«Αν πρέπει να ξεχωρίσω μια σκηνή ή μια στιγμή από τη διαδρομή μου ως James Bond, από τις χιλιάδες που μου έρχονται στο μυαλό, αυτή θα είναι το Casino Royale. Χωρίς να υποτιμώ καθόλου το No time to die, όπου είχαμε πολλές ωραίες σκηνές και, προσωπικά, είχα τη χαρά να εργαστώ στην Τζαμάικα, που σημαίνει τόσο πολλά για τον χαρακτήρα που έπλασε ο Ίαν Φλέμινγκ, το γεγονός ότι καταφέραμε να το γυρίσουμε τότε, το φτιάξαμε όπως το θέλαμε, δούλεψε τόσο καλά και άρεσε σε όλους, ήταν ευτύχημα. Ήσουν εκεί, καταλαβαίνεις τι λέω», μου απαντά ο εξαιρετικά ευδιάθετος Ντάνιελ Κρεγκ, αφού πρώτα του είπα πως ήμουν από τους πρώτους φαν μιας επιλογής που αντιμετωπίστηκε με τρομερή δυσπιστία, καθώς και παρών στην εμβληματική σεκάνς του πόκερ που γυρίστηκε στα στούντιο της Πράγας πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Ένας ειδικός στην τοποθέτηση των χεριών, στη σημειολογία της μπλόφας και στον επαγγελματικό χειρισμό των χαρτιών στην τσόχα επέβλεπε τις λεπτομέρειες και από μια γωνία, στο προκαθορισμένο set visit, τον έβλεπα να παρατηρεί τις κινήσεις και σε κάθε πλάνο να διορθώνει ανεπαίσθητα τα «χτυπήματα» των παικτών στο τραπέζι, με τον Κρεγκ ολύμπια υπομονετικό σε μια σκηνή που μου φάνηκε να διαρκεί αιώνες και έμεινε στο τελικό μοντάζ για λίγα, υπέροχα λεπτά
Σταθερό, αποφασιστικό, αλλά γειωμένο στην πραγματικότητα και όχι στη σφαίρα της φανταστικής απόδρασης μέσω των γκάτζετ και των εξωφρενικών σεναριακών ανατροπών, ο ξανθός 007 θα σηματοδοτούσε την επαφή με έναν κόσμο που δεν θεωρεί τους κατασκόπους προνομιούχους γόητες αλλά επαγγελματίες που οφείλουν να συνυπολογίσουν τις συνέπειες, να μετρήσουν τα λόγια τους και να εμπιστευτούν κανονικούς ανθρώπους ‒ και τις γυναίκες, που μέχρις ενός σημείου, αντιμετώπιζαν ως αξεσουάρ.
Ήταν ασυνήθιστο να επισκέπτεσαι ένα James Bond film και να μη βλέπεις κάτι που να περιέχει δράση, γυναίκες, μαρτίνι, αυτοκίνητα (έστω τον Q) ή μία φράση από εκείνες που παραπέμπουν στη μυθολογία του κατασκόπου που επέζησε μισό και πλέον αιώνα, βλέποντας την επίσημη λήξη του Ψυχρού Πολέμου αλλά και τη γενικότερη αλλαγή κλίματος στην κοινωνία.
Ακόμη κι έτσι διέκρινα τον πιθανό λόγο του αμφισβητούμενου κάστινγκ στο πρόσωπο ενός ηθοποιού που εμείς «οι υπόλοιποι» είχαμε προσέξει σε ταινίες όπως το Layer Cake ή το Enduring Love, αλλά ο κόσμος στραβοκοιτούσε, απλώς γιατί δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους είχαν προηγηθεί: ο νέος Μποντ έδειχνε τις προθέσεις του μέσα από το βλέμμα του Κρεγκ. Σταθερό, αποφασιστικό, αλλά γειωμένο στην πραγματικότητα και όχι στη σφαίρα της φανταστικής απόδρασης μέσω των γκάτζετ και των εξωφρενικών σεναριακών ανατροπών, ο ξανθός 007 θα σηματοδοτούσε την επαφή με έναν κόσμο που δεν θεωρεί τους κατασκόπους προνομιούχους γόητες αλλά επαγγελματίες που οφείλουν να συνυπολογίσουν τις συνέπειες, να μετρήσουν τα λόγια τους και να εμπιστευτούν κανονικούς ανθρώπους ‒ και τις γυναίκες, που μέχρις ενός σημείου, αντιμετώπιζαν ως αξεσουάρ.
«Καλώς ή κακώς, οι ταινίες πάντα αντανακλούν την εποχή τους», εξηγεί ο Κάρι Φουκουνάγκα, σκηνοθέτης του No time to die, όταν του θέτω το ζήτημα της προσαρμογής της σειράς στα νέα δεδομένα με αφορμή τα γεγονότα σχετικά με τον Τζορτζ Φλόιντ και το κίνημα ΜeΤoo, συνεχίζοντας: «Μεγάλωσα στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, σε μια κοινότητα πολυπολιτισμική και συμπεριληπτική, σε μια φούσκα, όπου μέχρι την εφηβεία μου πίστευα πως έτσι είναι ο κόσμος. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως δεν είναι ακριβώς ρόδινα τα πράγματα εκεί έξω και όσον αφορά τον Μποντ πολύ γρήγορα κάναμε γόνιμες συζητήσεις με τους παραγωγούς και τους σεναριογράφους για να εμπλουτίσουμε την ταινία με στοιχεία που έβγαζαν πλέον νόημα και ήταν αναγκαίες, χωρίς φυσικά να πειράξουμε το DNA του ήρωα».
Ακολουθώντας απαρέγκλιτα τις απαγορευτικές οδηγίες για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την υπόθεση της ταινίας, ο σκηνοθέτης αρκέστηκε να πει πως τουλάχιστον 3-4 σκηνές θα συζητηθούν, ενώ ο Ντάνιελ Κρεγκ και η Λασάνα Λιντς, η νέα, αγνώστου background και σκοπού πράκτωρ 00, χωρίς τελικό ψηφίο, δεν έχουν ακόμη δει την ταινία ή, τουλάχιστον έτσι λένε, για να μπουν στον πειρασμό των σπόιλερ.
«Το τι θα γίνει στη συνέχεια είναι ένα ερώτημα για όλους», προσθέτει χαμογελώντας ο Κρεγκ, ενώ η 34χρονη Βρετανο-τζαμαϊκανή Λιντς, η πιλότος Μαρία Ραμπό από το Captain Marvel, συστήνεται δυναμικά, χωρίς νευρικότητα και με αυτοπεποίθηση: «Είμαι η φωνή των γυναικών με τις οποίες μεγάλωσα, γνωρίζω και θαυμάζω από μικρή μαύρες γυναίκες, Λονδρέζες, που προχώρησαν στη ζωή τους. Παίζω ένα ανθρώπινο πλάσμα που επιστρέφει στον εαυτό του και στη δύναμή του όποτε νιώθει να βάλλεται και να αμφισβητείται, όχι μια μηχανική πράκτορα. Είναι μοντέρνα και πιο φρέσκια στο παιχνίδι, συνεπώς αδράχνει τις ευκαιρίες και εξελίσσεται!».
Ο Ντάνιελ Κρεγκ δεν πίστευε ποτέ πως θα πάρει τον ρόλο του Τζέιμς Μποντ απλώς γιατί δεν θεωρούσε πως ταίριαζε με τον εμβληματικό χαρακτήρα. Ωστόσο, το στοίχημα που έβαλαν οι παραγωγοί Μπάρμπαρα Μπρόκολι και Μάικλ Γουίλσον με τον εαυτό τους, μια σειρά ταινιών αξίας δισεκατομμυρίων και, φυσικά, τους φανατικούς, που είχαν ισχυρή άποψη για τον διάδοχο του Πιρς Μπρόσναν, δεν ήταν τόσο παράτολμο όσο ακουγόταν.
Ο 53χρονος ηθοποιός δεν ήταν τόσο άγνωστος στη χώρα του, στους σινεφίλ και όσους παρακολουθούν καλή τηλεόραση. Ξεκίνησε στις θεατρικές σκηνές του Λονδίνου και ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 τράβηξε την προσοχή με την εμφάνισή του στο Our friends in the North. Ήταν ο Τζόρντι Πίκοκ, ένας από τους τέσσερις φίλους στο δράμα του BBC που διατρέχει το δεύτερο μισό του εικοού αιώνα στη Μεγάλη Βρετανία και συγκαταλέγεται στα πιο δημοφιλή και άρτια της βρετανικής τηλεόρασης.
Στο Elizabeth του Σέικαρ Καπούρ υποδύθηκε έναν ιερέα που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τη βασίλισσα Ελισάβετ. Το διαπεραστικό του βλέμμα και η ικανότητά του να δείχνει αναστατωμένος χωρίς περιττές κινήσεις φάνηκε στο Tomb Raider. Ο Άλεξ Γουέστ του Ντάνιελ Κρεγκ στάθηκε ισάξιος συνοδοιπόρος της Λάρα Κροφτ και πυροδότησε την αχίλλειο πτέρνα της ερωτικής επιθυμίας μίας από τις πιο σκληρές ηρωίδες της μεγάλης οθόνης και των video games. Εκεί έδειξε επίσης πως μπορεί να μετατρέπει τον θυμό και την οργή σε εμπιστοσύνη, παραμένοντας μυστηριώδης.
Το ουσιαστικό πρόκριμα για την καριέρα του Μποντ ήταν το Layer Cake. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μάθιου Βον, που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο Χάπια, σφαίρες και 2 εκατομμύρια λίρες, έγινε ερήμην του, η άτυπη οντισιόν που χρησίμευσε στα άμεσα σχέδια της Μπρόκολι και του Γουίλσον για την ανανέωση του πιο κερδοφόρου και πολυετούς κινηματογραφικού franchise όλων των εποχών.
Γι’ αυτούς δεν ήταν θέμα ονόματος αλλά αλλαγής πλεύσης μιας σειράς που έδειχνε να ξεστρατίζει προς φανταστικές και αναληθοφανείς περιπέτειες, και επιθυμούσαν η δράση να συνάδει με την εποχή και ο ηθοποιός που θα την κουβαλήσει να φέρει ρεαλισμό, τον απαιτούμενο κυνισμό και προσγειωμένη ισορροπία μεταξύ της περιγραφής του Ίαν Φλέμινγκ και της διασκέδασης που αναζητούσε ένα νεότερο κοινό.
Στο Layer Cake ο πρωταγωνιστής θέλει να ξεφύγει από το κύκλωμα του υποκόσμου και παραμένει ανώνυμος και απειλητικός, ένας άνδρας που φλερτάρει με τα όρια και τα παίζει όλα για όλα. Με άλλα λόγια, ένας πράκτορας γεννήθηκε από σύμπτωση. Και ο Κρεγκ έτυχε να είναι εκείνος που τον υποδύθηκε καταπληκτικά.
Είχαν προηγηθεί εμφανίσεις του σε ενδιαφέρουσες ταινίες. Το Road to Perdition του Σαμ Μέντες, με τον οποίο η μοίρα τον έφερε μαζί στη συνέχεια, στο Skyfall και το Spectre. Το ευαίσθητο Mother του Ρότζερ Μισέλ, στον ρόλο του ξυλουργού που ερωτεύεται τη μητέρα της ερωμένης του. Η Σίλβια, στο πλευρό της διάσημης και βασανισμένης ποιήτριας που ενσάρκωσε η Γκουίνεθ Πάλτροου. Το Infamous, όπου έπαιζε τον κατάδικο Πέρι Σμιθ που είχε μια επινοημένη σεξουαλική συνεύρεση με τον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε. Το φιλοδοξο ασυνήθιστο ψυχολογικό θρίλερ Enduring Love με τον Ρις Ίφανς, και πάλι σε σκηνοθεσία του Ρότζερ Μισέλ. Και ως μέλος του πολυπρόσωπου καστ του εξαιρετικού Μονάχου, του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο σκηνοθέτης Κάρι Φουκουνάγκα μιλά στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.
«Βοηθά πολύ στην κατανόηση της διάστασης του ρόλου μου το ότι ο Ντάνιελ έχει ανθρώπινες ευαισθησίες ως ηθοποιός και έδωσε σάρκα σε έναν χαρακτήρα που μέχρι τώρα είχε μόνο περίγραμμα», λέει η Λέα Σεϊντού, η οποία επιστρέφει ως Μάντλιν Σουάν. «Σίγουρα υπάρχει κομμάτι του εαυτού μου στη Μάντλιν, όπως σε κάθε ρόλο που έχω παίξει, και αντίστοιχα του Ντάνιελ στον πιο τρωτό και ευάλωτο 007, αλλά στο No time to die προσπάθησα να την πλησιάσω με αλήθεια και ρεαλισμό, να την κάνω απτή και αγνή ‒ να αποκτήσω μαζί της σε ένα πιο αφτιασίδωτο πορτρέτο».
Όταν ο Κρεγκ έκανε την κανονική του ακρόαση για τον ρόλο του 007 δεν τα πήγε και πολύ καλά, φαινόταν μπλαζέ και αδιάφορος στα πλάνα όπου άνοιγε μια πόρτα και δοκίμαζε κάποιες στάνταρ ατάκες, όπως είχαμε το προνόμιο να δούμε σε κλειστό κύκλωμα σε ένα 45λεπτο, εγκάρδιο και εξομολογητικό αφιέρωμα στον Ντάνιελ Κρεγκ που ετοίμασε η MGM (μια μικρή παρηγοριά για την ταινία που αποφάσισαν να μην προβάλουν πριν από τις συνεντεύξεις), αλλά η Μπρόκολι θυμάται, με τον πρωταγωνιστή της ακριβώς δίπλα να σκάει στα γέλια, πως στα μάτια του διέκρινε τη λαχτάρα του να πάρει τον ρόλο.
Όταν του ανακοινώθηκαν από τηλεφώνου τα καλά νέα, ήξερε πως η ζωή του είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί. Στα επίσημα «αποκαλυπτήρια», οι σκληροπυρηνικοί δυσανασχέτησαν και το βροντοφώναξαν. Ο Κρεγκ δεν έδωσε σημασία αρχικά, αλλά όταν έψαξε στο διαδίκτυο τι του έσουρναν οι ορκισμένοι αρνητές, πείσμωσε περισσότερο και έκανε τη δουλειά του ακόμη πιο σκληρά, τιμώντας τους δεκάδες συνεργάτες που εμπλέκονταν στην παραγωγή του Casino Royale.
Αρκούσε η διάσημη φωτογραφία του με το μαγιό για να ανατραπεί το κακό κλίμα και ως διά μαγείας ο αναδυόμενος από τα νερά της Καραϊβικής φρέσκος Μποντ, ο μέχρι πρότινος άσχετος ξανθός με το παγωμένο βλέμμα και το μηδενικό sex appeal συζητήθηκε ως ο πιο «καυτός» αναμενόμενος σταρ της χρονιάς από τα media και τα forum.
Τελικά η επιλογή ήταν εμπνευσμένη, το Casino Royale έγινε τεράστια επιτυχία, ίσως είναι η καλύτερη ταινία James Bond που γυρίστηκε ποτέ. Η σεκάνς στο Μαυροβούνιο με την αγωνιώδη παρτίδα πόκερ, το βασανιστήριο από τον Μαντς Μίκελσεν που δακρύζει αίμα και η σκηνή του Κρεγκ με την Έβα Γκριν ως Βέσπερ Λιντ στο ντους, με τα ρούχα τους, αλλά γυμνοί από την πανοπλία των ρόλων και τα προσωπεία τους τοποθετούνται στην ανθολογία όχι μόνο της σειράς αλλά και του καλού σινεμά γενικότερα ‒ είναι η περίπτωση που οι παλιοί fans και όσοι δεν έχουν ιδέα για το ποιόν και την καταγωγή του Bond ή επιμένουν να θεωρούν το Skyfall μια φροϊδική παράκαμψη που θα τάραζε τον άγιο Φλέμινγκ ή συγκλίνουν πανηγυρικά.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, που ολοκληρώνεται με τα εξ αναβολής εγκαίνια του No time to die και την ειλημμένη απόφαση του Κρεγκ να πάρει οριστική συνταξιοδότηση από τα κεντρικά γραφεία της βρετανικής κατασκοπείας, μετά από πρόσκαιρες διακυμάνσεις και αμφιβολίες επί του θέματος, και τη χαρακτηριστική του απάντηση στο ερώτημα για το ποιος θα είναι ο ή η διάδοχος: «Δεν ξέρω και, για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι δικό μου πρόβλημα».
Στο μεταξύ, όπως και οι προκάτοχοί του, έκανε τις μικρές ή και λίγο μεγαλύτερες «παρασπονδίες» του σε σχέση με τον ρόλο που κράτησε 15 χρόνια, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα όμως. Το Golden Compass με συμπρωταγωνίστρια τη Νικόλ Κίντμαν ήταν μια φαντεζί, δαπανηρή αποτυχία χωρίς συνέχεια. Το Cowboys and Aliens με τον Χάρισον Φορντ, ένα επίσης πανάκριβο φιάσκο. Οι Περιπέτειες του Τεν Τεν δεν χρεώνονται σε αυτόν αλλά στο πάθος για τον Βέλγο ήρωα και στη δεδομένη δεξιοτεχνία του Σπίλμπεργκ.
Η περιπέτεια μυστηρίου Στα Μαχαίρια είναι η πιο πρόσφατη, έξυπνη και επιτυχημένη του απόπειρα απόδρασης σε ένα διαφορετικό σύμπαν και ο ήρωας που πλάθει, ο άλλου τύπου ντεντέκτιβ Μπενουά Μπλαν, δείχνει, εκτός από την αιχμή και την αντίληψη, και μια αίσθηση του χιούμορ που ο Μποντ τού είχε ψαλιδίσει δραστικά, λόγω του ρεαλιστικού του προσανατολισμού.
Το τρέιλερ της ταινίας
Το δεύτερο μέρος γυρίστηκε πρόσφατα στο Πόρτο Χέλι και στις Σπέτσες («ήρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα», εξομολογείται ο Κρεγκ, «έκανε πολλή ζέστη, αλλά ήταν ωραία και δουλέψαμε πολύ για να βγάλουμε, πιστεύω, ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα») και ο Ντάνιελ από το Τσέστερ, στα σύνορα της ψύχραιμης Αγγλίας με την πιο θερμόαιμη Ουαλία, ξεκινά ελεύθερος και χωρίς οικονομικές έγνοιες το επόμενο κεφάλαιο της ωριμότερης καριέρας του, έχοντας κερδίσει τα παράσημα της MI6 και μπόνους στο βιογραφικό του ότι είχε κοινή σκηνή με τη βασίλισσα Ελισάβετ στον μοναδικό της ρόλο μπροστά στην κάμερα.
Αφήνει πίσω του έναν ανανεωμένο, διαφορετικό Bond που όταν τον ρωτώ αν τελικά τον αγάπησε, τον εκτίμησε ή τον σεβάστηκε περισσότερο, σκέφτεται λίγο και, χαμηλόφωνα, απαντά: «Και τα τρία νομίζω. Ποτέ δεν έπαιξα έναν σκέτο ρόλο, γιατί δεν γίνεται να κρίνω τον Μποντ ή οποιονδήποτε χαρακτήρα, όσο κακός κι αν είναι. Είχα τα πάνω μου και τα κάτω μου, μοχθούσα κάποιες φορές, κουράστηκα, αλλά οι διακυμάνσεις ποτέ δεν σχετίζονταν με καλλιτεχνικές αιτίες. Δημιουργικά, ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι και τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στη διαδρομή αποτελούν μέρος της συλλογικής μας απόλαυσης να τα κατανοήσουμε, να τα λύσουμε και να τα κατακτήσουμε».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.