Στους Financial Times, εδώ και λίγες ώρες φιγουράρει ένα τεράστιο φωτογραφικό αφιέρωμα στο τελευταίο σπίτι του Balthus. Τρόπος του λέγειν «σπίτι» καθώς πρόκειται για ένα μεγάλο σαλέ, ένα πραγματικό αρχοντικό της εξοχής, περίπου 20 λεπτά από το κοσμοπολίτικο Γκστααντ, στην, ομολογουμένως πανέμορφη, άγρια εξοχή του Ροσινιέρ.
Η κόρη του, Χαρούμι, καρπός του έρωτά του με τη Γιαπωνέζα ζωγράφο και συγγραφέα, Σετσούκο Κλοσόβσκα, αποφάσισε να μετακομίσει εκεί και να δώσει ζωή στο αρχοντικό που υπήρξε και καταφύγιο και τόπος ξεκούρασης και εργαστήριο των γονιών της. Και πολυτελές ξενοδοχείο, επίσης, για όσους είχαν να πληρώσουν το προνόμιο του να περιφέρονται ανάμεσα σε προσωπικά αντικείμενα, Τέχνη και σημειώσεις του Μπαλτίς και της συζύγου του.
Είναι κάπως άβολη όλη αυτή η lifestyle παρουσίαση... Τα πολυτελή δωμάτια, οι αναμνήσεις της Χαρούμι, τα κοσμήματα που φτιάχνει –δαχτυλίδια και σαύρες απλωμένα πάνω σ’ ένα σεντόνι– και ο Μπαλτάσαρ Κλοσόβσκι πουθενά!
Τόσα ανήλικα κορίτσια πέρασαν από το στούντιο του Μπαλτίς και δέχθηκαν να ποζάρουν μισόγυμνα ή γυμνά. Υπήρχε συναίνεση σε όλο αυτό; Ήταν μία μορφή αποπλάνησης η πρότασή του; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, λένε κάποιοι.
Λέξη για τη ζωγραφική του, κουβέντα για το πώς η πολιτική ορθότητα εδώ και καιρό ξεθάβει σκελετούς από την ντουλάπα του, ούτε νύξη για το πώς ακόμη και σήμερα μπορεί να κάνει την Tate Modern ή κάποιο άλλο ευρωπαϊκό ή αμερικανικό ναό της Τέχνης να τρέμει...
Ας πούμε, μόλις το 2017 το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης ξαφνικά βρέθηκε στο στόχαστρο για την «Τερέζα που ονειρεύεται», για την παιδοφιλική προέκταση του πίνακα. Βροχή τα μηνύματα, βράχος το Μουσείο. Το έργο δεν μετακινήθηκε, τελεία και παύλα, παρά τις οργισμένες φωνές και τη συλλογή υπογραφών ανθρώπων που απαιτούσαν απόσυρση και εξηγήσεις για το ανάρμοστο θέαμα.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η Τερέζα Μπλανσάρ, η 11χρονη γειτόνισσα του ζωγράφου που «ζόριζε» τις αρετές της σημερινής κοινωνικής πλατφόρμας. Στα περισσότερα έργα του Μπαλτίς «πρωταγωνιστούν» ανήλικα κορίτσια, σε ηδυπαθείς ή ανήσυχες πόζες δίπλα σε ενήλικες, σε μικρές ή μεγαλύτερες εξάρσεις βίας –ποιος ξεχνά το «Μάθημα Κιθάρας»;– με το ανήλικο γυμνό σώμα σε πρώτο πλάνο.
Πόσο περίεργη και ενοχλητική, λοιπόν, αυτή η αποσιώπηση...
Για χάρη του, αυτόν τον καιρό, βρίσκεται σε εξέλιξη μια έκθεση στην Κίνα, ωστόσο, στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια ένας Μπαλτίς σε κάποιο εκθεσιακό προγραμματισμό μπορεί να δημιουργήσει τεράστιο θέμα.
Τόσα ανήλικα κορίτσια πέρασαν από το στούντιο του Μπαλτίς και δέχθηκαν να ποζάρουν μισόγυμνα ή γυμνά. Υπήρχε συναίνεση σε όλο αυτό; Ήταν μία μορφή αποπλάνησης η πρότασή του; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, λένε κάποιοι. Κι όμως: αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις Polaroid του Μπαλτίς με την επίσης ανήλικη Anna Wahli.
Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι όλες είναι «καλλιτεχνικές», υπάρχει και μία που δείχνει τον ζωγράφο να κρατά στην αγκαλιά του την ανήλικη και να την κοιτά με θαυμασμό, σχεδόν ανατριχιαστικό.
Εκείνο, επίσης, που ξέρουμε είναι ότι ο ίδιος πάντα είχε μια έτοιμη απάντηση για τους επικριτές του που θόλωνε τα νερά και πέταγε το μπαλάκι στον αντίπαλο.
«Ζωγραφίζω αγγέλους, στοιχειά», έλεγε. «Όλες οι θηλυκές υπάρξεις στους πίνακες μου, σε όλο το έργο μου είναι άγγελοι. Η Τέχνη μου είναι βαθιά και σχεδόν θρησκευτική», είχε πει κάποτε, επιχειρώντας να εξηγήσει ότι η ηδονοβλεπτική, η παιδοφιλική επιθυμία που του είχαν προσάψει, ουσιαστικά ήταν ένας καθρέφτης των ασυνείδητων «θέλω» του θεατή, του κριτικού Τέχνης και πάντως όχι του καλλιτέχνη.
Βέβαια, είναι κάπως δυσκολοχώνευτος ο όλος βίος και η πολιτεία του Μπαλτάσαρ Κλοσόβσκι ντε Ρόλα. Γιος ιστορικού Τέχνης, με ευγενή καταγωγή, όπως ο ίδιος υποστήριζε (μάλιστα, το οικόσημο των Ντε Ρόλα ήταν κεντημένο σε αρκετά από τα ρούχα του), ο Μπαλτίς δεν είχε περιθώρια για ταπεινές συναναστροφές.
Όταν εραστής της μητέρας σου –και πρώτος που διακρίνει το ταλέντο σου– είναι ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, είναι κάπως μοιραίο ότι η υπόλοιπη ζωή σου θα κυλήσει με φίλους όπως ο Φελίνι και ο Τζιακομέτι, ο Πικάσο και ο Βέντερς. Επίσης, είναι κάπως βέβαιο ότι θα διαμορφωθεί μία καλλιτεχνική προσωπικότητα που θα ζει εξίσου στο φως και τη σκιά. Ο Μπαλτίς ήθελε να εντυπωσιάζει, να προκαλεί, να συζητιέται, ωστόσο, μόνο ως όνομα, ως στοιχειό (!), όχι ως φυσική παρουσία.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, οι πληροφορίες που είχαν οι γκαλερίστες και οι επιμελητές μεγάλων μουσείων του κόσμου ήταν απελπιστικά λίγες και διατυπωμένες με αριστοκρατική ευγένεια και ένα κάποιο μυστήριο. Με λίγα λόγια, ο Μπαλτίς δεν ήθελε κανέναν στα πόδια του και κυρίως τους δημοσιογράφους, τους οποίους απεχθανόταν και περιφρονούσε μέχρι το τέλος του.
Εξηγεί κάπως όλη αυτή η σύνθεση τις παιδόφιλες απεικονίσεις που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρό πονοκέφαλο στους ανθρώπους της Τέχνης; Και ναι και όχι. Είναι αστείο ότι σχεδόν 20 χρόνια από τον θάνατό του κανείς δεν μπορεί να μιλήσει σοβαρά, τεκμηριωμένα, με στοιχεία για τις προθέσεις της Τέχνης του.
Προτιμούμε να τον αφήνουμε κάπου στο βάθος, μερικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα στη σκιά ή στη συλλογή κάποιου μαικήνα της Τέχνης, αλλά να μην τολμάμε να εξηγήσουμε τη σχέση του με τα παιδιά των Μπλανσάρ, για παράδειγμα ή με τόσες ανήλικες που –γύρευε πώς, τώρα...– πείστηκαν να ποζάρουν μισόγυμνες για έναν μεσήλικα.
Και για να καταλήξουμε: για τον Egon Schiele η Τέχνη, ο φεμινισμός και η πολιτική ορθότητα αποφάνθηκαν, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, ότι ήταν ένας καλλιτέχνης που παρενοχλούσε σεξουαλικά τα μοντέλα του και ως εκ τούτου, οι επισκέπτες των μουσείων της Νέας Υόρκης θα ενημερώνονται σχετικά για το τι πρόκειται να αντικρίσουν.
Με τον Balthus πού στεκόμαστε; Μιλάμε για το τέλειο σπίτι, το εργαστήριο και τα προσωπικά του αντικείμενα, παρακολουθούμε την κόρη του να παραθέτει αναμνήσεις όπως, «ο μπαμπάς με πήγαινε στο σχολείο με Peugeot και τα άλλα παιδάκια έφταναν με Mercedes και ένιωθα μειονεκτικά», μαθαίνουμε για τους διάσημους επισκέπτες του σαλέ, μεταξύ των οποίων η Τίλντα Σουίντον και ο Ουές Άντερσον, αλλά ακόμη κανείς δεν τολμά να μιλήσει γι’ αυτόν.
Ίσως γι’ αυτό το αφιέρωμα στο Chalet Balthus είναι πολύ ωραίο μεν, λειψό δε, καθώς αφήνει απ’ έξω το στίγμα του ιδιοκτήτη του που επέλεξε να ζήσει εκεί τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, κάπως σαν ευγενής ερημίτης σε κάποιο κάστρο. Το τι πραγματικά αναζητούσε από τις ανήλικες των έργων του, λογικά, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ή το ξέρουμε ήδη και βολικά το αποκαλούμε «αμφιλεγόμενη Τέχνη» για να ξεμπερδεύουμε.