφαλής της ομάδας, ο «πολύς» Φλάβιο Μπριατόρε, έσπευσε να τον πληροφορήσει εμμέσως για την τραγική εξέλιξη της κατάστασης του Σένα, λέγοντας του λίγο πριν ανέβει στο βάθρο: «Μάικλ, όχι σαμπάνια προς θεού!».