Αφήνοντας πίσω μας το πολιτισμένο Λέτσε και τους παππούδες που σε χαιρετούσαν το πρωί με μποντζόρνο, μας έπιασε μία μικρή απογοήτευση, γιατί για αρκετό δρόμο έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε κακοχτισμένο ελληνικό νησί με άσχημα αυθαίρετα. Ακόμα χειρότερα και από τις εργατικές πολυκατοικίες που σε υποδέχονται στο Μπρίντιζι, που θυμίζουν τις ταινίες του Ντε Σίκα και τον «Ρόκο και τα αδέρφια του» του Βισκόντι.
Ευτυχώς, όσο πιο νότια κατεβαίνεις το τοπίο γίνεται σαν πίνακας του Βαν Γκογκ και τα ξεχνάς όλα, ακόμα κι ότι έχεις αποχαιρετήσει ίσως για πάντα το υπέροχο mandorle e fichi caramellati. Θερισμένα στάχυα, ελιές, αμπέλια, εικόνες μεσογειακές με απίθανες λεπτομέρειες, ελάχιστα αυτοκίνητα στον δρόμο και καθόλου διόδια.
Η παραλιακή διαδρομή προς το Ταράντο είναι πάρα πολύ όμορφη, το ίδιο όμορφος φαινόταν και ο Τάραντας από μακριά, μόνο που δεν σταματήσαμε να τον δούμε γιατί προτιμήσαμε την Ματέρα.
Σήμερα η περιοχή είναι «μνημείο» αρχιτεκτονικό, που το προστατεύει η Unesco, με πολύ άγρια ομορφιά και ακόμα πιο άγρια σκαλιά που πρέπει να ανεβοκατέβεις, αν έχεις σκοπό να περιηγηθείς μέσα στην πόλη. Αλλιώς, δεν τη βλέπεις.
Η Ματέρα είναι μια πόλη που όταν την αντικρίζεις για πρώτη φορά σου κόβεται η ανάσα, όχι όπως όταν πρωτοβλέπεις τη Σαγράδα Φαμίλια, αλλά περίπου. Είναι η πόλη όπου γυρίστηκε η ανυπόφορη ταινία του Μελ Γκίμπσον με τα Πάθη του Χριστού, η πόλη όπου διαδραματίζεται και η άλλη ταινία με τον Χριστό, αυτόν που σταμάτησε στο Έμπολι [από το νεορεαλιστικό βιβλίο του Κάρλο Λέβι που είχε γίνει και ταινία με Τζαν Μαρία Βολοντέ και την Ειρήνη Παπά από τον Φραντσέσκο Ρόζι] – και η πόλη όπου λαμβάνει χώρα το πρώτο μισάωρο του No Time to Die, της νέας ταινίας του Τζέιμς Μποντ.
Εκεί, λοιπόν, μέσα σε τρύπες στις πλαγιές του βουνού, ζούσαν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι σε άθλιες συνθήκες στα σάσι, κατοικίες σκαμμένες μέσα στο βράχο. Σήμερα η περιοχή είναι «μνημείο» αρχιτεκτονικό, που το προστατεύει η Unesco, με πολύ άγρια ομορφιά και ακόμα πιο άγρια σκαλιά που πρέπει να ανεβοκατέβεις, αν έχεις σκοπό να περιηγηθείς μέσα στην πόλη. Αλλιώς, δεν τη βλέπεις.
Και καλά το κατέβαινε, αλλά το ανέβαινε δεν αντέχεται – σκεφτόμουν ότι αν πάθεις κάτι την ώρα που περιπλανιέσαι μέσα στα σοκάκια δεν υπάρχει περίπτωση να σε σώσει κανείς, σιγά να μην τρέχουν με τα φορεία στα κατσάβραχα οι νοσοκόμοι. Έτσι και πάθεις κάτι στη Ματέρα την έβαψες. Κατά τ’ άλλα, είναι μία πόλη που σε ξαφνιάζει σε κάθε στροφή και σε κάθε επίπεδο.
Από την απόκοσμη θέα από ψηλά, μέχρι την σκατίλα που βρόμαγαν τα εγκαταλειμμένα σάσι, τα οποία τα επισκευάζουν σιγά-σιγά και κάποια στιγμή θα πάψουν να είναι στάβλοι. Όσα κατοικούνται, πάντως, είναι απίστευτα. Στη Ματέρα φάγαμε το δεύτερο καλύτερο παγωτό του ταξιδιού, γλυκόριζα και κρέμα με κεράσι μαρασκίνο.
Πετύχαμε κι ένα νιόπαντρο ζευγάρι που έβγαζε φωτογραφίες στα σοκάκια [ήταν το τρίτο που πετυχαίναμε συνολικά, το σκηνικό των ιταλικών πόλεων πρέπει να είναι ιδανικό για φωτογραφίες γάμου. Για αρραβώνα προτιμούν τις πιτσαρίες].